Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, με θέμα «Η σημασία των ελληνοαλβανικών σχέσεων για την ευρύτερη περιοχή και την Ευρώπη» (Τίρανα, 7.6.16)
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Ευχαριστώ και για τα καλά λόγια που ειπώθηκαν. Ευχαριστώ κάθε Αλβανό και Αλβανίδα που με τη δουλειά τους, τη φιλία, την όλη παρουσία τους στην Ελλάδα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας μου, συνδέουν με οικογενειακούς και καθημερινούς δεσμούς τις δύο χώρες. Ευχαριστώ προσωπικά κάθε φοιτητή και φοιτήτρια προερχόμενο από την Αλβανία που συμμετείχε στα μαθήματα και σεμινάριά μου και σήμερα προκόβει στην πατρίδα του. Είμαι περήφανος για αυτούς και αυτές. 700.000 Αλβανοί ζουν στην Ελλάδα. Από αυτούς 140.000 έχουν λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Σχεδόν 7.000 είναι, πλέον, οι ίδιοι επιχειρηματίες. Θέλω να υπογραμμίσω και από αυτό το βήμα πόσο τυχεροί είμαστε εμείς οι Έλληνες που το πρώτο κύμα οικονομικών μεταναστών και προσφύγων προέρχονταν από τη χώρα σας. Άνθρωποι νηφάλιοι, καλοσυνάτοι, οικογενειάρχες, εργατικοί και φιλομαθείς, χωρίς φανατισμούς και ακρότητες, οι οποίοι γνώρισαν μια καλή και συντεταγμένη ζωή, ενώ βοήθησαν αποφασιστικά την πατρίδα τους, ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία όσο κανείς άλλος προερχόμενος από τρίτες χώρες. Είναι μια γέφυρα αλληλοκατανόησης.
Η Ελλάδα και η Αλβανία έχουν μια
μακρά ιστορία σχέσεων, καημών, ελπίδων, με στιγμές χαράς αλλά και
δυσκολιών. Είμαστε εδώ για να συμβάλουμε στην ενίσχυση της θετικής
ενέργειας ανάμεσα στις δύο χώρες. Θέλουμε, οφείλουμε, θα προσπαθήσουμε,
θα τα καταφέρουμε να κάνουμε τις σχέσεις μας πρότυπο, προς όφελος της
ίδιας της Ευρώπης.
Σε αυτές τις σχέσεις μας υπάρχει μια μεγάλη
γέφυρα που μας συνδέει: η γηγενής ελληνική μειονότητα στην Αλβανία.
Άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με πίστη στην πατρίδα τους, αλλά
και αγάπη προς την Ελλάδα. Τα δικαιώματά τους αποτελούν ιστορική επιταγή
και ευρωπαϊκή προοπτική.
Η τρίτη γέφυρα είναι η Ορθόδοξη
Χριστιανική Εκκλησία της Αλβανίας, που έχει επικεφαλής της έναν σοφό
ουμανιστή, τον Αρχιεπίσκοπο κ. Αναστάσιο.
Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη αφενός κινδύνους και ανασφάλειες, αλλά και γεμάτη ελπίδες, δυνατότητες, προοπτικές.
Σήμερα
η περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης είναι εγκλωβισμένη σε ένα τρίγωνο
αστάθειας ανάμεσα σε τρεις εμπόλεμες περιοχές: την Ουκρανία, τη Λιβύη,
τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα τη Συρία και το Ιράκ. Από τις γωνίες του
τριγώνου έρχονται κύματα αποσταθεροποίησης. Με τη συνεργασία στην
περιοχή μας οφείλουμε να αναστρέψουμε τέτοιες τάσεις. Να εξασφαλίσουμε
κύματα σταθερότητας από εμάς προς όλες τις πλευρές του τριγώνου. Να
δράσουμε θετικά.
Σε αυτά τα πλαίσια ενισχύουμε τη διμερή
συνεργασία των δύο κρατών, Αλβανίας και Ελλάδας. Στην περιοχή στηρίζουμε
την SEECP, στην οποία προέδρευσε πέρσι με επιτυχία η Αλβανία και φέτος η
Βουλγαρία. Διαμορφώνουμε νέους θεσμούς, όπως την τετραμερή ανάμεσα σε
Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Αλβανία και Ελλάδα, που ήδη έκανε την πρώτη συνάντηση
σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών τον Απρίλιο στη Θεσσαλονίκη.
