Ενημέρωση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων από τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο (Πρωτολογία και δευτερολογία)

 Ενημέρωση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων από τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο

Παρατίθεται κείμενο από την πρωτολογία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Βενιζέλου, στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

«Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε,

Ευχαριστώ τις κυρίες και τους κύριους βουλευτές και εσάς φυσικά, γιατί ανταποκριθήκατε στην επιστολή μου, με την οποία ζητούσα να συγκληθεί η Διαρκής Επιτροπή, προκειμένου να ενημερωθεί για τις εξελίξεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.

Χθες, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε γι’ αυτά τα θέματα με τους εκπροσώπους των κομμάτων στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής. Όμως, όλα τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής πρέπει να έχουν την ίδια ενημέρωση και γι' αυτό χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω αυτή την εισαγωγή, λέγοντας πράγματα γνωστά και λιγότερο γνωστά, προκειμένου να έχουμε ένα συστηματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα μπορούμε να εντάξουμε τις απορίες, τους προβληματισμούς και τους σχεδιασμούς μας, πρωτίστως.

Ζούμε σε μία ασυνήθιστα προβληματική συγκυρία. Υπάρχει ένας πληθωρισμός κρίσεων και προκλήσεων. Κατά τη γνώμη μου, ο μεγαλύτερος μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και την ακύρωση του μεταπολεμικού διπολισμού. Θα έλεγα ότι στην ευρύτερη περιοχή της ευρωπαϊκής γειτονίας και νότια και ανατολικά, εκλύεται τώρα, τους τελευταίους μήνες, ενέργεια, ίσως μεγαλύτερη από το άθροισμα της ενέργειας που είχε προκληθεί από τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την πρώτη φάση της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης».

Επιπλέον, ως χώρα αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια τη γνωστή κρίση στην οικονομία, που είναι μία παράμετρος εθνικής ισχύος και προσπαθούμε να εξουδετερώσουμε οποιαδήποτε επίπτωση της οικονομικής κρίσης στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Η Ευρώπη, συνολικά, ως οντότητα και η Ευρωζώνη ειδικότερα, βιώνει μία καθολική κρίση, η οποία είναι όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική, γιατί δεν μπορεί να συγκροτηθεί και να αποδείξει την ισχύ της ως πολιτική οντότητα.

Επίσης, στη στενή μας γειτονία των Βαλκανίων έχουμε μία εντυπωσιακή στασιμότητα και σε σχέση με την ευρωπαϊκή και σε σχέση με την ευρωαντλαντική ενσωμάτωση των χωρών, αλλά και σε σχέση με πολλά περιφερειακά προβλήματα, τα οποία αναζωπυρώνονται, χωρίς να παραγνωρίζω ότι έχουν γίνει και κάποια βήματα προόδου.

Πολλές «λιμνάζουσες» ιστορικές εντάσεις στην περιοχή μας αναβιώνουν με πάρα πολλή μεγάλη ευκολία, όπως φάνηκε από τα πρόσφατα γεγονότα μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας, που ξεκίνησαν από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και συνεχίστηκαν με τις χθεσινές συγκρουσιακές δηλώσεις των δύο πρωθυπουργών στο Βελιγράδι.
Η κρίση συνοπτικά εμφανίζεται σε δύο γεωγραφικές πτέρυγες: η νότια κρίση στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο και, φυσικά, η ανατολική κρίση με επίκεντρο την Ουκρανία, που έχει επηρεάσει συνολικά τις σχέσεις Δύσης και Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Κοινός παρονομαστής και των δύο αυτών πτερύγων της κρίσης είναι, αναμφίβολα, η αμφισβήτηση των υφισταμένων συνόρων. Η αμφισβήτηση της έννοιας της κρατικότητας, γιατί όλα αυτά συνδέονται με τη διάλυση κρατών, με την αμφισβήτηση των υφισταμένων συνόρων. Με την εμφάνιση τρομοκρατικών οντοτήτων που αποκτούν «υποκρατικά» χαρακτηριστικά, όπως συμβαίνει με το ISIS.

Φυσικά, πάντα υπάρχει ο κλασικός παράγοντας της ενέργειας, ο οποίος παίζει καθοριστικό ρόλο και στις δύο πτέρυγες. Και το εντυπωσιακό είναι ότι πλέον, όλα τα φαινόμενα που συνδέονται με την τρομοκρατία αποκτούν μια έντονη διάσταση, όχι μόνο εξωτερικής αλλά και εσωτερικής απειλής. Αυτό φαίνεται κυρίως στο ζήτημα των ξένων μαχητών του ISIS που προέρχονται από δυτικές χώρες και αυτό είναι, πλέον, το υπ' αριθμόν ένα ζήτημα που έχει αναδειχθεί στη διεθνή κοινότητα, μετά και την τελευταία απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλειας. Όμως, αυτή η εμπειρία είναι επίσης παλιά, γιατί τέτοιο φαινόμενο είχαμε ήδη από τις διάφορες φάσεις του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Κοινός παρονομαστής είναι η δυσκολία στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η αλλαγή στα δεδομένα του προσφυγικού προβλήματος, ιδίως στη νότια πτέρυγα. Κοινός παρονομαστής είναι η επιβολή οικονομικών κυρώσεων. Ξεκινήσαμε από το Ιράν, αλλά τώρα το μεγάλο μας θέμα είναι η Ρωσία. Και βέβαια, σε ένα επίπεδο αξιακό και ιδεολογικό, το βαθύτερο ζήτημα που υφέρπει από την δυτική οπτική γωνία, είναι οι σχέσεις Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου από τη μια μεριά - σύμφωνα με τη δυτική αντίληψη - και ασφαλείας από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με μια αντίληψη η οποία είναι δυτική, αλλά όχι μόνο. Έχει και αυτή οικουμενικά χαρακτηριστικά.

Έχουμε πάρα πολλά φαινόμενα υπερχείλισης της έντασης. Υπάρχουν χώρες που είναι παραδοσιακά τα θύματα αυτής της υπερχείλισης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το Λίβανο, ενώ έχουμε μια μείξη προϋφιστάμενων, κλασικών προβλημάτων, όπως είναι το Παλαιστινιακό και νέων ανοιχτών μετώπων, όπως αυτά τα οποία βλέπουμε, για παράδειγμα, σε σχέση με τον ISIS.

Ενώ συμβαίνουν αυτά, στην περιοχή μας, θα έλεγα γενικότερα στον κόσμο, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις τελευταίες βδομάδες μια νέα οξύτατη ένταση στην Κύπρο, λόγω της προκλητικής απόφασης της Τουρκίας να προσβάλει, ανοικτά και απροκάλυπτα, τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποστέλλοντας το ερευνητικό σκάφος Barbaros στην κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, προκειμένου να διεξαχθούν σεισμικές έρευνες, οι οποίες ευθέως, όχι μόνο συμβολικά αλλά και υλικά, προσβάλλουν τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε..

Φυσικά, εμείς, το θέμα που πρέπει να εξετάσουμε σήμερα, είναι η θέση της Ελλάδας, θα έλεγα και της Κύπρου, μέσα στο σημερινό περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο, αλλά φυσικά δεν μπορούμε να αποφύγουμε και την παράλληλη εξέταση της θέσης της Τουρκίας μέσα στο ίδιο περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο.
Θα μου επιτρέψετε, για να θυμηθούμε μερικά βασικά δεδομένα μέσα στα οποία κινείται η ελληνική εξωτερική πολιτική, πολύ σύντομα και επιγραμματικά να αναφέρω τις παραμέτρους που συγκροτούν το στρατηγικό πλαίσιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία 40 χρόνια, δηλαδή, όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης.

•    Η πολιτική μας είναι πάντα πολιτική αρχών, δηλαδή, ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο σεβασμός των υφισταμένων συνόρων, η απόκρουση του αναθεωρητισμού σε σχέση με τα υφιστάμενα σύνορα και η προστασία των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Τίποτα από αυτά δεν είναι αυτονόητο και αυταπόδεικτο, όλα αυτά συνεπάγονται και πολύ σοβαρές υποχρεώσεις αλλά σίγουρα, αυτές είναι οι αρχές που διέπουν την πολιτική μας.

•    Δεύτερο σημείο, είναι αυτό που ήδη ανέφερα, η επιδίωξή μας και η αγωνία μας- και αυτό το έχουμε πετύχει- η οικονομική κρίση να μην επηρεάσει την εθνική ισχύ και να μην ασκήσει αρνητική επιρροή στον κατάλογο των εθνικών μας θεμάτων.

•    Το τρίτο σημείο, είναι η ανάγκη να εναρμονίζεται η ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ με την τοποθέτησή μας μέσα στις περιφερειακές και διεθνείς κρίσεις, με τρόπο που τελικά ενισχύει τη θέση μας, από πλευράς εθνικής ασφάλειας και σε σχέση με τον στενό κατάλογο των λεγομένων εθνικών θεμάτων, όπως είναι το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, το ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια κ.ο.κ.. Από την άποψη αυτή, βεβαίως, έχουμε ευκαιρίες που είναι πρόσθετες και σημαντικές όπως το πρώτο εξάμηνο του 2014, η Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. η πέμπτη κατά σειρά, και το δεύτερο τρέχον εξάμηνο, η Προεδρία του ΟΣΕΠ.

•    Τέταρτη παράμετρος, είναι η αξιοποίηση του απόδημου ελληνισμού στο μέγιστο δυνατό βαθμό ως ομάδα πίεσης και ταυτόχρονα η προστασία ελληνικών κοινοτήτων ή κοινοτήτων ελληνικής καταγωγής, όπως συμβαίνει την περίοδο αυτή με τις Ελληνικές Κοινότητες στην Ουκρανία και ιδίως στην ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης.

•    Η πέμπτη παράμετρος, είναι η προσπάθεια μας να αξιοποιήσουμε όσο γίνεται καλύτερα την πολιτιστική και εκκλησιαστική διπλωματία και την ορθόδοξη παρουσία ανά τον κόσμο, κάτι που συνδέεται και με την ανάγκη προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών και μνημείων, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός ότι έχουμε τρία Ελληνικά Ορθόδοξα Πατριαρχεία στην ευρύτερη περιοχή των Ιεροσολύμων, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας που είναι από πλευράς ρυθμού, ένα ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο και έχουμε και την Ιερά Μονή του Σινά που είναι ένα μνημείο παγκόσμιας αναφοράς, σημαίνει ότι έχουμε και ιδιαίτερους λόγους αλλά και ιδιαίτερα επιχειρήματα να θέτουμε τα ζητήματα αυτά.

•    Η έκτη παράμετρος, είναι η αξιοποίηση των πολλαπλών περιφερειακών ταυτοτήτων της χώρας, δηλαδή πέρα από την ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική ταυτότητα, έχουμε μια ισχυρή βαλκανική ταυτότητα, μεσογειακή ταυτότητα, ιδίως τώρα που έχουμε συγκροτήσει και την μεγάλη περιφέρεια Αδριατικής-Ιονίου και έχουμε για ιστορικούς λόγους μια ενεργό παρευξείνια ταυτότητα και ασκούμε παράλληλα και την προεδρία του ΟΣΕΠ.

