Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
επιτρέψτε μου να ξεκινήσω, καλωσορίζοντας και στη Βουλή των Ελλήνων τον συνάδελφό μου Υπουργό Εξωτερικών της Βοσνίας Ερζεγοβίνης τον κύριο Lagumdzija, με τον οποίον θα έχουμε σήμερα συνάντηση και συζητήσεις για θέματα που αφορούν στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Τον καλωσορίζω λοιπόν στο ναό της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά θα μου επιτρέψετε να πω και της παγκόσμιας Δημοκρατίας, γιατί από αυτή την πόλη είναι που ξεκίνησε αυτή η όμορφη περιπέτεια του κόσμου και που οδήγησε σήμερα τους λαούς της Ευρώπης στο να βιώνουμε τη Δημοκρατία στην πράξη, επάνω σε αρχές και αξίες που γεννήθηκαν σε αυτή τη γη. Σας καλωσορίζω και πάλι.
Κύριοι συνάδελφοι,
παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τις τοποθετήσεις των συναδέλφων, καθώς και του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, του κυρίου Τσίπρα, και θέλω να μου επιτρέψετε να ξεκινήσω λέγοντας ότι, πραγματικά χαίρομαι διότι σε αυτό το χώρο αρθρώνεται σοβαρός, υπεύθυνος εθνικός λόγος. Θέλω να ευχαριστήσω τον κύριο Γλέζο, γιατί στην επικοινωνία που είχαμε, όταν είχε ήδη οριστεί η ημερομηνία για τη συζήτηση αυτή, ανταποκρίθηκε και στο δικό μου αίτημα να τη μεταθέσουμε για λίγες ημέρες ώστε να είμαι και εγώ παρών. Και τούτο διότι πρόκειται πραγματικά για μία ιδιαίτερα σημαντική συζήτηση που μας δίνει την ευκαιρία, πρώτα απ’ όλα σε εμάς την Κυβέρνηση, να ενημερώσουμε το Σώμα αλλά και να ακούσουμε τις απόψεις των κομμάτων για ένα θέμα, το οποίο, παρά τις δεκαετίες που έχουν παρέλθει, εξακολουθεί να είναι ανοιχτό.
Πριν από ένα χρόνο περίπου και συγκεκριμένα το Μάρτιο του 2012, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά κοινή συνεδρίαση των Διαρκών Επιτροπών Οικονομικών και Εξωτερικών της Βουλής, προκειμένου να συζητηθεί σε βάθος το ζήτημα των αποζημιώσεων. Η συζήτηση αυτή μάς είχε προβληματίσει ιδιαίτερα.
Συνοψίζοντας τα συμπεράσματά της, συγκρατώ τρία βασικά σημεία. Πρώτα απ’ όλα το έλλειμμα σαφούς εικόνας και διαθέσιμων στοιχείων. Δεύτερον, το έλλειμμα πολιτικής βούλησης και τρίτον μία κοινή συνισταμένη, θα έλεγα, όλων των παρατάξεων, που οδηγούσε λογικά σε κατεύθυνση συναίνεσης, προς την οποία, όπως διαφαίνεται από την μέχρι στιγμής εξέλιξη της συζήτησης, οδηγούμεθα και σήμερα. Κατανοώ πλήρως τα ερωτήματα που θέτετε, κυρίως σε ό,τι αφορά στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της αλήθειας για τα δεινά που υπέστη ο ελληνικός λαός στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Μία δύσκολη εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ελληνικός λαός υπέφερε, πείνασε, λεηλατήθηκε όσο καμία άλλη χώρα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτό είναι γνωστό, όχι μονάχα σε εμάς, που ως χώρα και λαός υπομείναμε τα δεινά του πολέμου, την οικονομική εξαθλίωση, την πείνα, τις βιαιοπραγίες, την κλοπή και την καταστροφή του πολιτιστικού μας πλούτου, τους εμπρησμούς και τις βιαιότητες από τους κατακτητές, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμα και πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης, στον κόσμο ολόκληρο. Οι εποχές βέβαια δεν συγκρίνονται, αλλά και οι μνήμες δεν σβήνουν. Από τότε συντελέστηκαν άλματα μεγάλων αλλαγών. Η Ευρώπη ενώθηκε, οι αντίπαλοι της εποχής εκείνης συνεργάζονται και συνυπάρχουν στους κόλπους της. Η ειρήνη εμπεδώθηκε στην Ευρώπη, με δυσκολίες, είναι η αλήθεια, που κορυφώνονται με την γενικευμένη οικονομική κρίση, αλλά πορεύεται στο κοινό, όλων των λαών της Ευρώπης, πεπρωμένο.