Στη
δεκαετία του ενενήντα όλη η περιοχή μας είχε προσανατολιστεί στο να
αναπτύξει εκ νέου τις σχέσεις της μετά την κατάρρευση αυτού που
ονομάστηκε ως υπαρκτός σοσιαλισμός. Ο ρόλος των ελληνικών επιχειρήσεων
στην προώθηση μιας κοινωνικής οικονομίας αγοράς ήταν αποφασιστικός.
Ακόμα πιο αποφασιστική ήταν η παρουσία της Ελλάδας στην πρώτη δεκαετία
του παρόντος 21ου αιώνα, στη διάρκεια του οποίου άνοιξε και ήδη
υλοποιείται ο ευρωατλαντικός δρόμος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Πριν
από 20 χρόνια ήταν μόνο η Ελλάδα κράτος μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Σήμερα πέντε κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Κροατία, Σλοβενία και Ρουμανία)
της περιοχής είναι μέλη της ΕΕ και έξι (επιπλέον η Αλβανία και άμεσα το
Μαυροβούνιο) είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Υποστηρίζουμε δε μαζί την ένταξη όλων
των κρατών των δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, σε μια εκδημοκρατισμένη ΕΕ.
Σήμερα
εκείνο που προέχει είναι να συνδυαστούν τα σχέδια των προηγούμενων
δεκαετιών. Ο στόχος είναι διττός: ενίσχυση των μεταξύ μας σχέσεων·
ταυτόχρονα, διαμόρφωση μεγάλων δικτύων υποδομών, ενίσχυση των
κοινωνικών-οικονομικών σχέσεων ανάμεσα σε όλα τα κράτη της περιοχής. Η
ενίσχυση των σχέσεών μας θα διευκολύνει την ευρωπαϊκή πορεία της
περιοχής, αλλά και μελλοντικά την ενισχυμένη παρουσία της στους θεσμούς
και τις πολιτικές της ΕΕ. Σε αυτά τα πλαίσια ξεκινήσαμε πριν από 10
μέρες μαζί με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία μια άτυπη
σταθερή συνεργασία των τεσσάρων κρατών μελών της ΕΕ στην περιοχή.
Η
ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, ο ίδιος ο εξευρωπαϊσμός των
κοινωνικών ελίτ έχει την αμέριστη και καθολική υποστήριξή μας. Η
πραγματοποίηση των πέντε ευρωπαϊκών στόχων που έχουν τεθεί στην Αλβανία
θα συμβάλει στην προώθηση εσωτερικών μεταρρυθμίσεων στη γείτονά μας,
αλλά θα φέρει και τα δύο κράτη μας πιο κοντά. Η Ελλάδα, ένα από τα
παλαιότερα κράτη μέλη της ΕΕ, έχει την εμπειρία και γνώση των
διαδικασιών και «παραξενιών» της ΕΕ και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να
προστρέξει σε κάθε αίτημα της φίλης Αλβανίας.
Ταυτόχρονα,
επιθυμούμε να μην αφήσουμε να μείνουν άλυτα παλιά προβλήματα που θα
δημιουργούσαν δυσκολίες στον ευρωπαϊκό δρόμο της Αλβανίας. Θέλουμε να
λυθούν με συνεννόηση, διάλογο, ορθολογισμό και ωριμότητα όσο το δυνατό
πιο άμεσα.
Η ΕΕ είναι ένα σύστημα δικαίου. Ένα σύστημα που
διευθύνεται από το δίκαιο και το νόμο, by the rule of law. Λειτουργεί με
κανόνες. Την έχουμε εμποτίσει με την κουλτούρα, τον πολιτισμό του
διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού. Την κουλτούρα της συναίνεσης και
των θετικών συμβιβασμών. Αυτή ακριβώς η κουλτούρα χρειάζεται να διαχυθεί
σε όλα τα δυτικά Βαλκάνια. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να δώσουμε
εμείς, Αλβανία και Ελλάδα, το θετικό παράδειγμα σε όλη την περιοχή. Με
αυτό το πνεύμα επιθυμούμε την υπέρβαση παρανοήσεων και ακραίων
(σοβινιστικών) αντιλήψεων. Επιδιώκουμε τη λύση παλαιών προβλημάτων και
την αξιοποίηση νέων δυνατοτήτων· την κοινή πορεία προς τα εμπρός.
