Διάγγελμα Πρέσβεως της Ελλάδος στην Κυπριακή Δημοκρατία, κ. Ηλία Φωτόπουλου με την ευκαιρία της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821
Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου,
Ο αγώνας της ανεξαρτησίας του 1821 αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της νεότερης ιστορίας του έθνους μας. Μετά από τέσσερις αιώνες ξένης δεσποτείας, το Γένος επαναστάτησε, απέσεισε τον οθωμανικό ζυγό, εγκαθιδρύοντας, λίγα χρόνια αργότερα, το πρώτο ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος στα Βαλκάνια. Ο Κυπριακός Ελληνισμός, με οδηγό τον αρχέγονο και ακατάλυτο δεσμό του με τις ρίζες της εθνικής του υπόστασης, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, συμμετέχοντας ενεργά στον εθνικό ξεσηκωμό.
Τη σημερινή ημέρα τιμούμε το μεγαλείο εκείνων που εμπνεύστηκαν και ολοκλήρωσαν το όραμα για μια ελεύθερη πατρίδα, ένα όραμα που φάνταζε σχεδόν εξωπραγματικό στις αρχές του αγώνα.
Ταυτόχρονα, η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί πηγή έμπνευσης και προβληματισμού για εμάς, τους απογόνους των ηρώων του ’21. Σήμερα, 198 χρόνια μετά, καλούμαστε να αξιολογήσουμε την πορεία μας μέσα στον χρόνο, να καμαρώσουμε για τα επιτεύγματα μας αλλά και να αναλογισθούμε με παρρησία τα λάθη μας. Με νηφαλιότητα και διαυγή σκέψη να αναστοχαστούμε για το μέλλον και την εκπλήρωση των εθνικών μας στόχων, να εντοπίσουμε τις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε την ευημερία και ασφάλεια, για τον Ελληνισμό τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο.
Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου,
Η πολυετής δοκιμασία της οικονομικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης, που έπληξε τη χώρα μας, άνοιξε βαθιά τραύματα στην ελληνική κοινωνία. Πολλοί από τους συμπατριώτες μας αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν, αναζητώντας εργασία σε άλλες χώρες, όπως και εδώ στην αδελφική Κύπρο. Οι περισσότεροι δε που έμειναν πίσω, βίωσαν την αγωνία της ανέχειας, αλλά και την πικρία από τις άδικες λοιδορίες, οι οποίες εκτοξεύονταν συχνά από το εξωτερικό κατά του ελληνικού λαού στο σύνολό του. Την ίδια ώρα, οι σκληρές και άκαμπτες επιλογές που επιβλήθηκαν από τους εταίρους μας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κρίση, επιδείνωσαν σε πολλές περιπτώσεις την ήδη δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Παρ’ όλα αυτά, το 2018 υπήρξε μία χρονιά ορόσημο για την Ελλάδα. Μέσα από τις θυσίες όλων μας, η χώρα εξήλθε από τη μνημονιακή εποχή, ανακτώντας την οικονομική της κυριαρχία. Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ και η σταδιακή αλλά διαρκής μείωση της ανεργίας, μάς επιτρέπουν πλέον να ατενίζουμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει εφησυχασμό και αδράνεια. Οι προσπάθειες για την επούλωση των πληγών της κρίσης, καθώς και για την επιστροφή σε μια βιώσιμη και υγιή οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνεχισθούν μεθοδικά και συστηματικά. Η ενότητα, η αλληλεγγύη και η σκληρή δουλειά θα είναι τα όπλα μας για τους αγώνες του αύριο.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η Συμφωνία των Πρεσπών έθεσε τέρμα σε μία μακρόχρονη διεθνή διαφορά μεταξύ της χώρας μας και της Βόρειας Μακεδονίας, απελευθερώνοντας χρήσιμες εθνικές δυνάμεις και πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση των από Ανατολάς προκλήσεων. Η Συμφωνία των Πρεσπών κατέστησε σε ολόκληρο τον κόσμο σαφές ότι οι βόρειοι γειτονές μας ουδεμία σχέση έχουν με την αρχαία αλλά και τη σύγχρονη ιστορία και τον πολιτισμό της ελληνικής Μακεδονίας. Παράλληλα, η επίλυση της διεθνούς αυτής διαφοράς, καθιστά εκ νέου την Ελλάδα πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, στέλνοντας μήνυμα υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών της περιοχής.
