Η διεθνής ιουδαϊκή οργάνωση Μπενέ Μπερίτ (B’nai B’rith) και το Ινστιτούτο Ελληνο-Ισραηλινής Συνεργασίας διοργάνωσαν στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου 2018 στον Μυστρά Διεθνές συνέδριο με τίτλο «Σπάρτη-Ισραήλ: Αναβίωση μίας Αρχαίας Φιλίας», στο οποίο ανέπτυξε εισήγηση ο Ειδικός Γραμματέας Θρησκευτικής και Πολιτιστικής Διπλωματίας, Δρ Ευστάθιος Χ. Λιανός Λιάντης.
Quid ergo Spartae et Hierosolymis? Τα «αδελφά έθνη» και ο Ιουδαϊκός Ελληνισμός
Βασικό στοιχείο του ελληνικού τρόπου αποτελεί η διήγηση ως μέσον επικοινωνίας και συμμετοχής. Ο ξένος, ο επισκέπτης, ο φιλοξενούμενος, η κάθε ετερότητα καλείται να αναπτύξει μία διήγηση, έναν μύθο δηλαδή, ορίζοντας το πεδίο συνεννόησης, που με μιαν άλλη -παράλληλη της επιστήμης- μέθοδο αναζητά την αλήθεια. Η κλήση σε μία διήγηση είναι η μέθοδος επικοινωνίας και συνεύρεσης προσώπων, ομάδων και λαών, στοιχείο που ήδη παρατίθεται στα Ομηρικά έπη. Μία τέτοια διήγηση είναι η ιστορία της αρχαίας φιλίας μεταξύ Σπάρτης και Ισραήλ όπως αποτυπώνεται στην ελληνόφωνη ιουδαϊκή γραμματεία την περίοδο συγγραφής των τελευταίων βιβλικών κειμένων.
Τον 3ο π.Χ. αιώνα ο Κλέαρχος από τους Σόλους της Κύπρου στο έργο του Περὶ ὕπνου παρουσίασε την πρώτη ιστορική καταγραφή συναντήσεως Έλληνα με Ιουδαίο, περιγράφοντας τη συνομιλία του Αριστοτέλους με έναν ανώνυμο Εβραίο, καταγόμενο από την Κοίλη Συρία, την περιοχή, δηλαδή, μεταξύ των ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου, ο οποίος –κατά την αυτοφωνία του Σταγειρίτη στο κείμενο- όχι μόνον ήξερε ελληνικά, αλλά είχε και ψυχή ελληνική. Από τον Κλέαρχο η ιστορία πέρασε στον Ιώσηπο και μέσω αυτού στον Ευσέβιο Καισαρείας. Ο 3ος αιώνας άλλωστε απετέλεσε και την περίοδο της απαρχής αποδοχής του Ελληνισμού από τους Εβραίους. Σε αυτήν τη διαδικασία αφομοίωσης του ελληνικού πολιτισμού και της φιλοσοφίας υπήρχαν δύο εξωτερικά γεγονότα καίριας σημασίας. Πρώτον, ο ερχομός και η εγκατάσταση στα ιουδαϊκά εδάφη Ελλήνων αποίκων, και δεύτερον, η διασπορά των Εβραίων σε όλον τον ελληνικό κόσμο.
Η γλώσσα των βασιλείων των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν η ελληνική. Η ιουδαϊκή επικράτεια περιήλθε αρχικώς στους Πτολεμαίους και το 198 π.Χ. πέρασε στους Σελευκίδες. Σε λιγότερο από δύο γενεές οι Ιουδαίοι άρχισαν να ελληνοφωνούν και ενσωματώθηκαν στην ελληνιστική κοινωνία, διατηρώντας ως διακριτό γνώρισμα τη θρησκευτική τους ιδιοπροσωπία. Αυτή ήταν η δεύτερη γλωσσική μεταβολή για τους Ιουδαίους, οι οποίοι την περίοδο της βαβυλωνιακής και της περσικής κατοχής είχαν υιοθετήσει την Παλαιά ή Αυτοκρατορική αραμαϊκή γλώσσα των Χαλδαίων κατακτητών. Η αραμαϊκή, χωρίς να διαθέτει υψηλή λογοτεχνική παράδοση, ήταν ακατάλληλη ως εργαλείο της φιλοσοφίας και της διαλεκτικής, και παραμερίσθηκε γρήγορα από την ελληνική, η οποία ήταν και είναι μία γλώσσα ευέλικτη, πλαστική και πλούσια σε έννοιες. Η γλωσσική μεταβολή επέφερε σταδιακά αλλαγή στον τρόπο σκέψης, στη μέθοδο διανόησης, ανοίγοντας μίαν ευρύτερη προοπτική με πολλαπλό αισθητικό και πνευματικό περιεχόμενο.
