Απάντηση Αντιπροέδρου Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευ. Βενιζέλου σε Επίκαιρη Ερώτηση για την πΓΔΜ

Απάντηση Αντιπροέδρου Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευ. Βενιζέλου σε Επίκαιρη Ερώτηση για την πΓΔΜΑκολουθεί κείμενο σημερινής Πρωτολογίας και Δευτερολογίας Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Βενιζέλου σε απάντηση Επίκαιρης Ερώτησης του Προέδρου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων κ. Παναγιώτη Καμμένου αναφορικά με την πΓΔΜ:

«Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, επιτρέψτε μου, πριν απαντήσω στην ερώτηση του Προέδρου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, να εκφράσω εκ μέρους της Κυβέρνησης και, είμαι βέβαιος, εκ μέρους όλης της Βουλής των Ελλήνων, την τιμή της Πολιτείας στη μνήμη των ηρώων που έπεσαν εν ώρα υπηρεσίας στα Ίμια στις 31 Ιανουαρίου 1996. Τιμούμε τη μνήμη των υποπλοιάρχων Παναγιώτη Βλαχάκου και Χριστόδουλου Καραθανάση, καθώς και τη μνήμη του αρχικελευστή Έκτορα Γιαλοψού.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων – θα έλεγα όμως γενικότερα της θέσης τους στα Δυτικά Βαλκάνια και της ευρωατλαντικής προοπτικής τους– είναι πάντοτε ένα από τα σημαντικά ανοιχτά κεφάλαια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Βεβαίως, δεν μπορεί να συγκριθεί η σημασία του ζητήματος αυτού με τα μείζονα διαχρονικά εθνικά θέματα, κυρίως με την ανοιχτή πληγή της Κύπρου, αλλά και με την ένταση που κατά καιρούς εμφανίζεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και με την ανάγκη να υπάρχει εφαρμογή και σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου σε όλο τον θαλάσσιο και εναέριο χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Πράγματι, στη διαδρομή που έχει διανύσει το ζήτημα του γειτονικού μας κράτους, η αρχική ελληνική θέση, που είχε διατυπωθεί μάλιστα πανηγυρικά σε Συμβούλιο Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων, υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να δεχθεί ονομασία του κράτους αυτού που περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του.

Όπως θα θυμάται και ο ερωτών Πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, αυτό συνέβη πριν την κρίσιμη ημερομηνία της 7ης Απριλίου 1993, όταν επί κυβερνήσεως ΝΔ, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η Ελλάδα απεδέχθη την απόφαση 817 της 7ης Απριλίου 1993, με την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας συνέστησε προς τη Γενική Συνέλευση να αποδεχθεί την ένταξη του γειτονικού μας κράτους στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών με το προσωρινό όνομα «The Former Yugoslav Republic of Macedonia», «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Αφού ενετάχθη έτσι στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το γειτονικό μας κράτος, το Συμβούλιο Ασφαλείας με την απόφασή του αυτή, την 817/1993, και την απόφαση που ακολούθησε, την 845/1993, συνέστησε προς τα δύο μέρη να επιλύσουν τη διεθνή διαφορά που έχει ανακύψει ως προς το όνομα μέσα από τη μεσολαβητική προσπάθεια των Συμπροέδρων, της Συνδιάσκεψης που τότε ήταν συγκροτημένη και λειτουργούσε σε σχέση με την τέως Γιουγκοσλαβία. Τους δύο Συμπροέδρους διαδέχθηκε ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στην αρχή ο Cyrus Vance και στη συνέχεια ο πρέσβης κ. Matthew Nimetz, που συνεχίζει τη δραστηριότητα αυτή περίπου τα είκοσι τελευταία χρόνια.

Όταν το 1993 ανέλαβε τα καθήκοντά της η τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ήταν αυτή ως προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και ταυτόχρονα η διαμόρφωση ενός μεγάλου, δυστυχώς, καταλόγου χωρών που είχαν αναγνωρίσει διμερώς το γειτονικό μας κράτος με το λεγόμενο συνταγματικό του όνομα.

Τότε ελήφθη μια ιστορική απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο του 1994, του οποίου είχα την τιμή να είμαι μέλος, ως Υπουργός Τύπου και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, για την επιβολή ειδικών περιοριστικών εμπορικών και οικονομικών μέτρων, του λεγομένου εμπάργκο, σε σχέση με τη γειτονική μας χώρα.