•    Δίπλα στις παραδοσιακές μας σχέσεις με τον αραβικό κόσμο αναδύονται -και αυτή είναι η έβδομη παράμετρος- νέες στρατηγικές συμμαχίας διμερούς ή πολυμερούς χαρακτήρα, όπως φάνηκε ήδη με την τριμερή Σύνοδο Κορυφής μεταξύ Ελλάδος–Κύπρου-Αιγύπτου, όπως θα γίνει σε λίγο με την τριμερή συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ, και όπως γίνεται και με άλλες χώρες, θα αναφέρω, για παράδειγμα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από τις χώρες του Κόλπου.

•    Η όγδοη παράμετρος και αυτή προφανής, αλλά πρέπει να μνημονευτεί. Η έμφαση στην ενεργειακή διπλωματία που λειτουργεί ως κοινός παρανομαστής όλων των πρωτοβουλιών μας. Όταν αναφέρομαι στην ενεργειακή διπλωματία αναφέρομαι βέβαια σε μια σειρά από θέματα: και στην ανάγκη αξιοποίησης των δικών μας φυσικών πόρων, θα αναφερθώ ειδικότερα στην πολιτική των αγωγών, στην πολιτική των τερματικών σταθμών, του υγροποιημένου ή συγκεντρωποιημένου φυσικού αερίου, αλλά, φυσικά, η αρχή όλων αυτών είναι η ανάγκη να αξιοποιεί η Ελλάδα τα κυριαρχικά της δικαιώματα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και ιδιαίτερα το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.

Σας θυμίζω ότι από την άποψη αυτή ότι μόλις το 2011 ψηφίστηκε ο νόμος 4001 με τον οποίο η Ελλάδα καθορίζει, νομοθετικά, τα απώτερα όρια της υφαλοκρηπίδος της και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, κοινοποίησε, στη συνέχεια, ανακοίνωσε, στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών αυτά τα γεωγραφικά στίγματα και προχώρησε μέσα από την συνεργασία των Υπουργείων Εξωτερικών και Ενέργειας στην προκήρυξη, για έρευνα και εκμετάλλευση οικοπέδων και στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης, πέραν όσων είχαν προκηρυχθεί στη χερσαία περιοχή ή σε ελληνικές θάλασσες, οι οποίες βρίσκονται εντός χωρικών υδάτων.

Εκτός όμως από αυτό, το γεγονός ότι διαθέτουμε τον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας και την γεωγραφική θέση που διαθέτουμε μας επιτρέπει να συζητούμε όχι μόνον για τον ΤΑP και τους συνδετήριους αγωγούς, αλλά και για νέες ιδέες πολύ σημαντικές, όπως ο κεντρικός διάδρομος Αιγαίου – Βαλτικής που εξυπηρετεί το σύνολο σχεδόν των χωρών της Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης και βασίζεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στην δυνατότητα που έχει η Ελλάδα να διακινεί υγροποιημένο φυσικό αέριο.

Πάντα είναι ανοικτή η συζήτηση για τον EastMed, δηλαδή, για τον αγωγό που στην πραγματικότητα ενώνει την Λεβαντίνη με την Ελλάδα μέσω Κρήτης-Πελοποννήσου. Και φυσικά η τριμερής συνεργασία με την Κύπρο και την Αίγυπτο και με την Κύπρο και το Ισραήλ έχει μία πολύ έντονη ενεργειακή διάσταση. Αλλά και οι επαφές μας με άλλες χώρες, όπως είναι η συστηματική επαφή μας με την Αλγερία, η συστηματική επαφή μας με το Κατάρ και το Κουβέιτ έχουν έντονα ενεργειακή διάσταση.

•    Η ένατη παράμετρος είναι η έμφαση στην ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική που ήταν ούτως ή άλλως και μία προτεραιότητα της Ελληνικής Προεδρίας το πρώτο εξάμηνο του 2014 στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική δεν είναι μόνον ευρωπαϊκή, είναι και εθνική και ξεκινά από την επιδίωξή μας να λύσουμε ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με έναν τρόπο συστηματικό γνωρίζοντας, υπό την έννοια αυτή, πώς επηρεάζει η μία διαπραγμάτευση την άλλη.

Εκτός, όμως, από τις θαλάσσιες ζώνες, για εμάς πολύ σημαντικό είναι να διασφαλίζουμε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και να προστατεύουμε τα συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας, η οποία είναι μία από τις μεγάλες παραμέτρους της εθνικής μας ισχύος και της διεθνούς οντότητας του ελληνισμού.

Από την άποψη αυτή την τελευταία περίοδο έχουμε ενοποιήσει τις προσπάθειές μας, αλλά και τις τεχνικές μας, σε σχέση όχι μόνον με την διαβούλευση που διεξάγεται τα τελευταία δώδεκα χρόνια - θα μπορούσα να πω τα τελευταία 38 χρόνια από το 1976, με την Τουρκία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αρχικά στο Αιγαίο και στη συνέχεια της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με όσα κάνουμε για τη μετατροπή της παλαιάς Σύμβασης του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος σε ολοκληρωμένη σύμβαση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ των δύο αυτών κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με όσα κάνουμε προκειμένου να διαφυλαχθεί η Σύμβαση που είχε υπογραφεί το 2009 με την Αλβανία, με όσα επιχειρήσαμε να κάνουμε πριν την πολιτειακή διάλυση με την Λιβύη και φυσικά με όσα κάνουμε τώρα σε σχέση με την Αίγυπτο και που θα συζητήσουμε – φαντάζομαι – ειδικότερα. Άρα, υπάρχει μία ενιαία ολοκληρωμένη πολιτική σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες.

•    Η δέκατη παράμετρος είναι η έμφαση που δίνουμε στην διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, όχι μόνον μέσω μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, που τώρα καλείται να διαχειριστεί ο Έλληνας Επίτροπος, αλλά και μέσα από τις προσπάθειες που κάνουμε να παρεμβαίνουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον, στην πηγή της κρίσης, κυρίως στην νότια γειτονία, σε χώρες όπως είναι η Συρία, η Λιβύη, η Τυνησία κ.ο.κ..

•    Υπάρχουν, όμως, και άλλες παράμετροι οι οποίες είναι πολύ σημαντικές όπως είναι για παράδειγμα η ενδέκατη παράμετρος, η ανάγκη επιδίωξης εσωτερικής συναίνεσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα πολύ σοβαρό κεκτημένο της μεταπολίτευσης που μας διδάσκει ότι, παρά τις επιμέρους εντάσεις ή φαινομενικές διαφωνίες, στις μεγάλες επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα υπάρχει σταθερότητα, συνέχεια και ευρύτατη συναίνεση, τουλάχιστον, μεταξύ των κομμάτων τα οποία έχουν κληθεί να διαχειριστούν την κυβερνητική πολιτική.

•    Η δωδέκατη παράμετρος είναι η ανάγκη να εντάσσεται ό,τι κάνουμε στην εξωτερική πολιτική στο συνταγματικό πλαίσιο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, κάτι που πρέπει να θεωρείται αυτονόητο, αλλά ας το αναφέρουμε.

•    Η επόμενη παράμετρος είναι η ανάγκη να εντάσσεται η εξωτερική και ευρωπαϊκή μας πολιτική στο ευρύτερο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής ασφάλειας, δηλαδή να συνδέεται με το αμυντικό μας δόγμα και γενικότερα με τις ανάγκες προστασίας, όχι μόνο της εξωτερικής, αλλά και της εσωτερικής ασφάλειας.

•    Και, βεβαίως, η ανάγκη όλοι οι επιμέρους χειρισμοί να ανάγονται σε ένα στρατηγικό πλαίσιο που αξιοποιεί την ιστορική εμπειρία και υπενθυμίζει ότι πατριωτισμός σημαίνει γνώση της ιστορίας, κατανόηση και αξιοποίηση του συσχετισμού των δυνάμεων, ενίσχυση ή έστω διατήρηση των παραμέτρων της εθνικής ισχύος.

Από αυτήν την οπτική γωνία μπορούμε να δούμε τώρα, όσο γίνεται πιο συνοπτικά, καταρχάς τα ανοιχτά τρέχοντα ζητήματα, αρχίζοντας από την τουρκική πρόκληση σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα πραγματικά περιστατικά είναι γνωστά:

Η Τουρκία εξέδωσε αγγελία προς ναυτιλομένους, δυνάμει της οποίας ένα ερευνητικό σκάφος, το Barbaros, εγκαταστάθηκε σε ένα σημείο της ΑΟΖ, άρα και της υφαλοκρηπίδας από αυτήν την άποψη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε ένα σημείο που δεν αποτελεί σημείο διεκδίκησης προς οριοθέτηση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας. Δεν πρόκειται για ένα σημείο, επί του οποίου προβάλλει, εν δυνάμει, δικά της κυριαρχικά δικαιώματα η Τουρκία.

Η Τουρκία λοιπόν επικαλείται ως «νόμιμο» τίτλο γι’ αυτήν την ενέργεια, πρώτον, την ιδιότητά της ως εγγυήτριας χώρας, με βάση τις Συνθήκες Εγγύησης Ζυρίχης και Λονδίνου του 1960, όπως ακριβώς είχε κάνει και για την εισβολή του 1974, δεύτερον δε και σωρευτικά, εμπορική σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ των αρχών του ψευδοκράτους, της λεγόμενης δήθεν «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου» και της τουρκικής κρατικής εταιρίας εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, της TΡAO.

Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να πληροφορείται η διεθνής κοινότητα ότι δεν υπάρχει μια διαφορά περί την οριοθέτηση, ότι δεν υπάρχει μια αμφισβητούμενη περιοχή. Μάλιστα, ακόμη κι αν δεχτούμε την πιο ακραία και βάρβαρη προσέγγιση που λέει ότι υπάρχει μια de facto διχοτόμηση στην Κύπρο που δεν γίνεται δεκτή από κανέναν στη διεθνή κοινότητα, αυτή η περιοχή είναι μια περιοχή που αντιστοιχεί στη αντιστοιχεί στη νότια περιοχή, στην οποία ασκεί νόμιμο έλεγχο η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία με τα όργανά της.

Η στάση της διεθνούς κοινότητας είναι γνωστή: Γνωρίζετε τις δηλώσεις του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τις απαντήσεις που έχει δώσει ο εκπρόσωπος του State Department, την επίσημη δήλωση της ΕΕ, στο ύψιστο επίπεδο που είναι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Γνωρίζετε ποια είναι η τοποθέτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, γνωρίζετε τις διατυπώσεις που περιλαμβάνονται στα κοινά ανακοινωθέντα που έχουμε εκδώσει με χώρες όπως η Αίγυπτος.

