Σ. ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ: Κυρίες και κύριοι βουλευτές, συναντιόμαστε μόλις πέντε εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου. Μίλησε ο Πρόεδρος για μία καθυστέρηση της συνάντησης αυτής, ελπίζω πως αυτό δεν ισχύει. Δεν ξέρω πόσοι Υπουργοί Εξωτερικών έχουν έρθει σε τόσο σύντομο διάστημα μετά την ανάληψη καθηκόντων, φαντάζομαι κάποιοι ίσως, αλλά εγώ το επιδίωξα, το ήθελα και ευχαριστώ και τη Νέα Δημοκρατία και όλα τα κόμματα που επιδίωξαν αυτή τη συνάντηση, γιατί μπορεί να είναι πολύ σύντομα, αλλά ήθελα να έχω την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας άμεσα τα μεγάλα θέματα που απασχολούν την εξωτερική μας πολιτική. Δεν είναι σκοπός της συνάντησής μας μόνο η ενημέρωσή, θέλω να τονίσω. Προσβλέπω σε μία ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων, ιδεών και προτάσεων, γιατί θέλω να αξιοποιήσω την εμπειρία και τη σκέψη σας, η οποία είναι εκτενέστατη.
Την περασμένη Πέμπτη, κυρίες και κύριοι βουλευτές, η χώρα μας κέρδισε μία δεύτερη ευκαιρία. Δεν μας χαρίστηκε, την κέρδισε ο ελληνικός λαός με τις τεράστιες θυσίες που έκανε και συνεχίζει να κάνει. Την κέρδισε γιατί αποδείξαμε σε όλους ότι εννοούμε και κάνουμε πράξη αυτά που λέμε, ότι είμαστε αξιόπιστοι και ότι για εμάς, η αποτυχία δεν είναι επιλογή. Την κέρδισε γιατί δώσαμε μάχη διπλωματική και πολιτική, ώστε να πείσουμε τους εταίρους μας ότι πρέπει να σταθούν αλληλέγγυοι στο πλάι μας. Και τα καταφέραμε.
Κερδίσαμε μια εξαιρετικά σημαντική δεύτερη ευκαιρία για την πατρίδα, αλλά η μάχη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, δεν τέλειωσε. Κι αυτή τη μάχη πρέπει να τη δώσουμε ενωμένοι. Ειδικά στο εξωτερικό. Διότι κάθε ένας από εμάς, κάθε πολίτης αυτής της χώρας είναι και πρεσβευτής της. Το Υπουργείο Εξωτερικών, όμως, καλείται εκ της αποστολής του να αναλάβει μεγάλο βάρος αυτής της αποστολής. Αυτός είναι ο λόγος που μόλις ανέλαβα τα καθήκοντά μου έδωσα έμφαση στα «δύσκολα»: Γερμανία, Αυστρία, Βρυξέλλες, Πολωνία –η προεδρία τώρα της Ένωσης– και ακολουθούν, μέσα στον Αύγουστο, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία –η επόμενη προεδρία–, Σουηδία και πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πρέπει να κερδίσουμε την κοινή γνώμη της Ευρώπης, να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι οι Έλληνες δεν είναι λιγότερο Ευρωπαίοι, λιγότερο εργατικοί.
Να τους θυμίσουμε ότι η Ελλάδα είναι από τους πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και έχει συνδέσει το όνομά της με ιστορικές στιγμές, όπως η διεύρυνση με δέκα νέα μέλη το 2003 και η Στρατηγική της Θεσσαλονίκης για τα Βαλκάνια. Να κάνουμε τελικά πιο εύκολο για τις δικές τους κυβερνήσεις και κοινές γνώμες να συμμετέχουν στον αγώνα για τη σωτηρία όχι της Ελλάδας, αλλά για τη σωτηρία της ίδιας της Ευρώπης και του Ευρώ.