Ίχνη της τάσης εξελληνισμού είναι εμφανή στην ελληνική μετάφραση της Πεντατεύχου, την επιλεγόμενη των Εβδομήκοντα, ένα εξαίρετο επίτευγμα του ελληνόφωνου ιουδαϊκού πνεύματος. Δεδομένου ότι κάθε μετάφραση αποτελεί σε κάποιον βαθμό ερμηνεία, σε αυτήν την περίπτωση η ερμηνεία είχε χαρακτήρα ελληνικό. Έτσι, υπό την επιρροή της υψηλής αντίληψης του θείου που εξέφραζαν πλατωνισμός και οι συνέχειές του ορισμένοι τολμηροί ανθρωπομορφισμοί της Παλαιάς Διαθήκης απαλείφθηκαν στη μετάφραση. Επιπλέον, ένας από τους τρόπους διά των οποίων οι Εβδομήκοντα μεταφραστές απέδωσαν την έννοια του πρωτότυπου στην ελληνική, βρίσκεται στις προσπάθειές τους να μεταφράσουν τα ποιητικά κείμενα από τα εβραϊκά στα ελληνικά χρησιμοποιώντας την ποιητική γλώσσα των επικών συγγραμμάτων. Από το λεξιλόγιο που χρησιμοποίησαν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι μεταφραστές των ποιητικών βιβλίων της Εβραϊκής Γραφής προτιμούσαν τη μεταβολή της φόρμας και τη δημιουργία νέων ελεύθερων ποιητικών τρόπων αντί για την ανακατασκευή ή την απομίμηση των ποιητικών μορφών του εβραϊκού πρωτοτύπου. Προσπάθησαν να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημα και τις προθέσεις του εβραϊκού κειμένου και να αναπαράγουν το πνεύμα του, εφαρμόζοντας ερμηνευτικές αρχές και κανόνες που ακολουθούν τις αρχαίες ελληνικές γραμμές της ποιητικής σκέψης.
Αλλά η πιο εκτεταμένη όψη της ελληνικής ερμηνείας των Εβραϊκών Γραφών βρίσκεται στα έργα του Φίλωνος του Αλεξανδρέως. Εκεί βλέπουμε τον Μωυσή να διδάσκει την πλατωνική ψυχολογία και κοσμολογία, την ηθική των Στωικών και το Πυθαγόρειο θεώρημα. Ο Φίλων πίστευε ότι ο μέγας νομοθέτης του Ισραήλ είχε προαναγγείλει όψεις του πλατωνικού σύμπαντος ενώ οι θεοί και οι ήρωες των Ελλήνων ήσαν αυτοί που ο Μωυσής ονόμαζε αγγέλους. Από αυτόν τον μεγάλο Έλληνα έλαβε το όνομά του ο ελληνικός κλάδος της Μπενέ Μπερίτ, τιμώντας το σπουδαίο έργο του αλληγορικού φιλοσόφου, ο οποίος έγραψε: «μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμη».
Πλήθος λαμπρών συγγραφέων του Ελληνισμού είχαν ιουδαϊκή καταγωγή. Ο Ιεζεκιήλ ο Τραγικός συνέγραψε μεταξύ 3ου και 2ου αιώνος π.Χ. ελληνιστί την Εξαγωγή, την πρώτη θεατρική δημιουργία του εβραϊκού λαού, η οποία είχε θέμα την Έξοδο από την Αίγυπτο. Οι συγγραφείς της επιστολής του Αριστέα και των Σιβυλλικών Χρησμών προέρχονταν από την Αίγυπτο του 2ου αιώνα π.Χ. Ο ιστοριογράφος Ευπόλεμος συνέγραψε την ίδια εποχή στα Ιεροσόλυμα. Ο Ιώσηπος Φλάβιος, ο πολυσχιδής πρεσβύτερος από την Ιουδαία, έγραψε στη Ρώμη στα τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ. Χρησιμοποιώντας ελληνικά, και όχι εβραϊκά ή αραμαϊκά, και έχοντας αντίληψη της θέσης των Εβραίων στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, ήθελαν να αποδείξουν ότι η πολιτιστική και θρησκευτική τους κληρονομιά ήταν συγκρίσιμη με την ελληνορωμαϊκή παράδοση και ότι οι Εβραίοι δεν ήσαν αδαείς φιλοσοφικά ούτε αναφομοίωτοι πολιτιστικά, όπως συχνά κατηγορούνταν.
