Μετά το πέρας του σημερινού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, ο Υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, ενημέρωσε τους Έλληνες ανταποκριτές στις Βρυξέλλες. Ακολουθεί το κείμενο της εισαγωγικής τοποθέτησης του κ. Κοτζιά, καθώς και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων :
Ν. ΚΟΤΖΙΑΣ: «Το πρωί, με πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου, κ. Κασουλίδη, συζητήσαμε για την κατάσταση στο Λίβανο. Αυτό που όλοι θέλουμε να υπερασπιστούμε είναι ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας του κράτους αυτού, ο οποίος βρίσκεται σε υποχώρηση υπό την πίεση και των τζιχαντιστών, αλλά και των αντιθέσεων που υπάρχουν στην περιοχή.
Το δεύτερο ζήτημα που εξετάσαμε είναι η Ουκρανία. Στο θέμα αυτό θα εξετάζαμε μόνο την εφαρμογή της απόφασης που υπήρχε για επέκταση της λίστας. Υπήρχε ένας κατάλογος ενενήντα ονομάτων αποσχιστών, τα οποία τελικά κατέληξαν σε δεκαεννέα. Εμείς δεν έχουμε αντίρρηση σε αυτό. Στο κατάλογο περιλαμβάνονται και τα ονόματα πέντε Ρώσων, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνονταν οι αρχικοί Υπουργοί. Εμείς, αν και το διαπραγματευτήκαμε μόνοι μας, περάσαμε από τα ενενήντα ονόματα στα πέντε. Επίσης, συμφωνήσαμε να μην υλοποιηθεί αυτή η λίστα, να περιμένουμε τη διαπραγμάτευση της Τετραμερούς - Γαλλία, Γερμανία, Ουκρανία, Ρωσία - προκειμένου να δούμε αν δώσει κάποιο θετικό αποτέλεσμα ή όχι. Δηλαδή, η θέση μας ήταν ότι θα πρέπει να δώσουμε ανάσα για την προώθηση της ειρήνης, να δώσουμε ανάσα στη διαπραγμάτευση. Όπως ξέρετε, αυτή η λίστα είναι από το προηγούμενο έκτακτο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών, κατά το οποίο το κύριο πρόβλημα για εμάς ήταν να αποτρέψουμε τις λεγόμενες τομεακές κυρώσεις. Συνεπώς, σήμερα είχαμε μια συνέχεια του συμβιβασμού που επετεύχθη την προηγούμενη φορά.
Το τρίτο ζήτημα αφορά τη Λιβύη, για την οποία ακούστηκαν για άλλη μια φορά οι λέξεις ‘εμπάργκο’ και ‘κυρώσεις’. Εμείς εξηγήσαμε για πολλοστή φορά ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει σε κυρώσεις και εμπάργκο, γιατί δεν είναι ελκυστική, ιδιαίτερα για το Νότο της Ευρώπης, αλλά και για τη νεολαία. Λείπουν, το ανέφερα και στη δήλωση κατά την άφιξή μου στη συνεδρίαση, το όραμα, οι αξίες και η κοινωνική δικαιοσύνη. Η Ευρώπη δεν μπορεί να περιορίζεται σε τέτοιου είδους ανάγκες. Μάλιστα, αναφέραμε ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί στην Ουκρανία και στη Λιβύη το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών είναι πυροσβεστικής φύσης προσπαθώντας να αξιολογήσει το ένα ή το άλλο θέμα.
Όπως γνωρίζετε, πρόκειται για το 14ο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων που ασχολείται με την Ουκρανία και ανάλογα ζητήματα και κάναμε μια πρόταση σαν Ελλάδα, η οποία έγινε αποδεκτή από την Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας, Federica Mogherini. Η πρόταση ήταν η εξής: Έχουμε, όπως ξέρετε, το Μάρτιο το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών, στην ημερήσια διάταξη του οποίου περιλαμβάνονται τρία θέματα και προτείναμε να προστεθεί ένα τέταρτο, σχετικά με τη σταθεροποίηση και την αντιμετώπιση των προβλημάτων συνολικά στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να μιλάμε πότε για τη Λιβύη, πότε για τη Συρία, το Ιράκ, το Λίβανο, χωρίς μια συνολική στρατηγική.
