Οι συνεισφορές της χώρας μας προς τα θεσμικά όργανα, επιτροπές και δράσεις των Ηνωμένων Εθνών (Η.Ε.) στους οποίους περιλαμβάνεται o Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW), το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα (ICTR), η Σύμβαση για την απαγόρευση Βιολογικών και Τοξινικών Όπλων (BTWC), είναι υποχρεωτικές και απορρέουν τόσο από τη συμμετοχή της χώρας μας στον ΟΗΕ, όσο και από την υπογραφή, επικύρωση και προσχώρηση στις επιμέρους συνθήκες του Οργανισμού. Επίσης, επισημαίνουμε ότι οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούν “fora” για την προβολή των εθνικών μας διεκδικήσεων, ενώ η οικονομική αποχή από τον ΟΗΕ, αλλά και άλλους διεθνείς Οργανισμούς θα έχει ως αποτέλεσμα την απομόνωση της χώρας από το παγκόσμιο διαπραγματευτικό γίγνεσθαι.
Ο τρόπος που χρησιμοποιείται τα τελευταία 8 χρόνια για τους υπολογισμούς της χρηματικής επιβάρυνσης κάθε κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών, βασίζεται σε μία κλίμακα που διαμορφώνεται βάσει της αρχής «δυνατότητας πληρωμής» (capacity to pay). Βασική παράμετρος υπολογισμού της κλίμακας αυτής αποτελεί ο μέσος όρος του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (GNI) για δύο περιόδους: α) παρελθούσα εξαετία και β) τριετία («περίοδοι βάσης»). Η περίοδος βάσης λειτουργεί εξισορροπητικά προκειμένου να απορροφήσει απότομες μεταβολές οικονομικών στοιχείων κρατών μελών.
Από το 2005 έως σήμερα η κλίμακα συνεισφορών έχει τροποποιηθεί τέσσερεις (4) φορές, ενώ η ποσόστωση του προϋπολογισμού των Η.Ε. που έχει κληθεί να καταβάλει η χώρα μας διαμορφώνεται ως εξής: για την περίοδο 2004-2006 0.5300%, για την περίοδο 2007-2009, 0,5960%, για την περίοδο 2010 – 2012, 0,6910% και για την τρέχουσα περίοδο, 2013-2015, 0,638%. Η τρέχουσα περίοδος χαρακτηρίζεται από μείωση 7,7% της εθνικής συνδρομής μας προς τους θεσμούς των Ηνωμένων Εθνών. Η ποσόστωση αναμένεται να παραμείνει πτωτική και μετά το 2015 εφόσον θα συμπεριληφθεί και η περίοδος 2011 και 2012 όπου η πτώση του ΑΕΠ ξεπερνάει το 7%.
Παράλληλα με τη διαδικασία για την αποπληρωμή των οφειλών της χώρας προς διεθνείς οργανισμούς διεξάγεται προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης τακτικών συνεισφορών σε φορείς που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη κλίμακα συνεισφορών των Ηνωμένων Εθνών, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Γαλλοφωνίας. Επίσης, η χώρα μας έχει αποχωρήσει από σειρά διεθνών οργανισμών που δεν επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική συνδράμοντας με αυτό το τρόπο στη μείωση δαπανών.
Τέλος η Διεθνής Οργάνωση Διακυβερνητικών Διαβουλεύσεων, Μετανάστευσης, Ασύλου και Προσφύγων (IGC) αποτελεί ένα ανεπίσημο διακυβερνητικό φόρουμ, με έδρα τη Γενεύη, για την ανταλλαγή πληροφοριών και την ανάλυση του συνόλου των πτυχών του φαινομένου της μετανάστευσης. Αποτελείται από 17 κράτη - μέλη (Αυστραλία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ιρλανδία, Ισπανία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Σουηδία, Φινλανδία), ενώ με το καθεστώς του παρατηρητή μετέχουν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR), ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ - IOM) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο ΙGC χρηματοδοτείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Το ύψος της χρηματοδότησης, μέχρι το 2012, ανερχόταν στα 110 χιλ. ελβετικά φράγκα, ενώ από το τρέχον έτος μειώνεται στα 100 χιλ. ελβετικά φράγκα.
Η ελληνική συμμετοχή στη συγκεκριμένη Διεθνή Οργάνωση μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα σημαντική, στο βαθμό που διασφαλίζει την ενεργό παρουσία της χώρας μας σε ένα σημαντικό διεθνές forum διαβουλεύσεων στο οποίο συμμετέχουν σημαντικοί εταίροι της διεθνούς «γεωπολιτικής σκακιέρας» και στο οποίο αφενός παρουσιάζονται σύγχρονες απόψεις και εμβριθείς αναλύσεις ενώ, αφετέρου, διαμορφώνονται πολιτικές τάσεις και προτάσεις προοπτικής, σε έναν τομέα που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
8 Απριλίου, 2013