Η διαδικασία διείσδυσης της ελληνικής γλώσσας στην Εβραϊκή Παλαιστίνη ενισχύθηκε από τις επαφές με τη Διασπορά στην Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και το ελλαδικό κέντρο, δεδομένου ότι ο ναός των Ιεροσολύμων προσείλκυε όλο και περισσότερους προσκυνητές από αυτές τις περιοχές. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο της συναντήσεως μίας ομάδος Ελλήνων προσκυνητών με τον Ιησού λίγο πριν το Ιουδαϊκό Πάσχα. Στο ευαγγελικό κείμενο οι προφανώς Ιουδαίοι στο θρήσκευμα ελληνόφωνοι προσκυνητές του Ναού ονομάζονται απλώς Έλληνες χωρίς καμίαν άλλη ανάγκη διευκρίνησης, αποδεικνύοντας την πλήρη ένταξή τους στον ελληνικό κόσμο.
Ο εξελληνισμός δεν διεκόπη ούτε με την εξέγερση των Μακκαβαίων, αλλά συνεχίσθηκε μέσα στο ανεξάρτητο βασίλειο των Ασμοναίων, και ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ. εντοπίζουμε τις απαρχές μίας ελληνοεβραϊκής λογοτεχνίας στην Παλαιστίνη. Εδώ χρειάζεται να κάνω μίαν παρένθεση για το ζήτημα της εορτής Χανουκά, την οποίαν ορισμένοι Έλληνες Ιουδαίοι αναρωτιούνται αν πρέπει να εορτάζουν επειδή έχει επικρατήσει ως μία εορτή της ανάμνησης της νίκης εναντίον των Ελλήνων. Εάν, όμως, αναγνώσουμε τις ιστορικές πηγές θα αντιληφθούμε ότι, επρόκειτο για τη σύγκρουση μεταξύ δύο ρευμάτων του Ελληνιστικού Ιουδαϊσμού. Από τη μία πλευρά ευρίσκοντο οι Ιουδαίοι που επιθυμούσαν ένα είδος συγκρητισμού με την αρχαία ελληνική θρησκεία και από την άλλη εκείνοι που ήθελαν ο Ιουδαϊσμός να παραμείνει ανόθευτος θρησκευτικά. Αυτό μας δείχνει το περιστατικό με τη θυσία του χοίρου στον βωμό του Ναού των Ιεροσολύμων. Ο Αντίοχος ο Επιφανής βοήθησε στρατιωτικά την πρώτη ομάδα, η οποία, όμως, νικήθηκε από τους 10.000 πολεμιστές των Μακκαβαίων.
Ωστόσο, η Δυναστεία των Ασμοναίων που εγκαθιδρύθηκε μετά την εξέγερση των Μακκαβαίων ήταν μία ελληνιστική δυναστεία. Και μόνον να αναγνώσει κανείς τα ονόματα των Ασμοναίων βασιλέων αντιλαμβάνεται αυτό το ιστορικό δεδομένο. Ιωάννης Υρκανός, Αριστόβουλος, Αλέξανδρος Ιανναίος, Αλεξάνδρα Σαλώμη, Αντίγονος. Στα νομίσματα, μάλιστα, του Αλεξάνδρου Ιανναίου στη μίαν όψη υπάρχει η επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ κύκλοθεν της άγκυρας των Σελευκιδών και στην άλλην οκτάκτινο αστέρι, παρόμοιο με το μακεδονικό. Οπότε έχουμε να κάνουμε με μία διαμάχη ελληνιστών ηγεμόνων ή τάσεων του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού και όχι με αντιπαράθεση μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων. Σε τούτο συνηγορούν και οι δυο σπουδαιότεροι μελετητές της εξέγερσης των Μακκαβαίων κατά τον 20ο αιώνα, ο Ιλάιας Μπίκερμαν και ο Βίκτωρ Τσερικόβερ. Άλλωστε η ίδια η ιστορία των Μακκαβαίων εγράφη στην ελληνική γλώσσα.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αντιλαμβανόμενος καλύτερα από κάθε άλλον την εποχή, έγραψε στο ποίημα Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα.