Αυτό περιλαμβάνει δύο στοιχεία, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής: Το πρώτο είναι ότι η κάθε χώρα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, με διαφορετικές πολιτικές και στρατηγικές, ανάλογα με ποιον έχει προστάτη ή εχθρό στην περιοχή. Αντίθετα, χρειάζεται μια συνεκτική πολιτική που να βοηθήσει στην υπέρβαση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η περιοχή – από προγράμματα εκπαίδευσης μέχρι προγράμματα κοινωνικών παροχών.
Το τέταρτο θέμα που αντιμετωπίσαμε ήταν η τρομοκρατία. Το κείμενο ήταν βασικά συμφωνημένο. Η δική μας τοποθέτηση αφορούσε ένα ειδικό πρόβλημα, τους χριστιανικούς πληθυσμούς και κοινότητες και την πολιτισμική κληρονομιά που χάνεται στη Μέση Ανατολή. Έχει διαφύγει της προσοχής το ζήτημα αυτό και δεν αφορά μόνο στην ανάγκη προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών ή της προάσπισης της πολιτισμικής κληρονομιάς της περιοχής που χρησιμοποιείται από τους τζιχαντιστές ως μέσο είσπραξης μεγάλων ποσών, αλλά αφορά το κατά πόσο θα επιβιώσει, έστω και στοιχειωδώς, η πολυπολιτισμικότητα και η πολυθρησκευτικότητα στην περιοχή που αναπτύχθηκαν για χιλιετηρίδες, άλλοτε με δυσκολίες, αλλά και με μια αίσθηση ανεκτικότητας ανάμεσα στους πληθυσμούς.
Η τελευταία αναφορά που έγινε, πολύ σύντομη, ήταν σχετικά με την Υεμένη και αφορούσε μια προσπάθεια όσο το δυνατό να σταθεροποιηθεί η περιοχή. Η εξέταση και του θέματος της Υεμένης επιβεβαιώνει και τη γραμμή που ακολουθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να εξαντλείται στη διαμάχη Ρωσίας - Ουκρανίας. Η Ευρώπη πρέπει να δει και τα προβλήματα που έχει στο Νότο. Αν και το ζήτημα των σχέσεων Ρωσίας-Ουκρανίας είναι πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα σταθερότητας στην Ευρώπη, το πρόβλημα των κυμάτων τζιχαντισμού και των ανθρώπων που αναζητούν να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή και καλύτερες προοπτικές εργασίας και οικονομικής αποκατάστασης, βρίσκεται όχι απλώς στον περίγυρό μας, αλλά διαρκώς περισσότερο εισέρχεται στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί κανείς να το αγνοεί όντας από τη Βόρεια Ευρώπη και μη έχοντας άμεση αίσθηση αυτής της κατάστασης.,
Αυτά ήταν τα θέματα που εξετάσαμε σήμερα, ενώ κατά τη συζήτηση, ο περισσότερος χρόνος καταναλώθηκε για το θέμα της εφαρμογής της απόφασης για την Ουκρανία. Τα υπόλοιπα ζητήματα εξετάστηκαν πιο γρήγορα. Αύριο, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων θα μας εκπροσωπήσει η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ, Πρέσβης, κυρία Α. Παπαδοπούλου, ενώ την Πέμπτη, 12 Φεβρουαρίου, έρχεται στις Βρυξέλλες ο Πρωθυπουργός».