Παρά τις θετικές εξελίξεις στις οποίες μόλις αναφέρθηκα, Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουμε την πολυτέλεια να αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με αυταρέσκεια, καθώς οι προκλήσεις σε διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο είναι σύνθετες και πολυδιάστατες.
Στο σημείο αυτό, άλλωστε, έγκειται η μεγάλη και συνάμα ιδιαίτερα επικίνδυνη αντίφαση, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Ενώ, δηλαδή, είναι προφανές ότι η τρομοκρατία, οι φυσικές καταστροφές, η κλιματική αλλαγή, καθώς και η μαζική μετακίνηση ανθρώπων – προσφύγων και μεταναστών – αποτελούν φαινόμενα, που ξεπερνούν τα όρια του έθνους-κράτους και απαιτούν συνεργασίες μεταξύ των χωρών για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, εντούτοις τα κράτη στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς τη μονομέρεια και τον απομονωτισμό, επί τη βάσει μιας λογικής «μηδενικού αθροίσματος».
Στο εσωτερικό των κρατών της Ευρώπης, πέραν των κλυδωνισμών που προκαλεί το Brexit, βρίσκεται σε εξέλιξη μια πρωτόγνωρη για τη μεταπολεμική περίοδο άνοδος του λαϊκισμού, της ξενοφοβίας και του εθνικισμού, η οποία επιχειρεί να θέσει εν αμφιβόλω το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Για τις δύο χώρες μας, όμως, η περαιτέρω ολοκλήρωση του εγχειρήματος αυτού αποτελεί εθνική και ιστορική αναγκαιότητα, και συνάμα πρώτιστη προτεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, Ελλάδα και Κύπρος έχουν επιλέξει συνειδητά να υποστηρίξουν πολιτικές που ενισχύουν τον διεθνή ρόλο της ΕΕ, με έμφαση στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας.
Στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει δυστυχώς η μη επίλυση του Κυπριακού και η συνέχιση της τουρκικής κατοχής του εδάφους μίας χώρας-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ επί σχεδόν 45 έτη, Η διαιώνιση του προβλήματος οφείλεται βεβαίως στην απροθυμία της Τουρκίας να εμπλακεί σε ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο για την επίτευξη μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης.
Η μακρά, όμως, στασιμότητα στο Κυπριακό έχει προκαλέσει την εσφαλμένη εντύπωση στην Τουρκία, αλλά και σε μέρος του διεθνούς παράγοντα, ότι το υφιστάμενο status quo έχει δημιουργήσει ορισμένες πραγματικότητες επί του εδάφους, όπως π.χ. την παρουσία του κατοχικού στρατού, τις οποίες θα πρέπει κυνικά να αποδεχθούμε, στη λογική του «αναπόφευκτου». Σύμφωνα πάντοτε με την εσφαλμένη αυτή συλλογιστική ορισμένων τρίτων, οι πραγματικότητες αυτές θα πρέπει να καθορίσουν και τη μορφή της μελλοντικής λύσης, η οποία όμως σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν μόνο μία κατ’ επίφαση διευθέτηση του προβλήματος.
Τούτο διότι το Κυπριακό αποτελεί πρωτίστως ζήτημα εισβολής και κατοχής. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η απαλλαγή από τα τετελεσμένα αυτά, με στόχο την αποκατάσταση της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης και την επίτευξη μιας λύσης που θα βασίζεται στις Αποφάσεις των Η.Ε. και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και θα εξασφαλίζει συνθήκες ασφάλειας, ειρήνης και ευημερίας για το σύνολο των νόμιμων κατοίκων της νήσου.
Για τον λόγο αυτό, όταν η Ελλάδα αποφάσισε το 2015 να αναγάγει την πτυχή της ασφάλειας σε μείζονα προτεραιότητα της πολιτικής της στο Κυπριακό, αρχικά ο διεθνής περίγυρος αντιμετώπισε την πρόταση μάλλον με αμηχανία. Σταδιακά όμως κατέστη απολύτως σαφές ότι δεν νοείται λύση του Κυπριακού χωρίς την κατάργηση του αναχρονιστικού και παρωχημένου συστήματος των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων και χωρίς την αποχώρηση του κατοχικού στρατού.
