H πορεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
O ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας προϋπήρχε της διασύνδεσης της πορείας της χώρας με τις προσπάθειες ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση. Έλαβε, ωστόσο, συγκεκριμένη διάσταση με την υποβολή της αίτησης για σύνδεση με τη νεοπαγή Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), τον Ιούνιο του 1959, αίτηση που οδήγησε στην υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ, τον Ιούνιο του 1961. Η Συμφωνία αυτή, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε το πρώτο βήμα στην πορεία της Ελλάδας για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, «πάγωσε» με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (Απρίλιος 1967) και ενεργοποιήθηκε εκ νέου μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας (Ιούλιος 1974). Ο στόχος, όμως, της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η ενσωμάτωση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ως πλήρους μέλους. Πράγματι, η αίτηση για πλήρη ένταξη υποβλήθηκε στις 12 Ιουνίου 1975, με επιστολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή στον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Υπουργό Εξωτερικών της Ιρλανδίας, G. Fitzgerald.
Οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα επέλεξε την πλήρη ένταξη στην Κοινότητα μπορούν να συνοψισθούν στους εξής:
• Θεώρησε την Κοινότητα ως το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να εδραιώσει το δημοκρατικό πολιτικό της σύστημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
• Επεδίωκε την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της θέσης της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα, καθώς και της «διαπραγματευτικής της ισχύος», ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία, η οποία εμφανιζόταν ως η μείζων απειλή για την Ελλάδα μετά την εισβολή και κατάληψη μέρους της Κύπρου (Ιούλιος 1974). Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα επεδίωκε επίσης τη χαλάρωση της έντονης εξάρτησης που είχε αναπτύξει μεταπολεμικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ).
• Θεώρησε την ένταξη στην Κοινότητα ως ισχυρό παράγοντα που θα συνέβαλε στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
• Επιθυμούσε, ως ευρωπαϊκή χώρα, να είναι «παρούσα» και να επηρεάζει τις διεργασίες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και το πρότυπο της Ευρώπης.
Η πρώτη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην Ελληνική αίτηση εκδηλώθηκε αρχικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission), η οποία σύμφωνα με το (τότε) άρθρο 237 της Συνθήκης της Ρώμης, έπρεπε να διατυπώσει «γνώμη» πάνω στην αίτηση τρίτης χώρας για ένταξη στην Κοινότητα. Η Επιτροπή δημοσίευσε τη «γνώμη» της στις 28 Ιανουαρίου 1976. Προς μεγάλη έκπληξη, ενώ αρχικά τόνιζε ότι πρέπει να δοθεί «σαφώς θετική απάντηση» στο αίτημα της Ελλάδας για ένταξη, πρότεινε θέσπιση προενταξιακής μεταβατικής περιόδου πριν από την πλήρη θεσμική ενσωμάτωση της χώρας προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Με παρέμβαση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή προς τις κυβερνήσεις των εννέα κρατών – μελών και ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, η πρόταση αυτή της Επιτροπής απορρίφθηκε. Έτσι, τον Ιούλιο 1976 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το Μάιο 1979 με την υπογραφή, στην Αθήνα (Ζάππειο Μέγαρο), της Πράξης Προσχώρησης. Το Ελληνικό Κοινοβούλιο κύρωσε την Πράξη Προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 28 Ιουνίου 1979. Η Συνθήκη Ένταξης τέθηκε σε ισχύ δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1981.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα / Ένωση στην περίοδο 1981-2002 μπορεί να διακριθεί σε τρεις βασικές χρονικές υπο-περιόδους: την πρώτη μεταξύ 1981-1985, τη δεύτερη μεταξύ 1985 -1995 και την τρίτη από το 1996 μέχρι σήμερα.
Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από έντονη αμφισβήτηση ορισμένων βασικών πτυχών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παράλληλα, επιδιώχθηκε η αναθεώρηση της θέσης της χώρας στην Κοινότητα με τη διαμόρφωση ενός «ειδικού καθεστώτος» σχέσεων και ρυθμίσεων. Για το σκοπό αυτό, η Ελλάδα υπέβαλε, το Μάρτιο του 1982, Υπόμνημα με το οποίο ζήτησε πρόσθετες αποκλίσεις από την εφαρμογή ορισμένων κοινοτικών πολιτικών καθώς και πρόσθετη οικονομική ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε ως βάσιμο μόνο το δεύτερο αίτημα, το οποίο ουσιαστικά ικανοποιήθηκε με την έγκριση, το 1985, των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). Η σημασία των ΜΟΠ, όμως, ήταν πολύ μεγαλύτερη των πρόσθετων πόρων που εγκρίθηκαν τότε για την Ελλάδα γιατί εγκαινίασαν την προσπάθεια για την ανάπτυξη διαρθρωτικής πολιτικής από πλευράς Ε.Ε., η οποία αποκρυσταλλώθηκε το 1988 στη νέα διαρθρωτική πολιτική, το πρώτο «πακέτο Delors».
Στα γενικότερα θέματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και ειδικότερα στις προσπάθειες και τα σχέδια για την εμβάθυνση της ενοποίησης στο θεσμικό, πολιτικό και αμυντικό τομέα, η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, υπήρξε ιδιαίτερα επιφυλακτική. Στη δεύτερη περίοδο της συμμετοχής της, η πολιτική της Ελλάδας στην Ε.Ε. χαρακτηρίζεται βαθμιαία από εντονότερες φιλο-ενοποιητικές θέσεις. Ιδιαίτερα από το 1988 και μετά, αρχίζει να υποστηρίζει το «ομοσπονδιακό» πρότυπο ενοποίησης καθώς και την ανάπτυξη κοινής πολιτικής σε νέους τομείς (παιδεία, υγεία, περιβάλλον), την ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών (Επιτροπή και Κοινοβούλιο) και την ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ωστόσο, υπήρχαν ακόμη αντιφάσεις, τόσο στον οικονομικό τομέα, με την απόκλιση της χώρας από το μέσο «κοινοτικό» επίπεδο ανάπτυξης, όσο και στον πολιτικό, με το πρόβλημα της ονομασίας της πΓΔΜ που εκτονώθηκε με την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Παράλληλα, από το 1987, η Ελλάδα αρχίζει να αναδεικνύει ως κύριο πολιτικό στόχο την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Για το σκοπό αυτό, υποστήριξε την κυβέρνηση της Λευκωσίας στην υποβολή, από την τελευταία, αίτησης για ένταξη, τον Ιούνιο του 1990.
Η τρίτη περίοδος της συμμετοχής της Ελλάδας στην Κοινότητα / Ένωση, ξεκίνησε το 1996 και χαρακτηρίζεται από ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη της ιδέας και της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς και της εμβάθυνσης της ενοποίησης σε όλους τους τομείς, με άξονα, μάλιστα, το ομοσπονδιακό μοντέλο. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα κράτη-μέλη που υποστήριξαν την προσπάθεια υιοθέτησης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, χαιρετίζοντας τη διάσωση των σημαντικότερων θεσμικών καινοτομιών του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και την ένταξη αυτών στη Συνθήκη της Λισαβώνας, το συμβιβαστικό κείμενο που προέκυψε τελικά από το φιλόδοξο- ως απεδείχθη- εγχείρημα «συνταγματοποιήσης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στάση της Ελλάδας χαρακτηρίζεται, επίσης, από την προσπάθεια επίτευξης υψηλότερης οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης με τη υποστήριξη των «κριτηρίων σύγκλισης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ καθώς και τη συμμετοχή της, ως πλήρους μέλους, στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος (ευρώ) από την 1η Ιανουαρίου 2002.
Παράλληλα με την εμβάθυνση, η Ελλάδα τάχθηκε σταθερά υπέρ της διεύρυνσης της Ένωσης και πρωτοστάτησε σε αυτόν τον τομέα παρέχοντας σταθερή στήριξη στην ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, παρά τη γενικότερη εφεκτικότητα.
