«Κυρίες και κύριοι, ευχαριστώ θερμά τον κ. Αθανάσιο Έλλις για την παρουσίαση και την πρόσκληση να ανέβω στο βήμα, ευχαριστώ θερμά τον κ. Τσάλτα για την εξαιρετική εισαγωγή που έκανε και στο πρόσωπό του ευχαριστώ τους διοργανωτές του Athens Energy Forum.
Χαίρομαι πραγματικά γιατί μου δίνεται η ευκαιρία εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης, αλλά και εκ μέρους της περιοδικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποδέχομαι σήμερα εδώ στην Αθήνα τους καλεσμένους μας από διεθνείς οργανισμούς, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από άλλες χώρες, από άλλες κυβερνήσεις – γιατί έχουμε και επίσημες εκπροσωπήσεις. Χαίρομαι πραγματικά γιατί κατά τη διάρκεια αυτού του κρίσιμου εξαμήνου της Ελληνικής Προεδρίας δίδουμε εκ των πραγμάτων έμφαση στον τομέα της ενέργειας, που πάντα είναι εξαιρετικά κρίσιμος και επηρεάζει κατά τρόπο προφανή την εξωτερική πολιτική όλων των οντοτήτων, που παίζουν ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι, εν προκειμένω της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως ανέφερε ήδη ο κ. Έλλις, η Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το εξάμηνο αυτό είναι η πέμπτη κατά σειρά που ασκεί η Ελλάδα μετά την ένταξη της χώρας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981. Έχουμε, συνεπώς, μια μακρά εμπειρία, μια θεσμική μνήμη και μια κληρονομιά χάρη στις προηγούμενες Ελληνικές Προεδρίες. Οι δυο τελευταίες μάλιστα, αυτή του 1994 και αυτή του 2003, έχουν συνδεθεί με τα δύο μεγαλύτερα πρόσφατα κύματα διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την Ευρώπη των 12 το 1994 στη Σύνοδο Κορυφής της Κέρκυρας βρεθήκαμε στην Ευρώπη των 15, παραλίγο στην Ευρώπη των 16, εάν η Νορβηγία δεν απέρριπτε με δημοψήφισμα για δεύτερη φορά τη συμφωνία ένταξής της στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, και βέβαια το 2003 δεχτήκαμε 10 νέα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πιο μεγάλη διεύρυνση που έχει γίνει ποτέ, εδώ στην Αθήνα, μεταξύ αυτών βέβαια και την Κύπρο.
Η προτεραιότητα της Προεδρίας μας τώρα προσδιορίζεται ούτως ή άλλως από τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Είμαστε μια Προεδρία κοινοβουλευτικά συντομότερη από ό,τι συνήθως, γιατί σε λίγες εβδομάδες λήγει η θητεία του παρόντος Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά, από την άλλη μεριά, έχουμε το μεγάλο πλεονέκτημα να ασκούμε την Προεδρία του Συμβουλίου την προεκλογική περίοδο, βαδίζοντας προς τις εκλογές για το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε μία περίοδο κρίσιμη, γιατί πολιτικές ζυμώσεις και διαδικασίες προβλεπόμενες από τη Συνθήκη θα οδηγήσουν στη στελέχωση των ευρωπαϊκών οργάνων, στην επιλογή του νέου Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του νέου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του νέου Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας.
Αλλά, κυρίως, η προεκλογική αυτή περίοδος, η πανευρωπαϊκή, μας φέρνει αντιμέτωπους με νέα αιτήματα ευρωσκεπτικισμού, με νέες μορφές αμφισβήτησης, και μάλιστα πολύ βαθιάς αμφισβήτησης της ιδέας και των αρχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πρέπει να παρουσιάσουμε μια νέα αφήγηση, μια νέα αφήγηση που να πείθει τους πολίτες της ΕΕ, τις κοινωνίες, ιδίως τους νέους πολίτες, να τους πείθει ότι η ΕΕ δεν ταυτίζεται με τις πολιτικές λιτότητας και με την υψηλή ανεργία, αλλά με ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, με ένα επίπεδο δημοκρατίας, πολιτικού πολιτισμού, με ένα επίπεδο ζωής ζηλευτό διεθνώς. Και βέβαια πρέπει να πείσουμε τις τρίτες χώρες, τους εταίρους της ΕΕ, εμπορικούς και πολιτικούς ότι η ΕΕ διατηρεί τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα, τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Γηραιάς Ηπείρου, που είναι πλεονεκτήματα και θεσμικά και πολιτικά και πολιτιστικά και ιστορικά αλλά, βεβαίως, και οικονομικά.