Υπάρχουν διεθνείς παράγοντες, οι οποίοι μιλούν ανοιχτά για τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας, για την ανάγκη να διακόψει αμέσως η Τουρκία αυτή την πρόκληση. Αλλά υπάρχουν και άλλοι διεθνείς παράγοντες, οι οποίοι αναφέρονται μεν στα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα αναγνωρίζουν, τα σέβονται, αλλά ζητούν να αναληφθούν πρωτοβουλίες, ώστε να επιτευχθεί η αποκλιμάκωση και να αποφευχθεί οποιαδήποτε συνέχιση της έντασης από τους εμπλεκόμενους. Αυτό σημαίνει ότι έτσι αντιμετωπίζονται με ίσα μέτρα και ίσα σταθμά αυτός που είναι ο δράστης μιας διεθνούς παρανομίας και αυτός που ασκεί τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματά του. Υπό αυτήν την έννοια προφανώς θέλουμε και επιδιώκουμε μια σαφέστερη και καθαρότερη θέση της διεθνούς κοινότητας σε όλα τα fora, διότι αυτή η προσέγγιση, η οποία έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό περιγραφικό ή ουδέτερο χαρακτήρα, δεν καλύπτει αυτό που για εμάς είναι το ζητούμενο.

Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί γίνεται τώρα αυτό και ώς πού μπορεί να φτάσει. Αυτό γίνεται προφανώς διότι συνδέεται με τη διεθνή συγκυρία, με το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των περιφερειακών κρίσεων και με το γεγονός ότι η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να αξιώνει κάποια διεθνή ασυλία, επειδή είναι κρίσιμος παράγοντας για την αντιμετώπιση της βάρβαρης επιθετικότητας του ISIS.

Προφανώς, η Τουρκία συνδέει αυτά που συμβαίνουν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όπως φάνηκε και από την τελευταία συζήτηση και απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με αυτά τα οποία συμβαίνουν στο εσωτερικό της σε σχέση με τη διαχείριση των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων και κυρίως του κουρδικού ζητήματος. Αλλά, βεβαίως, τίποτα από αυτά δεν δικαιολογεί μια τόσο κραυγαλέα παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι μπορεί να γίνεται και μια, θα έλεγα, φοβική ανάγνωση πρωτοβουλιών ελληνικών, όπως είναι η τριμερής συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου ή Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ, ενώ έχουμε διακηρύξει, σε όλους τους τόνους, ότι εμείς θέλουμε μια σχέση καλής γειτονίας, φιλίας, συνεργασίας. Είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Θέλουμε μια Τουρκία σταθερή, ευημερούσα, αξιόπιστη, που δεν εξάγει κρίσεις. Θέλουμε να προωθήσουμε τη συνεργασία μας σε όλους τους τομείς.

Θέλουμε να έχουμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας. Θέλουμε να είμαστε δύο σοβαροί και αξιόπιστοι σύμμαχοι στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Θέλουμε να αποφεύγονται οι τεχνητές εντάσεις και, κυρίως, να μην στρατιωτικοποιούνται οι εντάσεις. Και έχουμε εξηγήσει επίσης σε όλους τους τόνους ότι ούτε η τριμερής συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου, ούτε η τριμερής συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ έχει επιθετικό χαρακτήρα, ούτε έχει χαρακτήρα στρεφόμενο κατά της Τουρκίας.

Αντιθέτως, απευθύναμε και από το Κάιρο με τη Διακήρυξη του Καΐρου, το Σάββατο, μια πρόσκληση σε όλες τις χώρες της περιοχής να αποδεχθούν το διεθνές δίκαιο, τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και μια κοινή αντίληψη για συνεργασία, για διεθνή νομιμότητα και για υπέρβαση της κρίσης προς όφελος των λαών μας.

Όπως ξέρετε, η πρόκληση αυτή προκάλεσε την αναστολή των συνομιλιών, διότι, όπως έκρινε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, η Κυπριακή Δημοκρατία, η ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν μπορούσε να συνεχίσει τις συνομιλίες αυτές, ενώ συνεχίζεται αυτή η πρόκληση εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η μήτρα του προβλήματος είναι πάντα το γεγονός ότι η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει την ύπαρξη και τη διεθνή νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρνείται να αναγνωρίσει τη νομική κατάσταση που υπάρχει στο νησί. Στην Κύπρο υπάρχει ένα κράτος μέλος του ΟΗΕ, της ΕΕ και της Ευρωζώνης, ένα κράτος που έχει διεθνή νομική προσωπικότητα, εθνική κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα, που είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.

Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει νόμιμα όργανα, δημοκρατικά εκλεγμένα, εκπροσωπείται διεθνώς από τον Πρόεδρό της, τον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Μέχρι την αποχώρηση των τουρκοκυπρίων από τα συνταγματικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1963, αρχές 1964, η τουρκοκυπριακή κοινότητα και οι τουρκοκύπριοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας μετείχαν στα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν και Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στελέχωναν όλα τα όργανα - η Βουλή είχε τουρκοκύπριους βουλευτές, ο βοηθός γενικός εισαγγελέας, ο βοηθός διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ήσαν Τουρκοκύπριοι, Κύπριοι πολίτες.

Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό είναι μια πραγματικότητα και μια νομική κατάσταση που κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει και κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Το γεγονός ότι υπάρχει το κράτος αυτό, το οποίο έχει όλα τα δικαιώματα ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν οι κοινότητες. Οι κοινότητες όμως ως συνταγματικές οντότητες προβλεπόμενες από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, που έχει δικοινοτικό χαρακτήρα και βασιζόταν και βασίζεται στην ύπαρξη των δύο κοινοτήτων.

Ο διάλογος είναι δικοινοτικός και αναζητείται μια λύση, η οποία, όπως έχει κατ' επανάληψη συμφωνηθεί -τελευταία φορά στο Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου του 2014 μεταξύ του Προέδρου Αναστασιάδη και του κ. Eroğlu, μεταξύ των ηγετών των δύο Κοινοτήτων, είναι μια λύση ομοσπονδιακή, δικοινοτική, διζωνική, σύμφωνη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Όταν λέμε Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου εννοούμε τη Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977 και τη Συμφωνία Κυπριανού-Ντενκτάς του 1979 και το κοινοτικό κεκτημένο. Αυτό είναι ένα σχήμα δύο επιπέδων, το οποίο πρέπει να γίνει αντιληπτό από την Τουρκία.

Το κράτος έχει τον έλεγχο του ορυκτού πλούτου, υπόγειου και υποθαλάσσιου. Το κράτος αυτό θα εξακολουθήσει να υπάρχει μετασχηματιζόμενο ως συνέχειά του, μόλις βρεθεί και συμφωνηθεί μια κοινά αποδεκτή και βιώσιμη λύση – και υπάρχουν οι δύο κοινότητες, οι οποίες μετέχουν στις διακοινοτικές συνομιλίες. Το γεγονός λοιπόν ότι η Τουρκία δεν αποδέχεται αυτό, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, δεν εφαρμόζει τη συμφωνία επανεισδοχής, δημιουργεί προβλήματα στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στην πορεία των διακοινοτικών συνομιλιών, δημιουργεί προβλήματα στη συμμαχία εναντίον του ISIS, δημιουργεί προβλήματα σταθερότητας σε όλη την περιοχή.

Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι η ΕΕ, ο ΟΗΕ, η διεθνής κοινότητα, πρωτίστως ο ΟΗΕ που έχει τη σχετική αρμοδιότητα, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες κυρίως μέσω του νέου ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, του κ. Espen Eide, προκειμένου να αποκατασταθούν οι συνομιλίες που έχουν ανασταλεί. Και είναι προφανές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, η ελληνική Κυβέρνηση που στηρίζει τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, θέλουν να επαναληφθούν οι συνομιλίες και στόχος μας είναι να επαναληφθούν και να ευδοκιμήσουν οι συνομιλίες, αλλά δεν μπορεί αυτό να γίνει όταν συνεχίζεται μια πρόκληση εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας που τελείται από την Τουρκία στο όνομα του ψευδοκράτους ή, στην καλύτερη περίπτωση, στο όνομα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία ως οντότητα μετέχει στις συνομιλίες.

Η απάντηση επί της ουσίας είναι ότι δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα και δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας, διότι, έχει ειπωθεί σε όλους τους τόνους από την πλευρά του Προέδρου Αναστασιάδη και από την πλευρά της ελληνοκυπριακής κοινότητας ως οντότητας, ότι, ούτως ή άλλως, τα θέματα του ορυκτού πλούτου, άρα και των κυριαρχικών δικαιωμάτων θα ανήκουν στο ομοσπονδιακό κράτος, δηλαδή, θα ανήκουν στην κεντρική κυβέρνηση και η κεντρική κυβέρνηση στο νέο σχήμα που επιδιώκεται να συμφωνηθεί είναι αυτή που κατά το Σύνταγμα του κράτους αυτού θα διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των πολιτών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αναλογικά, άρα στο πλαίσιο μιας ισότητας αναλογικής.

Θα διασφαλίζει δε και τα δικαιώματα των δύο πλευρών, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής, με έναν τρόπο που δεν θα είναι απλώς ίσος, αλλά θα είναι και φιλικότερος προς την τουρκοκυπριακή πλευρά για να μειωθεί η απόσταση των επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτό έχει συμφωνηθεί σε παλαιότερες φάσεις των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυρίων Χριστόφια και Talat και στη συνέχεια των κυρίων Χριστόφια και Eroğlu.

Τα θέματα αυτά, όμως, θα τα ρυθμίσει στη φάση αυτή το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι αρμόδιο και, αν επιτευχθεί και όταν επιτευχθεί μια λύση, η κεντρική κυβέρνηση της Κύπρου, η οποία θα έχει δικοινοτικά και διζωνικά χαρακτηριστικά. Μπορούν αυτού του είδους οι διασφαλίσεις να αποκτήσουν και θεσμικό χαρακτήρα και, έτσι, παραμένει χωρίς κανένα επιχείρημα η συνεχιζόμενη προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αντίδραση είναι έντονη, η αντίδραση έχει πολιτικά και μπορεί να αποκτήσει και νομικά χαρακτηριστικά, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Εμείς, σίγουρα, θέλουμε αυτή η συζήτηση να καταστεί άνευ αντικειμένου μέσα από την αποκλιμάκωση και μέσα από την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας, για την οποία καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια.

Μας απασχόλησε πάρα πολύ στις συζητήσεις μας με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον Υπουργό Εξωτερικών, τον κ. Κασουλίδη και στις συζητήσεις μας με τους αρχηγούς των κυπριακών πολιτικών κομμάτων, την Παρασκευή που ήμασταν στη Λευκωσία με τον Πρωθυπουργό – εγώ, ήμουν και μία εβδομάδα πριν, για την τριμερή Υπουργική συνάντηση Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου – το ζήτημα των ελληνοτουρκικών επαφών ενόσω εξακολουθεί να υπάρχει το Barbaros στην κυπριακή ΑΟΖ.