Η
πορεία προς την Ευρώπη δεν αφορά μόνο την Αλβανία και δεν αναφέρεται
μόνο στα δυτικά Βαλκάνια. Αφορά ιδιαίτερα αυτό που ονομάζουμε αλβανικό
παράγοντα συνολικά. Όπως οι γερμανόφωνοι του 20ού αιώνα, έτσι και οι
Αλβανοί είναι οργανωμένοι σε δύο κράτη και έχουν ειδική θέση σε ένα
τρίτο (οι πρώτοι τη Γερμανία, την Αυστρία και τα καντόνια της Ελβετίας,
οι δεύτεροι την Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και τους Αλβανούς στην πΓΔΜ). Ο
ευρωπαϊκός δρόμος είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει στη θεσμική συνύπαρξη
όλων των Αλβανών αυτών των κρατών. Με τους Αλβανούς της πΓΔΜ έχουμε
εξαιρετικές σχέσεις και διάλογο. Επίσης, για πρώτη φορά επί των ημερών
της κυβέρνησής μας ανοίξαμε τον ουσιαστικό διάλογο και συνεργασία με το
Κόσοβο.
Η μόνη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια είναι η
Αλβανία. Είναι ο πυλώνας σταθερότητας σε αυτά. Η συνεργασία Αλβανίας και
Ελλάδας εντός του ΝΑΤΟ, αλλά και διμερώς, ως προς τα ζητήματα ασφάλειας
και σταθερότητας, έχει δώσει τα πρώτα θετικά της δείγματα. Απαιτείται
να γίνει ακόμα περισσότερο πυκνή και εντατική προς όφελος όλης της
περιοχής.
Θα ήθελα ακόμα να κάνω την εξής παρατήρηση: παρά την
κρίση της ελληνικής οικονομίας, με επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας
μας, η Ελλάδα παραμένει με απόσταση η πιο ισχυρή χώρα της περιοχής.
Διαθέτει ουσιαστικά πλεονεκτήματα. Δεν είναι μόνο το ΑΕΠ της που, παρά
την πτώση του κατά 25%, είναι πέντε φορές μεγαλύτερο εκείνου της
Βουλγαρίας και δέκα εκείνου της Αλβανίας. Είναι η συμμετοχή της σε όλους
τους δυτικούς θεσμούς. Είναι η εμπειρογνωμοσύνη της, οι χωρητικότητες
και δυνατότητες (Capacities and Capabilities) που διαθέτει.
Από
την άλλη, η Αλβανία είναι μια χώρα με σημαντικό ρόλο στην περιοχή,
ιδιαίτερα στα δυτικά Βαλκάνια ο ρόλος της είναι κομβικός. Ο
αποκαλούμενος αλβανικός παράγοντας είναι ο πιο ενεργητικός τα τελευταία
χρόνια, ο πιο νεανικός. Το να παντρέψουμε την ελληνική ισχύ με τη
δυναμικότητα της αλβανικής ενεργητικότητας θα πολλαπλασιάσει τις
δυνατότητες όλης της περιοχής. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρξει
ανάμεσά μας λύση στα προβλήματα, συνεργασία στις προοπτικές.
Οφείλουμε
να αναπτύξουμε περαιτέρω το εκατέρωθεν εμπόριο και τις επενδύσεις. Να
εφαρμόσουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο ως προς τις τελευταίες. Να
εξασφαλίσουμε τη λειτουργικότητά τους. Να αναπτύξουμε τη διασυνοριακή
μας συνεργασία, κοινωνική και οικονομική. Τη συνεργασία σε τομείς όπως
είναι η ενέργεια –ήδη προωθείται ο Διαδριατικός Αγωγός (TAP)– αλλά και
στην ασφάλεια συνολικά· στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό.
Η
σταθερότητα στις σχέσεις μας και η παραπέρα θετική ανάπτυξή τους, η
ορθολογική και στη βάση του διεθνούς δικαίου απάντηση σε όσα ζητήματα
έχουμε ανοικτά, θα συμπαρασύρει και τα άλλα κράτη της περιοχής. Θα
αποτελέσει θετικό παράδειγμα για τη δική τους συμπεριφορά, προκειμένου
να αναπτύξουν ανεκτικότητα και σεβασμό προς το διαφορετικό.