Από αυτήν την οπτική γωνία η πρώτη, αυτονόητη βέβαια προτεραιότητα της Ελληνικής Προεδρίας είναι η ανάπτυξη. Έχουμε ανάγκη από αναθέρμανση της ευρωπαϊκής πραγματικής οικονομίας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου, που θα προετοιμάσουμε την ερχόμενη εβδομάδα στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, υπό ελληνική Προεδρία, έχει ως βασικό του θέμα μια νέα ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Βιομηχανική πολιτική χωρίς ενεργειακή πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει. Οποιαδήποτε βιομηχανική πολιτική εξαρτάται από δύο παράγοντες, τους γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά στην Ελλάδα, ο πρώτος παράγοντας είναι το κόστος του χρήματος, τα επιτόκια, οι προϋποθέσεις δανεισμού, η ρευστότητα, οι δυνατότητες πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και σε μη τραπεζικούς πόρους, και το δεύτερο ζήτημα είναι το κόστος της ενέργειας. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, παρά τις προσπάθειές μας, βιώνουμε σημαντικές διαρθρωτικές ανισότητες, έχουμε υψηλότερο κόστος ενέργειας και έχουμε βέβαια και υψηλότερο κατά πολύ κόστος χρήματος, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής μεταποίησης.
Άρα, η πρώτη μας προτεραιότητα είναι η ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων εργασίας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια εξαιρετικά δυσάρεστη θεωρία τώρα, πως μπορεί να υπάρχει ανάπτυξη χωρίς πιστώσεις και χωρίς θέσεις εργασίας, να είναι μια creditless και jobless ανάπτυξη, κάτι που απογοητεύει βαθιά και τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και την κοινωνία, η οποία περιμένει μέσα από την ανάπτυξη να λυθεί το βασικό πρόβλημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην Ευρώπη, που είναι η ανεργία και ιδίως η ανεργία των νέων.
Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη μας προτεραιότητα, θα παραλείψω τις δύο ενδιάμεσες, που δεν συνδέονται άμεσα με το θέμα μας, και θα πάω στην τέταρτη προτεραιότητά μας, την οριζόντια, που είναι η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική, μια θαλάσσια πολιτική που ξεκινάει από τη γαλάζια ανάπτυξη, από ζητήματα αλιείας, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πηγαίνει σε πολύ πιο δύσκολα ζητήματα, όπως είναι η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας στο θαλάσσιο χώρο της ΕΕ, ιδίως στον χώρο της Μεσογείου, η εφαρμογή των δυνατοτήτων που προβλέπει η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως είναι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στη λεκάνη της Μεσογείου, σύμφωνα και με την τελευταία ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και, βεβαίως, όλα τα θέματα που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και με τις έρευνες για υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο, που τόσο πολύ μας ενδιαφέρουν και εδώ στην Ελλάδα, αλλά φαντάζομαι σε όλες τις χώρες της Μεσογείου και των άλλων ευρωπαϊκών θαλασσών.
Από την άποψη αυτή οι προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας συνδέονται άμεσα με τα ζητήματα της ενέργειας, καταρχάς με την αναζήτηση και την αξιοποίηση των ενεργειακών μας πόρων, των ενδογενών πόρων. Πάντα λέμε ότι οι ενδογενείς πόροι είναι δύο, όλοι κι όλοι, η γη, συμπεριλαμβανομένης και της θάλασσας, και οι άνθρωποι, το διανοητικό κεφάλαιο. Άρα λοιπόν αναζητώντας ενδογενείς πόρους οδηγούμαστε στον ορυκτό μας πλούτο, υπόγειο και υποθαλάσσιο, άρα η αναζήτηση των ενεργειακών πόρων, όπου έχουν γίνει, τα τελευταία χρόνια, πολύ σημαντικά βήματα, χάρη στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, χάρη στον παριστάμενο υπουργό τον κ. Γιάννη Μανιάτη και τους συνεργάτες του, είναι ένα ζήτημα που για εμάς έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Αλλά, ταυτόχρονα, όλα αυτά συνδέονται με την περιβόητη ενεργειακή διπλωματία, με τις οδεύσεις των αγωγών, με τη διαφοροποίηση των πηγών προέλευσης των ενεργειακών μας πόρων που είναι εισαγόμενοι, αλλά και των οδεύσεων, προκειμένου αυτοί οι ενεργειακοί πόροι να μπουν πραγματικά στην ελληνική και γενικότερα στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Για εμάς, όπως αντιλαμβάνεστε, ως Ελλάδα, η εμπορική μας ναυτιλία, ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι πάντα ένα από τα μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα, η ελληνική εμπορική ναυτιλία είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, παρά τον κοσμοπολίτικο φυσικά χαρακτήρα της, η ενεργειακή πολιτική δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω πόσο στενά συνδεδεμένη είναι με την πολιτική στη ναυτιλία, όχι μόνον γιατί η υγροποιημένη μορφή του φυσικού αερίου είναι εξαιρετικά σημαντική, αλλά και γιατί η συμβολή στο ελληνικό ΑΕΠ της ναυτιλίας είναι πραγματικά εντυπωσιακή, είναι συγκρίσιμη με τη συμβολή του τουρισμού.
