Πραγματοποιηθείσα ομιλία ΑΝΥΠΕΞ Ευκ. Τσακαλώτου στον ΟΟΣΑ (13.03.15)

Ακολουθεί το κείμενο της χθεσινής ομιλίας, στην έδρα του ΟΟΣΑ στο Παρίσι, του κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου, Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις και για τη συνεργασία της ελληνικής Κυβέρνησης με τον ΟΟΣΑ:

Έννοιες - κλειδιά για το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας

«Χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που να ανήκει σε όλους τους πολίτες. Ένα πρόγραμμα που θα θεωρούν κτήμα τους. Μόνον έτσι μπορούμε να προσβλέπουμε στην ενεργή και ενθουσιώδη στήριξή τους και άρα, στην επιτυχία του προγράμματος.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δίνουμε έμφαση στην έννοια της ανάπτυξης για όλους (inclusive growth). Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το είδος των μεταρρυθμίσεων που προώθησε η προηγούμενη κυβέρνηση -η απαίτηση, για παράδειγμα να διαθέτει ο συνταξιούχος των 330 ευρώ, 10 ευρώ από το υστέρημά του για μια επίσκεψη στο νοσοκομείο- κατέστρεψε στη συνείδηση των πολιτών την ίδια την ανάγκη για μεταρρύθμιση.

Η ισότητα και η δικαιοσύνη είναι ζητήματα μείζονος σημασίας που αφορούν ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της μεσαίας τάξης, και όχι μόνο τα φτωχά εργαζόμενα στρώματα και τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Επομένως, η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και ενεργής στήριξης των μεταρρυθμίσεων από τα στρώματα αυτά είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του εγχειρήματος και για την λήψη δύσκολων αποφάσεων στη διαδικασία υλοποίησής τους. Άλλωστε, όπως δείχνουν όλες σχεδόν οι πρόσφατες έρευνες, οι ανισότητες έχουν καταστροφική επίπτωση στην οικονομική επίδοση.

Οι Αξιολογήσεις Ομοτίμων (Peer Reviews) και οι Βέλτιστες πρακτικές
Εξίσου σημαντικά είναι δύο ακόμη πράγματα: η αξιολόγηση μεταξύ ομοτίμων (peer review) και η εξέταση «βέλτιστων πρακτικών». Και τα δύο μπορούν να βοηθήσουν, ώστε να αποφύγουμε λάθη και να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «πλεονέκτημα της τελευταίας κίνησης» (last mover advantage) χωρίς να χρειαστεί να επανεφεύρουμε τον τροχό.

Η αντιμετώπιση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής αποτελούν πεδία στα οποία η «αξιολόγηση ομοτίμων» και οι «βέλτιστες πρακτικές» μπορούν να είναι χρήσιμες. Εν μέρει γιατί ως χώρα, είμαστε πολύ πίσω σε αυτούς τους τομείς, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι οι ελίτ της Ελλάδας έχουν κατορθώσει να αντισταθούν με επιτυχία σε όλες τις προσπάθειες (ακόμη και σ’ εκείνες που έγιναν «με μισή καρδιά») να αντιμετωπιστούν αυτά τα θέματα. Για τα θέματα αυτά, προσβλέπουμε, ιδιαίτερα, στη βοήθεια του ΟΟΣΑ.

Κάποιες σκέψεις έξω από την πεπατημένη

Για την Ελλάδα, όμως, η «αξιολόγηση ομοτίμων» και οι «βέλτιστες πρακτικές» μπορεί να μην είναι αρκετές. Αυτό συμβαίνει για μία σειρά από λόγους:

- Πρώτον, γιατί είναι πιθανό να μη μπορούμε να αξιολογήσουμε ποιά είναι η βέλτιστη πρακτική για μια οικονομία όπως η ελληνική, που είδε το ΑΕΠ της να μειώνεται σε βαθμό πρωτόγνωρο σε συνθήκες ειρήνης. Το είδος των μέτρων που απαιτούνται από την πλευρά της προσφοράς, όπως επίσης και η ιεράρχησή τους, μπορεί να είναι αρκετά διαφορετική απ’ ό,τι θα ταίριαζε σε μια οικονομία που προσεγγίζει την ισορροπία, έστω κι αν η ισορροπία αυτή δεν είναι η καλύτερη δυνατή και πρέπει να αλλάξει.