Το τελευταίο διάστημα, με αδιάκοπες επιθέσεις στην εικόνα της Ελλάδας, αυτοί που επενδύουν στην αποτυχία του Ευρώ, καλλιέργησαν απίστευτα στερεότυπα για τη χώρα μας. Επικράτησε η ρητορική της τιμωρίας. Η ρητορική που διακρίνει τους πολίτες και τις χώρες της Ευρώπης σε «αμαρτωλούς» και «ενάρετους», ανάλογα με το τι χρέος ή έλλειμμα έχουν. Η ρητορική που απαιτεί να πονέσουμε. Ε, λοιπόν, κυρίες και κύριοι βουλευτές, πονάει ο Ελληνικός λαός, υποφέρει. Περνάει από πολύ δύσκολες αλλαγές. Απαιτεί, όμως, να γνωρίζει ότι οι θυσίες του πιάνουν τόπο. Και δεν χρειάζεται καμία κίτρινη εφημερίδα του εξωτερικού, κανέναν λαϊκιστή πολιτικό ή φοβισμένο αναλυτή να έρχεται απ’ έξω, να υποτιμά την προσπάθειά του και να διαστρεβλώνει τα έργα που ήδη έχει πετύχει. Ο ελληνικός λαός, όλοι μας, γνωρίζουμε πολύ καλά τί πήγε στραβά. Το 2009 οι Έλληνες απαίτησαν να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα και ήδη έχουμε πετύχει πολλά. Και θα προχωρήσουμε, βάζοντας τα κατεστημένα συμφέροντα που λυμαίνονταν τον τόπο, στο περιθώριο.
Αυτά τα στερεότυπα, όμως, πρέπει να τα γκρεμίσουμε. Αυτό είναι και το μήνυμα που μεταφέρω στις συναντήσεις που έχω με στελέχη κυβερνήσεων, με πολιτικούς, αλλά και με μέσα ενημέρωσης, με δεξαμενές σκέψης στις χώρες που επισκέπτομαι, με διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ακαδημαϊκούς, απλούς πολίτες. Γνωρίζω ότι αυτό κάνετε και εσείς και μαζί θα την κερδίσουμε αυτή τη μάχη για το καλό της πατρίδας μας.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, είναι πεποίθησή μου ότι όσοι είμαστε εδώ, σε αυτή την αίθουσα, έχουμε ένα πράγμα στο μυαλό μας. Την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας, την ενίσχυση της διεθνούς της θέσης, τη διεύρυνση των ερεισμάτων της. Έχουμε πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσουμε. Είμαστε σε δύσκολη γειτονιά. Στα εξωτερικά πρέπει να είμαστε ενωμένοι σα μια γροθιά και η συναίνεση πρέπει να είναι αυτονόητος οδηγός μας. Αυτή είναι η βασική αρχή που θα υπηρετήσω από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών. Δεσμεύομαι, σας το υπόσχομαι.
Για να πετύχουμε τους στόχους μας υπάρχουν δύο προϋποθέσεις και για την εκπλήρωσή τους προσβλέπω στο διάλογο και τη συνεργασία μας:
• Χρειάζεται όραμα και στρατηγικός σχεδιασμός,
• Χρειάζεται ισχυρός και αποτελεσματικός διπλωματικός μηχανισμός.
Ξεκινώ από το δεύτερο. Πιστεύω σε ένα Υπουργείο Εξωτερικών ισχυρό, δυναμικό και εξωστρεφές, που με το δίκτυο των Πρεσβειών του, θα σηκώνει ψηλά την ελληνική σημαία και θα δίνει τον αγώνα για την προάσπιση των συμφερόντων μας. Έχουμε μία εξαιρετική διπλωματική υπηρεσία, τόσο για τα δεδομένα του δημόσιου τομέα στη χώρα μας, όσο και συγκρινόμενη με τις υπηρεσίες άλλων χωρών. Επί πολλά χρόνια, όπως ξέρετε πολλοί από εσάς, έχω εργαστεί με τη διπλωματική αυτή υπηρεσία σε διάφορες θέσεις. Έχω προσωπική εμπειρία, προσωπική επαφή, προσωπικό σεβασμό. Οι μεγάλες, όμως, αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον και στον τρόπο άσκησης της διπλωματίας, σε συνδυασμό με τις μείζονες τομές που συντελούνται στο σύστημα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, απαιτούν αναπροσαρμογή των μεθόδων και του Υπουργείου Εξωτερικών, με στόχο τη δημιουργία ενός πιο επιτελικού, πιο αποτελεσματικού, πιο ευέλικτου διπλωματικού μηχανισμού, που θα λειτουργεί στο μέγιστο της απόδοσής του με το μικρότερο δυνατό κόστος. Αυτή η προσπάθεια έχει ξεκινήσει εσωτερικά και θα ολοκληρωθεί σύντομα.