Κρίναμε ότι αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας Ελλάδος-Τουρκίας είναι, ίσως, ο πιο αποτελεσματικός και ο πιο φερέγγυος για να προβληθούν τα επιχειρήματα που εδράζονται στο διεθνές δίκαιο, τα επιχειρήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία, δυστυχώς, δεν αναγνωρίζεται από την Τουρκία και, έτσι, να πετύχουμε τον στόχο μας, που είναι η αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας και, κατόπιν αυτού, η αποκατάσταση του διαλόγου, δηλαδή, η επανάληψη του διαλόγου.
Υπό την έννοια αυτή η δική μου συμφωνημένη επίσκεψη στην Άγκυρα θα πραγματοποιηθεί στις 29 Νοεμβρίου, δηλαδή την παραμονή της θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και παράλληλα με την επίσκεψη της Αυτού Αγιότητος του Πάπα, ως Αρχηγού του Κράτους της Αγίας Έδρας στην Τουρκική Δημοκρατία και ως προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Στη συνέχεια, δηλαδή, στις 5 και 6 Δεκεμβρίου, όπως συμφωνήθηκε και στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο Πρωθυπουργός με τον κ. Davutoğlu, θα πραγματοποιηθεί η τακτική Σύνοδος του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων, η τρίτη κατά σειρά, η οποία θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο, αλλά μετετέθη για μετά το τέλος της Ελληνικής Προεδρίας. Ξαναμετατέθηκε, όπως συμφωνήθηκε στο Κάρντιφ, στη συνάντηση που είχαμε με τον κ. Erdoğan, να γίνει μέχρι το τέλος του χρόνου, γιατί αλλιώς θα χάναμε μια ολόκληρη χρονιά στην επαφή αυτή – και θεωρήσαμε ότι είναι μία σειρά ενεργειών και συναντήσεων, η οποία μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τις απόψεις μας ευθέως και να ξέρουμε εμείς, πρωτογενώς και αυθεντικά, ποια είναι τα όρια της τουρκικής θέσης.

Βεβαίως, θυμίζω ότι είχε προηγηθεί η Σύνοδος Κορυφής του Καΐρου.

Την εβδομάδα αυτή, πραγματοποιείται σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων διμερής συνάντηση Ελλάδος-Ισραήλ και τριμερής συνάντηση Ελλάδος-Ισραήλ-Κύπρου στην Αθήνα και την παραμονή της συνάντησης των δύο κυβερνήσεων εδώ, πραγματοποιούνται δύο πολύ σημαντικές διεθνείς δραστηριότητες, δηλαδή, η Σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις 2 και 3 Δεκεμβρίου και η Σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ στις 4 και 5 Δεκεμβρίου.

Υπό την έννοια αυτή, υπάρχει μία αλληλουχία ενεργειών για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε, εάν χρειαστεί, και στην τελευταία φάση της συζήτησης, υπό άλλες συνθήκες.

Κατόπιν αυτού, δεν χρειάζεται να αναφερθώ στη φάση στην οποία βρίσκονται τώρα οι συζητήσεις για το Κυπριακό, πάντα στο πλαίσιο που ανέφερα και με βάση το κοινό ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου του 2014.

Θέλω να πω μόνο ότι, όταν συμφωνήθηκε το κοινό ανακοινωθέν, είχαν διαμορφωθεί όλα τα δεδομένα σε σχέση με την Κυπριακή ΑΟΖ και την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, δηλαδή, και οι διακρατικές συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ είχαν συναφθεί και οι εμπορικές συμφωνίες με κοινοπραξίες είχαν υπογραφεί. Άρα και η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία γνώριζαν τα δεδομένα πριν από την 11η Φεβρουαρίου του 2014, οπότε και είχαμε την έναρξη των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων στη φάση αυτή.

Τώρα, σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τα όσα είπαμε, θέλω απλώς να θυμίσω, ότι εμείς φυσικά ποτέ δεν παραλείπουμε να τονίζουμε ότι καταλύτης για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και για την απόκτηση μιας θετικής δυναμικής, είναι η λύση του Κυπριακού.

Επίσης, ποτέ δεν κρύψαμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, εξαρτάται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, από την λύση του Κυπριακού. Διότι, πως μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία, που έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και που απαιτεί την σύναψη μιας συμφωνίας με το νέο κράτος-μέλος και 28 κράτη-μέλη της Ε.Ε., όταν δεν αναγνωρίζεται το ένα από τα μέλη αυτά; Δεν είναι πολύ απλά τα πράγματα;

Βεβαίως, είναι πάντα προς συζήτηση, ποιά είναι η ίδια η τουρκική επιλογή για τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αυτό είναι ένα αντικείμενο συζήτησης στις επαφές που θα έχουμε και στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων.

Συνεχίζουμε, όμως, όλες τις επαφές σε όλα τα επίπεδα. Σας θυμίζω, ότι από το 2002 μέχρι σήμερα, έχουν οργανωθεί 58 γύροι διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, οι οποίοι στους τελευταίους 18 μήνες μετά τις οδηγίες μου, μετασχηματίζονται σε διερευνητικούς γύρους για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και τις ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Κι έχουμε φτάσει μέχρι του σημείου να συζητάμε για τον κανόνα αναφοράς. Η Τουρκία, δεν είναι κράτος-μέλος της Σύμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά αναγνωρίζει πλέον, ρητά την ισχύ του εθιμικού Δικαίου της Θάλασσας το οποίο καταγράφεται στη νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων που οριοθετούν θαλάσσιες ζώνες με βάση τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. Αυτό, λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Επίσης, ποτέ δεν έχουμε διακόψει το διάλογο για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης αεροναυτικού χαρακτήρα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Χαρακτηριστικά είναι αυτά τα οποία περιλαμβάνονται, βέβαια, στο γνωστό μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ, για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. Γνωρίζετε πάρα πολύ καλά, ότι αυτό το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής έχει διαμορφωθεί τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ίσως, είναι μια ευκαιρία σήμερα, να θυμηθούμε κάποια πράγματα για να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα σε σχέση με αυτά, αλλά με αφορμή τις ερωτήσεις σας.

Έρχομαι, τώρα, πολύ πιο βιαστικά σε μια απλή αναφορά -επιφυλάσσομαι να απαντήσω σε ερωτήσεις, εάν χρειαστεί- για τα θέματα που αφορούν τη Μέση Ανατολή, πάρα πολύ σύντομα και την Ανατολική Γειτονία, ακόμη πιο σύντομα, και θα τα πούμε στη συζήτηση.

Ξέρετε, ότι πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήσαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών μια μεγάλη σύσκεψη των διαπιστευμένων Πρέσβεων μας σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Αυτό, μας έδωσε την ευκαιρία να κάνουμε μια σε βάθος ανάλυση των θεμάτων. Αν με ρωτούσε κάποιος, ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής των κρίσεων στην Μέση Ανατολή, θα έλεγα ότι στην πραγματικότητα υπάρχει ένα αξιακό ιδεολογικό υπόβαθρο που αφορά τη σχέση δημοκρατίας και ασφάλειας, σύμφωνα με τα δυτικά στερεότυπα στα οποία αναφέρθηκα. Τώρα γίνεται μια αναψηλάφηση των εκτιμήσεων για την «αραβική άνοιξη» πριν από δύο χρόνια. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει καμία ενιαία στάση της διεθνούς κοινότητας. Υπάρχουν σαφείς εθνικές προτεραιότητες και διαφορετική εκτίμηση των περιφερειακών συσχετισμών και για τις μεγάλες χώρες και για τις χώρες που διεκδικούν το ρόλο περιφερειακής δύναμης.

Είναι προφανές, ότι βρισκόμαστε πάρα πολύ συχνά αντιμέτωποι με προσλαμβάνουσες παραστάσεις, οι οποίες θυμίζουν Κοινωνία των Εθνών, το καθεστώς των εντολών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, δηλαδή, ένα καθεστώς που οδήγησε στην μικρασιατική εκστρατεία και την μικρασιατική καταστροφή σε σχέση με την ελληνική εμπειρία. Αντιμετωπίζουμε καταστάσεις που θυμίζουν το περιβόητο Σύμφωνο Sykes-Picot για το πώς χαράχθηκαν οι ζώνες επιρροής στη Μέση Ανατολή μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, οι οποίες δεν είναι διαφορετικές από τις μεγάλες δυνάμεις της σημερινής εποχής- με εξαίρεση τον ρόλο των ΗΠΑ που τότε δεν ήταν παρούσα στην περιοχή- αλλά η Γαλλία, το Ηνωμένα Βασίλειο, η Ιταλία εν μέρει, και η Ρωσία είναι παρούσες πάντα.

Στην πραγματικότητα, έχουμε πολύ εμφανείς εσωτερικές αντιθέσεις στον αραβικό και στον μουσουλμανικό κόσμο. Είναι προφανές, ότι τα φόρα που λειτουργούν όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Αφρικανική Ένωση δεν μπορούν να παίξουν ιδιαίτερο ρόλο. Βλέπουμε πόσο έχει χαλαρώσει η δυνατότητα παρέμβασης της Ε.Ε. ως τέτοιας και, φυσικά, πάντα ζούμε την κρίση της διεθνούς νομιμότητας στο επίπεδο της αδυναμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να αποφασίσει εγκαίρως και να επιβάλει τις αποφάσεις του.

Υπάρχει, όμως, και ένα ειδικότερο ζήτημα. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη σύγκρουση σε σχέση με την έννοια της συμπεριληπτικότητας, (inclusiveness) σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζουμε τις κρίσεις σε όλες τις χώρες. Στο Μεσανατολικό, στο εσωτερικό, δηλαδή, των Παλαιστινίων, στη Συρία, στο Ιράκ, στην Λιβύη, στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο θέμα.

Το ερώτημα με άλλα λόγια, είναι, εάν όταν πηγαίνουμε να βρούμε μια πολιτική λύση με συμπερίληψη όλων των δυνάμεων που μετέχουν σε ένα μέτωπο, εάν εννοούμε και τις τρομοκρατικές δυνάμεις, οι οποίες κατά περίπτωση εμφανίζονται ως μετριοπαθέστερες ή εάν αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό.

Αυτό το φλερτ με την ιδέα μιας συμπεριληπτικότητας, που κατά καιρούς συναλλάσσεται με δυνάμεις οι οποίες εφαρμόζουν τρομοκρατικές πρακτικές, είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από την ξαφνική γιγάντωση του ISIS, του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους. Γιατί αυτό έγινε αντικείμενο ενός διπλωματικού, πολιτικό-διπλωματικού και στρατιωτικού παιγνίου στη Συρία και αυτό υπάρχει ως πρόβλημα τώρα και στη Λιβύη, η οποία έχει οδηγηθεί στην πολιτειακή αποσύνθεση, αλλά υπάρχουν πολύ μεγάλες αντιθέσεις. Υπάρχουν και πολύ σοβαρές αμφισβητήσεις, πλέον, για το ποια πολιτική εκφράζει ο O.H.E. από την άποψη αυτή, διά των ειδικών αντιπροσώπων του, δηλαδή, του κ. Μπερναντίνο Λεόν, στη Λιβύη και του κ. Σταφάν Ντε Μιστούρα, στη Συρία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα.