Μετά τη εισαγωγική τοποθέτηση του κ. Κοτζιά, ακολούθησαν ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
Σε ερώτηση σχετικά με το επικείμενο ταξίδι στο Βερολίνο, ο Υπουργός Εξωτερικών απάντησε: «Πριν δέκα μέρες, ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας κ. Steinmeier μου ζήτησε να συναντηθούμε. Νομίζω ότι τότε κάναμε μια πάρα πολύ καλή συζήτηση. Είδα δυο φορές τον Πρέσβη της Γερμανίας στην Αθήνα, τελευταία φορά ήταν την Παρασκευή, όταν είχα συνάντηση και με τον Πρέσβη των ΗΠΑ. Συμφωνήσαμε να συζητήσουμε για τη συνεργασία Ελλάδας - Γερμανίας, καθώς και για τρόπους αντιμετώπισης ορισμένων προβλημάτων στην Ευρώπη, όπως το πρόβλημα μεταξύ Ρωσίας-Ουκρανίας. Έχω την αίσθηση ότι η Γερμανία ενδιαφέρεται πάρα πολύ να βρει τρόπο ώστε να συμβάλλει στη βελτίωση της εικόνας της στην Ελλάδα. Θα σας πω ότι και εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ να συμβάλλουμε ως Ελλάδα ώστε να βελτιωθεί η εικόνα μας - όχι να αλλάξουμε τις απόψεις μας, αλλά να βελτιωθεί η εικόνα μας. Στο πλαίσιο αυτό, δίνω σήμερα την πρώτη μου ουσιαστικά συνέντευξη ως Υπουργός Εξωτερικών στο περιοδικό Der Spiegel για τα γνωστά ζητήματα. Πρόκειται για μια συζήτηση σχετικά με τον τρόπο συνεργασίας, βελτίωσης της επικοινωνίας και της εικόνας μας, καθώς και την εξέταση των μεγάλων προβλημάτων στην Ευρώπη: Το γνωστό ζήτημα της Ρωσίας - Ουκρανίας αλλά και το ζήτημα της Μέσης Ανατολής και της τρομοκρατίας - ζητήματα που συζητούμε και στο Συμβούλιο. Γενικά, θέλουμε να είμαστε με τον κ. Steinmeier - όπως και με τους περισσότερους ή και όλους τους Υπουργούς Εξωτερικών - σε συνεχή επικοινωνία.
Πρέπει να σας πω ότι παρά τον καταιγισμό των επιθέσεων που δέχτηκε αυτή η κυβέρνηση και εγώ προσωπικά, η διάθεση για συνεργασία, συζήτηση και αναζήτηση δρόμων στήριξης της Ελλάδας και κατανόησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς και της πολιτικής μας συνολικότερα, είναι μεγάλη. Βέβαια, οι Υπουργοί Εξωτερικών επιδιώκουν, λόγω της φύσης της εργασίας τους, περισσότερο τη διαπραγμάτευση και την αλληλοκατανόηση παρά τη χρήση άλλων μέσων. Κάνω μια ακαδημαϊκή παρένθεση. Υπάρχει μια καταπληκτική συζήτηση με τον καθηγητή Graham Allison στο Χάρβαρντ, ο οποίος είχε αναλύσει την κρίση της Κούβας, κάνοντας μια σύγκριση της συμπεριφοράς του Υπουργείου Εξωτερικών και του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ. Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έβλεπε τους πυραύλους που έπρεπε να στείλει για να κατατροπώσουν τον εχθρό. Το Υπουργείο Εξωτερικών έβλεπε διπλωμάτες να διαπραγματεύονται. Κάθε Υπουργείο έχει τη δική του μέθοδο, άρα ίσως εδώ είναι και ένας καλός χώρος όπου μπορεί να συμβάλλει το Υπουργείο Εξωτερικών και εγώ προσωπικά ως Υπουργός Εξωτερικών, ώστε να ανοίξουμε λίγο το δρόμο και να ανασάνει η χώρα ως προς τις υπόλοιπες διαπραγματεύσεις.
Πρέπει να σας πω ότι ήταν πάρα πολύ καλό το ταξίδι του Πρωθυπουργού στην Αυστρία. Ήταν εξαιρετικά καλή η συζήτηση. Ο Καγκελάριος της Αυστρίας έδωσε καλές προοπτικές. Για να μπορέσει να γίνει μια καλή διαπραγμάτευση, πρέπει να έχουμε και ορισμένους συμμάχους που να μην επιτρέπουν την απομόνωσή μας. Η πολιτική μας είναι πολιτική συμμαχιών. Πιστεύουμε ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και ότι υπάρχουν χώρες που έχουν τις ίδιες απόψεις, τις οποίες δεν εξέφραζαν. Σήμερα, η Ελλάδα μπορεί να γίνει ο καταλύτης για να τις εκφράσουν και να μπορέσουμε να πείσουμε ορισμένα κράτη και ορισμένους ευρωπαϊκούς θεσμούς να γίνει η διαπραγμάτευση πιο ορθολογική.