Περνώ τώρα στο στρατηγικό πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής. Οι στρατηγικοί άξονες της εξωτερικής πολιτικής είναι πέντε:
• Πρώτον, ασφάλεια και ευημερία. Στην άμεση γειτονιά μας, η επίλυση του Κυπριακού και προβλημάτων στις σχέσεις μας με γείτονες, η προώθηση της καλής γειτονίας, της ασφάλειας, της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με όλους τους γείτονές μας και η αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Ελλάδας. Έμφαση πάντα στην προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων και στο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου.
• Δεύτερον, δυναμισμός της Ελλάδας και εξωστρέφεια. Στη διεθνή και ευρωπαϊκή σκηνή, η ανάπτυξη μιας εξωστρεφούς και δυναμικής εξωτερικής πολιτικής, μέσω περαιτέρω ανάπτυξης του πλέγματος των διμερών διακρατικών σχέσεων, της διεύρυνσης και εμβάθυνσης των σχέσεων με στρατηγικούς εταίρους, της αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς, και της ουσιαστικής συμβολής της Ελλάδας στη διαμόρφωση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο.
• Τρίτον, οικονομική διπλωματία και οικονομική παρουσία. Ανάπτυξη μιας στρατηγικά σχεδιασμένης οικονομικής διπλωματίας με στόχους την προώθηση των εξαγωγών, την προσέλκυση επενδύσεων, την υποστήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας στο εξωτερικό, την ενίσχυση του τουρισμού, την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας σε κρίσιμους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, η ναυτιλία, στους οποίους η χώρα μας έχει, ως γνωστόν, συγκριτικά πλεονεκτήματα.
• Τέταρτον, συστράτευση και συσπείρωση του απόδημου ελληνισμού στην πανεθνική προσπάθεια ανασυγκρότησης του κράτους και προσέγγιση και άλλων Κοινοτήτων ανά τον κόσμο, πολιτών ξένων χωρών που μπορούν να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια.
• Πέμπτον, η εικόνα της Ελλάδας. Η ανάπτυξη μιας δυναμικής, συντονισμένης και αποτελεσματικής επικοινωνιακής πολιτικής και δημόσιας διπλωματίας, με στόχο τη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας μας.
Τώρα, κυρίες και κύριοι βουλευτές, πάνω σε αυτό τον καμβά, πρέπει μαζί να σχεδιάσουμε τις δράσεις της εξωτερικής μας πολιτικής. Ζητώ από εσάς, σήμερα, αλλά θα ζητήσω και από ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, αναλυτές, να συνεισφέρουν με τις ιδέες και τις προτάσεις τους, ώστε ο στρατηγικός σχεδιασμός του Υπουργείου Εξωτερικών να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη διάρκεια και συνέχεια και έτσι να πολλαπλασιάσουμε διαχρονικά τα οφέλη για την Ελλάδα.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, πέρα από τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις άμεσες, καθημερινές προκλήσεις στα εθνικά μας θέματα.
Το Κυπριακό είναι στην κορυφή. Η Ελλάδα στηρίζει με όλες της τις δυνάμεις τις προσπάθειες της κυπριακής κυβέρνησης για επανένωση του νησιού, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας με ενιαία κρατική υπόσταση, υπηκοότητα και νομική προσωπικότητα, επί τη βάσει των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών αλλά και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ώστε η επανενωμένη Κύπρος να μπορεί να λειτουργήσει ομαλά ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η απόφαση για το μέλλον της Κύπρου ανήκει αποκλειστικά και μόνον στον κυπριακό λαό. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, θα πρέπει να αποφασίσουν ελεύθερα και χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις για το κοινό τους μέλλον. Η λύση του Κυπριακού θα πρέπει να είναι από τους Κύπριους, για τους Κύπριους.
Και όμως, ενώ το είπα αυτό, είναι προφανές ότι η Τουρκία κρατάει το κλειδί της λύσης, διότι το Κυπριακό, κυρίες και κύριοι βουλευτές, και αυτό το υπενθυμίζουμε σε κάθε ευκαιρία εντονότερα από ποτέ, εξακολουθεί να είναι διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής. Η οριστική λύση του Κυπριακού εξαρτάται από την απόφαση της Τουρκίας να εγκαταλείψει την αδιέξοδη πολιτική της εκμετάλλευσης, αν θέλετε, της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Κύπρου για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Ο στρατός κατοχής πρέπει να φύγει οριστικά και αμετάκλητα και άμεσα από την Κύπρο.