Εν μέρει, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το Δημόσιο πρέπει να αναλάβει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στις επενδύσεις, είτε με την ενθάρρυνση κοινοπραξιών, είτε βοηθώντας στην αντιμετώπιση της αποτυχίας συντονισμού στον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα. Μπορεί, επίσης, να σημαίνει ότι το κράτος θα ενθαρρύνει τη συμβολή των ερευνητικών ινστιτούτων, του μεγάλου δικτύου ελλήνων ερευνητών που βρίσκονται στο εξωτερικό αλλά και άλλων, σε τομείς, όπως για παράδειγμα οι πράσινες επενδύσεις, με στόχο να διευρύνει τον αριθμό των πρωτοβουλιών που χρειάζονται χρηματοδότηση.

Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα της Ελλάδας –και όχι μόνον της Ελλάδας- δεν εντοπίζεται τόσο στην έλλειψη χρηματοδότησης αλλά στην έλλειψη καλών, αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων. Τόσο ο Larry Summers όσο και ο Joseph Stiglitz έχουν μιλήσει για το φαινόμενο του «πλεονάσματος αποταμίευσης» (savings glut)- που είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος- ακόμα και πριν ακόμη την έναρξη της κρίσης το 2009.

Δεύτερον, κάθε πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων πρέπει να οικοδομείται σε συνάρτηση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα ο κοινωνικός τομέας της οικονομίας έχει παρουσιάσει τεράστια ανάπτυξη στα χρόνια της κρίσης. Εδώ έχουμε πολλά να μάθουμε πολλά από τους Γάλλους, που έχουν ένα από τα πιο προηγμένα θεσμικά πλαίσια στον τομέα αυτό. Πρέπει λοιπόν να δούμε πώς ο κοινωνικός τομέας μπορεί να επεκταθεί και να συνδεθεί με τους άλλους τομείς. Και το πλεονέκτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο θέμα κλίμακας, αλλά και συμμετοχής -σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα- ανθρώπων που δεν θα είχαν τις ίδιες ευκαιρίες ούτε στον ιδιωτικό ούτε στον δημόσιο τομέα.

- Τρίτον, το πρόβλημα με την «αξιολόγηση ομοτίμων» και τις βέλτιστες πρακτικές είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που οι κοινωνιολόγοι της γνώσης ονομάζουν «γνωσιακό κλείδωμα» (cognitive lock-in). Δηλαδή, ότι οι άνθρωποι πέφτουν στην παγίδα να μη μπορούν να σκεφθούν «έξω από το κουτί», καταλήγοντας να εξετάζουν μόνο ιδέες που προέρχονται από αναλύσεις «ξένες» προς το πρόβλημα. Αυτό, βέβαια, δεν είναι θέμα όταν τα πράγματα πάνε καλά. Αλλά για τις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης, τα πράγματα μάλλον δεν πάνε και τόσο καλά. Έτσι, μια πρωτοβουλία όπως η δική μας είναι ευκαιρία να τολμήσουμε και να δοκιμάσουμε νέα πράγματα. Χωρίς κοινωνικό και παραγωγικό πειραματισμό, κινδυνεύουμε να εξαντλήσουμε τις διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές πάνω στις οποίες θα χρειαστούμε «αξιολόγηση ομοτίμων» και βέλτιστες πρακτικές.