Από την άποψη αυτή χαιρόμαστε λοιπόν, γιατί αυτό το ενεργειακό φόρουμ των Αθηνών του 2014 συμπίπτει με μία περίοδο κατά την οποία έχουμε να παρουσιάσουμε πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα σε σχέση με τις έρευνες για τον ελληνικό ορυκτό πλούτο, σε σχέση με την εκμετάλλευση του εθνικού μας πλούτου. Θα αναφερθεί σε αυτά ο κ. Μανιάτης αργότερα, τόσο στον χερσαίο όσο και στον θαλάσσιο χώρο, ιδίως στις περιοχές του Ιονίου και της Νότιας Κρήτης. Και βέβαια εμείς ποτέ δεν έχουμε ξεχάσει ότι ένας άλλος ενδογενής πόρος, όπως είναι ο λιγνίτης, υπάρχει και τίθεται υπό αυστηρούς περιορισμούς στο πλαίσιο της ΕΕ, άρα πρέπει να βρούμε το κόστος υποκατάστασης ενός φυσικού μας πόρου, ποιος το καλύπτει, πώς το επωμίζεται η Ελλάδα, υπό ποιους όρους και ποια είναι τα ανταλλάγματα που πρέπει να υπάρχουν σε μια δίκαιη ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, που δεν αναπαράγει ανισότητες και δεν επιτρέπει ενεργειακά dumping, είτε με ευθύ είτε με αντίστροφο τρόπο.
Αυτά τα θέματα φυσικά επηρεάζουν άμεσα τη διπλωματική μας παρουσία, την εξωτερική μας πολιτική, την περιφερειακή μας πολιτική, ιδίως στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Γνωρίζετε όλοι πάρα πολύ καλά ότι υπάρχει ένα νέο momentum για το Κυπριακό, ο διάλογος που διεξάγεται τώρα στο πλαίσιο του κοινού ανακοινωθέντος των δύο ηγετών, των ηγετών των δύο κοινοτήτων, του προέδρου Αναστασιάδη και του κ. Έρογλου μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα ανοιχτό διεθνές πρόβλημα, ένα πρόβλημα μακροχρόνιας παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου, ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής μεγάλου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αλλά είναι προφανές ότι το πολιτικό ζήτημα της Κύπρου συνδέεται πλέον ευθέως με την αξιοποίηση των φυσικών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και της ενωμένης Κύπρου, όπως όλοι επιδιώκουμε και θέλουμε, προκειμένου να κλείσει αυτή η πληγή και να αποκατασταθεί η διεθνής νομιμότητα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, ένα κράτος ευρωπαϊκό, ένα κράτος της Ευρωζώνης, ένα κράτος της Μεσογείου, έχει ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματά του, όπως αυτά προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχει ανακηρύξει και έχει οριοθετήσει με επιτυχία με τις αντικείμενες ή τις παρακείμενες χώρες την αποκλειστική οικονομική της ζώνη, άρα υπερκαλύπτει και την υφαλοκρηπίδα της.
Και η Ελλάδα στηρίζει με ευθύ τρόπο, όπως και άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τη δήλωση του Προέδρου Ομπάμα, την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, που συνδέονται με τους ενεργειακούς πόρους. Συμβάλλουμε δε στην ανάπτυξη περιφερειακών συνεργασιών με άλλες χώρες, όπως είναι φυσικά το Ισραήλ, αλλά και η Αίγυπτος, σε συνδυασμό με την Κύπρο, χωρίς αυτό να στρέφεται κατά καμιάς άλλης χώρας, χωρίς να συνιστά ενέργεια επιθετική, εχθρική, χωρίς να αποκλείεται καμία άλλη χώρα από τέτοιου είδους σχήματα, τα οποία, βεβαίως, κινούνται στη βάση του σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας, της αποδοχής των κανόνων που απορρέουν από το συμβατικό και το εθιμικό Δίκαιο της Θάλασσας.
Και χαιρόμαστε γιατί, από την άποψη αυτή, έχουμε ήδη ένα πάρα πολύ σημαντικό κεκτημένο, που είναι η διμερής ελληνοϊταλική σύμβαση του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, που τώρα επιδιώκουμε να μετατραπεί σε μία πολυδύναμη σύμβαση για την οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών, περιλαμβανομένης και της ΑΟΖ. Ελπίζουμε δε ότι μετά από τις συζητήσεις που έχουμε κάνει με την αλβανική Κυβέρνηση και σε πνεύμα φιλίας και καλής γειτονίας η σύμβαση που υπεγράφη το 2009 για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, χωρικών υδάτων, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών θα κυρωθεί και θα ισχύσει, όπως θέλουμε και οι δύο πλευρές, στο πλαίσιο πάντα του Διεθνούς Δικαίου, με τους ίδιους κανόνες αναφοράς και στο ευρύτερο πλαίσιο των εξαιρετικών σχέσεών μας που οδηγούν την Αλβανία προς την ένταξή της στην ΕΕ, μετά και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Ελπίζουμε ότι, μέχρι τον Ιούνιο, και πάντα μέσα στα χρονικά όρια της τρέχουσας Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου, θα έχουμε την ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε το θέμα αυτό στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ και να παραχωρήσουμε το καθεστώς της υποψήφιας χώρας στην Αλβανία.
Η Ελλάδα έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους πως αντιλαμβάνεται τον εαυτό της στον ενεργειακό χάρτη ως έναν κόμβο διαμετακόμισης φυσικού αερίου, αλλά και πετρελαίου, σε λιγότερο βαθμό. Ως εκ τούτου, χαιρόμαστε ιδιαίτερα γιατί η απόφαση της Κοινοπραξίας Σαχ Ντενίζ να επιλέξει τον αγωγό TAP μας δίνει την ευκαιρία να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με δύο χώρες, με τις οποίες έχουμε δεδηλωμένη εταιρική σχέση, την Αλβανία και την Ιταλία.