Από αυτή την οπτική γωνία, τώρα, μπορούμε στη διάρκεια της συζήτησης να μιλήσουμε για το Παλαιστινιακό, για τη Συρία, για τον ISIS, θα μιλήσουμε ξανά για τον ρόλο της Αιγύπτου, ο οποίος είναι καταλυτικός για όλα τα θέματα. Είναι καταλυτικός για το Παλαιστινιακό, για την εκεχειρία στη Γάζα, για την κατάσταση στη Συρία, για την κατάσταση στην Λιβύη, για τα πάντα. Θα μιλήσουμε για τη σχέση μας για τις χώρες του Κόλπου και τις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και για τις πηγές ενέργειας, γιατί για μας η σχέση με το Κατάρ ή η σχέση μας με την Αλγερία είναι πολύ σημαντική για την κάλυψη των αναγκών τροφοδοσίας μας σε φυσικό αέριο. Για τις χώρες που υφίστανται πάντα τις συνέπειες της κρίσης, όπως, ο Λίβανος, για το πόσο μπορεί να αντέξει ακόμη το φορτίο η Ιορδανία, για το ποια είναι η σχέση μας με το Ιράν. Ποια είναι η πολιτική μας στη Λιβύη και ποια είναι η πολιτική μας με τις άλλες χώρες της περιοχής, όπως είναι η Τυνησία, το Μαρόκο;

Μόνο θα πω ότι έχουμε ανακοινώσει, ότι όχι απλώς διατηρούμε, αλλά και ενισχύουμε την παρουσία μας στην αποστολή του Ο.Η.Ε. στο Λίβανο, στην Unifil, διότι η περιοχή δεν επιτρέπει να είμαστε παρόντες με μια πυραυλάκατο. Eίναι πολύ μικρό σκάφος για τις ανάγκες της περιοχής. Φυσικά συμμετέχουμε στις αποστολές του ΝΑΤΟ, όπως είναι η Active Endeavour, με υποβρύχιο. Αυτές είναι, όμως, διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Σας θυμίζω, ότι έχω επισκεφθεί από τον Σεπτέμβριο του 2013, το Ιράν και αναμένουμε ανταπόδοση της επίσκεψης αυτής.

Έχουμε κάνει πάνω από 7 συναντήσεις με τον ομόλογό μου της Αλγερίας.

Είχαμε πολύ υψηλού επιπέδου συναντήσεις με τον Πρόεδρο και Υπουργό Εξωτερικών της Τυνησίας, του Μαρόκου και προσπαθούμε να έχουμε μία αξιόπιστη σχέση με όλη αυτή την περιοχή.

Τελειώνω - γιατί μακρηγόρησα - με την γενική, μόνο, αναφορά στην Ανατολική Γειτονία. Το πρόβλημα είναι πώς αφομοιώνει η Ρωσία την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης 25 μετά. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα. Δηλαδή, το ζήτημα στη πραγματικότητα είναι, η πρόσληψη της Ρωσίας και η πρόσληψη της Δύσης για τον διεθνοπολιτικό ρόλο της Ρωσίας και τον ζωτικό της χώρο.

Είναι προφανές ότι αλλιώς αντιμετωπίζει η Ρωσία την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών και την Τελωνειακή Ένωση και αλλιώς η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Εδώ έχουμε μια ποικιλία, όπως ξέρετε, συμπεριφορών. Έχουμε τις Βαλτικές χώρες, που είναι προ πολλού μέλη και της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Έχουμε χώρες, οι οποίες προβληματίζονται, όπως είναι το Αζερμπαϊτζάν. Χώρες, οι οποίες είναι πάρα πολύ επιφυλακτικές στη σχέση τους με την Ευρώπη, παρότι μετέχουν στην ανατολική γειτονία, όπως είναι η Αρμενία.

Έχουμε χώρες, όπως είναι η Γεωργία, οι οποίες έχουν μια καθαρή επιλογή ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική κρίση, αλλά βλέπετε τι γίνεται. Έχουμε μεγάλη κυβερνητική κρίση και έχουμε την Αμπχαζία και την Οσετία ως ανοιχτά προβλήματα. Φυσικά έχουμε και το ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας. Έχουμε τη Μολδαβία που παρά το μικρό της μέγεθος έχει τα ίδια λίγο πολύ διλήμματα με την Ουκρανία και είναι προ εκλογών. Συμπτωματικά τώρα είναι και η Ρουμανία προ εκλογών.

Στην πραγματικότητα πίσω απ' όλα αυτά βρίσκεται και το ζήτημα της ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης, αλλά και της ενεργειακής πολιτικής της Ρωσίας, η οποία όπως ξέρετε αντλεί το 60% των δημοσιονομικών της εσόδων από την πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Άρα, υπάρχει ένα τέτοιο ζήτημα.

Ξέρετε, ότι κάνουμε ό,τι μπορούμε για τις ελληνικές κοινότητες της Μαριούπολης, ώστε να μείνουν εκτός των πολεμικών συγκρούσεων, των πολεμικών επεισοδίων, αλλά, δυστυχώς, είχαμε θύματα πριν από λίγες μέρες. Το Γενικό Προξενείο έχει επιστρέψει στην Μαριούπολη και άρχισε να λειτουργεί. Το Γενικό Προξενείο της Οδησσού έχει χάσει την επαφή του με την Κριμαία, γιατί έχει αλλάξει το διεθνοπολιτικό καθεστώς de facto εκεί.

Εμείς, όμως, στο πλαίσιο που θέτει η ιδιότητά μας ως κράτος - μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, προσπαθούμε να διατηρήσουμε όλους τους διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία ανοικτές. Περιμένω, ο κ. Λαβρώφ, να προσδιορίσει την ημερομηνία ανταπόδοσης της επίσκεψής του με δική μου επίσκεψη στη Μόσχα. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών για Πολιτικές Υποθέσεις, ο κ. Μεσκόφ, θα έρθει στις 24 του μηνός για πολιτικές διαβουλεύσεις με τον κ. Γενικό Γραμματέα, τον Πρέσβη, κ. Μητσιάλη. Στις 14 του μηνός θα έρθει ο Υπουργός Μεταφορών της Ρωσίας για να συναντηθεί με τον κ. Κούρκουλα, επειδή είναι συμπρόεδροι της Μικτής Διυπουργικής Επιτροπής. Προωθούμε το έτος 2016, ως έτος Ελλάδος στη Ρωσία. Θα μιλήσουμε κάποια στιγμή για τις κυρώσεις, τα αντίμετρα και τι μπορούσε να γίνει, τι γίνεται και τι θα γίνει.

Φυσικά, μας απασχολεί πάρα πολύ να αξιοποιήσουμε τους τελευταίους δύο μήνες της Ελληνικής Προεδρίας στον ΟΣΕΠ, παρότι, συμπίπτουν με κυβερνητικές αλλαγές και αλλαγές των Υπουργών σε πάρα πολλές χώρες.

Δεν αναφέρομαι καθόλου σε ζητήματα των δυτικών Βαλκανίων.

Λέω μόνο, ότι αύριο πραγματοποιείται προγραμματισμένη συνάντηση του κ. Νίμιτς, στη Νέα Υόρκη, με τους διαπραγματευτές των δύο πλευρών, γιατί έχει αλλάξει ο διαπραγματευτής της άλλης πλευράς και είναι η πρώτη του συμμετοχή. Και ότι η ελληνική θέση είναι γνωστή, αυτή που έχει διαμορφωθεί το 2008 και έχει προβληθεί και έχει γίνει δεκτή από ευρύτατο μέρος του πολιτικού φάσματος. Αυτή είναι η πολιτική που ακολουθούμε, χωρίς καμία αλλαγή.

Τώρα, δεν θα αναφερθώ στα άλλα θέματα, στα οποία έχουν σχέση με τα Βαλκάνια, αφήνω την πρωτοβουλία σε εσάς και επιφυλάσσομαι για την δευτερολογία.-


Δευτερολογία

ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Σε σχέση με την Τουρκία. Προφανώς η Τουρκία έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η γεωγραφική της θέση και ότι η εθνοτική και θρησκευτική της ταυτότητα την καθιστά παράμετρο όλων των ανοιχτών προβλημάτων στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Όπως είπα και στην εισήγησή μου, όταν μια χώρα είναι παράμετρος τόσων προβλημάτων, μπορεί να θεωρεί ότι αποκτά μια πρόσθετη ισχύ ή ότι αποκτά τις προϋποθέσεις μιας ειδικής διεθνούς ασυλίας. Αυτό, δεν ισχύει, γιατί η διεθνής νομιμότητα τελικώς ισχύει έναντι όλων. Εάν πράγματι είναι επιλογή της Τουρκίας και της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, αυτό συνοδεύεται με μια σειρά από όρους, μια σειρά από προϋποθέσεις, τις οποίες οφείλει να σεβαστεί η Τουρκία και επί των οποίων έχει λόγο και η Ελλάδα, αλλά και η Κυπριακή Δημοκρατία, ως κράτος - μέλος της Ε.Ε..

Δεν μπορεί να είναι επιδίωξη της Τουρκίας η αναγνώριση του ψευδοκράτους, δεν έχει τέτοια ψευδαίσθηση και δεν έχει τέτοια ψευδαίσθηση, διότι η αναγνώριση της οντότητας αυτής απαγορεύεται ρητά από τις ισχύουσες αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το ζήτημα δεν είναι η αναγνώριση του ψευδοκράτους, αλλά η μη αναγνώριση από πλευράς της της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από αυτό απορρέουν όλα τα προβλήματα και είχα την ευκαιρία να εξηγήσω το σχήμα που ισχύει νομικά στην Κύπρο, το οποίο πρέπει να αντιληφθεί η Τουρκία, αλλά βεβαίως, πρέπει να το αντιληφθούν και όλοι όσοι ασχολούνται με το Κυπριακό. Ο κ. Άϊντα είναι ένας πεπειραμένος πολιτικός, καλόπιστος, προοδευτικών αντιλήψεων, με μεγάλη εμπειρία στα θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Αφιέρωσα πολύ χρόνο στις συναντήσεις που είχα μαζί του προκειμένου να του παρουσιάσω το σχήμα αυτό.

Βεβαίως, οφείλουμε να ομολογούμε την πραγματικότητα και όπως είπα και χθες, είχα την ευκαιρία να απαντήσω σε μια συνέντευξή μου σε μια κυπριακή εφημερίδα, την Καθημερινή, σε δύο κρίσιμες ερωτήσεις. Η πρώτη ερώτηση ήταν αν είμαι ευχαριστημένος από την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στην κραυγαλέα προσβολή του διεθνούς δικαίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Η απάντησή μου είναι ότι δεν είμαι ευχαριστημένος. Δεν αρκεί η αόριστη αναφορά στα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναγνώρισή τους. Δεν αρκεί η επίκληση της διεθνούς νομιμότητας, δεν αρκεί να επισημαίνεις την ανάγκη επανάληψης των συνομιλιών, αλλά πρέπει να ζητάς από την Τουρκία να πάψει μια μονομερή παράνομη ενέργεια που την άρχισε και η οποία πρέπει να τελειώσει. Αυτό πρέπει να λεχθεί καθαρά.

Το δεύτερο που είπα είναι ότι πρώτος στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι, κατά τη γνώμη μου, να προστατευθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ως προς την ενεργό άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, δηλαδή, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποδεχθεί οποιουδήποτε είδους άμεσο ή έμμεσο μορατόριουμ στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Από την άποψη αυτή, πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να μελετήσει προσεκτικά και την ελληνική εμπειρία των τελευταίων 40 ετών.

