Η ειρήνη και η ασφάλεια για τις επόμενες γενεές, η καλή πίστη και ο διάλογος, είναι και πρέπει να είναι ο κοινός στόχος δύο γειτόνων. Ιδιαίτερα δε, γειτόνων όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, με βαρύ ιστορικό παρελθόν και δύσκολο παρόν στις διμερείς τους σχέσεις.
Το ζητούμενο στην περίπτωση της Τουρκίας είναι ο δρόμος που θα μας οδηγήσει εκεί. Είναι ένας δρόμος δύσβατος, αλλά πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι θα τον περπατήσουμε. Η Ελλάδα είναι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα που παγίως επιλύει τις όποιες διαφορές της με γειτονικά κράτη με ειρηνικά μέσα, με διάλογο και διαβούλευση.
Αντιλαμβάνεται ότι η αμοιβαία επίρριψη ευθυνών είναι η εύκολη λύση. Παράλληλα, ότι τα λόγια περί αμοιβαίου σεβασμού, ειρηνικών μέσων επίλυσης διαφορών, καλής πίστης και διαλόγου είναι ωραία και εύκολα. Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει;
Τι γίνεται όμως όταν οι πράξεις διαψεύσουν τα λόγια; Όταν οι παραβιάσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο μετριούνται σε χιλιάδες, με αυξανόμενους ρυθμούς; Όταν οι παράνομες ενέργειες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα- το δικαίωμα επί της οποίας σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο υφίσταται εξ υπαρχής και δεν γεννήθηκε με κάποια δήλωση κλιμακώνονται- με συνοδεία πολεμικών πλοίων; Όταν η Ελλάδα απειλείται με πόλεμο από την Τουρκία, αν ασκήσει το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων της στα 12 ν.μ., κατά παράβαση θεμελιωδών Αρχών του Χάρτη των Η.Ε.;
Η επιμονή όμως της Τουρκίας στην παραβατικότητα και την πολιτική τετελεσμένων δεν δημιουργεί δίκαιο ούτε παράγει έννομα αποτελέσματα. Αντίθετα, υπονομεύει κάθε απόθεμα εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών. Η Ελλάδα το επισημαίνει διαρκώς αυτό προς την πλευρά της Τουρκίας, καλώντας την να προσέλθει σε διάλογο και να σεβαστεί τη διεθνή νομιμότητα. Ποτέ δεν είναι αυτή η οποία απειλεί ευθέως ή εμμέσως, ποτέ δεν είναι η πλευρά που επιδιώκει την επιβολή διά της προβαλλόμενης ισχύος, δεν παραβιάζει ούτε προσπαθεί να αμφισβητήσει τη διεθνή νομιμότητα και ποτέ δεν είναι αυτή που αναφέρεται με ανοίκειες εκφράσεις σε γειτονικές της χώρες.
Δηλώνει το αυτονόητο. Ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες δεν είναι ούτε προϊόν ατομικής αντίληψης περί δικαίου ούτε ποικίλλουν αναλόγως συσχετισμού μεγεθών και ισχύος μεταξύ κρατών. Προβλέπονται με σαφήνεια και ισότητα για όλα τα κράτη από το εθιμικό και συμβατικό δίκαιο της θάλασσας. Που είναι δεσμευτικό για όλα τα κράτη. Είτε τους αρέσει είτε όχι.
Κράτη-μέλη του OHE και της Ε.Ε. δεν εξαφανίζονται από τον χάρτη αν δεν αναγνωρίζονται από κάποιον. Ολόκληρα νησιά δεν εξαφανίζονται από τον χάρτη για να παραχθούν κατά βούληση καινοφανείς γειτονίες, νομικά εξαμβλώματα και τεχνητές παράνομες συμφωνίες. Ούτε φυσικά τα νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών όπως προβλέπονται από τα Διεθνές Δίκαιο αποτελούν μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις.
Και βέβαια οι μονομερείς διεκδικήσεις κρατών δεν συνιστούν διακρατικές διαφορές. Μία και μοναδική διαφορά υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Είμαστε έτοιμοι να επανεκκινήσουμε τον διάλογο που θα οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς αυτής ή στην παραπομπή της στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Θα συνεχίσουμε δηλαδή να πορευόμαστε στον δρόμο της διεθνούς νομιμότητας που έχουν ακολουθήσει και άλλες μεσογειακές χώρες για την επίλυση ανάλογων διαφορών.
Το έχουμε αποδείξει, άλλωστε, και πολύ πρόσφατα, υπογράφοντας συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, μετά μακρές και δύσκολες διαπραγματεύσεις. Το ίδιο θα θέλαμε να επιτύχουμε και με τους υπόλοιπους γείτονές μας. Αυτό περιλαμβάνει και την Τουρκία, με την οποία θα συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε.
Μπορούμε να συνυπάρχουμε ειρηνικά, τείνοντας χείρα φιλίας και επιδιώκοντας την αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασμό. Οι λαοί μας έχουν πολλά να μας διδάξουν ως προς αυτό. Αλλά αυτό εξαρτάται πρωτίστως από την ίδια την Τουρκία.
15 Σεπτεμβρίου, 2020