Χαιρόμαστε πάρα πολύ γιατί αυτό μας φέρνει πολύ κοντά, στο επίπεδο της εταιρικής συνεργασίας με το Αζερμπαϊτζάν, που κατέχει μια κομβική θέση στην ομάδα των χωρών της Ανατολικής Γειτονίας, της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης που αναπτύσσει η ΕΕ. Μπορεί η προσοχή τώρα να είναι στραμμένη προς την Ουκρανία και δευτερευόντως προς τη Μολδαβία και προς τη Γεωργία, αλλά φυσικά δεν ξεχνάμε τις άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένου και του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο βρίσκεται σε ένα βαθμό θεσμικής υστέρησης ως προς τη σχέση του με την ΕΕ, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει μικρότερη σημασία για την ενεργειακή πολιτική και γενικότερα θα έλεγα για την πολιτική γειτονίας της ΕΕ.
Χαιρόμαστε, επίσης, γιατί ο ΤΑΡ αναπτύσσει πια με πολύ μεγάλη ταχύτητα τις δυνατότητές του, χαιρόμαστε για όλα όσα γίνονται σε σχέση με τον αγωγό Ιονίου Αδριατικής (ΙΑΡ), προωθούμε με σταθερότητα την πολιτική μας σε σχέση με τους συνδετήριους αγωγούς του ΤΑΡ προς τη Βουλγαρία, προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η επιλογή που δεν έγινε όταν έγινε η επιλογή του ΤΑΡ μπορεί πλήρως να αναπληρωθεί και χαιρόμαστε γιατί πια υπάρχουν στο τραπέζι ιδέες και σχέδια χαμηλού σχετικά κόστους, εφικτά, τα οποία καλύπτουν πλήρως όποιο κενό είχε στην αρχή θεωρηθεί ότι δημιουργείται λόγω της μη επιλογής άλλων λύσεων αντί της λύσης του ΤΑΡ. Και έτσι αποδεικνύεται αν θέλετε η δυναμική, η λανθάνουσα δυναμική που είχε η επιλογή του ΤΑΡ, η οποία μας χαροποίησε και μας έδωσε αυτές τις νέες δυνατότητες, τις αναπτυξιακές, τις επενδυτικές δυνατότητες απασχόλησης και κατά τη διάρκεια της κατασκευής αλλά και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αγωγού. Αλλά τώρα βλέπουμε ότι υπάρχουν και δυνατότητες ενεργειακής διπλωματίας, οι οποίες είναι πολύ περισσότερες από ό,τι νομίζαμε δια γυμνού οφθαλμού.
Είχα τη δυνατότητα πριν από λίγες σχετικά ημέρες, στις 24 Φεβρουαρίου στη Βουδαπέστη, να πάρω μέρος σε μια συζήτηση των ομολόγων μου, των Υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων χωρών Visegrad και των τριών χωρών των Βαλκανίων που μετέχουν στην ΕΕ. Δηλαδή μετείχαμε οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας, με βασικό αντικείμενο τον λεγόμενο Κεντρικό Διάδρομο. Και εκεί ανεδείχθη, πρώτον, η σχετική οικονομική απλότητα του σχεδίου αυτού, δεύτερον, το μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα που είναι η Ρεβυθούσα, ο τερματικός σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου που εγγράφει την Ελλάδα με πάρα πολύ δυναμικό τρόπο στον ενεργειακό χάρτη της Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, γιατί είναι ένα πλεονέκτημα το οποίο δε διαθέτουν άλλες χώρες στην περιοχή σε τέτοιο βαθμό. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τι δυνατότητες έχει η Ελλάδα να αναπτύξει γενικότερα τους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου ή συμπιεσμένου φυσικού αερίου, τότε η θέση μας σε αυτό το σύστημα αγωγών και τερματικών σταθμών, που πρέπει να τους βλέπουμε από κοινού, ενισχύεται ακόμα περισσότερο.
Δεν παραλείπω να αναφερθώ στο γεγονός ότι για εμάς ο αγωγός μεταφοράς πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη είναι ένα σχέδιο πολιτικό και επιχειρηματικό, για το οποίο ποτέ δεν έχουμε αποδεχθεί την ιδέα ότι έχει εγκαταλειφθεί. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να το τονίζουμε -και το τονίζουμε πάντα- σε όλους τους συνομιλητές μας που εμπλέκονται ιστορικά στο σχέδιο αυτό.