Και η επιβολή του εμπάργκο αυτού και η δικαστική μάχη, που άνοιξε ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τότε, οδήγησε στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, τη συμφωνία της Νέας Υόρκης μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των δυο χωρών, του Κάρολου Παπούλια και του Stevo Crvenkovski, την οποία συνυπέγραψε εν είδει μαρτυρίας ο ειδικός αποσταλμένος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο Cyrus Vance. Από τότε, από τον Απρίλιο του 1993, οπότε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών γίνεται χρήση του όρου «Μακεδονία» με προσδιορισμούς ιστορικούς - που θέλουμε να γίνουν προσδιορισμοί όχι ιστορικοί ή πολιτειακοί αλλά προσδιορισμοί γεωγραφικοί - χρησιμοποιείται διεθνώς ένα σύνθετο όνομα που περιέχει τον όρο «Μακεδονία».

Από τότε, λοιπόν, όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές κυβερνήσεις στις προγραμματικές τους δηλώσεις ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων, δυνάμει των οποίων έλαβαν ψήφο εμπιστοσύνης, όλες οι κυβερνήσεις – η κυβέρνηση Σημίτη, η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, η κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά – διατυπώνουν τη θέση ότι η Ελλάδα με μετριοπάθεια, με διάθεση απολύτου σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, του Γενικού Γραμματέα και του προσωπικού του απεσταλμένου μετέχουν στη διαδικασία, μετέχουν δημιουργικά.

Η Ελλάδα είναι έτοιμη να δεχθεί μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο «Μακεδονία», που θα διαφοροποιεί σαφέστατα το κράτος αυτό από την ελληνική Μακεδονία και, βεβαίως, θέλουμε ένα τέτοιο όνομα erga omnes, δηλαδή ένα όνομα για κάθε χρήση εσωτερική και διεθνή, διμερή και πολυμερή. Αυτή τη θέση τη διατυπώνουμε σε όλες μας τις συναντήσεις με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή τη θέση διατυπώνουμε σε όλα τα διεθνή fora. Αυτή τη θέση διατυπώνουμε στις συναντήσεις μας με τον ειδικό απεσταλμένο κ. Matthew Nimetz. Αυτή τη θέση διατυπώνουμε και απευθείας στους γείτονές μας, γιατί έχουν μεσολαβήσει πολλές σε αριθμό επαφές σε επίπεδο Πρωθυπουργών παλαιότερα και σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών.

Δεν γίνεται δεκτή η θέση αυτή. Και δεν γίνεται δεκτή η θέση αυτή, γιατί αναμφίβολα η άλλη πλευρά δεν έχει καμία διάθεση καλόπιστης συμμετοχής στον διάλογο. Δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και δεν σέβεται τη μετριοπάθεια και τη δημιουργική και υπεύθυνη θέση της ελληνικής πλευράς.
Η βασική αντίρρησή τους είναι πως δήθεν δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί το συνταγματικό τους όνομα για λόγους εθνικής και θεσμικής αξιοπρέπειας. Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συχνά-πυκνά προχωρούν σε αναθεωρήσεις των συνταγμάτων τους, για να εναρμονίζεται το εθνικό Σύνταγμα με το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο ή με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και έτσι, σταδιακά, να συγκροτείται ένας ενιαίος ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος. Επίσης, η ίδια η Συμφωνία της Οχρίδας, η διεθνοτική συμφωνία, που είναι θεμέλιο της πολιτικής ύπαρξης και λειτουργίας του γειτονικού μας κράτους, είναι στην πραγματικότητα μια διφυής συμφωνία, η οποία έχει και διεθνή και συνταγματικά χαρακτηριστικά και, φυσικά, έχει μεταβάλει τα συνταγματικά δεδομένα της γειτονικής μας χώρας.

