Εισήγηση της ΥΠΕΞ κας Μπακογιάννη στην Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

H κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία και σε συνδυασμό με το αίτημα του ΚΚΕ να ζητήσει τη σύγκληση της Επιτροπής, με αφορμή το τελευταίο συμβάν στο Ν.Α. Αιγαίο. Μετά από γεγονότα αυτού του είδους αναπτύσσεται, όπως ξέρετε, μια ευρύτατη φιλολογία και παραφιλολογία σχετικώς με το τι έγινε και το τι δεν έγινε, αλλά ακόμα και σχετικώς με την εν γένει εξωτερική πολιτική της χώρας.

Η Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας είναι το πλέον κατάλληλο βήμα για να κάνουμε ξεκάθαρα τόσο τα γεγονότα όσο και την πολιτική μας.

Είμαι βεβαία ότι, όπως πάντοτε, η Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών της Βουλής θα αντιμετωπίσει με νηφαλιότητα και ευθυκρισία τα ζητήματα αυτά. Προσβλέπω λοιπόν σε μια ουσιαστική και εποικοδομητική συζήτηση.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Είναι περιττό να επαναλάβω ότι ο νους μας δεν παύει να είναι κοντά στον πιλότο μας, Κώστα Ηλιάκη, που έχασε τη ζωή του επιτελώντας το καθήκον του προς την πατρίδα. Εκφράζουμε όλοι την βαθιά μας λύπη και την αλληλεγγύη προς την οικογένειά του.

Την αλληλεγγύη και την φροντίδα μας πρέπει να την θεωρούν δεδομένη, άλλωστε, όλα τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και βεβαίως οι πιλότοι μας, που επιτελούν με αυτοθυσία την αποστολή τους.

Επιθυμώ, στο σημείο αυτό, να συγχαρώ τη Βουλή των Ελλήνων για την πρωτοβουλία της να στηρίξει τα παιδιά του αδικοχαμένου μας πιλότου.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Για τις επιχειρησιακές διαστάσεις του πρόσφατου τραγικού συμβάντος στον εναέριο χώρο του Αιγαίου σας ενημέρωσε ήδη ο συνάδελφός μου υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Εγώ θα κάνω την πολιτική αποτίμηση του γεγονότος.

Δύο πράγματα έπρεπε να γίνουν.

Και έγιναν.

Πρώτον, η Ελλάδα εξασφάλισε και επιβεβαίωσε πλήρως και εμπράκτως τις δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες που έχει – και ασκεί - σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες και τη διεθνή πρακτική.

Τις διασφάλισε και τις εξάσκησε τόσο όσον αφορά στο FIR Αθηνών, όσο και στην έρευνα και διάσωση σε αέρα και θάλασσα.

Δεύτερον, κινηθήκαμε αστραπιαία και αποτρέψαμε αποτελεσματικά την μετατροπή ενός τραγικού συμβάντος σε μείζονα κρίση.

Οι συνεννοήσεις ήταν άμεσες, στο καταλληλότερο για κάθε θέμα επίπεδο.

Έφεραν άμεσο αποτέλεσμα.

Θέλω να τονίσω, για να σταματήσει και η σχετική παραπληροφόρηση, ότι έγιναν αμέσως, επίσης, όλες οι ενέργειες ενημέρωσης και καταγραφής των ελληνικών θέσεων σε όλους – και από όλους – τους εταίρους μας στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ και τον ICAO. Με εντολή μου όλες οι διπλωματικές μας αρχές ενημέρωσαν αμέσως τα Υπουργεία Εξωτερικών στις χώρες διαπιστεύσεώς τους.

Και εγώ η ίδια, το περασμένο Σάββατο, ενημέρωσα το Συμβούλιο Εξωτερικών της Ε.Ε., όλους τους υπουργούς των χωρών-μελών για το όλο θέμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Σολάνα αμέσως μετά προέβει σε δημόσιες δηλώσεις για το γεγονός.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Ανάλογη, θετική και νηφάλια, αποτίμηση μπορούμε να κάνουμε και για την υπόθεση της επιστημονικής έρευνας από το γερμανικό πλοίο «Ποσειδών».

Η Ελλάδα ήταν εκείνη από την οποία ζητήθηκε από Πανεπιστημιακό ίδρυμα τρίτης χώρας, η άδεια για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών σε συγκεκριμένες περιοχές του Αιγαίου. Και αυτό έγινε γιατί έχει την αρμοδιότητα αυτή. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε από την αίτηση του γερμανικού Πανεπιστημίου.