Επιτρέψτε μου να ανοίξω μια δεύτερη παρένθεση. Η γενική διαπραγμάτευση που κάνουμε αφορά την πολιτική μας, ότι δε δεχόμαστε να συνεχίσουμε την εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Ο τρόπος που ερμηνεύεται από τα διεθνή έντυπα και ορισμένους, λίγους ευτυχώς, ξένους παράγοντες, είναι ότι δε θέλουμε να πληρώσουμε. Εμείς λέμε ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές γιατί είναι καταστροφικές και δεν μπορούμε να τις συνεχίσουμε, ενώ αυτοί δεν λένε στον κόσμο τους ότι οι πολιτικές τους ήταν καταστροφικές, αλλά ότι ήταν καταπληκτικά πετυχημένες και ότι εμείς δεν θέλουμε απλώς να πληρώσουμε. Είμαστε ‘μπαταχτσήδες’ όπως λένε. Νομίζω ότι υπάρχουν κράτη και θεσμοί που έχουν πειστεί και για το δίκαιό μας και για το πραγματικό πρόβλημα».
Σε επόμενη ερώτηση, κατά πόσο ο κατάλογος που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων σε σχέση με την Ουκρανία θα δημοσιοποιηθεί άμεσα, ο ίδιος σημείωσε: «Σχετικά με τον κατάλογο των προσώπων, τη Δευτέρα κι αφού δουν πρώτα τα αποτελέσματα του Μινσκ. Αν τα αποτελέσματα είναι αισιόδοξα, ενδέχεται και άρση της απόφασης».
Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το ενδεχόμενο επίσκεψης του Πρωθυπουργού στο Βερολίνο, ο Υπουργός Εξωτερικών απάντησε: «Δεν έχει προγραμματιστεί κάτι τέτοιο. Θα φανεί αν και πως γίνει συζήτηση με την κα Merkel. Έχω την αίσθηση ότι η γερμανική διπλωματία θα ήθελε ο Πρωθυπουργός να έχει σχετική συζήτηση με την κα Merkel, αλλά κι εμείς θα θέλαμε να καταλάβει η Γερμανία ότι δεν είναι η νέα Ρώμη, αλλά μια ισχυρή, ενδιαφέρουσα κι ελπίζουμε φιλική χώρα απέναντι στην Ελλάδα. Στους Γερμανούς έχω πει ότι θεωρούμε τη Γερμανία φιλική χώρα και την πολιτική τους μη φιλική. Δεν έχουμε κάτι ενάντια στη Γερμανία, έχουμε όμως πάρα πολλά ενάντια στην πολιτική που ακολουθεί απέναντί μας».
Σε ερώτηση δημοσιογράφου κατά πόσο ενδέχεται συνάντηση του Πρωθυπουργού με την Καγκελάριο της Γερμανίας στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Υπουργός Εξωτερικών απάντησε: «Δεν έχω υπόψη μου το πρόγραμμα του Πρωθυπουργού. Θα το δούμε. Αλλά όπως ξέρετε, στις Συνόδους Κορυφής δε χρειάζεται προγραμματισμός, οι συναντήσεις γίνονται. Αλλά δεν έχω υπόψη μου τέτοιο προγραμματισμό αυτή τη στιγμή».
Σε επόμενη ερώτηση κατά πόσο η Ελλάδα έχει συμμάχους στη διαπραγμάτευση που διεξάγεται, ο ίδιος απάντησε: «Υπάρχουν σύμμαχοι που δε φαίνονται πάντοτε, όπως είναι αυτοί που ψήφισαν υπέρ των απόψεών μας στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα πρακτικά δε δημοσιεύονται, αλλά ένας από αυτούς τους συμμάχους ως προς αυτό το ζήτημα, είναι και η χώρα που βρισκόμαστε».
Σε ερώτηση κατά πόσο ο ίδιος σκοπεύει να πραγματοποιήσει εντός της εβδομάδας και κάποιο άλλο ταξίδι, εκτός από αυτό στο Βερολίνο, όπως λ.χ. στη Ρωσία, ο Υπουργός Εξωτερικών απάντησε: «Θα επανέλθω στις Βρυξέλλες την Πέμπτη, αυτό είναι σίγουρο. Στο Βερολίνο θα δούμε ποιο άλλο ταξίδι ενδέχεται να κάνω».