Ιδού ο βασιλεύς Aλέξανδρος Ιανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Aλεξάνδρα
καθ’ όλα ίσοι προς τους Σελευκίδας.
Ιουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί, Ιουδαίοι πιστοί —προ πάντων.
Aλλά, καθώς που το απαιτούν η περιστάσεις,
και της ελληνικής λαλιάς ειδήμονες•
και μ’ Έλληνας και μ’ ελληνίζοντας
μονάρχας σχετισμένοι— πλην σαν ίσοι, και ν’ ακούεται.
Τωόντι ετελεσφόρησε λαμπρώς,
ετελεσφόρησε περιφανώς
το έργον που άρχισαν ο μέγας Ιούδας Μακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του.
Αυτή είναι λοιπόν η εποχή κατά την οποία ο ελληνόφωνος Ιουδαϊσμός επιζητά να καταστεί τμήμα του Ελληνισμού και έτσι γεννιέται ο Ιουδαϊκός Ελληνισμός. Εδώ τοποθετείται η ωραία διήγηση της συμμαχίας και των αδελφικών δεσμών μεταξύ Σπάρτης και Ισραήλ.
Η πρωιμότερη, αν και έμμεση, πηγή της σχέσης μεταξύ Εβραίων και Σπαρτιατών βρίσκεται στο έργο Αιγυπτιακά ή Ιστορία της Αιγύπτου του Εκαταίου του Αβδηρίτου ή Τήϊου, στο οποίο γίνεται αναφορά του τρόπου ζωής των Ιουδαίων και τους αποδίδονται χαρακτηριστικές ομοιότητες με τους Σπαρτιάτες, όπως και ταυτότητα εθίμων με χαρακτηριστικότερη την ξενηλασία. Οι ελληνιστές Ιουδαίοι ειδικότερα μέσα στην πολυφυλετική Αλεξάνδρεια κατηγορούνταν συχνά ότι δεν αναμειγνύονταν με άλλους λαούς και διατηρούσαν κοινωνικές αποστάσεις. Προκειμένου να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ανέπτυξαν την ενδιαφέρουσα στρατηγική να παραλληλίζουν τον τρόπο ζωής τους με αυτόν των Λακεδαιμονίων. Οι Λακεδαιμόνιοι διέθεταν επίσης έναν διάσημο νομοθέτη αντίστοιχο του Μωυσή, τον Λυκούργο, και ήσαν γνωστοί ως λαός που δεν συμπαθούσε τους ξένους, ομόφυλους ή αλλόφυλους. Συγκρίνοντας τους ιδίους με τους ξενοφοβικούς αλλά επιφανείς Σπαρτιάτες, οι Ιουδαίοι προσπαθούσαν να νομιμοποιήσουν τον δικό τους διαφορετικό τρόπο ζωής.
Η επόμενη μαρτυρία βρίσκεται σε τρεις επιστολές που παρατίθενται στο Α΄ Μακκαβαίων, έργο που χρονολογείται περί τον 1ο π.Χ. αιώνα. Οι πρώτες δύο επιστολές εμφανίζονται στο δωδέκατο κεφάλαιο και αναφέρονται σε μία διπλωματική αποστολή, η οποία αποτελείτο από τον Νουμήνιο Αντιόχου και τον Αντίπατρο Ιάσωνος, τους οποίους απέστειλε ο αρχιερέας Ιωνάθαν το 143 π.Χ. στη Ρώμη και τη Λακεδαίμονα. Τα ονόματα των πρεσβευτών είναι ενδεικτικά της πρώιμης διαδικασίας εξελληνισμού της Ιουδαίας.