Εκείνη, ωστόσο, η δραματική περίοδος, ενώ έχει κλείσει μεγάλα κεφάλαια, δεν έκλεισε με αμοιβαία αποδεκτό τρόπο το ζήτημα των αποζημιώσεων και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, καμία μέχρι σήμερα Κυβέρνηση δεν παραιτήθηκε από τις αξιώσεις αυτές. Γι’ αυτό, ό,τι μας ανήκει το διεκδικούμε με τον ορθό και νόμιμο τρόπο και κανείς να μην έχει αμφιβολία ότι προβαίνουμε σε όλες τις απαραίτητες για το σκοπό αυτό ενέργειες. Είναι δε, διαχρονική θέση της ελληνικής πολιτείας ότι η εκκρεμότητα των πολεμικών αποζημιώσεων υφίσταται και γι’ αυτό το λόγο διατηρούμε πάντα το δικαίωμα και τις δυνατότητες για τον χειρισμό αυτού του θέματος ώστε να έχει την προσφορότερη κατάληξη για τη χώρα μας.
Δεν υπάρχει, επίσης, καμία αμφιβολία ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων είναι σύνθετο και παρουσιάζει ιδιαίτερη πολυπλοκότητα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Υπάρχει όμως και η άλλη, ιδιαίτερα σημαντική διάστασή του, η ηθική και ιστορική και αυτό αγγίζει την καρδιά όλων των Ελλήνων, όπως επίσης είναι αλήθεια ότι αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να είχε διευθετηθεί νωρίτερα. Αλλά θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι, καμιά φορά η ιστορία δεν κρίνει με το χρόνο αλλά με τις πράξεις. Σε καμία περίπτωση όμως, η ανακίνηση και η επαναφορά του θέματος δεν πρέπει να θεωρηθεί ως εχθρική κίνηση προς ένα λαό, με τον οποίον πορευόμαστε μαζί στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Οι ίδιοι οι πολίτες της Γερμανίας έχουν καταδικάσει τις θηριωδίες του ναζιστικού καθεστώτος και σήμερα μαζί με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς βιώνουν την εποχή της Δημοκρατίας. Και είναι βέβαιο, ότι κατανοούν τη θέση των Ελλήνων, η οποία, σε καμία περίπτωση, δεν ταυτίζει τη σημερινή δημοκρατική Γερμανία με το ναζιστικό καθεστώς. Το αντίθετο, από κοινού με τη Γερμανία και με όλες τις δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης δίνουμε δυναμικό παρόν στο πλευρό των λαών που αγωνίζονται για Δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και κράτος δικαίου.
Κάποιοι επιχείρησαν να συνδέσουν την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας μας, αλλά και τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που προωθούμε, με το ζήτημα των αποζημιώσεων. Είναι λάθος, κι αυτό γιατί ένα ζήτημα ανοιχτό για 60 χρόνια δε χωρά στο χρονοδιάγραμμα της δημοσιονομικής κρίσης. Αντίθετα, με τη διευθέτησή του σβήνει και το τελευταίο σκοτεινό σημείο που μας άφησε η ιστορία και προαναγγέλλει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας.
Το Υπουργείο Οικονομικών, με οδηγία του Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, προχώρησε στη συγκέντρωση, καταγραφή και ανάλυση του διαθέσιμου αρχειακού υλικού. Θυμίζω ότι επανειλημμένα στο παρελθόν είχε τεθεί το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων. Ο δε σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας το είχε θέσει τότε ως Υπουργός Εξωτερικών. Το θέμα λοιπόν άνοιγε αλλά δεν έκλεινε. Τώρα όμως σας διαβεβαιώνω ότι άνοιξε για να κλείσει, με τη δικαιοσύνη να θριαμβεύει.