Δύο Παραδείγματα

Α. Το πρώτο παράδειγμα αφορά τις αγορές εργασίας και τις επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας. Εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαφωνεί με την προσέγγιση που τείνει να χρησιμοποιεί σήμερα η ΕΕ. Πιστεύουμε ότι η έμφαση που δίνεται στη νομοθεσία σχετικά με τις προσλήψεις και τις απολύσεις επηρέασε πολύ οριακά την αποδοτικότητα της εργασίας. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου προσλαμβάνονται περισσότεροι, αλλά από την άλλη, στην καθοδική τάση του κύκλου απολύονται περισσότεροι. Γνωρίζουμε όμως ήδη ότι αυτού του είδους η ευελιξία επιβαρύνει την ευημερία των εργαζομένων λόγω της αβεβαιότητας που γεννά. Αυτό, φυσικά, έχει επιπτώσεις :

-στη συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων
- στην βούλησή τους να επενδύσουν στις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτεί η δουλειά τους μέσα στην επιχείρηση
- και, για όλους αυτούς τους λόγους, στην παραγωγικότητα.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα αντίληψη στο πλαίσιο της οποίας η χειραφέτηση των εργαζομένων θα ενισχύει την οικονομική επίδοση. Πολύ συχνά, η ευελιξία λειτουργεί απλώς ως μέσο ενίσχυσης ανεπαρκών εργοδοτών. Ο Wolfgang Streeck, Γερμανός πολιτικός, οικονομολόγος με μεγάλη απήχηση, έχει αναφερθεί στους λεγόμενους «επωφελείς περιορισμούς». Σε περιορισμούς, δηλαδή, οι οποίοι προστατεύουν τόσο την εργασία όσο και το κεφάλαιο από τις εύκολες επιλογές, κατευθύνοντάς τους προς εκείνες που αυξάνουν την παραγωγικότητα σε βάθος χρόνου.

B. Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από τη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα. Για πολλούς λόγους, η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν επιχείρηση, και οι πρακτικές διοίκησης που εισάγονται από τον ιδιωτικό τομέα έχουν περιορισμένα όρια εφαρμογής. Έμπρακτη απόδειξη των παραπάνω είναι η επικράτηση διεφθαρμένων, ημι-διεφθαρμένων ή κακών πρακτικών που εντοπίζονται στις πιο νεοφιλελεύθερες οικονομίες. Η απάντηση πρέπει να βρίσκεται, έστω και εν μέρει, στην ενίσχυση της δημοκρατίας και της λογοδοσίας απέναντι στο λαό. Σε αυτό το ζήτημα, η Ελλάδα ίσως μπορέσει να επωφεληθεί από το «πλεονέκτημα της τελευταίας κίνησης».

Πρέπει να πειραματιστούμε με ιδέες, όπως οι επιτροπές πολιτών για τις δημόσιες υπηρεσίες και τους συμμετοχικούς προϋπολογισμούς στην τοπική αυτοδιοίκηση, ακριβώς, για να εμπλακεί μεγαλύτερος αριθμός απλών πολιτών στο εγχείρημα της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αναστρέψει το φαινόμενο της έλλειψης εμπιστοσύνης των ανθρώπων στην πολιτική διαδικασία. Ένα φαινόμενο με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες που εκτείνονται πέρα και πάνω από τη σφαίρα της πολιτικής.

Συμπέρασμα
Η ελληνική κυβέρνηση προσβλέπει στη συνεργασία με τον ΟΟΣΑ για τα θέματα αυτά. Στόχος μας είναι να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους μας μια νέα συμφωνία για το χρέος, ώστε να θέσουμε τις βάσεις για ένα νέο συμβόλαιο για την ανάπτυξη και την οικονομική ανάκαμψη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά το κράτος και τη σχέση του με την κοινωνία και την οικονομία. Σε αυτό το πιο μεσοπρόθεσμο εγχείρημα χρειαζόμαστε ένα ισχυρότερο όραμα το οποίο, αφενός δεν ανακαλύπτει ξανά τον τροχό, και αφ’ ετέρου είναι ανοιχτό σε νέες ιδέες.
Τόσο το παλιό όσο και το νέο πρέπει να μπορέσουν να μετασχηματιστούν σε συγκεκριμένους θεσμούς, πολιτικές και ευρύτερες πρακτικές πρωτοβουλίες. Είναι ένα εγχείρημα υψηλών απαιτήσεων. Ένα εγχείρημα όμως στο οποίο είμαστε αφοσιωμένοι, και θα είμαστε ευγνώμονες σε όσους φίλους μας βοηθήσουν σε αυτή τη διαδικασία.

13 Μαρτίου, 2015