Αξιότιμοι συμμετέχοντες,
Κυρίες και Κύριοι,
Το ελληνικό παροικιακό φαινόμενο υπήρξε αντικείμενο μακράς μελέτης από την παλαιότερη ιστοριογραφία. Η μελέτη του εξακολουθεί όμως να γεννά νέα δεδομένα και συνθετικές προσεγγίσεις, που υπερβαίνουν πλέον τις ερμηνείες για το πολυμήχανο «δαιμόνιο της φυλής» ή για τη γεωπολιτική του βαλκανικού χώρου που επέτρεψαν μια τόσο έντονη μετακίνηση και δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου, η οποία εκτείνεται χρονικά από τον 15ο αιώνα έως τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Αυτή η μελέτη είναι διεπιστημονική και διαρκής, ξεφεύγει από τη μελέτη μόνο των πηγών και τείνει να συμπεριλάβει και νέες θεματικές, όπως ο ρόλος των Ελλήνων στις οικονομίες των κοινωνιών υποδοχής, το στοιχείο της ταυτότητας αλλά και τις πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις, τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς και την άρθρωση πολιτικού λόγου.
Το πλαίσιο του ελληνικού παροικιακού φαινομένου, στην ιστορικότητα του οποίου αναφέρεται η ίδια η λέξη «παροικιακός», είναι εύκολο να εντοπιστεί: κοινότητες μεταναστών, αποδήμων, παροίκων, εντός πολυεθνικών σχηματισμών όπως η Αψβουργική μοναρχία, η Οθωμανική ή η Ρωσική αυτοκρατορία, οι οποίες έχουν ενταχθεί στα πολιτικά και οικονομικά συστήματα ανταγωνισμού των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι τελευταίες, στοχεύουν γεωπολιτικά στην ιδιαίτερης σημασίας Νοτιοανατολική Ευρώπη και κυρίως στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Το ελληνικό παροικιακό φαινόμενο δεν μπορεί να αποκοπεί αφενός από τις συνθήκες που το γέννησαν - που είναι η οικονομική κρίση στην οθωμανική αυτοκρατορία από τον 16ο αιώνα και εξής, η δυναμική του εμπορικού καπιταλισμού αλλά και η ιδιαίτερη δόμηση της οθωμανικής διοικητικής μηχανής. Πολύ περισσότερο, χρειάζεται να αναπροσδιοριστούν, εκτός από τους δρόμους της μετανάστευσης, οι πολιτικές υποδοχής και εγκατάστασης των μεταναστών, η εσωτερική οργάνωση των παροικιών, τα στάδια αφομοίωσης στις κοινωνίες υποδοχής αλλά και τα στοιχεία διατήρησης της εθνικής ταυτότητας: η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα για τις ατομικές και συλλογικές ταυτότητες των μεταναστών. Αυτές οι λειτουργίες δεν είναι στατικές - και αυτό εννοώ όταν μιλώ για αναπροσδιορισμό. Λαμβάνουν νέο περιεχόμενο ανάλογα με την περίοδο και τις συνθήκες. Υπό αυτή την έννοια, ο επιστημονικός αναστοχασμός και η μελέτη της δυναμικότητας της περιόδου εκείνης μπορεί να κατασταθεί πολύτιμος σύμβουλος για ανάλογα φαινόμενα της δικής μας εποχής.
Εορτάζουμε φέτος τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Η ανάμνηση αυτού του πολυσύνθετου γεγονότος, ανάμνηση αναστοχαστική, όπως και η έρευνα για τις διάφορες παραμέτρους του, θα ήταν ελλιπής αν δεν περιελάμβανε το παροικιακό ελληνικό φαινόμενο. Βεβαίως, μετακινήσεις γίνονταν πάντα στο χώρο μας, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με κορύφωση τον 15ο αιώνα, οπότε και ήρθαν ως συνέπεια της οθωμανικής κατάκτησης.