Ως προς την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα οικονομικά αρχεία του κράτους, ο συνάδελφος Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, κύριος Σταϊκούρας θα μπορέσει να σας ενημερώσει πληρέστερα και αναλυτικότερα. Το πόρισμα που διαβιβάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, και που είναι πράγματι αποτέλεσμα επίπονης και συστηματικής δουλειάς της αρμόδιας Επιτροπής που είχε οριστεί για τη σύνταξή του, εστάλη στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και αναμένεται η γνωμοδότησή του ώστε να υπάρξει ισχυρή νομική βάση για τα επόμενα βήματά μας. Και τούτο, διότι, όπως αντιλαμβάνεστε, η όποια μάχη δοθεί θα έχει και νομική διάσταση, ιδίως στην προοπτική προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη.
Σίγουρα το περιεχόμενο της γνωμοδότησης δεν μπορούμε αλλά ούτε και πρέπει να το προκαταλάβουμε, θα είναι όμως καθοριστικό για τις επόμενες κινήσεις μας.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σας θυμίσω ότι το πόρισμα διαβιβάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών με το χαρακτηρισμό του ως απορρήτου. Κύριε Τσίπρα, το χαρακτηρισμό τον έδωσαν οι ίδιοι οι χειριστές αυτής της υπόθεσης, τους οποίους πολύ ορθά προ ολίγου επαινέσατε για το έργο τους, και το έκαναν –δεν τους δόθηκε καμία οδηγία γι’ αυτό– για έναν πάρα πολύ απλό λόγο.
Το περιεχόμενο αυτού του πορίσματος περιλαμβάνει στοιχεία που θα έπρεπε με κάθε τρόπο να προστατευτούν από τυχόν εκμετάλλευσή τους που μπορεί να βλάψει τον πολιτικό, διπλωματικό και νομικό χειρισμό τους. Αυτήν την ώρα που μιλάμε, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους προβαίνει στη νομική επεξεργασία, αξιολόγηση και τεκμηρίωση του περιεχομένου της απόρρητης αυτής έκθεσης και κατ’ επέκταση των αξιώσεων του ελληνικού δημοσίου. Σε αυτό λοιπόν το στάδιο βρισκόμαστε και αναμένουμε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
έρχομαι τώρα στη δεύτερη προϋπόθεση που ανέφερα πριν, που είναι η πολιτική βούληση. Η πολιτική βούληση της Κυβέρνησης εκφράστηκε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο με τις ενέργειές της, ενέργειες που, για πρώτη φορά, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο θέτουν τις βάσεις για την τελική διευθέτηση του ζητήματος. Είναι μία απόφαση πολιτικής και εθνικής ευθύνης, το είπατε κι εσείς πρωτύτερα, και έρχεται να εκφράσει συνολικά τον ελληνικό λαό.
Αυτόν το δρόμο επιλέξαμε και θα εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες που υπάρχουν για να οδηγηθούμε σε αποτελέσματα, και αυτό για όσο χρόνο και όση προσπάθεια και αν χρειαστεί, ακόμα και πέρα και επάνω από τη σημερινή συγκυρία.
Το ότι αυτό εκφράζει το σύνολο του ελληνικού λαού οδηγεί στο τρίτο ζητούμενο, που είναι η εθνική συναίνεση. Για το λόγο αυτόν δεν πρέπει να αφήσουμε να υπάρξουν θέσεις και συμπεριφορές που θα αποδυνάμωναν την απαραίτητη ενιαία εθνική θέση και γραμμή, και δε χωρούν εδώ ρητορικές ακραίες και διχαστικές, και πολύ ορθά αυτό σημειώθηκε πρωτύτερα από όλους τους προηγούμενους συνομιλητές. Η συνεισφορά όλων, ανεξαίρετα, με λόγο, θέσεις και προτάσεις, μπορεί να οδηγήσει στο απαραίτητο συνθετικό αποτέλεσμα, που με τη σειρά του θα είναι και η βάση πάνω στην οποία πολιτικά και εθνικά θα στηριχθούμε.