«Ο Ιωνάθαν, ο αρχιερεύς, και η γερουσία του έθνους, οι ιερείς και ο άλλος λαός των Ιουδαίων, χαιρετίζει τους αδελφούς Σπαρτιάτες. Και προηγουμένως είχαν αποσταλεί επιστολές προς τον αρχιερέα μας τον Ονία εκ μέρους του Δαρείου, ο οποίος ήταν βασιλεύς σε εσάς, οι οποίες βεβαίωναν ότι είσθε αδελφοί μας, όπως μαρτυρεί και το επισυναπτόμενο αντίγραφο. Ο Ονίας δέχθηκε τον άνδρα, που στείλατε με πολλή τιμή, πήρε τις επιστολές, στις οποίες γινόταν σαφώς και ρητώς λόγος περί συμμαχίας και φιλίας μεταξύ μας. Εμείς σήμερα, καίτοι δεν έχουμε ανάγκη αυτών των πραγμάτων, διότι ως παρηγορία και ενίσχυση έχουμε τα άγια βιβλία που ευρίσκονται στα χέρια μας, εν τούτοις αποφασίσαμε και αποστέλλουμε προς εσάς την πρεσβεία αυτήν, για να ανανεώσουμε την αδελφική και φιλική μας αγάπη και να μη αποξενωθούμε μεταξύ μας. Πολλοί χρόνοι έχουν παρέλθει από τότε, που σεις στείλατε προς εμάς την πρόταση της φιλίας. Εμείς λοιπόν καθ’ όλον τον καιρόν σας ενθυμούμεθα αδιαλείπτως κατά τις εορτές μας και κατά τις άλλες καθιερωμένες στη λατρεία του Θεού ημέρες, κατά τις θυσίες τις οποίες προσφέρουμε, και στις προσευχές μας, όπως είναι δίκαιο και πρέπον να ενθυμούμεθα αδελφούς. Ευφραινόμαστε δε πληροφορούμενοι τη δόξα σας. Αλλά θλίψεις πολλές και πόλεμοι πολλοί μας κύκλωσαν, διότι μας πολέμησαν οι γύρω μας άρχοντες και λαοί. Δεν θελήσαμε όμως στους πολέμους αυτούς να παρενοχλήσουμε εσάς και τους άλλους συμμάχους και φίλους μας. Διότι έχουμε τη βοήθεια παρά του Θεού του ουρανού, που μας ενίσχυσε συνεχώς, και γλυτώσαμε από τους εχθρούς μας, οι δε εχθροί μας συνετρίβησαν και εξευτελίσθηκαν. Δια τούτο, λοιπόν, εξελέξαμε τον Νουμήνιο υιό του Αντιόχου, και τον Αντίπατρο υιό του Ιάσωνος, και τους στείλαμε στους Ρωμαίους, για να ανανεώσουμε την προηγούμενή μας προς αυτούς φιλία και συμμαχία. Τους δώσαμε δε την εντολή να περάσουν και από σας, να σας χαιρετήσουν και να σας φέρουν την επιστολή μας αυτήν, η οποία κάνει λόγο για την ανανέωση της αδελφικής μας αγάπης. Και τώρα καλώς θα πράξετε και σεις, να μας απαντήσετε στις προτάσεις μας αυτές».
Στην επιστολή οι Σπαρτιάτες απάντησαν θερμά και, κατά το ίδιον αυτών, λακωνικά:
«Ο Άρειος ο βασιλεύς των Σπαρτιατών χαιρετίζει τον Ονία, τον μέγα αρχιερέα. Ευρέθη σε κάποιο αρχαίο έγγραφο ότι, οι Σπαρτιάτες και οι Ιουδαίοι είναι αδελφοί και ότι αμφότεροι κατάγονται από τη γενεά του Αβραάμ. Και τώρα, αφού μάθαμε πλέον αυτά, καλώς θα πράξετε εσείς να μας γράψετε σχετικώς με την ειρηνική και ευημερούσαν ζωή σας. Και εμείς επίσης σας γράφουμε, ότι τα ποίμνιά σας και όλα τα υπάρχοντά σας είναι δικά μας, και τα δικά μας είναι δικά σας. Δώσαμε δε εντολή στους κομιστές της επιστολής, να σας τα πουν αυτά και προφορικώς».