Βεβαίως και η Ελλάδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στους περιφερειακούς συσχετισμούς, στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, προβάλλει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, αρκεί αυτά να είναι πραγματικά πλεονεκτήματα. Βεβαίως και προβάλλει το γεγονός ότι είναι ένα παλιό μέλος του ΝΑΤΟ, εδώ και 62 χρόνια. Η Τουρκία είναι επίσης παλιό μέλος του ΝΑΤΟ, γιατί υπήρξε ταυτόχρονη εισδοχή Ελλάδος και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Βεβαίως και είναι σημαντικό ότι έχουμε αμυντικές δαπάνες που υπερβαίνουν το 2% του Α.Ε.Π., όχι για εξοπλισμούς αλλά και για λειτουργικά έξοδα και για μισθοδοσία, αλλά μεγαλύτερη σημασία αποδίδει το ΝΑΤΟ στον βαθμό συμμετοχής μιας χώρας σε αποστολές. Έχει λοιπόν πολύ μεγαλύτερη σημασία να λέμε ότι μετέχουμε στην Active Endeavour ή ότι μετέχουμε στις αποστολές στην KFOR ή στο Αφγανιστάν, από την άποψη του συσχετισμού στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο. Αλλιώς δεν θα είχε καμία λογική η συμμετοχή χωρών, όπως η Αλβανία ή όπως η ΠΓΔΜ, σε αυτές τις αποστολές. Μετέχουν στις αποστολές αυτές διεκδικώντας κάτι για τον εαυτό τους στην περιοχή τους και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες.

Όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, όσο και αν επιβαρυνόμαστε από τις μεταναστευτικές ροές που στην ακρίβεια είναι προσφυγικές ροές όταν έχουμε πληθυσμούς όπως ο συριακός, η Τουρκία έχει να παρουσιάσει αυτή τη στιγμή περίπου 2 εκατ. πρόσφυγες από τη Συρία, που τους φιλοξενεί στο έδαφός της. Επομένως, πρέπει και εμείς να σκεφτούμε πως τίθεται το ζήτημα αυτό των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο δεν είναι στενά ελληνικό ή στενά νοτιοευρωπαϊκό ή στενά μεσογειακό, αλλά είναι περιφερειακό και θα μου επιτρέψετε να πω, παγκόσμιο από ένα σημείο και μετά.

Όλα τα θέματα που αφορούν τη Θράκη, είναι θέματα που αφορούν την ελληνική πολιτεία, την ελληνική έννομη τάξη, είναι θέματα εσωτερικής πολιτικής. Βεβαίως και κατά τη Συνθήκη της Λωζάννης, έχουμε και εμείς το ενδιαφέρον μας για την ελληνική ορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και, βεβαίως, έχουμε και εμείς ένα δικαίωμα ιδιαίτερης ευαισθησίας σε σχέση με την προστασία των χριστιανικών μνημείων ή ευρύτερα των βυζαντινών μνημείων στην τουρκική επικράτεια. Όμως, στα θέματα προστασίας των μειονοτήτων και στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν υπάρχει αμοιβαιότητα, δεν υπάρχει μια διεθνής διαπραγμάτευση, υπάρχει μονομερής συνταγματική και διεθνής υποχρέωση κάθε κράτους να σέβεται πλήρως τα μειονοτικά δικαιώματα και γενικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Μπορούμε να οργανώσουμε μια συζήτηση για τη Θράκη και θα έλεγα ότι επιβάλλεται να το κάνουμε αυτό και όχι μόνο στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας, γιατί εμπλέκονται και πάρα πολλά άλλα θέματα. Το εκπαιδευτικό ζήτημα είναι ίσως το μείζον ζήτημα στη Θράκη, αλλά εάν έπρεπε να πω πολύ συνοπτικά μια αρχή που πρέπει να διέπει την πολιτική μας, είναι ότι φερόμαστε στους μουσουλμάνους στο θρήσκευμα Έλληνες πολίτες που κατοικούν στη Θράκη και ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα, όπως αυτή ορίζεται κατά τη Συνθήκη της Λωζάννης, όπως φερόμαστε σε όλους αδιακρίτως τους Έλληνες πολίτες, με τα ίδια δικαιώματα, με τις ίδιες ευαισθησίες, χωρίς καμία μα καμία υποχώρηση σε λογικές γκετοποίησης.

Μόνον η πλήρης εκπαίδευση, η πλήρης ενσωμάτωση στην κοινωνική και οικονομική και πολιτιστική ζωή, η πλήρης αίσθηση ασφάλειας και ελευθερίας θα αποτρέψει τους κινδύνους παρεμβάσεων, οι οποίες δεν σέβονται το διεθνές δίκαιο, δεν σέβονται την εθνική κυριαρχία της χώρας μας, δεν σέβονται το πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την πλήρη εφαρμογή του Ελληνικού Συντάγματος. Δεν θέλω να επεκταθώ τώρα σε λεπτομέρειες, αλλά αυτή είναι η αρχή.

Στα θέματα που αφορούν το εσωτερικό πολιτικό ζήτημα της Τουρκίας, το οποίο είναι και αυτό μια πολύ σημαντική παράμετρος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, αλλά και τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Σε όλες τις χώρες πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τον πολιτικό κύκλο για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, γιατί, ναι μεν, η εσωτερική πολιτική δεν πρέπει να επηρεάζεται από την εξωτερική πολιτική, αλλά η εξωτερική πολιτική ασκείται από κυβερνήσεις, εν τέλει από κοινοβούλια και πρέπει να έχουμε αίσθηση του εσωτερικού πολιτικού συσχετισμού για να παρακολουθούμε την στρατηγική σε ένα επίπεδο περιφερειακό και διεθνές. Υπό την έννοια αυτή, πράγματι ο διάλογος με τους Κούρδους, η επίλυση του κουρδικού ζητήματος είναι ζήτημα μείζονος προτεραιότητας για την τουρκική κυβέρνηση, αλλά ταυτοχρόνως η Τουρκία έχει να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στο Ιρακινό Κουρδιστάν, έχει να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στη Συρία, έχει να αντιμετωπίσει, όπως αντιλαμβάνεστε και άλλα πολλά εθνοτικά και θρησκευτικά ζητήματα, έχει να αντιμετωπίσει ζητήματα ταυτότητας που είναι πάρα πολύ σοβαρά. Εμείς, όλα αυτά τα παρακολουθούμε, τα σεβόμαστε, τα αναλύουμε, δεν παρεμβαίνουμε στην εσωτερική πολιτική ζωή της Τουρκίας, ούτε θίγουμε τη δική της εθνική κυριαρχία, αλλά δεν θέλουμε να εξάγεται καμία κρίση, δεν θέλουμε κανένα εσωτερικό ζήτημα να μετατρέπεται σε αίτιο ή σε αφορμή μιας έντασης, η οποία έχει χαρακτηριστικά διεθνή.

Θέλουμε, βέβαια, να ενισχύσουμε την προξενική μας παρουσία στις περιοχές του Ιρακινού Κουρδιστάν και γι' αυτό η ερώτηση ήταν πολύ εύλογη, εάν επιδιώκουμε το Γραφείο Οικονομικού Συμβούλου που υπάρχει στο Ερμπίλ, να το μετατρέψουμε σε Γενικό Προξενείο. Ναι, η επιδίωξή μας είναι να αποκτήσουμε ένα πλήρες Γενικό Προξενείο διότι, δεν αρκεί να έχουμε μόνο έναν Οικονομικό Σύμβουλο στο Ερμπίλ. Βεβαίως, τώρα, το βασικό είναι, να ενισχύσουμε τους Πεσμεργκά, στις πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγουν εναντίον του ISIS, του και γι' αυτό η Ελλάδα ποτέ δεν δίστασε να δηλώσει ότι μετέχει στη διεθνή συμμαχία εναντίον του ISIS, και ότι μετέχει και με την αποστολή πυρομαχικών παλαιού σοβιετικού τύπου που έτυχε να διαθέτει. Μέσω της νόμιμης κυβέρνησης του Ιράκ και των μηχανισμών του ΟΗΕ- γιατί αυτά πιστοποιούνται και ελέγχονται από τους μηχανισμούς του ΟΗΕ- ώστε να ενισχυθούν οι Πεσμεργκά. Βλέπετε, πόσο μεγάλη σημασία αποδίδουν όλοι, και κυρίως οι ΗΠΑ, στην συνεχή διαπραγμάτευσή τους με την Τουρκία προκειμένου να επιτραπεί η διέλευση δυνάμεων των Πεσμεργκά προς το Κομπάνι.

Πρέπει να πω εδώ, ότι σε σχέση με το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, με εξέπληξε λίγο η τοποθέτηση της κυρίας Βαλαβάνη, εκ μέρους του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., επειδή είχα μείνει με την εντύπωση, χθες, στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ότι ήταν μάλλον θετικοί ως προς την συγκρότηση του Συμβουλίου αυτού, και ως προς την επίσκεψή μου στην Άγκυρα.

Λέω επί της ουσίας: μας προβλημάτισε πάρα πολύ το ζήτημα αυτό. Μας προβλημάτισε πάρα πολύ το αν πρέπει να γίνουν οι επαφές. Και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να γίνουν οι επαφές, πρώτον, διότι αυτό το συζητήσαμε εκτενώς με την κυπριακή πολιτική ηγεσία, και δεύτερον, επειδή το χρονοδιάγραμμα των επαφών μας με την Τουρκία δεν επηρεάζει σε τίποτα το πολύ εντατικό χρονοδιάγραμμα άλλων επαφών και άλλων γεγονότων, όπως είναι η Τριμερής Σύνοδος Κορυφής Ελλάδος- Κύπρου- Αιγύπτου ή η πολιτική διαβούλευση Ελλάδος- Κύπρου- Ισραήλ που θα καταλήξει σε σύνοδο Υπουργών και σε Σύνοδο Κορυφής.
Εκτιμήσαμε, λοιπόν, ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία, εμείς οι ίδιοι να πούμε με τον πιο ακριβή και άμεσο τρόπο τις θέσεις και τις δικές μας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε, θα θυμάστε και την επιστολή του Προέδρου Αναστασιάδη, που κόμισα προς τον κ. Ερντογάν κατά την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, τη παρακλήσει του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός λόγω της ασθένειας του κ. Αναστασιάδη τον εκπροσώπησε υπό την ιδιότητα του Αρχηγού του Κράτους στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Στο ερώτημα εάν μπορούμε υπό τις συνθήκες αυτές να μιλάμε για θέματα χαμηλής πολιτικής ή μιλάμε επί της πολιτικής ουσίας, η απάντηση είναι, προφανώς και μιλάμε επί της πολιτικής ουσίας. Έχω συναντήσει τον κ. Νταβούτογλου πολλές φορές ως Υπουργό Εξωτερικών, συναντήσαμε με τον Πρωθυπουργό τον κ. Ερντογάν στο Κάρντιφ, συνάντησα τον κ. Ερντογάν στην ανάληψη των καθηκόντων του, μιλάω με τον κ. Τσαβούσογλου, έχουμε βρεθεί ήδη αρκετές φορές από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, μιλάμε για όλη την ημερήσια διάταξη των σοβαρών κρίσιμων θεμάτων. Δεν μιλάμε για θέματα χαμηλής πολιτικής, μιλάμε για θέματα υψηλής πολιτικής.