Αυτό είναι το περίγραμμα της θέσης μας, που είναι διατυπωμένη και λειτουργεί από τότε που έχουμε αποδεχθεί, όπως είχαμε υποχρέωση, τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Δεν είναι όμως αυτό το θέμα –και θέλω να το τονίσω απευθυνόμενος στη Βουλή των Ελλήνων– σε σχέση με το εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα που είναι η ευρωατλαντική προοπτική της γειτονικής μας χώρας. Καταρχάς, οι γείτονές μας προφανώς γνωρίζουν ότι, παρά την κρίση, κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά την κρίση η Ελλάδα είναι πάντα ο πιο σημαντικός γείτονάς τους και ο πιο σημαντικός εμπορικός και οικονομικός εταίρος. Η Ελλάδα είναι πάντα ο πρώτος ξένος άμεσος επενδυτής στα Σκόπια. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης γεωγραφικά ήταν, είναι και θα είναι η βασική τους έξοδος προς τη Μεσόγειο και η Ελλάδα είναι ο αγαπημένος προορισμός όλων των τουριστών που προέρχονται από τη χώρα αυτή.

Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Υπάρχουν άλλες χώρες στην περιοχή, γειτονικές μας χώρες, χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, που έχουν διμερή ζητήματα σεβασμού του διεθνούς δικαίου με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, απείρως σοβαρότερα απ’ ότι είναι το ζήτημα του ονόματος.

Γιατί, φυσικά, το ζήτημα του ονόματος μας ενδιαφέρει γιατί πίσω από αυτό κρύβεται ένα πρόβλημα περιφερειακής σταθερότητας, ειρήνης, σεβασμού των υφισταμένων συνόρων και λανθάνοντος ή και εμφανούς αλυτρωτισμού. Τέτοια ζητήματα υπάρχουν στη σχέση με τη Βουλγαρία, για παράδειγμα, η οποία θέτει ζητήματα ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας εκ μέρους των Σκοπίων, ζητήματα συνταγματικού αλυτρωτισμού, ζητήματα σεβασμού ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων.

Υπάρχει, όμως, και κάτι το οποίο είναι ακόμη πιο κρίσιμο. Είχα την ευκαιρία και στην τελευταία Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ και στην τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συζήτησε ζητήματα διεύρυνσης, να καταστήσω σαφές ότι η Ελλάδα δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την ένταξη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση επειδή είναι ανοιχτό το ζήτημα του ονόματος, για το όνομα, επειδή θέλουμε να επιβάλουμε την αλλαγή του ονόματος.

Η επίλυση του διεθνούς νομικού ζητήματος σε σχέση με το όνομα είναι υποχρέωση σεβασμού των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και γενικότερα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η ένταξη της γειτονικής μας χώρας στους νατοϊκούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς μπορεί να γίνει –και θα γίνει– μόνο όταν ισχύσουν όλα τα γενικά κριτήρια που ισχύουν για όλα τα υποψήφια κράτη μέλη, που επιδιώκουν τη συμμετοχή τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και πιο συγκεκριμένα στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα κριτήρια αυτά, ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σχηματοποιημένα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, είναι τα λεγόμενα γενικά πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης. Αντίστοιχα είναι και τα κριτήρια που ισχύουν στο ΝΑΤΟ. Τα κριτήρια αυτά είναι ο σεβασμός της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας, ο σεβασμός της περιφερειακής σταθερότητας, η συμβολή στους σκοπούς που έχει είτε η Ατλαντική Συμμαχία είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τέτοιου είδους ζητήματα θέτουν όλα τα κράτη, για όλα τα υποψήφια κράτη. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί αλλιώς θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι, επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με τη χρήση της προσωρινής ονομασίας μπορεί κανείς να εντάσσεται σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.

Δεν είναι, όμως, θέμα ονομασίας, προσωρινής ή οριστικής. Είναι ένα ευρύτερο ουσιαστικό ζήτημα σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, σεβασμού του ευρωπαϊκού κοινοτικού κεκτημένου, σεβασμού όλων αυτών των κριτηρίων που έχουν κωδικοποιηθεί πλέον στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της 17ης Δεκεμβρίου του 2013 και έχουν επικυρωθεί με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου 2013.

Για να ανοίξει η ευρωπαϊκή προοπτική, λοιπόν, πρέπει να γίνει σεβαστή όλη αυτή η δέσμη κριτηρίων και, πιο συγκεκριμένα, επειδή η γειτονική μας χώρα έζησε ένα οξύ πολιτικό και θεσμικό πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, με τα γεγονότα της 24ης Δεκεμβρίου 2012, πρέπει να γίνει σεβαστή και να εφαρμοστεί η πολιτική συμφωνία που έχει συναφθεί την 1η Μαρτίου 2013, η οποία πλέον είναι όρος των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο περιμένει από τη γειτονική μας χώρα απτά – έτσι ακριβώς λέει η απόφαση – βήματα προς την κατεύθυνση αυτή.