Η αλληλογραφία μεταξύ Ιουδαίων και Σπαρτιατών ολοκληρώνεται στη Βίβλο με μίαν επιστολή των Σπαρτιατών προς τον Αρχιερέα Σίμωνα, διάδοχο του Ονία:
Οι άρχοντες των Σπαρτιατών και όλη η πόλις χαιρετούν τον Σιμωνα, τον μέγα αρχιερέα, τους πρεσβυτέρους, τους ιερείς και τους άλλους άνδρες των Ιουδαίων, τους αδελφούς μας. Οι πρεσβευτές, τους οποίους στείλατε στον λαό μας, μας ανήγγειλαν τη δόξα σας και την τιμή, που απολαμβάνετε σήμερα, εμείς δε ευαρεστηθήκαμε πολύ για την έλευσή τους. Ανακοινώσαμε και καταχωρήσαμε τα λεχθέντα από αυτούς στις αποφάσεις του δήμου ως εξής• Ο Νουμήνιος ο υιός του Αντιόχου, και ο Αντίπατρος ο υιός του Ιάσωνος, πρεσβευτές από τους Ιουδαίους ήλθαν με σκοπό να ανανεώσουν την προς εμάς φιλία. Ευδόκησε και ενέκρινε ο δήμος να υποδεχθούμε τους άνδρες αυτούς με κάθε τιμή και να καταθέσουμε αντίγραφο των προτάσεών τους στα επίσημα βιβλία του δήμου, ώστε ο δήμος να διατηρήσει την ανάμνηση αυτών. Αντίγραφο δε τούτων γράψαμε και αποστέλλουμε στον Σίμωνα τον αρχιερέα
Ακόμη και αν δεν είναι αυθεντική, η πρώτη επιστολή των Σπαρτιατών εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική, καθώς ο Αρέας ισχυρίζεται ότι ο Αβραάμ είναι πρόγονος τόσο των Σπαρτιατών όσο και των Εβραίων. Αυτός ο ισχυρισμός συγγένειας μεταξύ των Εβραίων και άλλων λαών πρέπει να ήταν ένας τύπος της ελληνοεβραϊκής γραμματείας, ο οποίος προφανώς είχε την πρόθεση να αυξήσει το κύρος του Αβραάμ, που από τον ιστορικό Ευπόλεμο προβαλλόταν ως ένα είδος πολιτικού ήρωα.
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ο Ιώσηπος παραθέτει απόσπασμα του ιστορικού Αλέξανδρου Πολυίστωρος, ο οποίος είχε δανεισθεί από τον Κλεόδημο Μάλχο τον μύθο ότι δύο από τους γιους του Αβραάμ, ο Αφρά και ο Αφέρ, συνόδευσαν τον Ηρακλή κατά την αποστολή του στη Λιβύη. Η κόρη του Αφρά παντρεύτηκε τον Ηρακλή και γέννησε τον Διόδωρο, ο οποίος απέκτησε έναν γιο ονόματι Σοφωνά. Ο Πλούταρχος είχε ήδη γράψει για έναν γιο του Ηρακλή που ονομαζόταν Σόφακας, και ανέφερε ότι η Σπάρτη ιδρύθηκε από τον Ηρακλή και κυβερνήθηκε από τους απογόνους του για αρκετές γενιές. Ενώ ο Ηρόδοτος επισήμανε ότι ο Λεωνίδας καταγόταν από τη γενεά των Ηρακλειδών. Έτσι, η σχέση μεταξύ Αβραάμ και Ηρακλή καθιστούσε τους Εβραίους και τους Σπαρτιάτες αδελφούς.
Οι περίοδοι της ελληνιστικής και ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ιουδαία καθώς και της κυριαρχίας των Σασσανιδών στη Βαβυλώνα ήσαν τα χρόνια της μεγάλης πρόκλησης για τη συνέχεια του Ιουδαϊσμού, και, ταυτόχρονα, των μεγάλων επιτευγμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα την επιτυχημένη αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Μέχρι το χρονικό σημείο, που η Ύστερη Αρχαιότητα πλησίαζε στο τέλος της, ο Ιουδαϊσμός είχε επιβιώσει από τις προκλήσεις της αφομοίωσης, του σεχταρισμού και του αντισημιτισμού. Επιπλέον, τότε δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η ραβινική παράδοση στην ισραηλιτική θρησκεία. Οι πολλές μεταβάσεις, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, ουσιαστικά κατέστησαν δυνατή τη μακροπρόθεσμη συνέχεια του Ιουδαϊσμού ως θρησκείας της διασποράς.
Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά ο σημαντικός εξελληνισμός των εξωτερικών χαρακτηριστικών και των τύπων της ιουδαϊκής θρησκείας ακόμη και μέσα στη γη της Παλαιστίνης. Από τη μελέτη των αρχαίων πηγών ανακαλύπτουμε ότι, δεν υπήρχαν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους Εβραίους που ζούσαν εντός ή εκτός του εδάφους της, και στην πραγματικότητα οι δύο ομάδες είχαν υποστεί σημαντικές επιρροές από το ελληνικό πνεύμα.
Κατά την πρώιμη ελληνιστική περίοδο, οι Έλληνες περιέγραφαν τους Εβραίους ως ένα έθνος φιλοσόφων. Μάλιστα, όταν οι ελληνιστές Ιουδαίοι ερμήνευαν τον Ιουδαϊσμό για τον εαυτό τους και για τους Εθνικούς συμπολίτες τους, τον περιέγραφαν επίσης ως φιλοσοφία και τον συνέκριναν με τα συστήματα του Ζήνωνος, του Πυθαγόρα και του Πλάτωνος. Η σύγχρονη έρευνα έχει καταρτίσει έναν εντυπωσιακό κατάλογο ομοιοτήτων μεταξύ των ραβίνων και των φιλοσόφων των ελληνιστικών χρόνων. Και οι δύο ομάδες πραγματεύονταν το ίδιο είδος ερωτήσεων, χρησιμοποιούσαν ίδια είδη ερευνητικών και ρητορικών τεχνικών, και συχνά κατέληγαν στο ίδιο είδος συμπερασμάτων. Και οι δύο ομάδες διακρίνονταν από την υπόλοιπη κοινωνία χρησιμοποιώντας ειδική αμφίεση και τεχνική επαγγελματική γλώσσα. Επίσης, πολλά μέλη και των δύο ομάδων είχαν πιστωθεί με θαυματουργικές δυνάμεις και ήταν οι ήρωες παρόμοιου τύπου ιστορικών ανεκδότων.
Τα ιστορικά και γραμματολογικά δεδομένα καταδεικνύουν, πως ο Ιουδαϊσμός επηρεάσθηκε βαθύτατα από τον Ελληνισμό. Άλλωστε, οι πολιτισμοί είναι πολύ δυναμικές οντότητες για να μη διεισδύουν ο ένας στον άλλον, όταν συνυπάρχουν γεωγραφικά. Και αποτελεί γεγονός ότι, ο Ιουδαϊσμός ως πολιτισμός και ως θρησκεία συνυπήρξε για αιώνες με τον ελληνιστικό πολιτισμό. Αλλά, παρά τη συνύπαρξη και τον επηρεασμό, ο Ιουδαϊσμός δεν βρέθηκε σε ουσιαστικό κίνδυνο ούτε απειλήθηκε η ιδιοσυγκρασία του σε βαθύτερο επίπεδο λόγω της διασύνδεσής του με τον Ελληνισμό.
Ο Ελληνισμός σεμνύνεται για την Ιουδαϊκή προβολή του από την αρχαιότητα έως σήμερα. Σεμνύνεται για τα μεγάλα ελληνιστικά επιτεύγματα αλλά και για το ότι οι Σεφαραδίτες και Ρωμανιώτες Εβραίοι της Βόρειας Ελλάδας σε λιγότερο από μία γενιά από την ενσωμάτωσή τους στο σύγχρονο ελληνικό κράτος προσέφεραν στην Πατρίδα ήρωες τόσο στο αλβανικό μέτωπο όσο και αργότερα όταν στην Ανατολική Μακεδονία αρνήθηκαν να εκβουλγαρισθούν και οδηγήθηκαν ως Έλληνες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον μαρτυρικό θάνατο. Σεμνύνεται για αυτούς που επέζησαν, επέστρεψαν και διακρίθηκαν στις τέχνες, τα γράμματα και την επιστήμη. Αλλά κυρίως σεμνύνεται για τη σύγχρονη ελληνική ιουδαϊκή κοινότητα, ο δυναμισμός της οποίας μάς κάνει να αισιοδοξούμε ότι, στο μέλλον ο Ιουδαϊκός Ελληνισμός θα παρουσιάσει νέα άνθηση.
4 Σεπτεμβρίου, 2018