Φυσικά, υπάρχουν τα επίπεδα των τεχνικών επιτροπών, των ομάδων εργασίας που πρέπει να τα σεβαστούμε, δεν θα υποκαταστήσουν ούτε οι Υπουργοί, ούτε οι Πρωθυπουργοί τις ομάδες εργασίας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών ή για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Αλλά, σε ένα πολιτικό επίπεδο, τα θέματα τίθενται με απόλυτη σαφήνεια και απόλυτη σταθερότητα, αρχής γενομένης από την ανάγκη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.

Βέβαια, όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά τα έχουμε πει με τον αναλυτικότερο δυνατό τρόπο και στο Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, τον οποίο είχα την ευκαιρία να ενημερώσω σε κατ' ιδίαν συνάντηση για όλα τα θέματα που αφορούν τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, και φυσικά στο νέο Ειδικό Αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα για το Κυπριακό, τον κ. Άϊντα. Συμπτωματικά, είναι και οι δύο Νορβηγοί σοσιαλδημοκράτες, όπως και ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης και η στρατηγός που διοικεί την UNFICYP είναι Νορβηγίδα στρατηγός, την περίοδο αυτή. Έχουμε έντονη νορβηγική παρουσία.

Ρωτήθηκα για τα θέματα που αφορούν την ανθρωπιστική κρίση στο Κομπάνι, στη Συρία. Μα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό είναι το πρώτο ζήτημα: Οι ανθρωπιστικοί διάδρομοι, η προστασία των πληθυσμών, η ενεργός δράση του Πατριαρχείου Αντιοχείας, το οποίο μπορεί να βοηθήσει από την άποψη αυτή, είναι κάτι το οποίο το προωθούμε και θα το προωθήσουμε ακόμη εντονότερα τώρα με τη συνεργασία του νέου Επιτρόπου της Ε.Ε. για θέματα ανθρωπιστικής βοήθειας, που είναι ο κ. Στυλιανίδης, ο Κύπριος Επίτροπος.

Στα θέματα που αφορούν την κρίση στη Μέση Ανατολή. Με ρώτησαν κάποιοι εκ των κυρίων Βουλευτών, εάν πρέπει να αναψηλαφήσουμε, να επανεξετάσουμε τη στάση μας σε σχέση με τη Συρία. Όχι. Άλλοι πρέπει να επανεξετάσουν τη θέση τους σε σχέση με την Συρία. Αυτοί οι οποίοι τροφοδότησαν το ISIS, γιατί προωθούσαν μια βλαπτική αντίληψη για την λεγόμενη inclusiveness ή inclusivity, την συμπεριληπτικότητα, ή αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι μπορεί να καταλήξουμε σε μια πολιτική λύση εφαρμόσιμη με την παρουσία και την εξουσία του Άσσαντ στη χώρα.
Εξετάζουμε την παρουσία μας και στη Δαμασκό μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε επίπεδο επιτετραμμένου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μια πολιτική λύση, η οποία να μην κινείται στο πλαίσιο της Γενεύης I και της Γενεύης II. Η Ελλάδα κλήθηκε στην Γενεύη II, ενώ δεν είχε κληθεί στη Γενεύη I. Η Ελλάδα ποτέ δεν τάχθηκε υπέρ της στρατιωτικής λύσης, τάχθηκε κατά της χρήσης χημικών όπλων, απεδείχθη ότι έγινε χρήση χημικών όπλων.

Η καταστροφή των χημικών όπλων ήταν προτεραιότητα του ΟΗΕ και του Οργανισμού για την Απαγόρευση Χημικών Όπλων. Αντιμετωπίσαμε επί μήνες μια κατάσταση, η οποία νόθευε την εικόνα, γιατί δημιουργούσε την αίσθηση μιας επικίνδυνης αποστολής με ευθύνη του ΟΗΕ και του Οργανισμού του ΟΗΕ για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων. Και τελικά ολοκληρώθηκε η καταστροφή χωρίς να υπάρξει κανένα οικολογικό πρόβλημα και εμείς ζητήσαμε αυτό να βεβαιωθεί με έρευνες, πριν και μετά, από το Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών που εδρεύει στην Κρήτη. Και θεωρούμε, ότι τώρα έχουμε τη δυνατότητα να βοηθήσουμε απευθείας και μέσω της Ε.Ε. και μέσω της Αιγύπτου, και μέσω του Πατριαρχείου Αντιοχείας, ακριβώς επειδή έχουμε κρατήσει τη στάση αυτή.

Βεβαίως, υπάρχουν χριστιανικές ομάδες οι οποίες έχουν έντονη μονομερή στάση σε σχέση με τα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα στη Συρία. Επίσημο μέλος της αντιπροσωπείας του καθεστώτος στη Γενεύη ΙΙ στο Montreux ήταν ο εκπρόσωπος των Ελληνόρρυθμων Καθολικών, των Ουνιτών, κάτι το οποίο δεν συνέβη με το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Αντιοχείας ή δεν συνέβη με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή με τους Συροχαλδαίους, αλλά συνέβη για παράδειγμα με τους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς, δηλαδή, τους Greс Catholique. Αυτό, λοιπόν, είναι κάτι το οποίο εμάς τώρα μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε το Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο είναι εμπερίστατο, ως προκεχωρημένο φυλάκιο στη χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας για όλους ανεξαιρέτως τους πληθυσμούς.

Στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης, κάναμε μια πολύ οργανωμένη και πολύ σημαντική συζήτηση με τον επικεφαλής της μετριοπαθούς συριακής αντιπολίτευσης, στρατιωτικό σκέλος της οποίας είναι ο ελεύθερος Συριακός στρατός, δηλαδή, το Free Syrian army. Αλλά, βεβαίως, και αυτοί είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, γιατί αυτή τη στιγμή η προτεραιότητα όλων είναι να αντιμετωπιστεί η βάρβαρη απειλή του ISIS, που δημιουργεί, πλέον, εδαφικό δακτύλιο μεταξύ Συρίας και Ιράκ. Δημιουργεί «επικράτεια» και γι' αυτό αναφέρθηκα στην εισαγωγή μου σε υποκρατικές οντότητες, οι οποίες πια είναι μια ασύμμετρη απειλή άλλης τάξεως σε σχέση με τις τρομοκρατικές οργανώσεις, γιατί αυτές συνδέονται και με το έντονο φαινόμενο των ξένων μαχητών, δηλαδή, των foreign fighters, που είναι αντικείμενο ειδικής απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Σε σχέση τώρα με τις ελληνικές περιφερειακές ταυτότητες. Ναι, η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή. Είναι μια χώρα ευρωατλαντική γιατί είναι παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ. Είναι μια χώρα η οποία εκ των πραγμάτων παίζει ρόλο στα δυτικά Βαλκάνια, διότι η ευρωατλαντική μοίρα των δυτικών Βαλκανίων συνδέεται με την Ελλάδα και τον ρόλο της στους δύο αυτούς Οργανισμούς. Είναι προεδρεύουσα χώρα του ΟΣΕΠ, άρα, ενώ γεωγραφικά δεν ανήκει στις παρευξείνιες χώρες, ιστορικά, πολιτιστικά και οικονομικά ανήκει. Και, βέβαια, τη μεσογειακή μας διάσταση την έχουμε ενισχύσει πάρα πολύ και μέσα από την ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική και μέσα από τη συγκρότηση του Med Group, που είναι μια ομάδα ευρωπαϊκών κρατών, δηλαδή, κρατών-μελών της Ε.Ε., που παίζουν ρόλο στα θέματα αυτά. Βέβαια, ο καθένας παίζει ρόλο με βάση τις πολιτικές του.

Στο θέμα της δήθεν οικολογικής απειλής στη Μεσόγειο για τα χημικά όπλα, για την επιχείρηση του οργανισμού απαγόρευσης των χημικών όπλων δεν είχαμε κανέναν σύμμαχο, διότι η Ιταλία, η Κύπρος, η Μάλτα και η Κροατία που έχει και αυτή μια λωρίδα μεσογειακής θαλάσσης ήταν όλες άλλης αντίληψης. Έδωσαν τα λιμάνια τους, έδωσαν τα πλοία τους, πήγαιναν τα πλοία στη Λάρνακα, πήγαιναν τα πλοία στην Ιταλία, ήταν διαθέσιμο το μοναδικό λιμάνι που έχει στην πραγματικότητα η Κροατία κ.ο.κ..

Σε σχέση με το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ, πράγματι, αύριο ο κ. Νίμιτς, όπως σας είπα, θα συναντηθεί με τους δύο διαπραγματευτές. Οι θέσεις του είναι γνωστές, οι θέσεις μας είναι γνωστές. Ποιες είναι οι θέσεις της χώρας μας;
Θα επαναλάβω για πολλοστή φορά, ότι οι θέσεις της χώρας μας έχουν διαμορφωθεί με επίσημη απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής του 2008 πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου του ΝΑΤΟ. Υπήρξε ανταπόκριση των περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων της εποχής εκείνης και άρα υπάρχει ευρύτατη συναίνεση, γιατί είχαν συμφωνήσει όλα τα κόμματα εκείνης της Βουλής, πλην του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού.

Η θέση, λοιπόν, είναι αυτή, η οποία έχει επαναληφθεί σε όλα τα fora. Αυτή είναι η θέση που ενισχύει τη χώρα και που μας επιτρέπει να διαμορφώνεται η θέση που διαμορφώνεται στις συνόδους του ΝΑΤΟ και η θέση που διαμορφώνεται και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ε.Ε..

Εάν θέλετε να με ρωτήσετε μήπως εμπλουτίστηκε σε κάτι η επιχειρηματολογία μας το τελευταίο διάστημα, θα σας έλεγα, ότι ναι, εμπλουτίστηκε η επιχειρηματολογία μας. Έχω πει πάρα πολλές φορές, σε όλα τα ευρωπαϊκά και τα νατοϊκά fora, ότι το ζήτημα δεν είναι το όνομα ή μόνο το όνομα, αλλά η αδιαλλαξία στο όνομα, που αποτελεί την κατάληξη μιας πολιτικής στάσης, η οποία ξεκινάει από την ιδεολογική χρήση της ιστορίας και φτάνει σε έναν είτε λανθάνοντα είτε ανοικτό αλυτρωτισμό, ο οποίος εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους και όλα αυτά συνδέονται με προβλήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου στο εσωτερικό της γειτονικής μας χώρας.

Δεν εφαρμόζεται η Συμφωνία της Οχρίδας. Δεν είναι ομαλές οι διεθνοτικές σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων κοινοτήτων της χώρας. Δεν εφαρμόζεται η συμφωνία του Μαρτίου του 2013 μεταξύ των μεγάλων πολιτικών κομμάτων. Δεν μετέχει στο Κοινοβούλιο ενεργά η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα ελευθερίας του Τύπου και διαφάνειας. Υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα ευρωπαϊκών αρχών και κριτηρίων Κοπεγχάγης και πολύ σοβαρά προβλήματα σε σχέση με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο και τα κριτήρια που εφαρμόζει το ΝΑΤΟ για την πολιτική ανοιχτών θυρών.