Στη συνέχεια, ο κ. Κοτζιάς σημείωσε ότι παρά τις επιθέσεις που έγιναν στο πρόσωπό του ως Υπουργού Εξωτερικών, «αυτές οι επιθέσεις δεν επηρεάζουν τη διαπραγματευτική μας τακτική και δεν επηρεάζουν τις απόψεις μας. Νομίζω ότι όλος ο διεθνής παράγοντας έχει πάρει το μήνυμα της ελληνικής Κυβέρνησης και ο Πρωθυπουργός ήταν πολύ σαφής στην ελληνική Βουλή ότι δεν κάνουμε πίσω. Αυτό δεν το λέμε γιατί έχουμε πεισμώσει ή έχουμε θυμώσει με κάποιον, το λέμε γιατί δεν μπορούμε να οδηγήσουμε τον ελληνικό λαό να υποφέρει περισσότερο. Η διαφορά μας με τον τρόπο που εκφράζεται η πολιτική από ορισμένα κράτη είναι ότι προσπαθούν να από-ηθικοποιήσουν την αποτυχία αυτής της απλοϊκής αριθμητικής. Η αριθμητική δείχνει ότι από το ζήτημα του πολλαπλασιαστή μέχρι την πολιτική των ελλειμμάτων, καταστράφηκε η χώρα, καταστράφηκε ο κοινωνικός ιστός, ο παραγωγικός ιστός και έχουμε τεράστια επίπεδα ανεργίας.
Άκουγα τώρα τη συζήτηση για τις χώρες με μουσουλμανική και αραβική σύνθεση, όπου αναφέρθηκε ότι η ανεργία στους νέους φτάνει το 30% και εξ αυτής της αιτίας γεννιέται η τρομοκρατία, και σκέφτηκα ότι στη χώρα μας έχουμε περάσει και το 50%, αλλά έχουμε μια κουλτούρα διαλόγου, δημοκρατικούς θεσμούς και μια καλή κυβέρνηση σήμερα. Νομίζω ότι έχουμε κάνει ένα καλό βήμα, δείξαμε ότι η κυβέρνηση έχει έναν αγωνιστικό πραγματισμό κι εκείνοι δείχνουν έναν ρεαλισμό. Αυτό που λέω εγώ πάντα, και ενοχλεί, είναι ότι όταν μας πιέζουν οι ξένοι προκειμένου να έχουν μια καλύτερη τοποθέτηση στη διαπραγμάτευση που αρχίζει, τα έντυπα στην Ελλάδα πανικοβάλλονται. Οι ξένοι κάνουν διαπραγμάτευση. Οι Έλληνες που τα αναμασούν, δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς κάνουν. Διαπραγματεύονται και αυτοί μαζί τους; Πανηγυρίζουν;»
Στη συνέχεια, ο Υπουργός επέκρινε έντονα τη στάση ξένων μέσων ενημέρωσης έναντι της νέας κυβέρνησης, καθώς και έναντι του ιδίου προσωπικά για δήθεν ειδικές σχέσεις με τη Ρωσία και σημείωσε ότι ο διεθνής Τύπος πρέπει να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα την κατάσταση, σχολιάζοντας σχετικά: «Νομίζω ότι βοηθάει σε αυτό το γεγονός ότι έχουμε μια σοβαρή κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τα ζητήματα με σοβαρότητα».,
Ο ίδιος συνέχισε αναφέροντας: «Σήμερα, ικανοποιήθηκαν δυο σοβαρά αιτήματά μας. Όπως μου υποσχέθηκε η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας, Federica Mogherini, θα υπάρξει ένα πρόγραμμα προστασίας των χριστιανικών κοινοτήτων στη Μέση Ανατολή. Επίσης, το αίτημα για συμπλήρωση της ημερήσιας διάταξης στο άτυπο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ με θέμα τη Μεσόγειο, την ασφάλεια και την ανάπτυξή της, έγινε επίσης αποδεκτό. Δε μένει παρά το Υπουργείο Εξωτερικών να εργαστεί αποτελεσματικά, ώστε να προσφέρουμε καλές ιδέες, προκειμένου να είμαστε σωστά προετοιμασμένοι ενόψει του άτυπου Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ».
9 Φεβρουαρίου, 2015