Και επειδή πρόκειται να επισκεφθώ και τις έξι πρωτεύουσες των Δυτικών Βαλκανίων ως Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτά προτίθεμαι να πω και στην επίσκεψή μου στα Σκόπια.

Εάν γίνει αντιληπτό από τους γείτονές μας ότι πρέπει να κάνουν τα βήματα που απαιτεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το Διεθνές Δίκαιο, η Ελλάδα θα συμβάλει όσο μπορεί περισσότερο, άμεσα, ουσιαστικά, πρακτικά, στη διασφάλιση αυτής της προοπτικής τους.
Σε σχέση τώρα με το δημοψήφισμα… Κύριε Καμμένε, κύριε Πρόεδρε των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, το δημοψήφισμα είναι ένα επιχείρημα που εμμέσως διατυπώνει διεθνώς μόνο ο κ. Gruevski, ο Πρωθυπουργός της γειτονικής μας χώρας, ο οποίος για να ενισχύσει το επιχείρημά του ότι δεν μπορεί να μεταβληθεί το λεγόμενο συνταγματικό όνομα της χώρας αυτής, το οποίο θεωρεί ως άβατο, λέει «μα, ούτως ή άλλως, θέλουμε και δημοψήφισμα για τέτοιου είδους συνταγματική αλλαγή». Πρόκειται δηλαδή, στην πραγματικότητα, για μία υπεκφυγή, για ένα προσχηματικό επιχείρημα.

Δεν μπορούμε να του επιτρέψουμε να αναβαθμίσει το επιχείρημά του αυτό μιλώντας εμείς για δημοψήφισμα. Διότι, φυσικά, τα δημοψηφίσματα, όταν γίνονται και εάν γίνονται, γίνονται εκατέρωθεν. Δεν μπορείς να αρνηθείς στον άλλον να κάνει δημοψήφισμα για να οχυρωθεί πίσω από το δημοψήφισμα, δηλαδή πίσω από το λεγόμενο συνταγματικό όνομα, δηλαδή πίσω από την αδιαλλαξία και την έλλειψη παραγωγικής διάθεσης στα θέματα αυτά.

Η δε καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας θα σήμαινε ανατροπή του διεθνούς νομικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται επί χρόνια το θέμα αυτό, χωρίς να βλέπω ποιο είναι το όφελος και γιατί η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει το βάρος της ανατροπής του διεθνούς νομικού πλαισίου και ενώ προτείνουμε κάτι το οποίο είναι φιλικό, δημιουργικό, συγκεκριμένο, υπεύθυνο, έχει προοπτική για την περιοχή, είναι ευρωπαϊκό, είναι σύγχρονο, σέβεται τη Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να πρέπει να δίνουμε εξηγήσεις γιατί θέτουμε σε αμφισβήτηση το διεθνές νομικό πλαίσιο.

Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ποιες είναι οι διαδικασίες οι οποίες υπάρχουν στον ΟΗΕ, ποιες είναι οι διαδικασίες που υπάρχουν όχι μόνο στο Συμβούλιο Ασφαλείας αλλά και στη Γενική Συνέλευση.

Όταν, λοιπόν, θέλουμε να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της χώρας, όταν θέλουμε να εφαρμόσουμε μία εξωτερική πολιτική η οποία δεν είναι ρητορική, αλλά είναι συγκεκριμένη, είναι εξωτερική πολιτική, η οποία βασίζεται σε χειρισμούς και έχει ως υπόβαθρο γνώση και διορατικότητα, πρέπει να κάνουμε αυτά τα οποία περιγράφω. Και γύρω από αυτά απαιτείται πράγματι η μέγιστη, η απόλυτη εθνική συναίνεση.

Θα ήθελα και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες να μετέχουν στο φάσμα της εθνικής συναίνεσης γύρω από τα θέματα αυτά. Αναμφίβολα, όμως, λαμβανομένων υπόψη των θέσεων που έχουν κατά καιρούς διατυπώσει τα κόμματα της Βουλής των Ελλήνων, υπάρχει ευρύτατη συναίνεση γύρω από το θέμα αυτό που διαχρονικά συνιστά και τη θέση των ελληνικών κυβερνήσεων.

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, τον Απρίλιο του 1993 την εξωτερική πολιτική της χώρας την ασκούσε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Από τότε που ελήφθη η σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο όρος «Μακεδονία» με επιθετικούς προσδιορισμούς που αφορούν την ιστορική διαδρομή και την πολιτειακή ταυτότητα του χώρου και όχι τη γεωγραφία, χρησιμοποιείται ως προσωρινή διεθνής ονομασία του κράτους αυτού.

Διότι, φυσικά, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, είτε εκφωνεί κανείς την ονομασία αυτή στα ελληνικά, είτε στα αγγλικά, είτε σε άλλη γλώσσα. Αυτό φαντάζομαι ότι ο κύριος Πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων το ξέρει, γιατί έχει διατελέσει επίλεκτο και δυναμικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας.

Η Ενδιάμεση Συμφωνία υπεγράφη μέσα από την προϊστορία που σας εξήγησα της δυναμικής απόφασης του εμπάργκο που αναδιέταξε τους διεθνείς συσχετισμούς και ανέκοψε τις διμερείς αναγνωρίσεις που είχαν ήδη συντελεστεί μέχρι τον Οκτώβριο του 1993 με το λεγόμενο συνταγματικό όνομα της χώρας αυτής και υπεγράφη από τον Κάρολο Παπούλια, όχι ως Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης Κώστα Σημίτη, εναντίον της οποίας στρέφεται ο κ. Καμμένος, αλλά ως Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου.

Μπορούμε να μιλήσουμε και για τα Ίμια και για το Αιγαίο και για την καμπύλη των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1974 έως σήμερα, όποτε θέλετε, σε όποιο επίπεδο θέλετε - στην Ολομέλεια, στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή, προτιμώ αυτό να γίνει στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής - για να δούμε ποιός, τι, πότε και γιατί έκανε και πώς έχουν διαμορφωθεί τα δεδομένα.

Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία να είμαστε ακριβείς κι ειλικρινείς για να μπορούμε να είμαστε και αξιόπιστοι.

Η θέση της Ελλάδος όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, της ευρύτατης πλειοψηφίας της Βουλής που υπερβαίνει κατά πολύ την κυβερνητική πλειοψηφία, είναι αυτή που σας είπα κι αυτή διατυπώνουμε σε όλα τα επίπεδα και στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και στον κ. Νίμιτς και στους διεθνείς συνομιλητές μας και στην άλλη πλευρά.
Μάλιστα, ο Πρωθυπουργός έχει προτείνει στην προτελευταία και στην τελευταία του απαντητική επιστολή προς τον κ. Γκρουέφσκι να υπογραφεί νέο Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών, για να δώσουμε μια άλλη ώθηση στα παράπλευρα ζητήματα της συνεργασίας μας. Αυτή η πρόταση έχει διατυπωθεί εδώ και πάρα πολλούς μήνες, πριν αναλάβω τα καθήκοντα του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών.

Αυτά όλα δεν μπορεί να εξελίσσονται από ένα σημείο και μετά δημόσια, γιατί έτσι επιτρέπουμε στην άλλη πλευρά να μετατρέπει το ζήτημα αυτό από ένα ζήτημα διεθνούς ευθύνης και επιβεβλημένου σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας σε ένα παιχνίδι εσωτερικών πολιτικών εντυπώσεων στη χώρα αυτή.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα ιστορική, θεσμικά ώριμη, υπεύθυνη, ευρωπαϊκή, παλαιό μέλος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, είναι πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Πρέπει να λειτουργούμε πάντα υποδειγματικά στο όνομα του διεθνούς δικαίου με διορατικότητα. Πρέπει να διαμορφώνουμε διεθνείς συσχετισμούς.

Στο Βουκουρέστι –και όχι στο Βελιγράδι, προφανώς εν τη ρύμη του λόγου σας κάνατε ένα μικρό γλωσσικό λάθος- στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ του 2008 στο Βουκουρέστι –το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά στη Βουλή- η Ελλάδα δεν διετύπωσε κανενός είδους βέτο, διότι δεν ετέθη κάποιο ζήτημα που να επιβάλει τέτοιου είδους συμπεριφορά καθόλου.