Η τέταρτη ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. (πρώτο εξάμηνο 2003) αποτέλεσε επιτυχία της Ελλάδας, καθώς, μεταξύ άλλων, κατά την διάρκειά της συντελέστηκε η μεγαλύτερη διεύρυνση στη μέχρι τώρα ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης (10 νέα κράτη μέλη).
H πέμπτη ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. (πρώτο εξάμηνο 2014) διεξήχθη εν μέσω της χειρότερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν τούτοις, υπήρξε επιτυχής τόσο στα ποιοτικά όσο και στα ποσοτικά χαρακτηριστικά της. Ενδεικτικώς αναφέρονται τα εξής:
-Προωθήθηκαν 71 νομοθετήματα με στόχο τη βελτίωση της ζωής του Ευρωπαίου πολίτη (απασχόληση, ανάπτυξη, εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης, μετανάστευση και θαλάσσιες μεταφορές),
-Υιοθετήθηκε η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Θαλάσσιας Ασφάλειας. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Θαλάσσιας Ασφάλειας σηματοδοτεί τη συνειδητοποίηση της ΕΕ ότι, η Θάλασσα αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης για την Ένωση και τους πολίτες. Με επίπονες διαπραγματεύσεις και εργώδεις προσπάθειες, από κοινού με κράτη-μέλη και θεσμούς, και στη βάση της Κοινής Ανακοίνωσης ΕΥΕΔ-Επιτροπής, καταφέραμε να συμφωνήσουμε σε μία εξαντλητική καταγραφή των στρατηγικών συμφερόντων της ΕΕ και των κρατών μελών, γεγονός που επιτρέπει την αποδοτικότερη προώθησή τους. Ενδεικτικά αναφέρεται η ανάδειξη της σημασίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών για την οικονομία και την ευημερία ΕΕ και πολιτών, καθώς και η ενεργειακή ασφάλεια και η σημασία της για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Υιοθετήθηκε ομόφωνα από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων το κείμενο βάση για τον νομοθετικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό στον τομέα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (Post-Stockholm). Το νέο κείμενο επανατοποθετεί στο επίκεντρο την αρχή της αλληλεγγύης και την εξειδικεύει πρακτικά στους τομείς του ασύλου, της διαχείρισης συνόρων και μεταναστευτικών ροών. Εντάσσει, επίσης, τη μετανάστευση στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, συνδέοντάς την με την αναπτυξιακή συνεργασία και τη συνεργασία με τρίτες χώρες. Εισάγει την αρχή της θετικής αιρεσιμότητας στη συνεργασία της ΕΕ με τρίτες χώρες και περιλαμβάνει την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών επιστροφής, σε συνδυασμό με την πολιτική θεωρήσεων και επανεισδοχής. Η ραγδαία επιδείνωση του μεταναστευτικού και προσφυγικού προβλήματος απέδειξε την ορθότητα της προσέγγισης της ελληνικής Προεδρίας.
Ως προς τη Διαδικασία της Διεύρυνσης, η Ελλάδα παγίως υποστηρίζει σθεναρά την εμβάθυνση όσο και τη διεύρυνση της Ε.Ε, με επόμενο σταθμό την πλήρη ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος μας κατά τη διάρκεια της Προεδρίας υπήρξε η ανανέωση της δέσμευσης της Ένωσης για την προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά και της προσήλωσης των ίδιων των χωρών στις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η ένταξη. Στην ίδια Διάσκεψη συζητήθηκε και ένα πλαίσιο προώθησης σημαντικών έργων υποδομών στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, με στόχο την καλύτερη διασύνδεση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, τόσο μεταξύ τους, όσο και με την Ε.Ε.. Τα έργα αυτά θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ευρύτερης περιοχής μας και τη δικτυακή διασυνδεσιμότητα εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου.