Απάντηση στην υπ’ αριθμ. 3718 από 03.02.2020 Κοινοβουλευτική Ερώτηση του Βουλευτή κ. Κυριάκου Βελόπουλου

H Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνδέονται με ένα στενό και πολύπλευρο πλέγμα συμφωνιών συνεργασίας, τόσο στον πολιτικό όσο και στον στρατιωτικό τομέα. Χαρακτηριστικά, θα σας αναφέρω τη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, το Παράρτημα της οποίας πρόσφατα επικαιροποιήσαμε, και τις πολλαπλές υποχρεώσεις που μας συνδέουν λόγω της κοινής μας συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Πέραν των νομικών κειμένων, υπάρχει και μια σειρά πολιτικών δηλώσεων από πλευράς ΗΠΑ, άλλων γραπτών και άλλων προφορικών, σε διάφορα επίπεδα, που αναφέρονται στη σημασία των διμερών μας σχέσεων και σε ζητήματα απτόμενα της σταθερότητας στην περιοχή και της ασφάλειας της χώρας μας. Οι επιστολές Kissinger και Pompeo ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Εκτός από αυτές, υπάρχουν οι δηλώσεις του Αντιπροέδρου Pence και του Υπουργού Pompeo κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του κου Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτων, το Κοινό Ανακοινωθέν που εκδώσαμε μετά την πραγματοποίηση του Στρατηγικού Διαλόγου τον Οκτώβριο, οι πρόσφατες δηλώσεις του επίσημου εκπροσώπου του State Department, οι δηλώσεις του εδώ Αμερικανού Πρέσβυ. Όλα αυτά είναι θετικά για τη χώρα μας στοιχεία, είναι μηνύματα που στέλνουν οι ΗΠΑ προς εμάς αλλά και προς όλους τους γείτονές μας στην περιοχή. Είναι διπλωματικά όπλα που συγκεντρώνουμε και χρησιμοποιούμε για να οικοδομήσουμε περαιτέρω τις συμμαχίες μας με την Ουάσιγκτων και τις άλλες φιλικές χώρες που έχουν συμφέροντα στην περιοχή. Με αυτά τα όπλα, θεωρώ πως τους τελευταίους μήνες προχωρούμε συγκροτημένα και με σοβαρότητα στην υλοποίηση της δικής μας στρατηγικής που βασίζεται σε πολυεπίπεδες πρωτοβουλίες ενίσχυσης των συμμαχιών της χώρας.
Αναφερθήκατε στην επιστολή Kissinger. Σας επισημαίνω ότι αυτή είχε σταλεί το 1976, δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο και τη γενική επιστράτευση στην Ελλάδα και ενώ η χώρα μας είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στο τέλος Μαρτίου εκείνου του έτους είχε συναφθεί η  Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας, γεγονός που είχε ανησυχήσει την Ελλάδα και είχε οδηγήσει τον τότε Υπουργό Εξωτερικών κ. Μπίτσιο να απευθύνει στις αρχές Απριλίου επιστολή στον Αμερικανό ομόλογό του, εκφράζοντας αυτές τις ανησυχίες. Η επιστολή Pompeo δεν αποτελεί απάντηση σε κάποια αντίστοιχη ελληνική αλλά αποτελεί αμερικανική πρωτοβουλία, στοιχείο που ισχυροποιεί τη σημασία της και δείχνει ξεκάθαρα σε πόσο εξαιρετικό σημείο βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ. Αποστέλλεται σε συνέχεια της επιτυχημένης επίσκεψης του κου Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτων, συνοδευόμενη χρονικά από πολύ θετικές δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων υπέρ των θέσεών μας για τις εξελίξεις στην Ανατ. Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένου του Αιγαίου (π.χ. η δήλωση ότι «σε αντίθεση με όσα προτείνει η Τουρκία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τα νησιά έχουν γενικό δικαίωμα στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα στον ίδιο βαθμό με οποιαδήποτε άλλη χερσαία περιοχή»). Αντί δε για αμερικανοτουρκική συμφωνία και εύλογες εξ αυτής ελληνικές ανησυχίες το 1976, σήμερα έχουμε μια προσφάτως επικαιροποιηθείσα και διευρυνθείσα ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία και, παράλληλα, επιβολή περιοριστικών μέτρων και κυρώσεων στην Τουρκία με αφορμή την προμήθεια των S-400. Εξάλλου, το σημερινό περιβάλλον ασφαλείας που μας αφορά έχει πλέον διευρυνθεί σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (βλέπε πρόσφατη υπογραφή Τούρκο-Λιβυκού Συμφώνου) αλλά και υφίστανται νέες απαιτήσεις λόγω ανακάλυψης υδρογονανθράκων, νέων εστιών έντασης όπως το Συριακό και νέων προβλημάτων όπως το προσφυγικό σε σύγκριση με το 1976. Τα στοιχεία της επιστολής Pompeo κρίνονται ως απολύτως ικανοποιητικά και σε πλήρη αρμονία με τις θέσεις μας. Άλλωστε, έρχονται σε συνέχεια του Κοινού Ανακοινωθέντος του Στρατηγικού Διαλόγου του Οκτωβρίου, όπου σημειωνόταν η «ανάγκη σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της περιοχής», επισημαίνονταν «με ανησυχία οι προκλητικές ενέργειες που προκαλούν εντάσεις στην περιοχή» και υπογραμμιζόταν η «σημασία του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών ως κατευθυντήριας αρχής για τις σχέσεις καλής γειτονίας». Ιδιαίτερη σημασία, τέλος, έχει ότι στο ίδιο ανακοινωθέν που αποτελεί συμφωνημένο από τις δύο χώρες κείμενο με δράσεις που δεσμεύονται οι δύο κυβερνήσεις να προωθήσουν, τονίζεται ότι οι τελευταίες θα χρησιμοποιήσουν «όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να διασφαλίσουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή».


Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΝΙΚΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ

5 Φεβρουαρίου, 2020