Αυτό είναι σαφές.

Άρα και εδώ η Ελλάδα άσκησε πλήρως την αρμοδιότητά της. Η άδεια χορηγήθηκε και, παρά τις συνήθεις αντιδράσεις της Τουρκίας, η έρευνα διεξάγεται ομαλώς βάσει του αρχικού σχεδιασμού του γερμανικού Πανεπιστημίου του Κιέλου. Αυτό και μόνον έχει την αποκλειστική ευθύνη του τρόπου διεξαγωγής της.

Υπενθυμίζω ότι, όταν η Τουρκία, με παραστάσεις της στη Γερμανία, απαίτησε να ζητηθεί και από την ίδια άδεια, αντιμετώπισε την κατηγορηματική άρνηση της Γερμανίας.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Θέλω να ξεκαθαρίσω εδώ ότι, για καταστάσεις όπως αυτές, υπαίτιος είναι η πέραν κάθε λογικής μαζική στρατιωτική δραστηριότητα της γείτονος στο Αιγαίο.

Αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει.

Και για να αλλάξει, οφείλουμε πρώτα - και πάνω απ’ όλα - να αξιοποιήσουμε πλήρως όλες τις δυνατότητες που παρέχει στη χώρα μας η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας. Μια διαδικασία που αποτελεί - είτε το παραδέχονται κάποιοι, είτε όχι – τον πιο ισχυρό μηχανισμό διαρκούς ελέγχου της συμπεριφοράς της.

Ο έλεγχος αυτός είναι έλεγχος πολλών σταδίων.

Είναι και μηχανισμός αμέσου αποδόσεως;

Όχι δεν είναι.

Το ότι όμως δεν είναι, εκ της φύσεως του, μηχανισμός αμέσου αποδόσεως σημαίνει ότι πρέπει να τον απαξιώσουμε;
Να τον εγκαταλείψουμε;

Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος που θα πρότεινε σοβαρά κάτι τέτοιο.

«Επαινούμε» συχνά, εδώ στην Ελλάδα, την Τουρκία, λέγοντας ότι εφαρμόζει μακροπρόθεσμη στρατηγική. Την ίδια στιγμή είμαστε έτοιμοι να αμφισβητήσουμε τη δική μας μεσοπρόθεσμη στρατηγική, που κατέστησε και ευρωπαϊκά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα.

Είμαστε ακόμα στο πρώτο εξάμηνο μιας τουλάχιστον δεκαετούς πορείας συνεχών και σταδιακών ελέγχων και αποτιμήσεων της Τουρκίας, αλλά απαιτούμε από τώρα τα αποτελέσματα δεκαετίας.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Μετά από τέτοια γεγονότα μερικοί σπεύδουν να αμφισβητήσουν ακόμα και την συνολικότερη πολιτική μας για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.

Αλλά η Ελλάδα - και αυτό, όπως ξέρετε, δεν το υποστηρίζει μόνον η κυβέρνηση αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων - έχει κάθε λόγο να επιδιώκει, με επιμονή αλλά και υπομονή, την προσαρμογή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις ευρωπαϊκές αρχές, αξίες και συμπεριφορές.

Η επιλογή αυτή είναι στρατηγικού χαρακτήρα.

Τέτοια ήταν πριν εικοσιπέντε χρόνια, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, και η επιλογή ένταξής μας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα.»

Σήμερα όμως ξέρουμε πόσο επιπόλαιο και επικίνδυνο θα ήταν να την είχαμε εγκαταλείψει μετά τις πρώτες αναποδιές. Ακόμα και η κοινή γνώμη την εποχή της ένταξης ήταν κατά της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, όπως το έδειχναν οι τότε δημοσκοπήσεις.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Οι στρατηγικές επιλογές δεν πρέπει να τίθενται αβίαστα - και  εσπευσμένα - υπό αμφισβήτηση. Ακόμα περισσότερο αυτό δεν πρέπει να γίνεται εν θερμώ.

Το ξαναλέω: δεν βρισκόμαστε παρά στο πρώτο εξάμηνο μιας δεκαετούς και πλέον πορείας προσαρμογής της Τουρκίας, μέσω διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και, το τονίζω, με όλα τα κράτη-μέλη της.

Μια άλλη ερώτηση που ακούμε αυτές τις ημέρες, κυρίες και κύριοι βουλευτές, είναι: έχουν τεθεί από την Ελλάδα, με ασφαλή και σαφή τρόπο, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και υπό μορφή προϋποθέσεων, ζητήματα ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος;

Βεβαίως και έχουν τεθεί.