Οι δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού, αυτές που ακούσαμε τελευταία, είναι αντίθετες προς τις θέσεις των Ηνωμένων Εθνών, υπονομεύουν την προσπάθεια και επιβεβαιώνουν τις εμμονές που επικρατούν στην Άγκυρα. Τις καταδίκασα, όπως γνωρίζετε, πρώτος και άμεσα και σκληρά. Η Τουρκία είναι αυτή που ζητάει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία, όσο και να προσπαθεί, δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ούτε να καθορίσει, προφανώς, τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Κύπρος, καθόσον αφορά τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα η Τουρκία, είναι ήδη μέλος της Προεδρίας της Τρόϊκας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με την Πολωνία και τη Δανία. Όταν η Τουρκία κρούει την πόρτα της Ευρώπης, πρέπει επομένως να είναι σαφές στην ίδια από όλους ότι για να ενταχθεί στην Ευρώπη θα πρέπει να αλλάξει η ίδια και να γίνει πιο ευρωπαϊκή, όχι να γίνει η Ευρώπη πιο τουρκική. Αυτό δε θα συμβεί, δε θα το επιτρέψουμε. Δεν το έχουμε κάνει ως τώρα, δε θα γίνει από εδώ και πέρα.
Πριν δέκα ημέρες, μάλιστα, σας ενημερώνω ότι είχα σε βάθος συζήτηση με τον Επίτροπο για τη Διεύρυνση, τον κύριο Fuele, στις Βρυξέλες, ακριβώς για να συντονιστούμε και να συζητήσουμε αυτό το θέμα. Θέλουμε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, την Τουρκία ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή είναι μία θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών κομμάτων και δυνάμεων στη χώρα. Τη θέλουμε, όχι γιατί την αγαπάμε, ούτε πρέπει κάποιος που δε θέλει την Τουρκία ως μέλος, να μη τη θέλει διότι δεν την αγαπάει. Τέτοιου είδους συναισθηματισμοί δεν έχουν καμία θέση στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Βασίζεται σε πραγματικά συμφέροντα, στην εκτίμησή τους και στην προώθησή τους. Αλλά προϋποθέτει, βέβαια, η πλήρης ένταξη, την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και συμμόρφωση με το σύστημα αρχών της Ευρώπης.
Στα ελληνοτουρκικά, κυρίες και κύριοι βουλευτές, προχωράμε με αυτοπεποίθηση. Η Ελλάδα δεν πρέπει να φοβάται να ασκήσει πολιτική πρωτοβουλιών έναντι της Τουρκίας. Η προσπάθεια έπρεπε να έχει συνεχιστεί και μετά το 2004. Η συνεργασία μεταξύ μας, η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι ωφέλιμη και για τις δύο χώρες. Αρκεί να την πιστέψουμε και να προσπαθήσουμε για αυτήν, πάντα με γνώμονα την προάσπιση των δικαιωμάτων μας και το σεβασμό, όπως έχω πει ήδη, του Διεθνούς Δικαίου.
Ξαναπιάσαμε το νήμα, προχωράμε σε σύσταση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και υπογράψαμε ένα νέο πλέγμα διμερών συμφωνιών με θετικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών μας και των δύο χωρών. Εντατικοποιήσαμε τις διερευνητικές επαφές με στόχο την κατάληξή τους σε εύλογο χρονικό διάστημα. Επιδιώκουμε τη μείωση της έντασης, δίνοντας όμως πάντα την απάντηση που αρμόζει, όποτε χρειαστεί. Ενθαρρύνουμε και απαιτούμε, στο πλαίσιο της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, την προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που αφορούν το σεβασμό των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας και τη θρησκευτική ελευθερία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τώρα κάποιοι μπορεί να ρωτήσουν: Και τι κερδίσαμε; Η Τουρκία δεν άλλαξε συμπεριφορά. Κι όμως, αγαπητοί συνάδελφοι, αυτό το ποτήρι των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν είναι άδειο, δεν είναι καν μισοάδειο. Το διμερές εμπόριο εκτινάχθηκε, αυξήθηκαν σημαντικότατα οι ελληνικές εξαγωγές, κλείνοντας την ψαλίδα του εμπορικού ισοζυγίου. Γίνονται σημαντικές ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία, πύκνωσαν οι αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αυξήθηκε αλματωδώς το τουριστικό ρεύμα από την γείτονα χώρα. Οι διερευνητικές διεξάγονται πλέον με εντατικό ρυθμό με την Τουρκία. Υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά να γίνουν, προφανώς, και υπάρχουν προϋποθέσεις για να επιτευχθούν. Για εμάς δεν υπάρχει δίλημμα ανάμεσα στην αδράνεια ή στην πρόοδο. Εμείς διαλέγουμε την πρόοδο και προχωρούμε μπροστά.
