Από την 1η Ιανουαρίου του 2025 και για τα επόμενα δύο χρόνια, η Ελλάδα θα συμμετέχει ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Είναι μόλις η τρίτη φορά από την ίδρυση του Οργανισμού, το 1945, που η χώρα μας εκλέγεται μέλος του πιο σημαντικού από πλευράς αρμοδιοτήτων και κύρους οργάνου του, το οποίο, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, έχει την πρωταρχική ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Η προηγούμενη θητεία της Ελλάδας ήταν πριν από είκοσι χρόνια, τη διετία 2005-06, ενώ η πρώτη φορά που η χώρα μας συμμετείχε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν τη διετία 1952-53. Αναμφίβολα, η εκλογή της Ελλάδας, με εντυπωσιακό μάλιστα αριθμό ψήφων (182 επί 188 ψηφισάντων κρατών-μελών), αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης της διεθνούς κοινότητας, που αναγνωρίζει τη χώρα μας ως πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και ευρύτερα.
Στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τα διπλωματικά της ερείσματα και να διαδραματίσει μείζονα ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία όπου μαίνονται δύο πόλεμοι στη γειτονιά της, αναβαθμίζοντας έτσι τη γεωπολιτική της θέση. Παρά τη θεσμική κυριαρχία των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα εκλεγμένα μέλη διατηρούν σημαντικές ευκαιρίες να διαμορφώσουν την ατζέντα και να επηρεάσουν τις αποφάσεις του. Η Ελλάδα, σθεναρά προσηλωμένη στο Διεθνές Δίκαιο, θα προωθήσει τον κεντρικό ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην απαγόρευση της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας. Η συμμετοχή της χώρας μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα της επιτρέψει επίσης να εστιάσει σε θεματικές προτεραιότητες ιδιαίτερου, για εμάς, ενδιαφέροντος, όπως η καταπολέμηση των διακρίσεων, η κλιματική κρίση, η προστασία και η προώθηση των δικαιωμάτων των παιδιών, ο ρόλος των γυναικών στην παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια και η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.
Η ώρα ευθύνης για την Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει και η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας. Το αποδεικνύουν το πλήθος των συναντήσεων πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, στο πλαίσιο της 79ης Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. με όλους τους βασικούς δρώντες στο διεθνές περιβάλλον. Πράγματι, οι συναντήσεις περιλάμβαναν υπουργούς από κράτη ανά τον κόσμο με παγκόσμια δύναμη, όπως η Κίνα και η Ινδία, από κράτη που βρίσκονται στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, όπως η Αίγυπτος, ο Λίβανος, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Υεμένη, από κράτη με σημαντικό περιφερειακό αποτύπωμα, όπως η Αιθιοπία, η Σενεγάλη, η Αργεντινή, ο Παναμάς και η Βολιβία, αλλά και κράτη με διαφορές μεταξύ τους, όπως το Μαρόκο και η Αλγερία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, η Σερβία και το Κόσοβο. Περαιτέρω, συναντήσεις υπήρξαν με ηγέτες κρίσιμων διεθνών οργανισμών και οργανώσεων, όπως ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., ο Γενικός Γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου, ο Γενικός Επίτροπος της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή, η Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, ο Προέδρος της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής, ο Προέδρος της Παγκόσμιας Εβραϊκής Επιτροπής. Και, βεβαίως, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι τριμερείς συναντήσεις σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών με Κύπρο και Αίγυπτο, Ιορδανία, έχοντας αυτονόητα μεγάλη σημασία για τις στρατηγικές μας συνεργασίες.
Η Ελλάδα, σχετικά μικρή σε μέγεθος χώρα, έχει δυσανάλογα μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο χάρη στη συνεπή εξωτερική πολιτική αρχών. Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα μας έχει καταστεί αξιόπιστος και επιδραστικός συνομιλητής ισχυρών χωρών, περιφερειακών παικτών και διεθνών οργανισμών. Με αυτό το διπλωματικό κεφάλαιο, σε συνδυασμό με μάλλον ασυνήθη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα πολιτική σταθερότητα, με οικονομία που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και με ένοπλες δυνάμεις που ενισχύονται ουσιαστικά, η Ελλάδα μπορεί σήμερα να συζητεί διεθνώς από ισότιμη θέση, αν όχι από θέση ισχύος, έχοντας καταφέρει, σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία, να επαναφέρουμε το Κυπριακό στις προτεραιότητες του Ο.Η.Ε. για την επανεκκίνηση των άμεσων συνομιλιών, που ήδη έχουν δρομολογηθεί εντός του μήνα.
Η παγίωση της ισχυρής μας θέσης αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της εξωτερικής πολιτικής μας αλλά και την παρακαταθήκη που οφείλουμε να αφήσουμε για μια Ελλάδα χωρίς φοβικά σύνδρομα και με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Και είναι ακριβώς αυτή η θέση που μας επιτρέπει να δούμε προβλήματα δεκαετιών και να επιχειρήσουμε την επίλυσή τους. Με γνώση, φρόνηση και αίσθημα ευθύνης προς τις επόμενες γενιές. Διότι οι μεγάλες στιγμές της ιστορίας γράφονται όταν μια χώρα είναι ισχυρή στο διεθνές στερέωμα. Και η διεθνής ισχύς δεν ήταν πάντοτε δεδομένη.
5 Οκτωβρίου, 2024