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μία αναφορά τιμής σε όλους εκείνους, πολιτικούς και πολίτες, πέρα και πάνω από ιδιότητες και κόμματα που κράτησαν ζωντανό αυτό το θέμα και δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται για την οριστική του διευθέτηση. Ανάμεσά μας σήμερα, εδώ, είναι πολλοί από αυτούς, ο κύριος Γλέζος, ο κύριος Ληναίος, διακεκριμένοι Καθηγητές. Αλλά, θα μου επιτρέψετε να πω, ότι πολλοί από αυτούς δεν είναι πια κοντά μας, γιατί έκλεισαν τα μάτια πριν έρθει η ώρα αυτή. Αξίζει λοιπόν σήμερα να γυρίσουμε τη σκέψη μας σε όλους εκείνους που κράτησαν αυτό το θέμα ζωντανό και μας δίνουν σήμερα τη δυνατότητα στο όνομα και της δικής τους προσπάθειας, αλλά και των μεγάλων αγώνων του ελληνικού λαού να το ανοίξουμε και πάλι.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
πριν από λίγες ημέρες όταν ήρθε το θέμα αυτό στην επιφάνεια, είχα πει ότι το γεγονός ότι οι δικές μας γενιές δεν έζησαν αυτό που έζησαν οι προηγούμενες γενιές ευρωπαίων, δε σημαίνει ότι και εμείς δεν πήραμε τα μαθήματά μας από την ιστορία. Σήμερα, αυτό που βιώνει η Ευρώπη είναι μία νέα μορφή πολέμου, μόνο που αυτός ο πόλεμος δεν καταστρέφει κτίρια, μπορεί να μην έχει νεκρούς, αλλά δολοφονεί όνειρα και κατακτήσεις της μεταπολεμικής γενιάς. Κοινή μας κατάκτηση είναι και παραμένει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Απόφασή μας είναι να το δυναμώσουμε και να το ισχυροποιήσουμε ακόμα περισσότερο μπροστά σε κάθε μορφής κρίση και απειλή, και αυτό είναι προς όφελος της Ελλάδος, προς όφελος του έθνους μας και του λαού μας, αλλά προς όφελος και όλων των λαών της Ευρώπης.
Είπα πρωτύτερα ότι ο γερμανικός και ο ελληνικός λαός συνυπάρχουν, συνεργάζονται και συμπορεύονται στους κόλπους της ενωμένης Ευρώπης. Δύο λαοί που ανακαλύπτουν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλον, με εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες να ζουν και να δραστηριοποιούνται στη Γερμανία, με δύο γενιές νέων Ελλήνων να έχουν γεννηθεί, να σπουδάζουν και να εργάζονται εκεί, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανούς να επισκέπτονται κάθε χρόνο τη χώρα μας, βρίσκοντας εδώ ένα περιβάλλον φιλόξενο και φιλικό. Έτσι θα συνεχίσουμε, ενισχύοντας συνάμα και τις σχέσεις μας στους τομείς όπου διασταυρώνονται και συνυπάρχουν τα κοινά μας συμφέροντα.
Άλλο όμως το ένα και άλλο το άλλο. Η τελική διευθέτηση της διαχρονικής αυτής εκκρεμότητας δε θα αγγίξει τον πυρήνα των σχέσεων ανάμεσα στους δύο λαούς και στις δύο χώρες μας, και είναι βέβαιο ότι στη διαδικασία που επελέγη, θα προστεθεί και η κατανόηση και η συνεννόηση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
έχουμε χρέος να αποδείξουμε σε όλους ότι η Ελλάδα διεκδικεί τα δίκαιά της ενωμένη, ότι σε αυτόν το δρόμο και μπροστά σε αυτό το ζήτημα, δεν υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο πατριώτες. Κοινή βούληση όλων μας είναι η διεκδίκηση των δικαίων μας. Από τη σημερινή συζήτηση στη Βουλή πρέπει να προκύψει ένα μήνυμα ενότητας και συμπόρευσης μπροστά στο κοινό μας σκοπό. Η Κυβέρνησή μας έφερε αυτό το θέμα και πάλι στην επιφάνεια και δε διεκδικούμε τα πρωτεία, όπως πολύ ορθά πρωτύτερα είπατε ότι δεν τα διεκδικείτε κι εσείς. Οι σκέψεις μας, οι ενέργειές μας εκφράζουν το σύνολο του ελληνικού λαού. Η Κυβέρνηση πια άνοιξε το δρόμο για να οδηγηθεί αυτό το θέμα στην τελική του επίλυση. Είμαι βέβαιος ότι με τη συνδρομή και τη στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων, θα εκφραστεί αυθεντικά η επιθυμία και η προσδοκία του ελληνικού λαού και η πατρίδα μας θα δικαιωθεί, γιατί η δικαίωση, όπως πολύ σωστά έχει πει ο Μανώλης Γλέζος, είναι πάνω απ’ όλα ηθική.
Σας ευχαριστώ.
24 Απριλίου, 2013