«Οι μεγάλες προκλήσεις για την εξωτερική πολιτική και η αντιμετώπισή τους από την Ελλάδα»
Η εξωτερική πολιτική αποτελεί κρίσιμης σημασίας πτυχή στο πολιτικό πεδίο μίας χώρας. Στα τέσσερα χρόνια, κατά τα οποία είχα την τιμή και το προνόμιο να ηγηθώ της ελληνικής διπλωματίας, στόχος μου ήταν –και πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη– να διευρύνουμε σημαντικά τον ορίζοντα του ενδιαφέροντος και των συνεργασιών μας, να αποκτήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική έναν διαφορετικό βηματισμό, να αναζητήσουμε και να εξασφαλίσουμε έναν νέο, σημαντικά αναβαθμισμένο ρόλο της χώρας μας στις διεθνείς εξελίξεις.
Η στόχευσή μας ήταν πάντα συνυφασμένη με την απόλυτη προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, τον σεβασμό της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών, την πίστη στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, στην αξία του διαλόγου, στη Δημοκρατία, στο κράτος Δικαίου, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην προστασία του περιβάλλοντος.
Και είναι ακριβώς η προσήλωση σε αυτές τις αρχές που μας οδήγησε στην απόφαση υποβολής υποψηφιότητας της Ελλάδας για τη θέση μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την περίοδο 2025-2026, για το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την περίοδο 2028-2030 καθώς και για την Προεδρία της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 2035.
Στόχος μας είναι να συμβάλουμε, από τις θέσεις αυτές, στην ενίσχυση, με κάθε τρόπο, των προσπαθειών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη δημιουργία συνθηκών ειρήνης, σταθερότητας, συνεργασίας.
Με πλήρη επίγνωση των προκλήσεων στην ευρύτερη περιοχή μας καθώς και της ανάγκης για αρμονική συνύπαρξη και εποικοδομητική συνεργασία, κινηθήκαμε προς δύο κατευθύνεις: (α) τη διεύρυνση του ορίζοντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, (β) την εμβάθυνση συμμαχιών και σχέσεων στρατηγικής συνεργασίας της χώρας μας.
Με συνέπεια και συνέχεια στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής μας, αναπτύξαμε μεθοδικά και συστηματικά ένα πολυεπίπεδο πλέγμα σχέσεων, στο οποίο αποτυπώνεται η επιτυχία της στρατηγικής στόχευσής μας για έναν πρωτόγνωρα ευρύ –για τα δεδομένα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής– ορίζοντα, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση σχέσεων συνεργασίας.
Η παρουσία μας στην Ευρώπη (στο πλαίσιο της Ε.Ε. και σε διμερές επίπεδο), η σχέση στρατηγικής συνεργασίας μας με τις ΗΠΑ, η ενεργός παρουσία της χώρας μας σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, η ενίσχυση της συνεργασίας μας με τα Δυτικά Βαλκάνια, η δημιουργία διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας με την περιοχή της Μέσης Ανατολής, του Κόλπου, της Βόρειας και της υποσαχάριας Αφρικής, με χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, με την Αυστραλία, συνιστούν τα πεδία αυτού του πολυεπίπεδου πλέγματος σχέσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, απτή απόδειξη της εμβάθυνσης και αναβάθμισης των συμμαχιών και συνεργασιών μας σε ολόκληρο τον κόσμο αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι συμφωνίες στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία, οι συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την οριοθέτηση ΑΟΖ.
Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω στην επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, στην περιοχή του Ιονίου, από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Η επέκταση του χώρου της εθνικής κυριαρχίας μας, για πρώτη φορά από το 1947, είναι άλλη μία απόδειξη του τρόπου με τον οποίο η άσκηση των δικαιωμάτων μας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ενισχύει και αναβαθμίζει τη διεθνή παρουσία της Ελλάδας.
Σε ένα κείμενο, το οποίο αφορά την «επόμενη μέρα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, θεωρώ ότι υπάρχουν δύο σημεία που δεν θα πρέπει να απουσιάζουν.
Το πρώτο συνδέεται με τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Αποτελεί ακλόνητη πεποίθησή μου ότι η επίλυση της μοναδικής διαφοράς μας με την Τουρκία, της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, προϋποθέτει και από τις δύο πλευρές, τον απόλυτο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, την επίγνωση και συναίσθηση του ζητήματος, και την ειλικρινή βούληση για την επίλυσή του. Υπό αυτήν την έννοια, πιστεύω ότι στο μέλλον θα πρέπει να επιχειρηθεί εκ νέου μία προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς με τρόπους διαφορετικούς από αυτούς που έχουν αξιοποιηθεί μέχρι στιγμής, χωρίς, δυστυχώς, να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Δεν έχει νόημα, μόνο και μόνο για να ισχυριζόμαστε ότι καταβάλλονται προσπάθειες, να διαιωνίζεται μία τυπική διαδικασία η οποία εξυπηρετούσε συγκεκριμένους στόχους όταν είχε δημιουργηθεί μετά το Ελσίνκι.
Το δεύτερο σημείο αφορά την ενίσχυση της συνεργασίας μας με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Η Ελλάδα επιδιώκει τη διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας και την επικράτηση συνθηκών ανάπτυξης, σταθερότητας και ασφάλειας. Η πρόθεσή μας είναι να συμβάλουμε ουσιαστικά στην ευόδωση της ευρωπαϊκής προοπτικής τους.
Θεωρώ ότι σε μία περίοδο ριζικών ανακατατάξεων σε ένα όλο και πιο σύνθετο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, η εξωτερική πολιτική (οφείλει να) είναι μία δυναμική διαδικασία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση προκλήσεων και την αξιοποίηση δυνατοτήτων αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας. Και αυτή ακριβώς ήταν και η προσπάθεια, στην οποία αποδυθήκαμε τα τέσσερα αυτά χρόνια. Η εξωτερική πολιτική, που σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε, ήταν προσανατολισμένη, πέρα από στεγανά και στερεότυπα, σε έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται.
Ελπίζω, ότι ανεξαρτήτως προσώπων και πολιτικών εξελίξεων μετά τις εκλογές αυτές και τις αμέσως επόμενες, στις οποίες προσδοκώ ότι θα αναδειχθεί εκ νέου κυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία, θα εξακολουθήσουν να τηρούνται οι αρχές της συγκεκριμένης εξωτερικής πολιτικής τις οποίες περιέγραψα. Και ελπίζω, επίσης, ότι θα συνεχίσει να επικρατεί κλίμα ενότητας και εθνικής ομοψυχίας στην εξωτερική πολιτική.
20 Μαΐου, 2023