Πολλοί Έλληνες μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, βρήκαν καταφύγιο εδώ, στη Βενετία, η ανεκτική θρησκευτική πολιτική της οποίας αποτέλεσε ένα ισχυρό κριτήριο προσανατολισμού. Στην Ελληνορθόδοξη Αδελφότητα, η οποία εξελίχθηκε διοικητικά, οικονομικά και ιδεολογικά σε έναν σημαντικό πόλο της ελληνικής παρουσίας στην Ευρώπη, οι Έλληνες κατάφεραν να ενταχθούν διατηρώντας τα σημαντικότερα στοιχεία της εθνικής τους καταγωγής αλλά κυρίως κατάφεραν να ενισχύσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, διαχειριζόμενοι κληροδοτήματα για ίδρυση σχολείων, αποστολές βιβλίων, ενίσχυση οικονομικώς ασθενέστερων συμπατριωτών και απελευθέρωση αιχμαλώτων. Οι Έλληνες αυτοί προέρχονταν κυρίως από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Εξασκούσαν τα επαγγέλματα του ναυτικού, του επιτηδευματία, του μισθοφόρου πολεμιστή, του καλλιτέχνη, του διανοούμενου. Ήταν πολύ περισσότεροι από τους εγγεγραμμένους στην Αδελφότητα και συμμετείχαν στην πρωτοπορία της καλλιέργειας των ανθρωπιστικών γραμμάτων στη Βενετία. Σημειώνω την εκδοτική παραγωγή σημαντικών ελληνικών βιβλίων με τη συμμετοχή ελλήνων λογίων από τον Άλδο Μανούτιο, έως τη διάσωση ελληνικών χειρογράφων, αλλά και την έκδοση πρωτότυπων έργων. Υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ενώνει την εκδοτική δραστηριότητα στα ελληνικά τυπογραφεία, όπως των Γλυκήδων, του Νικόλαου Σάρου και του Δημητρίου Θεοδοσίου, με το ανανεωτικό πνεύμα της επανάστασης του 1821. Έως τα τέλη του 18ου αιώνα, προτού δηλαδή πάρει τη σκυτάλη στα εκδοτικά η Βιέννη, η Βενετία υπήρξε το κέντρο παραγωγής του ελληνικού βιβλίου, λόγιου και δημώδους· αρκεί να φανταστούμε ότι μέσα σε δύο δεκαετίες, μεταξύ 1710 και 1730, μόνον από έναν εμπορικό οίκο (εκείνον του Μέλου) διακινήθηκαν από τη Βενετία προς την Ελλάδα γύρω στα 3.000 ελληνικά βιβλία!
Από τα τέλη του 16ου αιώνα και ως τον 18ο, έχουμε ελληνική στοιχειώδη εκπαίδευση στην ελληνική παροικία της Βενετίας, με δασκάλους όπως ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Νικόλαος Σοφιανός, ο Μάρκος Μουσούρος, υπό την ευθύνη του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχει στοιχειώδες εκπαιδευτήριο για κορίτσια, που στηρίζει οικονομικά η Αδελφότητα. Τέλος, οι ανώτερες εκπαιδευτικές ανάγκες καλύπτονταν από το Φλαγγινειανό Κολλέγιο, που λειτούργησε για 132 χρόνια, παρείχε μόρφωση σε πάνω από 550 μαθητές, οι οποίοι συνέχιζαν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας αλλά και υπήρξε κέντρο εκδοτικής δραστηριότητας.
Η Συνθήκη του Πασσάροβιτς, το 1718, σηματοδότησε την αποχώρηση της Βενετίας από το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής. Ογδόντα χρόνια περίπου μετά, η αυστριακή κατοχή υπέβαλε νέες προτεραιότητες στην ελληνική παροικία, αποψιλώνοντάς την από τα μέσα επιβίωσής της. Ωστόσο, η καντήλα αυτή, που έμεινε αναμμένη για αιώνες, δεν ήταν η μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Βιέννη, πρωτεύουσα της αψβουργικής αυτοκρατορίας και πυρήνας του ευρωπαϊκού εμπορίου ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, προσέλκυσε σημαντικό αριθμό ελλήνων εμπόρων και διανοούμενων. Οι συνθήκες βελτιώθηκαν ακόμη περισσότερο στα 1717, όταν ο αυτοκράτορας Κάρολος Στ΄ εξέδωσε «πατέντα», άδεια δηλαδή, για τους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους που εμπορεύονταν στην πόλη – την οποία ανανέωσε η Μαρία Θηρεσία στα 1763, ιδρύοντας μάλιστα και εμποροδικείο, το «καμπιαλοκριτήριο». Τα προνόμια αυτά έδιναν στους ορθόδοξους εμπόρους τη δυνατότητα να οργανωθούν οικονομικά, σχηματίζοντας οικονομικές ενώσεις, τις «Κομπανίες», οι οποίες αργότερα εξελίχθηκαν σε κοινότητες. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Βιέννη σχηματίστηκαν γρήγορα δύο ελληνικές κοινότητες: εκείνη του Αγίου Γεωργίου, με «τουρκομερίτες Έλληνες», που δεν είχαν την αυστριακή υπηκοότητα και εμπορεύονταν ανατολικά μόνο προϊόντα σε χονδρική· και εκείνη της Αγίας Τριάδας, με Έλληνες που είχαν την αυστριακή υπηκοότητα και διατηρούσαν όλα τα προνόμια που απέρρεαν από αυτήν καθώς είχαν δημιουργήσει και μεικτές οικογένειες.