Το ίδιο κάνουμε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, για το ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ο κύριος Gruevski είχε βολευτεί πίσω από τη σύγκρουση και την απουσία επαφών. Το κλίμα διεθνώς ήταν βαρύ για την Ελλάδα, το θυμάστε πάρα πολύ καλά. Αυτό το αλλάξαμε, το αλλάξαμε δραματικά, το αλλάξαμε καθοριστικά. Ο Πρωθυπουργός, ο κύριος Παπανδρέου, έχει δει περισσότερες από δέκα φορές τον κύριο Gruevski, όχι για λόγους επικοινωνιακούς, αλλά γιατί πραγματικά πιστεύουμε ότι για να φτάσουμε στη λύση πρέπει να οικοδομήσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης και ένα άλλο κλίμα και στο λαό των Σκοπίων. Κάναμε θετικές προτάσεις, ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση έναντι όλων, την πρόταση με την οποία συμφωνεί η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα. Το σημαντικότερο είναι ότι πείσαμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών μας και για την ετοιμότητά μας να φτάσουμε σε λύση. Αντίθετα, ο κύριος Gruevski εγκλωβίστηκε σε ρητορική αδιαλλαξίας. Έχει πείσει τους πάντες για το αντίθετο, όσον αφορά τις δικές του προθέσεις. Κρατάει το ευρωπαϊκό μέλλον των πολιτών του, όμως, όμηρο μιας στείρας εμμονής. Δεν ξέρω τι ήθελε να αναπληρώσει, σας ομολογώ, ο κύριος Gruevski με το υπερμεγέθες άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έβαλε στα Σκόπια. Είναι όμως καιρός να καταλάβει ότι ήρθε η ώρα να γράψει ιστορία, όχι να ξαναγράψει τη δική μας. Του το ζητάει, πλέον, ομόφωνα η Ευρώπη, του το ζητάει η Αμερική, του το ζητάνε πολλές μεγάλες χώρες ανά τη γη.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, εξίσου δυναμική πρέπει να είναι και η περιφερειακή μας πολιτική στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικά για τα Βαλκάνια, το στρατηγικό μας συμφέρον είναι να δούμε τις χώρες αυτές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Να δημιουργήσουμε χώρο ειρήνης, ασφάλειας και ανάπτυξης στα σύνορά μας και μια ενιαία αγορά για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες όλων μας. Τώρα, δεν είναι αυτός ο στόχος εύκολος, προφανώς, το ξέρουμε όλοι, για δύο λόγους, τουλάχιστον: στην Ευρώπη έχει αλλάξει το κλίμα και σε κάποιες από τις χώρες της περιοχής τα πράγματα δεν πάνε καλά. Σε αυτά τα δύο σημεία επιδιώκει να απαντήσει η Ατζέντα 2014. Και βάζει ένα φιλόδοξο αλλά εφικτό στόχο, στη σύνοδο κορυφής Ευρώπης-Δυτικών Βαλκανίων που θα διοργανώσει η Προεδρία της Ελλάδας το 2014, να καταφέρουμε να συμφωνήσουμε σε ένα οδικό χάρτη για την ένταξη των χωρών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως κάναμε το 2003 με τη Στρατηγική της Θεσσαλονίκης, που κανείς δεν πίστευε ότι θα πετύχει, αλλά πέτυχε. Να βάλουμε τους γείτονές μας στην τελική ευθεία για την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια, να δώσουμε, τόσο στους ίδιους ένα κίνητρο, ένα ηλεκτροσόκ κινήτρου για να κάνουν τις αλλαγές που οφείλουν, όσο και στους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτούς τουλάχιστον που φαίνεται να διστάζουν.