Φροντίσαμε να τεθούν με σαφή τρόπο σε σειρά ολόκληρη δεσμευτικών ευρωπαϊκών κειμένων. Μεταξύ αυτών αναφέρομαι ιδιαιτέρως στο Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, στις Εκθέσεις Προόδου της Επιτροπής, στην Εταιρική Σχέση, στην Ευρωπαϊκή Δήλωση του περασμένου Σεπτεμβρίου, κλπ.

Όλα αυτά τα κείμενα διαμορφώνουν σωρευτικά το πολιτικό ευρωπαϊκό κεκτημένο στο οποίο οφείλει να ανταποκριθεί η Τουρκία.

Τον τελευταίο καιρό όμως έχει γίνει σαφές ότι η γειτονική χώρα, λόγω των εγγενών αδυναμιών και προβλημάτων της, παρουσιάζει αρρυθμίες ως προς την ανταπόκρισή της στην ανάγκη των μεταρρυθμίσεων που ζητάει η Ε.Ε.

Αυξάνονται λοιπόν εκείνοι που λένε ότι τελικώς η Τουρκία δεν θα μπορέσει να ενταχθεί στην Ε.Ε. 

Σπεύδουν λοιπόν, στο ένα εικοστό της διαδρομής, να συμπεράνουν ότι απέτυχε η πολιτική ευρωπαϊκής προσαρμογής της Τουρκίας και πρέπει να εγκαταλειφθεί!  Παράλληλα λένε ότι δεν θέσαμε αυστηρούς όρους και χρονοδιαγράμματα στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.

Προηγουμένως όμως σας είπα και για τα δύο αυτά τη γνώμη μου. Αν υπάρχει άλλη πολιτική, πέραν αυτής που επέλεξε η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, πλην βεβαίως του ΚΚΕ, να την ακούσω.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Ακούω βεβαίως και όλα όσα λέγονται, κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, περί εγκατάλειψης του Ελσίνκι.

Δεν έχω την πρόθεση στην ομιλία μου να μπω σε μια λογική αντιπαράθεσης στο ζήτημα αυτό.

Θέλω μόνο να επισημάνω ότι τίποτα από ό,τι πραγματικά - και όχι βάσει εκ των υστέρων ερμηνειών - προέβλεπε το Ελσίνκι δεν εγκαταλείφθηκε.

Αντιθέτως, ενισχύθηκε και βελτιώθηκε.

Πρώτον, θέσαμε δεσμευτικούς όρους και προϋποθέσεις για την ένταξη της Τουρκίας σε όλα τα κείμενα που σας ανέφερα προηγουμένως. Όλα τα ελληνοτουρκικά θέματα έγιναν ευρωτουρκικά.

Όχι μόνο δεν εγκαταλείψαμε το Ελσίνκι, αλλά, σε σειρά κειμένων, τα οποία ξαναναφέρω:

-    Στα συμπεράσματα του Δεκεμβρίου 2004.
-    Στο Διαπραγματευτικό Πλαίσιο του Οκτωβρίου 2005.
-    Στην Ευρωπαϊκή Αντιδήλωση του Σεπτεμβρίου 2005.
-    Στις Εκθέσεις Προόδου της Επιτροπής του 2004 και ακόμα περισσότερο του 2005.

πετύχαμε ως χώρα την πλήρη και αυστηρή καταγραφή – με τη μορφή συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων για την Τουρκία – των ζητημάτων που ενδιαφέρουν την Ελλάδα.

Θέτω όμως το ερώτημα: εάν στο Ελσίνκι είχαν τεθεί, όπως ισχυρίζονται αρκετοί, αυστηρά χρονοδιαγράμματα για να ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 2004 η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, γιατί αφέθηκε να περάσει ένα διάστημα απραξίας πέντε σχεδόν ετών;

Πώς μετά έσπευσαν μερικοί να ζητήσουν από εμάς να ανατρέψουμε αυτήν την κατάσταση εντός έξι μηνών – δηλαδή στους πρώτους μήνες της δικής μας κυβερνητικής θητείας;

Επίσης: εάν, τον Δεκέμβριο του 2004, πηγαίναμε προς το Διεθνές Δικαστήριο, όπως μας λένε ότι θα γινόταν, ποιο ακριβώς θα ήταν το αντικείμενο της προς κρίση διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Είχε υπάρξει συμφωνία της Τουρκίας επί συνυποσχετικού; Και εάν ναι, ποια θέματα κάλυπτε;

Αυτό δεν σημαίνει ότι το Ελσίνκι δεν περιείχε και θετικά σημεία. Γι’ αυτό και δεν το θεωρώ ως πεδίο αντιπαράθεσης. Είχε όμως αρκετές ασάφειες. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στην κρίσιμη στιγμή τα κείμενα αυτά θα ερμηνεύονταν όπως ακριβώς θα τα επιθυμούσε ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος.