Ανεξάρτητες μεταξύ τους, οι δυο ελληνικές κοινότητες είχαν δικαίωμα αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης στις εσωτερικές τους υποθέσεις και στην άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας. Διέθεταν εκλεγμένη βουλή, η οποία αποτελούσε την αντιπροσωπευτική αρχή της κάθε Κοινότητας. Η Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου ήταν η πρώτη που απέκτησε ορθόδοξο ναό, τον οποίο προστάτευσε από αλλοεθνή συμφέροντα και αργότερα κατέστησε ιδιόκτητο. Ομοίως, η Κοινότητα της Αγίας Τριάδας απέκτησε ναό λίγο αργότερα, με δαπάνες του μεγαλέμπορου Σίνα. Χρειάστηκε να ξεπεραστούν μεγάλα προβλήματα, αλλά ελληνικό σχολείο στη Βιέννη ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί συστηματικά από το 1815 και εξής, για τα παιδιά και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, προσελκύοντας πολλούς μαθητές κυρίως από τις μεικτές ελληνο-αυστριακές οικογένειες.
Οι Έλληνες της Βιέννης έχουν όμως να επιδείξουν εκπληκτική πνευματική δραστηριότητα που τους φέρνει μια ανάσα από την Επανάσταση. Με βιεννέζικα τυπογραφεία συνεργάστηκαν λόγιοι του ελληνικού Διαφωτισμού όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας ή ο εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος. Στη Βιέννη αναδείχτηκαν μεγάλοι έλληνες τυπογράφοι - ο Γεώργιος Βεντότης και οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, που εκδήλωσαν φρενήρη δραστηριότητα υπέρ των νέων ιδεών και του αδούλωτου πνεύματος. Στη Βιέννη κυκλοφόρησαν σημαντικές εφημερίδες όπως οι «Ειδήσεις διά τα Ανατολικά μέρη», ο «Ελληνικός Τηλέγραφος» αλλά και ελληνικά φιλολογικά περιοδικά, όπως ο «Ερμής ο Λόγιος», που άρχισε να εκδίδεται από τον Άνθιμο Γαζή στα 1811 και τερμάτισε την πορεία του με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η Βιέννη υπήρξε το «εργαστήριον της νέας των Γραικών φιλολογίας» σύμφωνα με τη ρήση του Κοραή. Πολύ περισσότερο, στην πόλη αυτή, στην καρδιά της αντεπαναστατικής απολυταρχίας, στρατολογήθηκαν οι πρώτοι αγωνιστές της επανάστασης του ’21: ο Ρήγας τύπωσε στο τυπογραφείο των Μαρκίδων Πούλιου το επαναστατικό του μανιφέστο σε 3000 αντίτυπα, τους περίφημους χάρτες του και τη χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου - προοριζόμενα όλα να φτάσουν στην υπόδουλη πατρίδα. Με τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας πολλοί Έλληνες μυήθηκαν στους κόλπους της και αρκετοί κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη. Οι ελληνικές Κοινότητες της Βιέννης υποστήριξαν οικονομικά την Επανάσταση στέλνοντας χρήματα κι εφόδια, περιθάλποντας γυναικόπαιδα και αγωνιστές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που περνούσαν από την πόλη για να κατεβούν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Για τον ελληνικό κόσμο έξω από την τουρκοκρατούμενη πατρίδα, για τις παροικίες των Ελλήνων, η απόσταση που διανύθηκε από τον 15ο στον 19ο αιώνα αντιπροσώπευε μια διαρκή λαχτάρα για την πατρίδα που έμενε πίσω καθημαγμένη και μια εξίσου διαρκή αγωνία για επιβίωση: για ένα νέο στέριωμα, σε εδάφη που δεν υπήρξαν πάντα φιλόξενα. Τα ελληνικά χέρια πρόκοψαν σε μια επικράτεια που εκτείνεται από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τη Μαύρη Θάλασσα έως την καρδιά της Ευρώπης, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, τη Γαλλία και την Αγγλία, τις Κάτω Χώρες, την Ισπανία και την Αίγυπτο.
Τα χέρια αυτά, με μύριες δυσκολίες, έφτιαξαν «μικρές Ελλάδες», άκμασαν. Άφησαν τα ίχνη τους, σαν καντήλα αναμμένη στη θύμηση της πατρίδας. Τους αξίζει μελέτη, την οποία θεραπεύει η επιστήμη· την οποία, με τη σειρά της, επιβραβεύει η, ελεύθερη πια, μητέρα Πατρίδα.
30 Ιουνίου, 2021