Όταν ξεκίνησε η ιδέα της διοργάνωσης αυτού του forum, προφανώς, δεν ξέραμε ότι θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι τις μέρες αυτές με μια πρωτοφανή παγκόσμια κρίση, μια κρίση που κινδυνεύει να διχάσει ξανά την Ευρώπη και να μεταφέρει την ευρωπαϊκή ήπειρο σ’ ένα πεδίο ψυχρού πολέμου, ίσως, και όχι μόνο ψυχρού. Η κρίση στην Ουκρανία μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πραγματικότητα που την είχαμε ξεχάσει. Τίποτε δεν είναι αυτονόητο και τίποτε δεν είναι κεκτημένο. Τίποτε δεν εξελίσσεται κανονικά. Τίποτε δεν αποκλείεται. Γι’ αυτό χρειάζεται πάντα να ακολουθούμε μια πολιτική αρχών, να κάνουμε αυτό ως Ελλάδα, επιδιώκουμε να το κάνουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μία πολιτική βασισμένη στη διεθνή νομιμότητα, στην ανάγκη σεβασμού και εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, στην ανάγκη πλήρους σεβασμού των αρμοδιοτήτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και, πιο συγκεκριμένα, του Συμβουλίου Ασφαλείας, που είναι ο θεματοφύλακας της διεθνούς νομιμότητας και της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η αντιμετώπισή μας να είναι μία στρατηγική ψύχραιμη, ιστορικά ενσυνείδητη αντιμετώπιση, χωρίς επιπολαιότητες, χωρίς συγκυριακές αντιδράσεις, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα στρατηγικό πλαίσιο που θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προστατεύσει τα συμφέροντά της, να αναδείξει τις αρχές της.
Και βέβαια, εάν η βασική αρχή είναι η διεθνής νομιμότητα και ο ευρωπαϊκός πολιτικός και νομικός πολιτισμός, ένα μεγάλο συμφέρον είναι να διασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενεργειακή ασφάλεια να θεωρείται δεδομένη και, από την άλλη μεριά, η Ευρωπαϊκή Ένωση να οδηγηθεί σε επιλογές, οι οποίες δεν υπαγορεύονται από ένα ενεργειακό συμφέρον - όπως μια συνωμοσιολογική θεώρηση της ιστορίας έχει πει για όλες τις μεγάλες κρίσεις και για όλους τους μεγάλους πολέμους στο παρελθόν- αλλά από αντιλήψεις οι οποίες είναι πιο ορθολογικές και πιο σύνθετες και τελικά δεν καθοδηγούνται μονοσήμαντα μόνο από την ενεργειακή πολιτική ή από άλλου είδους οικονομικά συμφέροντα.
Υπό την έννοια αυτή, μας ενδιαφέρουν έντονα οι εξελίξεις. Δεν ασκούμε την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Όπως λένε, ξέρετε, το Σ.Ε.Υ προεδρεύεται από τη μόνιμη Προεδρία της Υπάτης Εκπροσώπου και Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της κας Ashton, την περίοδο αυτή, αλλά στο μέτρο που η κρίση στην Ουκρανία συνδέεται με την πολιτική Διεύρυνσης και με την πολιτική Γειτονίας, ανήκει στις αρμοδιότητες του Σ.Γ.Υ, που προεδρεύεται από την Ελληνική Προεδρία.
Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του ρόλου των εγγυητριών δυνάμεων, με βάση το Memorandum της Βουδαπέστης, όταν η Ουκρανία εντάχθηκε στη Συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων και τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Παρακολουθούμε όλο αυτό που συνδέεται με τη διπλωματία των αγωγών και την παράκαμψη της Ουκρανίας και πώς τίθεται από τους πιθανούς υποστηρικτές της Ουκρανίας στα δημοσιονομικά και οικονομικά της προβλήματα, όπως είναι το ΔΝΤ, το ζήτημα της τιμής του φυσικού αερίου στην Ουκρανία.
Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ πριν από λίγες μέρες και τη Μαριούπολη, προκειμένου να εκφράσω τη συμπαράσταση και τη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στον πολυπληθή ελληνισμό της ανατολικής Ουκρανίας με επίκεντρο τη Μαριούπολη. Περίπου 150.000 Ουκρανοί πολίτες ελληνικής καταγωγής είναι έντονα παρόντες στις τοπικές κοινωνίες εκεί. Αυτή είναι η πραγματική κοινωνία των πολιτών στην περιοχή. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τις μεταβατικές αρχές της Ουκρανίας στο υψηλότερο επίπεδο. Γνωρίζω πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα και θέλω να ελπίζω ότι τη Δευτέρα θα αποτιμήσουμε τις εξελίξεις, στο πλαίσιο που σας είπα, με ένα τρόπο που θα δίνει προοπτική πολιτικής και διπλωματικής λύσης του ζητήματος, χωρίς να παραχθεί μια πρόσθετη κρίση στην ενεργειακή αγορά στην Ευρώπη.
Έχω την ευκαιρία, επίσης, ακολουθώντας τα βήματα της κυρίας Ashton, να επισκεφθώ την Τεχεράνη, αύριο, προκειμένου να συζητήσουμε πολιτικά με τη νέα ιρανική κυβέρνηση για το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί από την Ενδιάμεση Συμφωνία που έχει επιτευχθεί, να δούμε στο δικό μας επίπεδο ποιές προοπτικές διανοίγονται, πράγματι, για τη μετατροπή αυτής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας σε μία οριστική συμφωνία που θα επιτρέψει την άρση των κυρώσεων, προκειμένου να εκτιμήσουμε πώς θα διαμορφωθεί το νέο τοπίο στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, κάτι που ενδιαφέρει πάρα πολύ και εμάς, ιδίως στο πεδίο του πετρελαίου, αλλά όχι μόνο. Και ως εκ τούτου, η συνάντηση αυτή, είμαι βέβαιος πως θα μας δώσει ιδέες και πληροφορίες που θα τις αξιοποιήσουμε όσο μπορούμε και εμείς.