Απαιτείται,
λοιπόν, να καταπολεμήσουμε λανθασμένα αρνητικά στερεότυπα ανάμεσα στους
λαούς μας. Στερεότυπα που υπάρχουν σε σχολικά εγχειρίδια ή –πολύ
συχνότερα– προβάλλονται από τα ΜΜΕ των χωρών μας. Γενικά, οφείλουμε να
προσπαθήσουμε ώστε η εξωτερική πολιτική να μην γίνεται όμηρος εσωτερικών
σκοπιμοτήτων και πολύ λιγότερο να υπαγορεύεται από αυτές. Αντίθετα,
πρέπει να διευκολύνει την αλληλοκατανόηση ανάμεσα στους δύο λαούς και τα
δύο κράτη.
Κάθε συνεργασία, όπως και το ταγκό, απαιτεί δύο
καλούς και προσεκτικούς εταίρους / χορευτές. Δύο που να θέλουν να
πετύχουν μαζί και όχι ο ένας να δρα σε βάρος του άλλου. Και αυτή ακριβώς
είναι η επιθυμία μας με τον Ντίτμιρ.
Όλες αυτές οι σκέψεις, και
πολλές περισσότερες που έχουμε ανταλλάξει με τον φίλο μου τον υπουργό
Εξωτερικών της Αλβανίας, μπορούν να ενταχθούν σε ένα ανανεωμένο σύμφωνο
φιλίας, συνεργασίας και ασφάλειας ανάμεσα στις δύο χώρες, το οποίο εντός
του έτους θα πρέπει να έχουμε συμφωνήσει, τουλάχιστον στα βασικά του.
Σε αυτό θα μπορεί να υπάρξει ενσωμάτωση νέων τομέων συνεργασίας, όπως
είναι η ενέργεια, ο τομέας της αρχαιολογίας, η μεταφορά ευρωπαϊκής
τεχνογνωσίας. Ταυτόχρονα, να δίνεται λύση σε προβλήματα που συμφωνούμε
από κοινού ότι πρέπει να υπάρξει υπέρβασή τους. Θέλουμε να
επικαιροποιήσουμε και να εμπλουτίσουμε το σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στις
δύο χώρες.
Το σύμφωνο φιλίας και το προοίμιο που θα ενσωματώσουμε
σε αυτό θα είναι η επιβεβαίωση της φιλίας και της μη εμπόλεμης
κατάστασης ανάμεσα στα δύο κράτη.
Σε αυτή τη συμφωνία θα
προβλέπεται η συνεργασία των δύο κρατών, έτσι τουλάχιστον προτείνει η
πλευρά μας, για τη στήριξη της πορείας της Αλβανίας στην ΕΕ· οι όποιες
τεχνικές λύσεις και διευκρινίσεις απαιτηθούν εκατέρωθεν, προκειμένου να
υλοποιηθούν ήδη υφιστάμενες συμφωνίες, καθώς και η σύγκληση επιτροπών
εμπειρογνωμόνων όπου είναι απαραίτητες.
Προσωπικά δίνω μεγάλη
σημασία στον πολιτισμό και στην πολιτισμική διπλωματία. Αγαπάμε τους
χορούς των Αλβανών και εκείνοι τους ελληνικούς. Το ίδιο και ως προς τη
μουσική και άλλες μορφές τέχνης. Προτείνω την καθιέρωση εβδομάδων
αλβανικής και ελληνικής τέχνης, όπως μουσικής και κινηματογράφου υπό την
αιγίδα μας, ώστε να γνωριστούμε καλύτερα, αλλά και να προβάλουμε τις
επιτυχίες μας.
Με αυτό, θα αναβαθμίζεται το εκπαιδευτικό
πρόγραμμα της γηγενούς ελληνικής μειονότητας στη χώρα σας. Γενικότερα θα
ενισχύεται η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως ξένης γλώσσας στο
εκπαιδευτικό σύστημα της Αλβανίας. Θα αναβαθμιστούν και οι ελληνικές και
αλβανικές σπουδές στα πανεπιστήμιά μας, θα ενταθεί δε η συνεργασία
τους. Επίσης, θα προωθήσουμε ως Υπουργείο Εξωτερικών στα αρμόδια
ελληνικά υπουργεία τη διδασκαλία της αλβανικής για τα παιδιά των αλβανών
μεταναστών. Στα ίδια πλαίσια, θα συμβάλουμε στην καλή και
αποτελεσματική λειτουργία της μεικτής επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τα
σχολικά εγχειρίδια.