Η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί θετικά στο ενδεχόμενο επανέναρξης των συνομιλιών υπό την αιγίδα των ΗΕ. Θεωρούμε κομβικής σημασίας παράμετρο την κατάλληλη και σωστή προπαρασκευή στην πτυχή της ασφάλειας επί τη βάσει του Πλαισίου Guterres και της πρότασης του ΓΓ των ΗΕ για τη δημιουργία ενός μηχανισμού επίβλεψης της εφαρμογής της λύσης.
Δεύτερη πρόκληση για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι η έργω και λόγω αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου από την πλευρά της Τουρκίας. Η γείτων θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ουδείς νομιμοποιείται να μετέρχεται απειλές χρήσης βίας και να αξιώνει την απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στο διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της θάλασσας.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω ότι η Ελλάδα επιμένει στην ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου στην Ανατολική Μεσόγειο και του κυριαρχικού δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών της πηγών.
Τονίζω δε ότι η Ελλάδα πιστεύει στον διάλογο για την επίλυση των προβλημάτων, αντιμετωπίζοντας με τη δέουσα σοβαρότητα και ψυχραιμία τις όποιες προκλήσεις. Ουδείς όμως πρέπει να παραγνωρίζει την ετοιμότητα και ικανότητά μας να προασπίσουμε αποτελεσματικά τα δικαιώματα της χώρας μας, όταν και εφ’ όσον τούτο απαιτηθεί.
Το καίριο ερώτημα που τελικά αναφύεται είναι πώς μπορούμε ως Ελλάδα και Κύπρος να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις στη γειτονιά μας και ποια εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας για να κατισχύσουμε επί αναθεωρητικών τάσεων που υπονομεύουν τη διεθνή έννομη τάξη.
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη και αυταπόδεικτη. Μέσω της διαρκούς, αταλάντευτης και αρραγούς συστράτευσης και συμπόρευσης μεταξύ Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Ελληνισμός δεν κινδυνεύει. Αυτό αποδείξαμε στην πλέον πρόσφατη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού στο Crans Montana. Αυτό καταδεικνύεται σε καθημερινή βάση μέσω των τριμερών σχημάτων συνεργασίας. Τα σχήματα αυτά, με συμμετοχή και άλλων χωρών ανά θεματική ενότητα, χωρίς να στρέφονται κατ’ ουδενός, προωθούν με συνέπεια και πραγματισμό την εμπέδωση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας στην περιοχή. Αυτό κατέστη εμφανές και κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ με τη συμμετοχή του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών. Τα τριμερή σχήματα συνεργασίας αποτελούν πολλαπλασιαστές διπλωματικής ισχύος, αναδεικνύοντας μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Νοτιοανατολική Ευρώπη, μέσω διαλόγου και συνεργειών. Εξίσου σημαντική είναι η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών στην υλοποίηση σημαντικών έργων στον τομέα της ενέργειας.
Εξάλλου, με σκοπό την εμβάθυνση της πολυμερούς, περιφερειακής συνεργασίας, η Ελλάδα αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες, όπως η Διεθνής Διάσκεψη της Ρόδου για την Ασφάλεια και τη Σταθερότητα στη Μεσόγειο, η Διεθνής Διάσκεψη για «τον Θρησκευτικό και Πολιτιστικό Πλουραλισμό και την Ειρηνική Συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή», καθώς και το διεθνές Φόρουμ των Αρχαίων Πολιτισμών.
Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου,
Θα ήθελα για ακόμη μια φορά να υπογραμμίσω ότι η σημερινή επέτειος της Επανάστασης του ’21 αποτελεί μια ευκαιρία αναστοχασμού για το μέλλον του Ελληνισμού, Ελλαδικού και Κυπριακού. Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι η επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού στο βάθος των αιώνων οφείλεται στους διαχρονικούς και αναλλοίωτους δεσμούς μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Σε ότι αφορά, δε, στις σύγχρονες προκλήσεις, η συνεχής και συντονισμένη διαμόρφωση θέσεων και η κοινή δράση των δύο χωρών μας αποτελεί εχέγγυο για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Η θέση με την οποία θα τοποθετηθούμε στις προκλήσεις των καιρών απαιτεί από εμάς εγρήγορση, στάθμιση των κινήσεων και επιλογών μας με προσανατολισμό στο συμφέρον του έθνους, ώστε να διασφαλίσουμε την αδιάλειπτη ιστορική μας συνέχεια.