Όλη η Νότια Γειτονία είναι σε μια πολύ μεγάλη αναστάτωση. Δυστυχώς, αυτό είναι ένα διαρκές πρόβλημα, που επηρεάζει και την ευρωπαϊκή και τη δική μας περιφερειακή πολιτική. Χαιρόμαστε γιατί θα έχουμε την ευκαιρία τις επόμενες εβδομάδες να φιλοξενήσουμε στη Θεσσαλονίκη μια Υπουργική Διάσκεψη των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των έξι κρατών-μελών των Δυτικών Βαλκανίων και στη συνέχεια μετά τις Ευρωεκλογές, στις 10 Ιουνίου, εδώ στην Αθήνα, την Υπουργική Διάσκεψη, που θα φέρει σε επαφή τους 28 Υπουργούς Εξωτερικών των κρατών μελών της ΕΕ με τους Υπουργούς του Αραβικού Συνδέσμου.
Έτσι θα έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε και για θέματα που επηρεάζουν την ενεργειακή αγορά, επηρεάζουν και την ειδικότερη αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου και τη διπλωματία των αγωγών αλλά και θέματα τα οποία είναι πολύ σημαντικά για μας, όπως αυτά που συμβαίνουν στην Κύπρο. Τώρα, επειδή η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική έχει πάντοτε επίκεντρό της δύο κατά βάση έννοιες. Πρώτον, την ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας υδρογονανθράκων και την διαφοροποίηση των οδεύσεων είτε των αγωγών, είτε των διαδρομών του υγροποιημένου και του συμπιεσμένου φυσικού αερίου, λαμβανομένων υπόψη και των εξελίξεων στην αμερικανική αγορά με τη νέα τεχνολογία του σχιστολιθικού φυσικού αερίου. Δεύτερον, την ανάγκη να τηρούνται οι κανόνες του ανταγωνισμού.
Θέλω να σας πω ότι από δική μας πλευρά, των Υπουργών Εξωτερικών, προσέχουμε πάντα και την γεωπολιτική διάσταση. Και γι’ αυτό στο Σ.Ε.Υ της Δευτέρας 17 Μαρτίου, έχουμε παρακαλέσει τον Επίτροπο κ. Oettinger να παραστεί στο γεύμα εργασίας των Υπουργών Εξωτερικών και να μας παρουσιάσει τη δική του σκοπιά, βάσει των τελευταίων εξελίξεων στην Ουκρανία, άλλα όχι μόνο, προκειμένου να μπορέσουμε να συνθέσουμε τελικά την κοινή θέση μας στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ ώστε να δούμε όλα αυτά, τα οποία λέγονται για το πώς πρέπει να αντιδράσουμε σε σχέση με τον South Stream ή σε σχέση με τον North Stream, τι γίνεται σε σχέση με την Ουκρανία, ποιά είναι η θέση της Gazprom και όλων των άλλων παικτών της ενεργειακής αγοράς, μέσα σε ένα περιβάλλον έντασης στις ευρω-ρωσικές σχέσεις. Πώς όλα αυτά μετατρέπονται σε μία ενιαία πολιτική.
Βεβαίως, δεν θα παραλείψω να πω στον κ. Oettinger, κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ότι το πρώτο που θα περίμενε κανείς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εφόσον μιλάμε για μία ενιαία αγορά ενέργειας, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι μια ενιαία διαπραγμάτευση σε σχέση με την κοινή πώληση του φυσικού αερίου, ώστε να μην υπάρχουν τέτοιες δραματικές αποκλίσεις στην τιμή προμήθειας του φυσικού αερίου, που τελικά αναπαράγουν ανισότητες και κωλύματα ανταγωνιστικότητας εις βάρος των χωρών του Νότου, εις βάρος των μικρών χωρών, εν προκειμένω εις βάρος της Ελλάδος.
Γιατί είναι φυσικά διαφορετικό να διαπραγματεύεσαι μόνος σου και διαφορετικό να διαπραγματεύεσαι στο όνομα της ΕΕ, που πρέπει να ενεργεί και ως ενιαίος αγοραστής. Ρυθμίζουμε την αγορά με βάση τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού, ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ για τη διαφοροποίηση των πηγών και των οδεύσεων, όπως είπα προηγουμένως, αλλά το αυτονόητο, το πιο απλό, το μείζον, που είναι η ενιαία διαπραγμάτευση για μια ενιαία τιμή, αυτό δεν έχει γίνει και δεν έχει τεθεί με τη σαφήνεια που πρέπει στο τραπέζι. Αντιλαμβάνεστε ότι εάν λάβει κανείς υπόψη και τη βαθειά ανισότητα που συνήθως αποσιωπούμε, το γεγονός, δηλαδή, ότι υπάρχουν χώρες παραγωγοί πυρηνικής ενέργειας και χώρες που για λόγους συγκυριακούς ή για λόγους ιδεολογικούς, για λόγους περιβαλλοντικής ευαισθησίας, δεν αξιοποιούν την πυρηνική ενέργεια, αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει πια ένα πολύ μεγάλο εσωτερικό ενεργειακό dumping που επηρεάζει πάρα πολύ τον εσωτερικό συσχετισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως αντιλαμβάνεσθε οι σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού είναι πάντα ένα επίκαιρο και προσφιλές θέμα. Ό,τι κι αν συζητάμε, στα ζητήματα όμως της ενεργειακής πολιτικής, του ενεργειακού σχεδιασμού, της ενεργειακής διπλωματίας, αυτή η σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού είναι παραπάνω από προφανής. Γιατί εδώ εμπλέκονται ζητήματα γεωπολιτικής, ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Άρα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και από την άλλη μεριά υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα τεχνολογίας, τεχνογνωσίας, καινοτομίας, επενδύσεων, ρίσκου, επιχειρηματικότητας και, μάλιστα, εδώ πρόκειται για μια επιχειρηματικότητα, η οποία είναι ταυτόχρονα απόλυτα κλασσική και ταυτόχρονα μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα. Γιατί όλα όσα συνδέονται με την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, βρίσκονται στις απαρχές του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης.
Ταυτόχρονα οι εξελίξεις στην τεχνολογία είναι τέτοιες, καλή ώρα το σχιστολιθικό αέριο, που μας δίνουν να καταλάβουμε ότι γίνονται άλματα στην ευρηματικότητα, στην καινοτομία, τα οποία αλλάζουν τα δεδομένα, τελικώς τα γεωλογικά. Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν πόσο γοητευτικός και ενδιαφέρων είναι ο χώρος αυτός. Έχουμε, λοιπόν, το απολύτως δημόσιο που είναι οι θεμελιώδεις προδιαγραφές της εθνικής στρατηγικής ή της στρατηγικής μεγάλων περιφερειακών οντοτήτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής, της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, είναι η γεωπολιτική στην κυριολεξία της. Και από την άλλη μεριά έχουμε ένα πεδίο έρευνας, ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, το οποίο είναι απολύτως ιδιωτικό, είναι η αγορά σε όλο της το μεγαλείο.
Αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, ότι πρέπει όλα αυτά να τα ξανασυνθέσουμε, να τα συμβιβάσουμε ξανά, ώστε να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την οικονομία μας, για τους πολίτες μας, για το επίπεδο ασφάλειας και ευημερίας. Από την άποψη αυτή, οι συζητήσεις για την ενεργειακή πολιτική βρίσκονται στον πυρήνα των συζητήσεων για το μέλλον της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας και για το λόγο αυτό χαίρομαι γιατί αποφασίσατε να οργανώσετε εδώ στην Αθήνα, την περίοδο της Προεδρίας μας, αυτή τη συνάντηση. Σας υποδέχομαι και πάλι και σας εύχομαι καλή επιτυχία».
Ερώτηση Δημοσιογράφου για τη διενέργεια ερευνών για κοιτάσματα υδρογονανθράκων:
Ευ. Βενιζέλος: Σε ό,τι αφορά τη διενέργεια ερευνών για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακολουθούμε τις πιο ασφαλείς και έγκυρες επιστημονικές μεθόδους, έχουμε τις καλύτερες διεθνείς συνεργασίες, άρα έχουμε πάρα πολύ ασφαλή επιστημονικά και αριθμητικά δεδομένα και στη βάση αυτών των δεδομένων ανοιγόμαστε στη διεθνή αγορά και αποδεχόμαστε προτάσεις συνεργασίας για να περάσουμε στην φάση είτε της περαιτέρω έρευνας, είτε και της εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων μας.
Βεβαίως, ξέρετε ότι στον χώρο της ενέργειας ιδίως υπάρχει ένας πληθωρισμός ιδεών, προτάσεων, ειδήσεων. Ακούμε, συνεχώς, για κοιτάσματα τα οποία υπάρχουν, για δυνατότητες, οι οποίες υπάρχουν αυτά να εξορυχτούν και να λύσουν μεγάλα οικονομικά μας προβλήματα. Είναι πολύ δύσκολο να κινηθεί κανείς σε ένα τέτοιο επίπεδο υπολογισμών μακροοικονομικών, δηλαδή τί σημαίνει αυτό σε ένα βάθος τριάντα ή σαράντα ετών, τί σημαίνει αυτό σε όρους καθαρής αξίας, πόσο πιθανό είναι να επιβεβαιωθούν κάποιες ιδέες, κάποια ευρήματα.
Ταυτόχρονα υπάρχει ένας πληθωρισμός προτάσεων σε σχέση με τους αγωγούς, υπάρχει ένας πληθωρισμός προτάσεων σε σχέση με δυνατότητες να διαφοροποιηθούν οι πηγές προέλευσης μέσα από άλλες μορφές μεταφοράς υγροποιημένου και συμπιεσμένου φυσικού αερίου. Και όταν βλέπει κανείς τον όγκο των πληροφοριών, των ιδεών, των προτάσεων, των προσδοκιών, επικοινωνιακά και πολιτικά, πως αποτιμάται δημοσιονομικά, οικονομικά, θα δει ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη απόσταση.