Ως προς τα δικαιώματα της ελληνικής γηγενούς
μειονότητας, μια Αλβανία καθοδόν προς την ΕΕ ελπίζω να πράξει έγκαιρα
και με ιδία πρωτοβουλία αυτά που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία ως προς
τη διάχυση σε όλη την επικράτεια της προστασίας των δικαιωμάτων της,
αρχής γενομένης από τα δικαιώματά της στην περιουσία.
Και καθώς
γίνεται λόγος για τις οικονομικές πτυχές, στηρίζουμε την προώθηση της
Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής (ΜΔΕ) για τα οικονομικά θέματα.
Προτείναμε και τη διοργάνωση οικονομικού φόρουμ επιχειρηματιών υπό την
αιγίδα των δύο ΥΠΕΞ. Την παρακολούθηση και υλοποίηση του προγράμματος
δράσης στον τομέα του τουρισμού. Το ίδιο και για τον τομέα της γεωργίας
και των υδάτων, καθώς και για τις μεταφορές. Στις τελευταίες θα
στηρίξουμε τη δημιουργία –με τη βοήθεια της ΕΕ– απαραίτητων υποδομών που
να διασχίζουν τη δυτική πλευρά της Ελλάδας, της Αλβανίας και των
υπόλοιπων δυτικών Βαλκανίων. Να διασφαλίσουμε συνολικά ευνοϊκότερες
συνθήκες επενδύσεων, καθώς και αξιοποίησης και λειτουργίας των ήδη
υφισταμένων επενδύσεων, της επιχειρηματικής δράσης.
Ο κατάλογος
των κοινών δράσεων και συνεργειών μπορεί και πρέπει να είναι ατελείωτος.
Εδώ είπα ορισμένες σκέψεις. Όλα αυτά μπορούν, και κατά τη γνώμη μου
οφείλουμε να τα υλοποιήσουμε. Για να γίνει αυτό με τρόπο αποτελεσματικό,
χωρίς να παγιδευτούμε και οι δύο πλευρές σε γραφειοκρατικές
διαδικασίες, θα πρέπει να εμπεδώσουμε ακόμα καλύτερα τις σχέσεις ανάμεσα
στις χώρες μας στην κατεύθυνση που ήδη έχουμε ως υπουργεία Εξωτερικών.
Οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους, έχουν μάθει να σέβονται την Αλβανία
και τον αλβανικό παράγοντα. Δεν ζούμε στην εποχή της κατάρρευσης του
τότε πολιτικού συστήματος, της προσφυγιάς των Αλβανών και της έλλειψης
προοπτικής στη χώρα τους. Η Αλβανία αναβαθμίζεται σε μια σύγχρονη
ευρωπαϊκή χώρα και θέλουμε να είμαστε μαζί της σε αυτό το γίγνεσθαι. Δεν
επιτρέπουμε να υποτιμάται ο δυτικός βόρειος γείτονάς μας. Μαζί θα
διαμορφώσουμε το μέλλον της περιοχής. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να
ξεχνά κανείς στην Αλβανία ότι το μέλλον της συνδέεται με τις καλές
σχέσεις με τη νότια γείτονά της. Ούτε να υποτιμώνται οι δυνατότητες και
τα εργαλεία που διαθέτει η Ελλάδα ακόμα και σήμερα.
Πράγματι
υπάρχουν ισχυρότερες χώρες στην Ευρώπη και στον κόσμο από ότι είναι οι
δικές μας. Η ενασχόλησή τους, όμως, με την Αλβανία δεν είναι σταθερή.
Δεν είναι πρώτης προτεραιότητας. Αντίθετα εμείς θέλουμε, επιθυμούμε και
εργαζόμαστε για μια σχέση ισοτιμίας που από τα προβλήματα του
παρελθόντος φτιάχνει σήμερα φιλίες και μελλοντικά κοινά κέρδη. Οι
ισχυρές σχέσεις ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα δίνουν ισχύ στα
κράτη και τις κοινωνίες μας. Τροφοδοτούν με ελπίδα τους λαούς μας.
Συμβάλλουν στη σταθερότητα και ασφάλεια όλης της περιοχής.