Τώρα, με τους όρους που εξασφαλίσαμε σχετικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, οφείλω να επισημάνω ότι ουδέποτε στην ιστορία των προενταξιακών διαδικασιών για την ένταξη μιας χώρας στην Ε.Ε., έχουν τεθεί αυστηρότεροι και δεσμευτικότεροι όροι και προαπαιτούμενα από ό,τι για την Τουρκία. Και η Ελλάδα υπήρξε βασικός συνδιαμορφωτής αυτού του εξαιρετικά δεσμευτικού πλαισίου όρων και κριτηρίων της Ε.Ε.

Τελειώνοντας με την ευρωπαϊκή διάσταση των σχέσεων μας με την Τουρκία, θέλω να τονίσω ότι είναι λάθος να προβάλλεται και να υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα έχει «βάλει όλα τα αυγά στο καλάθι της Ε.Ε.»

Η πολιτική μας είναι πολύ-επίπεδη.

Βεβαίως, κύριο μέλημά μας είναι να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας δίνει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός προσαρμογής της Τουρκίας.

Ταυτόχρονα όμως προωθούμε τα θέματά μας και σε άλλα πεδία, διαμορφώνοντας και αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία γι’ αυτό.

Προβάλλουμε τις θέσεις μας. Σχεδιάζουμε και διαμορφώνουμε συμμαχίες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνομιλούμε - και θα συνεχίσουμε να συνομιλούμε - με την άλλη πλευρά, διότι πιστεύουμε ότι η συνεχής επικοινωνία μπορεί να έχει ευεργετική επίπτωση στη συνολικότερη προσπάθειά μας.

Συνεχίζονται, όπως γνωρίζετε, οι εξαιρετικά σύνθετες και δύσκολες, όπως άλλωστε προκύπτει από τον μεγάλο αριθμό τους, διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας.

Τα λεγόμενα θέματα «χαμηλής πολιτικής» αναπτύσσονται και αυτά σταθερά και αποτελεσματικά. Αλλά είναι θέματα «χαμηλής πολιτικής»; Είναι χαμηλή πολιτική η οικονομική συνεργασία, η ενέργεια, ο τουρισμός και η κάθε είδους συνεργασία των δύο λαών, που αναπτύσσονται ταχύτατα;

Δεν βοηθούν και αυτά αποτελεσματικά την ευρύτερη επιδίωξή μας, που δεν είναι άλλη από τη βελτίωση και εξομάλυνση των σχέσεών μας με την Τουρκία;

Δεν λείπουν βέβαια και τα άμεσα και πρακτικά μέτρα αποφυγής επεισοδίων και εντάσεων. Στο πνεύμα αυτό κινείται και η προοπτική εγκατάστασης κόκκινης γραμμής μεταξύ των Στρατηγείων Λάρισας και Εσκί Σεχίρ.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Τελειώνω τη σύντομη αυτή παρέμβασή μου τονίζοντας, για άλλη μια φορά, ότι η Ελλάδα επιδιώκει σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή της με παράλληλη διασφάλιση των συμφερόντων της. Αυτό ισχύει και για τις σχέσεις μας με την Τουρκία.

Την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας την αντιλαμβανόμαστε αφενός μεν ως ένα συνολικό σχέδιο εξευρωπαϊσμού όλης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αφετέρου δε ως έναν μηχανισμό ελέγχου και προσαρμογής της γείτονος στα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Σε αυτή μας την πολιτική – και θέλω να είμαι σαφής εδώ – δεν υπάρχουν λευκές επιταγές.

Όμως η πολιτική αυτή, αν και είναι βασική επιλογή μας - και όχι μόνο δική μας – δεν είναι το μόνο πεδίο δράσεών μας.

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, η πολιτική μας είναι πολύ-επίπεδη.

Θα την εφαρμόσουμε με αποφασιστικότητα, συνέπεια και σοβαρότητα.

Αλλά θα το κάνουμε, διασφαλίζοντας πάντοτε και τα συμφέροντά μας.

30 Μαΐου, 2006