Η εξωστρέφεια αποτελεί αναγκαία συνθήκη επιβίωσης και ευημερίας μίας εθνικής οικονομίας. Στις μέρες μας οι εξωστρεφείς οικονομίες αντιμετωπίζουν σειρά προκλήσεων που επιβάλλουν την αναπροσαρμογή ακολουθούμενων πολιτικών και την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής στο πεδίο της οικονομικής διπλωματίας.
Η εποχή της «υπερ-παγκοσμιοποίησης» της δεκαετίας του ’90 σταδιακά έδωσε τη θέση της στη σημερινή επιβράδυνση (slobalization) της διεθνούς οικονομικής δικτύωσης, η οποία βαθμιαία απώλεσε τη δυναμική της, υπό το βάρος της στασιμότητας των πολυμερών διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ και των διαδοχικών παγκόσμιων κρίσεων. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου υποχωρεί (κατά 3% το 2023), ως συνέπεια και της χρήσης εργαλείων, δασμολογικού και μη, οικονομικού προστατευτισμού (μόνο το 2023 επιβλήθηκαν περίπου 3.000 εμπορικοί περιορισμοί), με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπολογίζει ότι το 2030 η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι στο 2,8%, κατώτερη του ιστορικού μέσου όρου του 3,8%.
Σήμερα, η επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης συμπληρώνεται ολοένα και περισσότερο από τα ζητήματα της οικονομικής ασφάλειας, η οποία συνδέεται με την ανθεκτικότητα μιας οικονομίας απέναντι σε εξωτερικές προκλήσεις και απειλές, υπό τις δύο όψεις της, τόσο ως διασφάλιση της οικονομικής ευημερίας όσο και ως ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας μέσω της οικονομικής ισχύος. Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι γεωπολιτικές εντάσεις, η κλιματική αλλαγή, η πανδημία, η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και η εμπορική πολιτική της Κίνας, μεταξύ άλλων, ανέδειξαν την προβληματική διάσταση της εξάρτησης σε κρίσιμους στρατηγικούς τομείς τεχνολογιών, ενέργειας και πρώτων υλών. Διόλου τυχαία, στο νέο Κολέγιο των Επιτρόπων θεσπίζεται η θέση του Επιτρόπου για το Εμπόριο και την Οικονομική Ασφάλεια. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο αναγκαίος περιορισμός των οικονομικών κινδύνων (de-risking) δεν πρέπει να οδηγήσει στην αποσύνδεση (de-coupling) μεταξύ των οικονομιών.
Τα τελευταία χρόνια, η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας ενισχύεται, καθώς αυξάνονται τα μερίδια μας στις διεθνείς αγορές, ενισχύονται διαρκώς οι εξαγωγές των προϊόντων μας και προσελκύουμε σημαντικές άμεσες ξένες επενδύσεις. Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Ελλάδα διαμορφώνει και προωθεί μία πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, θέτοντας ως προτεραιότητά της την ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία, αναπτύσσοντας μία «διπλωματία των δικτύων και των αγωγών». Αναφέρουμε ενδεικτικά την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου-Κρήτης (Great Sea Interconnector), τον αγωγό φυσικού αερίου με τη Βουλγαρία (IGB), τη συμμετοχή μας στον αγωγό φυσικού αερίου Ανατολικής Μεσογείου (EastMed). Παράλληλα, η χώρα μας ενισχύει τους οικονομικούς δεσμούς της με στρατηγικούς οικονομικούς εταίρους όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος αλλά και η περιοχή των Βαλκανίων.
Επιτυγχάνοντας λοιπόν την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση ενός ανοικτού διεθνούς οικονομικού συστήματος και την επίτευξη οικονομικής ασφάλειας για τις εθνικές οικονομίες, μπορούμε να ενισχύσουμε τις θετικές προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας για όλους.
31 Δεκεμβρίου, 2024