Εμείς είμαστε καλόπιστοι και συγκεκριμένοι. Ξέρετε, ότι επισκέφτηκα τα Σκόπια ως Προεδρεύων του Συμβουλίου της Ε.Ε., συναντήθηκα με τον κ. Γκρουέφσκι και είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις για ενεργειακή συνεργασία. Εγκαινίασα ο ίδιος προ 15 ετών τον αγωγό πετρελαίου Θεσσαλονίκης - Σκοπίων και θέλουμε να προχωρήσουμε τον συνδετήριο αγωγό μεταξύ ΤΑΠ και πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Είμαστε ο δεύτερος άμεσος επενδυτής -παρά την κρίση και μετά την κρίση- στα Σκόπια. Έχουμε έντονη παρουσία σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Αλλά η θέση μας είναι πάρα πολύ καθαρή. Αποδεχόμαστε, δηλαδή, σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν τον όρο «Μακεδονία», το οποίο όμως είναι ένα, ενιαίο έναντι πάντων και όχι ένα όνομα εσωτερικής χρήσης και ένα όνομα εξωτερικής ή ένα όνομα διεθνούς και ένα όνομα διμερούς χρήσης. Αυτά είναι αδιανόητα. Θα πρέπει να υπάρχει μια λύση, η οποία δεν θα αναπαράγει κανένα απολύτως πρόβλημα και αυτό είναι κατανοητό.

Εμείς κάναμε τη μεγάλη Σύνοδο των δυτικών Βαλκανίων. Η μεγάλη Σύνοδος των Δυτικών Βαλκανίων, η θεσμική, η επίσημη, ήταν η συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών, Ε.Ε. και Δυτικών Βαλκανίων στη Θεσσαλονίκη επί των ημερών της Ελληνικής Προεδρίας. Οι άλλες πρωτοβουλίες είναι πρωτοβουλίες παλαιές, όχι καινούργιες, και επαναλαμβάνονται διαρκώς με διάφορα σχήματα. Δεν επιδιώξαμε να κληθούμε. Στο Βερολίνο δεν κλήθηκε ούτε η Ιταλική Προεδρία, η οποία ασκούσε την Προεδρία εκείνο το εξάμηνο. Δεν θεωρήσαμε ότι θα μας προσφέρει κάτι, ούτε θέλουμε να μετέχουμε σε συζητήσεις, οι οποίες μπορεί να καταλήξουν σε άσκηση οποιασδήποτε πίεσης εκτός του πλαισίου του Ο.Η.Ε. και της διαδικασίας που διευθύνει ο κ. Νίμιτς. Είμαστε πάρα πολύ καθαροί από την άποψη αυτή.

Υπάρχουν άλλες Σύνοδοι, οι οποίες έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία, όπως η Σύνοδος που έγινε μεταξύ των χωρών του Βίζενγκραντ και των τριών χωρών - μελών της Ε.Ε. ( Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία) για τα ενεργειακά και ήταν πολύ πιο σημαντική, γιατί ανέδειξε τον Κεντρικό Διάδρομο Αιγαίου – Βαλτικής, τη λειτουργία της Ρεβυθούσας και των νέων τερματικών σταθμών που μπορεί να γίνουν, κυρίως, στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, όπου υπάρχει προωθημένος σχεδιασμός. Επομένως, από αυτή την άποψη, ξέρουμε πού θέλουμε να μετάσχουμε και πού δεν θέλουμε να μετάσχουμε.

Βεβαίως, έχουμε πλήρη συνείδηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας - και επανέρχομαι στο ζήτημα της Ορθοδοξίας - και από την άποψη αυτή θέλουμε να είναι και απολύτως ομαλές οι σχέσεις μεταξύ των Πατριαρχείων. Γι' αυτό, όπως είχα την ευκαιρία να πω και στην πρόσφατη συνάντησή μου με τον Πατριάρχη Αντιοχείας και όπως έχω πει στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων και σε συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα επαναλάβουμε την προσπάθειά μας - και εκκλησιολογικά, αλλά και πολιτειακά - να λυθεί το ζήτημα που έχει προκύψει στο Κατάρ σε σχέση με τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, που έχει προκαλέσει μια σοβαρή αντιδικία μεταξύ του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων και του Πατριαρχείου Αντιοχείας και θα φροντίσουμε να ενισχύσουμε παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως το Πατριαρχείο Αντιοχείας.

Σε σχέση τώρα με το ζήτημα των χριστιανών πολιτών της Συρίας που ζητούν καταφύγιο σε χώρες της Ε.Ε., εμείς σε συνεννόηση και με το Πατριαρχείο Αντιοχείας, όπου έχουμε αιτήματα, τα οποία μπορούμε να εξυπηρετήσουμε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομιμότητας, τα εξυπηρετούμε με τον καλύτερο τρόπο. Αλλά δεν έρχονται δια θαλάσσης, ως παράνομοι μετανάστες, αυτοί οι Σύριοι πολίτες. Μετακινούνται με άλλους τρόπους και μέσω άλλων διαδρομών. Είμαστε, λοιπόν, σε συνεννόηση με το Πατριαρχείο, ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε απ' αυτή την άποψη.

Με ρώτησε η κυρία Κανέλλη, για το αν υπάρχει κάποια διαφορά διεθνοπολιτική και διεθνοδικαιική μεταξύ Κοσόβου και Κριμαίας. Καταρχάς, η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει το Κόσοβο και είναι πέντε οι χώρες της Ε.Ε. που δεν το έχουν αναγνωρίσει. Είναι η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ισπανία, η Ρουμανία και η Σλοβακία και έχουμε ενιαία στάση οι πέντε χώρες. Αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν έχουμε ομαλές σχέσεις με το Κόσοβο. Έχουμε εξαιρετικά ομαλές σχέσεις και στηρίζουμε μια οντότητα, η οποία αυτή τη στιγμή περιμένει να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία δεν σχηματίζεται επί μήνες.

Δεν σκεφτόμαστε να τροποποιήσουμε την πολιτική μας για το ζήτημα του Κοσόβου. Εάν με ρωτάτε, εάν η διεθνής κοινότητα θα ήθελε να αλλάξουμε τη θέση μας, προφανώς θα ήθελε να την αλλάξουμε, διότι δεν είμαστε στο main stream, στο κεντρικό ρεύμα, της ευρωπαϊκής και ευρωατλαντικής στάσης, αλλά το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία, το ίδιο ισχύει και για τη Ρουμανία, το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Τη μεγαλύτερη αντίδραση την έχει, για προφανείς λόγους, η Ισπανία στα θέματα αυτά.

Άρα, λοιπόν, δεν έχουμε αναγνωρίσει το Κόσοβο, αλλά στηρίζουμε το διάλογο Πρίστινας - Βελιγραδίου. Τον στηρίξαμε εμπράκτως, διότι επί των ημερών μας στην Προεδρία, ξεκίνησε η Διακυβερνητική Διάσκεψη για την ένταξη της Σερβίας στην Ε.Ε., που έχει ως προϋπόθεση το σεβασμό και τη συνέχιση του διαλόγου. Επιπλέον, στο Κόσοβο, όπως ξέρετε, υπάρχει γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, υπέρ της ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Τώρα, μπορείτε να συγκρίνετε τι συμβαίνει στο Κόσοβο με το τι συμβαίνει στην Κριμαία. Δεν θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αλλά πάντως αυτή είναι η διαφορά των καταστάσεων. Η Ελλάδα έχει συνεπή στάση.

Στο ερώτημα της κ. Κανέλλη, περί βρετανικών βάσεων, επειδή αυτό είναι ένα ανοιχτό σχολικό ερώτημα - το βάζουν στις εξετάσεις του διεθνούς δικαίου - εάν οι βρετανικές βάσεις έχουν θαλάσσιες ζώνες, η απάντηση είναι, ότι δεν έχουν θαλάσσιες ζώνες οι βρετανικές βάσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα, κυκλοτερώς στο νησί. Επίσης, πρέπει να σας πω, ότι μεσολάβησε, πριν το ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου του 2014, η συνάντηση του προέδρου Αναστασιάδη με τον Πρωθυπουργό Κάμερον στο Λονδίνο και Κοινό Ανακοινωθέν Κύπρου – Ηνωμένου Βασιλείου, εξαιρετικά θερμό, με το οποίο υποσχέθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο να περιορίσει δραστικά την έκταση των κυρίαρχων βάσεων, αποδίδοντας πολύ μεγάλη έκταση στην Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη, των τελευταίων μηνών, η οποία πρέπει να καταγραφεί, τουλάχιστον, στα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων.

Σε σχέση με τα αγροτικά προϊόντα, πρέπει να πω στην κυρία Τριανταφύλλου, η οποία ρώτησε, ότι έχουμε, κατ' επανάληψη, διαβεβαιώσει τους παραγωγούς, οι οποίοι εθίγησαν, ότι θα έχουν πλήρη κάλυψη. Οι ζημιές είναι εξαιρετικά μικρές και περιορισμένες, οι υπολογισμοί που κάνει το Υπουργείο Οικονομικών είναι ότι πρόκειται για ζημιές λιγότερες των 10 εκατομμυρίων και εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν μηχανισμοί πλήρους αποζημίωσης. Προσέξτε, πλήρους αποζημίωσης, των νόμιμων συναλλαγών. Δεν μπορούμε να λάβουμε υπόψη τριγωνικές συναλλαγές με off shore εταιρίες. Επίσης, πρέπει να προβληματιστούμε από τις διαφορές τιμών μεταξύ περιοχών της χώρας και πρέπει να κάνουμε μια ειλικρινή και ανοιχτή συζήτηση με τους αγρότες μας, ώστε να έχουν μια ετοιμότητα επαναπροσανατολισμού. Αγορά είναι και η Ουκρανία, πολύ σημαντική και βεβαίως βρέθηκε αμέσως η ινδική αγορά για τα νεκταρίνια, η οποία ινδική αγορά είναι τεραστίων διαστάσεων αγορά, είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, γιατί μιλάμε αυτή τη στιγμή για τη χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο. Από την άποψη αυτή, η συνάντησή μου με την Ινδή Υπουργό Εξωτερικών στον ΟΗΕ, στη Γενική Συνέλευση το Σεπτέμβριο, ήταν εξαιρετικά θετική και θερμή. Θα σας πω στο τελευταίο μέρος, πολύ σύντομα και άλλα στοιχεία από την άποψη αυτή.

Στην ερώτηση για το, εάν κινδυνεύουμε να πάθουμε εδώ, αυτό που έπαθε ο Πρωθυπουργός της Σερβίας, που εδέχθη μια δημόσια απάντηση, η οποία ήταν εναντίον της πολιτικής της χώρας του. Πρέπει να σας πω, ότι μεταξύ κρατών της διεθνούς κοινότητας, μπορεί να υπάρχουν και διαφωνίες δημόσιες. Εν πάση περιπτώσει, θα έχει προηγηθεί η δική μου επίσκεψη στην Άγκυρα και η δική μου συνέντευξη, πριν από την επίσκεψη του κ. Νταβούτογλου και τις δηλώσεις, που θα κάνει αυτός εδώ, από την άποψη αυτή.

11 Νοεμβρίου, 2014