Θέλω όμως και πάλι να τονίσω τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη είναι απαραίτητο οι πολιτικές δυνάμεις να συνεννοηθούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει καταλυτικό ρόλο και πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές της. Το ίδιο συμβαίνει στην Αλβανία, όπου η πολιτική κρίση κρατάει δέσμια την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Ταυτόχρονα, η αύξηση του εθνικισμού, που στρέφεται συστηματικά ενάντια στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα και υπονομεύει τις διμερείς μας σχέσεις, προκαλεί εύλογο προβληματισμό. Έχουμε καταστήσει σαφές στην αλβανική πλευρά ότι η κατάσταση της μειονότητας αποτελεί βαρόμετρο στις σχέσεις μας. Τέλος, στο Κόσοβο η πρόσφατη ένταση δε βοηθάει στην ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων και συνιστά αχρείαστη εμπλοκή με δυσμενείς συνέπειες και για τις δύο πλευρές. Θέση της Ελλάδας είναι ότι απαιτούνται διπλωματικές λύσεις, απαιτείται διάλογος και συναίνεση, όχι μονομερείς ενέργειες. Καλούμε τις δύο πλευρές να επανέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποφύγουν την οποιαδήποτε κλιμάκωση.
Πολύ πιο πιεστικές, κυρίες και κύριοι βουλευτές, είναι οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Οι αναταράξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στους γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς συσχετισμούς της περιοχής. Πρέπει να δούμε την «Αραβική Άνοιξη» υπό δύο διαφορετικές, αλλά αλληλοσυνδεόμενες σκοπιές: Από τη μία, υπάρχει η αμιγώς εσωτερική διάσταση, η οποία αφορά την επιθυμία των λαών των χωρών της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία, για ένα καλύτερο, δημοκρατικότερο αύριο, το οποίο πρέπει να καθορισθεί από τους ίδιους τους λαούς, χωρίς έξωθεν υποδείξεις για το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που θα υιοθετήσουν. Αν, όμως, οι χώρες αυτές ζητήσουν την αρωγή μας στην ανοικοδόμηση θεσμών, η Ελλάδα, τόσο διμερώς, όσο και μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι έτοιμη να αναπτύξει μια πολυδιάστατη πολιτική με σκοπό τη συνδρομή τους για την εγκαθίδρυση ισχυρών δημοκρατικών δομών και διαδικασιών.
Από την άλλη, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Λιβύη, η εκπεφρασμένη βούληση του λαού για ένα καλύτερο αύριο προσέκρουσε στη βίαιη αντίδραση του καθεστώτος του Καντάφι που, αντί να προχωρήσει στις απαραίτητες και τολμηρές πολιτικές αποφάσεις, επέλεξε να πνίξει τις φωνές αυτές χρησιμοποιώντας εγκληματική, θα έλεγα, βία.
Η Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή, ανταποκρίθηκε στην αντιμετώπιση των άμεσων ανθρωπιστικών επιπτώσεων της κρίσης, συμβάλλοντας, μεταξύ άλλων, στην ασφαλή εκκένωση Ελλήνων και ξένων πολιτών και στην παροχή ανθρωπιστικής και ιατροφαρμακευτικής βοήθειας, διαθέτοντας επιπλέον τις υποδομές της Κρήτης για τη συγκέντρωση και διοχέτευση βοήθειας προς το σύνολο του Λιβυκού λαού.
Από την πρώτη στιγμή όμως, κυρίες και κύριοι βουλευτές, τονίσαμε κάτι που για εμάς ήταν αυτονόητο και γίνεται πλέον αυτονόητο και για τις υπόλοιπες χώρες που εμπλέκονται σε αυτήν την επιχείρηση. Η επίλυση της κρίσης δεν μπορεί να προέλθει μόνο από την άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο καθεστώς Καντάφι, όσο απαραίτητη κι αν είναι αυτή. Χρειάζεται εθνικός διάλογος και πολιτικές διεργασίες. Στη Διεθνή Ομάδα Επαφής που συμμετέχουμε, υποστηρίζουμε ακριβώς αυτήν την επιλογή. Συμμετείχα στην τέταρτη σύνοδο, αυτή που έγινε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη και ελπίζω ότι μέχρι να ξανασυναντηθούμε στη Νέα Υόρκη, το Σεπτέμβριο, να έχουμε πραγματοποιήσει ουσιαστική πρόοδο στην πολιτική διαδικασία. Γι’ αυτό το σκοπό, στηρίζουμε τις προσπάθειες του ΟΗΕ και συγκεκριμένα του Ειδικού Απεσταλμένου, του κυρίου Khatib, και είμαστε σε διαρκή συντονισμό, άλλωστε, μαζί του.