Εμείς, λοιπόν, δεν θέλουμε να καλλιεργούμε προσδοκίες. Εμείς θέλουμε να κάνουμε στέρεα βήματα και κάνουμε στέρεα βήματα, ασκώντας την εθνική μας κυριαρχία, τα εθνικά και κυριαρχικά μας δικαιώματα. Και κάνουμε και μια προεργασία στο Υπουργείο Εξωτερικών, σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία αποδίδει ή θα αποδώσει πολύ σύντομα καρπούς. Προσπαθούμε να διαμορφώσουμε όλο το περιφερειακό τοπίο με βάση τη διεθνή νομιμότητα και τις πολύ καλές γειτονικές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Να αποφύγουμε να δημιουργηθούν πεδία έντασης. Βεβαίως, όπως σας είπα, πάντα με σεβασμό στη διεθνή νομιμότητα με αποδοχή ενός κανόνα αναφοράς και μιας διεθνούς πρακτικής, η οποία μας δίνει λύσεις.
Υπό την έννοια αυτή, η Ελλάδα έχει πραγματικά μεγάλες δυνατότητες, δεν θέλω να χρησιμοποιήσω κάποιο άλλο επιθετικό προσδιορισμό, είναι πολύ καλά αγκυροβολημένη στον περιφερειακό και τον διεθνή ενεργειακό χάρτη, είναι μια χώρα που έχει το μέγεθός της, δεν το ξεχνάμε, είναι μια μεσαία ευρωπαϊκή χώρα, δεν πάσχουμε από καμία ασθένεια μικρομεγαλισμού, αλλά δεν υποτιμάμε και καμία από τις δυνατότητες που έχουμε, ιδίως μάλιστα όταν αυτές οι δυνατότητες συνδέονται με τον πυρήνα της εθνικής μας κυριαρχίας ή με εθνικά θέματα υψίστης σημασίας, όπως είναι το Κυπριακό.
Ερώτηση: Κύριε Υπουργέ, η ερώτησή μου αφορά το South Stream. Είχαμε την ανακοίνωση του Επιτρόπου του κ. Oettinger ότι παγώνει, με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία, η συζήτηση και διαπραγμάτευση με την Gazprom για το South Stream. Η Βουλγαρία βγήκε και είπε ότι διμερώς θα προχωρήσει αλλά από χθες η Gazprom δηλώνει ότι περί του τέλους του μήνα θα κλείσει η συμφωνία για το South Stream. Έχετε καμιά νεώτερη ενημέρωση για το θέμα αυτό;
Eυ. Βενιζέλος: Δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για το θέμα αυτό, ενόψει των αναμενομένων εξελίξεων των επομένων ημερών, αλλά θα σας πω το εξής, κα Τζαβέλα, επειδή ξέρω ότι είστε βαθύς γνώστης των θεμάτων αυτών και τα έχετε εισηγηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Πρώτον, ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει μόνο ο South Stream. Υπάρχουν και άλλα σχέδια αγωγών που συνδέονται με τη Ρωσία, με τη Gazprom. Άρα η Ευρώπη πρέπει να έχει μια ενιαία αντιμετώπιση όλων των θεμάτων που συνδέονται με τις ευρω-ρωσικές σχέσεις από την άποψη αυτή. Γιατί καμιά φορά δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει αυξημένη ευαισθησία σε σχέση με το South Stream σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές περιοχές. Επειδή έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά και άλλες ανισότητες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θέλω να πληρώσουμε μία ακόμη ανισότητα σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεύτερον ο κ. Oettinger, όπως θα έχω την ευκαιρία να του πω και τη Δευτέρα σε ένα πολιτικό επίπεδο, αλλά όπως του έχουν πει ήδη οι Υπουργοί Ενέργειας -με ενημέρωσε ο κ. Μανιάτης- των κρατών που εμπλέκονται στο South Stream, οφείλει να ενεργεί και ενεργεί πάντοτε στα θέματα αυτά σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη. Και αυτή είναι η θέση μας, γιατί αλλιώς θα είχαμε, επίσης, μία βαθιά ανισότητα. Εμείς θα υποτασσόμασταν στις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ αυτό δεν συμβαίνει σε άλλες περιοχές. Εμείς είμαστε θερμοί υποστηρικτές του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσωπικά είμαι ευρωπαϊστής, πιστεύω στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως βασικού μοχλού για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είμαι οπαδός της κοινοτικής μεθόδου και όχι της διακυβερνητικής μεθόδου, αλλά δεν μπορεί να είμαστε ιστορικά και πολιτικά αφελείς ή αδικούμενοι.
Ως εκ τούτου, λοιπόν, πρώτον, τον προτρέπουμε να αναλάβει την ενιαία διαπραγμάτευση για την τιμή, όπως είπα προηγουμένως, δεύτερον, τον παρακαλούμε να είναι σε διαβούλευση με τα εμπλεκόμενα κράτη και, τρίτον, να υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση όλων των αγωγών και όλων των σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας στα θέματα αυτά.
13 Μαρτίου, 2014