Η Iστορία της ΥΔΙΑ

Η πρώτη προσπάθεια για τη διατήρηση διπλωματικών Αρχείων ξεκίνησε έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Ήδη, τον Ιανουάριο του 1822, το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, το γνωστό ως Σύνταγμα της Επιδαύρου, θέσπισε τον θεσμό του «Αρχιγραμματέα της Επικρατείας», στον οποίο, πέραν της άμεσης ευθύνης του τομέα των εξωτερικών υποθέσεων της χώρας, ανατέθηκε και η συγκέντρωση και φύλαξη των διπλωματικών εγγράφων. Τον Απρίλιο του 1833, ο Όθωνας εξέδωσε βασιλικό διάταγμα το οποίο προωθούσε τη διαρθρωτική ανασυγκρότηση του κράτους, διαφοροποιώντας το σύνολο σχεδόν των βασικών θεσμών. Το διάταγμα αυτό προέβλεπε, μεταξύ άλλων, και την ίδρυση Τμήματος Αρχείων στο πλαίσιο της σύστασης «Γραμματείας επί των Εξωτερικών».

Μέχρι το 1863 διατηρήθηκε ουσιαστικά το ίδιο σύστημα οργάνωσης των Αρχείων. Η μετονομασία της Γραμματείας σε «Υπουργείο των Εξωτερικών», τη χρονιά εκείνη, με απόφαση της Β΄ Γενικής Εθνοσυνέλευσης, οδήγησε στην ανάγκη διαχωρισμού και συγκρότησης των υπηρεσιών του ανάλογα με το αντικείμενο κάθε μιας χωριστά.

Υπηρεσία Αρχείων, πάντως, με συγκεκριμένες αρμοδιότητες και έργο, ιδρύθηκε εντός του Υπουργείου των Εξωτερικών μόλις το 1910, υπαγόμενη στον Γενικό Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων. Την Υπηρεσία Αρχείων στελέχωσαν, τότε, ένας προϊστάμενος, δύο βοηθοί και δύο ταξινόμοι. Κατά την περίοδο 1910-1920 συντελέσθηκε σημαντική προσπάθεια συστηματικής ταξινόμησης του Αρχείου, ώστε να καταστεί λειτουργικό και προσβάσιμο στην ιστορική έρευνα. Eκτός όμως από τους υπηρεσιακούς παράγοντες, μόνο συγκεκριμένοι επιστήμονες είχαν τη δυνατότητα με άδεια του Υπουργείου να προσεγγίσουν και να μελετήσουν τα διπλωματικά έγγραφα. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, με εντολή του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου δόθηκε η άδεια μελέτης των φακέλων του Αρχείου σε δύο Γάλλους ιστορικούς, τους Edouard Driault και Michel Lheritier, οι οποίοι εξέδωσαν, πέντε χρόνια αργότερα, την πρώτη διπλωματική ιστορία της χώρας.

Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941-1944) το YΠEΞ και κατ’ επέκταση όλες οι Υπηρεσίες του ανέστειλαν τη λειτουργία τους, ενώ απαγορεύθηκε κάθε προσέγγιση στα Αρχεία του Υπουργείου. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, η εικόνα που αυτά παρουσίαζαν ήταν τραγική: έγινε αντιληπτό ότι η συλλογή είχε εν μέρει λεηλατηθεί και επιλεκτικά καταστραφεί. Μέρος των φακέλων μεταφέρθηκε κατά την υποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής στη Γερμανία, ενώ είχαν αφαιρεθεί και καταστραφεί έγγραφα, όπως αποδείχθηκε από τα κενά που παρουσίασε το Αρχείο μετά την επιστροφή του, μέσα σε σάκους, από τον αμερικανικό στρατό. Το 1945 ξεκίνησε η επαναταξινόμηση των Αρχείων, για να ολοκληρωθεί πέντε χρόνια αργότερα.

Το 1959, με βασιλικό διάταγμα (426/30.11.1959) ορίστηκε ο τρόπος προσέγγισης των ιδιωτών και ιστορικών ερευνητών στους φακέλους του YΠEΞ. Με το πρώτο άρθρο του διατάγματος αυτού καθορίστηκε ως όριο δέσμευσης των εγγράφων τα πενήντα χρόνια. Παρά το γεγονός ότι από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο οι ερευνητές απέκτησαν πρόσβαση στα Αρχεία του YΠEΞ, η έρευνα, τόσο σε μέσα όσο και σε οργάνωση υλικού αλλά και αριθμό προσερχομένων ερευνητών, παρέμενε υποτυπώδης. Ήταν μόλις μετά το 1994 που ξεκίνησε να συντελείται σημαντικότατη πρόοδος στην αναδιοργάνωση και στον εκσυγχρονισμό της Διεύθυνσης Αρχείων σε όλους τους τομείς, με την ίδρυση νέων τμημάτων, την υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογικών λύσεων τόσο στην ταξινόμηση όσο και στην αποθήκευση των αρχειακών συλλογών, την ανάληψη και υλοποίηση σημαντικών ερευνητικών προγραμμάτων κ.λπ. Σε αυτό συνέβαλε ουσιαστικά και η αναβάθμιση της μέχρι τότε Διεύθυνσης Ιστορικού Αρχείου και Ερευνών σε Υπηρεσία Ιστορικού Αρχείου με τον Οργανισμό YΠEΞ του 1998, αλλά και με τις επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν και αποσκοπούσαν στην εναρμόνιση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της στις σύγχρονες απαιτήσεις των νέων τεχνολογιών και της έρευνας γενικότερα. Με την προσθήκη του όρου «Διπλωματικού» (άρθρο 8, N. 2.949/2001) στην ονομασία της, η Υπηρεσία έδωσε το νέο της στίγμα για τον 21ο αιώνα, καθώς με τη ραγδαία πρόοδο που μεσολάβησε, η YΔIA είναι σε θέση σήμερα να προσφέρει ουσιαστική συνδρομή όχι μόνο στην καταγραφή της ελληνικής διπλωματικής ιστορίας, αλλά και στον επηρεασμό και στη διαμόρφωσή της.