Τώρα, οι εξελίξεις στη νότια γειτονιά μας καθιστούν τη δίκαιη επίλυση του Παλαιστινιακού όλο και πιο επιτακτική. H Ελλάδα, έχοντας συνδιαμορφώσει τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει σταθερά τη δημιουργία ενός κυρίαρχου, ανεξάρτητου, βιώσιμου, ενιαίου και δημοκρατικού παλαιστινιακού κράτους, το οποίο θα συνυπάρχει ειρηνικά με το Ισραήλ, εντός διεθνώς αναγνωρισμένων και ασφαλών συνόρων. Θα σεβαστούμε και θα στηρίξουμε τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν οι δύο πλευρές, εξυπακούεται.
Οι ενισχυμένες διμερείς μας σχέσεις με το Ισραήλ, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακά φιλικές και στενές σχέσεις της Ελλάδας με τον Αραβικό κόσμο και η πολιτική αρχών και όχι σκοπιμοτήτων, που παγίως ακολουθούμε και προωθούμε, καθιστούν τη χώρα μας αξιόπιστο, υπεύθυνο και ειλικρινή συνομιλητή, με κρίσιμο ρόλο, καθώς κορυφώνεται η συζήτηση για την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας, ενόψει της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, και τελειώνω, σκοπός της αρχικής μου παρέμβασης ήταν να δώσω ερεθίσματα για μία γόνιμη συζήτηση που είμαι βέβαιος ότι θα ακολουθήσει. Πολλά είναι ακόμα τα θέματα που μας απασχολούν. Η ανάπτυξη των σχέσεών μας με παραδοσιακούς συμμάχους όπως η Αμερική, υπό το φως και της πρόσφατης επίσκεψης της κυρίας Clinton στην Αθήνα, αλλά και στρατηγικούς εταίρους όπως η Ρωσία. Η εμβάθυνση των σχέσεών μας με τις αναδυόμενες δυνάμεις, τη Βραζιλία, την Ινδία, ιδιαίτερα την Κίνα, με την οποία η συνεργασία μας έχει αποκτήσει τεράστια δυναμική. Τα θέματα της ενέργειας και η γεωστρατηγική θέση της χώρας μας για τη μεταφορά υδρογονανθράκων στην Ευρώπη. Τα θέματα της λαθρομετανάστευσης και η μεγάλη προσπάθεια που κάνουμε για να δοθεί ευρωπαϊκή απάντηση σε αυτήν τη σύγχρονη μορφή δουλεμπορίου.
Όλα αυτά, ελπίζω, θα έχουμε την ευκαιρία να τα συζητήσουμε διεξοδικά. Θέλω όμως, πριν κλείσω, κυρίες και κύριοι βουλευτές, να υπογραμμίσω ένα σημείο, που για μένα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, τη δική μας καλή συνεργασία. Προέρχομαι από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ακόμα σκέφτομαι ως ευρωβουλευτής. Θεωρώ ότι αυτό είναι καλό πράγμα. Σκοπεύω να κρατήσω αυτό τον τρόπο σκέψης, γιατί είναι ο σωστός οδηγός. Πιστεύω στην ευθύνη, στη διαφάνεια και στη λογοδοσία. Προσπάθησα, με τον τρόπο μου και τις θέσεις που είχα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να την επιβάλω και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και γνωρίζω ότι ο δικός σας ρόλος είναι καθοριστικός για να διασφαλισθούν αυτές οι αρχές. Ξαναλέω, και κλείνω με αυτό, στα εξωτερικά θέματα πρέπει να είμαστε ενωμένοι σαν μια γροθιά. Και αυτό δεσμεύομαι να επιδιώξω.
Σας ευχαριστώ θερμά.
27 Ιουλίου, 2011