Το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ το αντιμετωπίζει το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο σε όλα τα επίπεδα, στο επίπεδο Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων, στο επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών, στο επίπεδο Μονίμων Αντιπροσώπων, με συναίνεση. Υπάρχει ευρύτατη ομάδα χωρών-μελών που έχουν την ίδια ακριβώς αντίληψη για τα κριτήρια και το ρυθμό της διεύρυνσης.

Αυτή η ομάδα χωρών, η οποία στην πραγματικότητα οδηγεί και τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ, εμφανίστηκε και στη Σύνοδο Κορυφής του 2008 και σε κάθε άλλη Σύνοδο, στην οποία ετέθη ζήτημα εφαρμογής της πολιτικής των λεγομένων ανοιχτών θυρών στο ΝΑΤΟ.

Το ίδιο έγινε και στο Σικάγο. Το ίδιο έγινε και στην τελευταία Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών. Το ίδιο βλέπουμε ότι τείνει να γίνει και στην επανάληψη της συζήτησης αυτής σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, τον Ιούνιο, εν όψει του Συμβουλίου Κορυφής του ΝΑΤΟ, το Σεπτέμβριο στην Ουαλία.

Σας είπα πώς διαμορφώνεται η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με την πολιτική ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ και την πολιτική διεύρυνσης και γειτονίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σας είπα τι πρέπει να κάνει η γειτονική μας χώρα, εάν θέλει να καταστεί κάποτε μέλος των δύο αυτών Οργανισμών, τι πρέπει να σεβαστεί. Εάν νομίζει ότι το πρόβλημα είναι το όνομα και η Ελλάδα, αυτή η ανάγνωση είναι εξαιρετικά εσφαλμένη.

Εμείς θα κάναμε μεγάλο λάθος, εάν μετατρέπαμε τους δύο αυτούς Οργανισμούς σε ένα πεδίο όπου διεξάγεται μία αντιδικία ανάμεσα σε εμάς και ένα γειτονικό κράτος. Όχι! Διότι εμείς είμαστε παλαιό κράτος-μέλος και των δύο Οργανισμών και κινούμαστε στο όνομα κριτηρίων που αφορούν την ταυτότητα, την αξιακή και την πολιτική, των δύο αυτών διεθνών Οργανισμών.

Κύριε Πρόεδρε των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η διεθνής διαπραγμάτευση, η εξωτερική πολιτική, αλλά και η οικονομική πολιτική, η οποία συνδέεται με την κυριαρχία της χώρας, τη θεσμική της ισοτιμία, την αξιοπρέπειά της, την προοπτική της είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Δεν είναι ούτε άσκηση πολιτικής ρητορείας, ούτε ένα εσωτερικό πολιτικό και εκλογικό παιχνίδι. Είναι η υπεράσπιση ζωτικών εθνικών συμφερόντων με δύσκολους συνομιλητές μέσα σε εξαιρετικά δύσκολους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς.

Τα όσα είπε ο εισηγητής της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Karas, χθες, για το πώς ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, κ. Τσίπρας, συνομίλησε μαζί του για το τεραστίας σημασίας ζήτημα της τρόικας δείχνει πολλά. Δείχνει ότι τα λόγια μέσα είναι εύκολα, η διαπραγμάτευση έξω είναι πάρα πολύ δύσκολη, ότι χωρίς να έχουμε να πούμε κάτι συγκεκριμένο, υπεύθυνο, χειροπιαστό, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα της χώρας και δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τους συσχετισμούς υπέρ των Ελλήνων, γιατί όλα αυτά που συζητούμε έχουν άμεσο αντίκρισμα στην οικονομία, στην καθημερινότητα, στη ζωή όλων των οικογενειών.

Άρα, λοιπόν, ας σταματήσουμε τα εύκολα λόγια εσωτερικής κατανάλωσης και ας συσπειρωθούμε με κριτήριο την εθνική ενότητα και την κοινωνική συνοχή, προκειμένου να διασφαλίσουμε την έξοδό μας από την κρίση, αλλά κυρίως να θωρακίσουμε την εθνική μας κυριαρχία και αξιοπρέπεια».

30 Ιανουαρίου, 2014