Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Μακαριότατε, κυρίες και κύριοι, καλημέρα σε όλους.
Πριν σας πω εγώ δυο λόγια, θέλω να σας διαβάσω τον χαιρετισμό του Πρωθυπουργού, ο οποίος δυστυχώς, λόγω άλλης ανειλημμένης υποχρέωσης, μολονότι ήθελε πολύ, δεν είναι σήμερα μαζί μας. Ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, απευθύνει τον εξής χαιρετισμό:
«Μακαριότατε, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα να καλωσορίσω τη σημαντική πρωτοβουλία του Υπουργείου Εξωτερικών και ιδιαίτερα του Υφυπουργού, κυρίου Μπόλαρη, για τη διοργάνωση της σημερινής ημερίδας.
Τα τελευταία χρόνια, το Υπουργείο Εξωτερικών έχει αναβαθμίσει τις πρωτοβουλίες του στον τομέα της θρησκευτικής διπλωματίας, αναγνωρίζοντας τη σημασία της, τόσο για την ελληνική εξωτερική πολιτική, όσο και για το κοινωνικό μοντέλο και για τις πανανθρώπινες αξίες, τις οποίες οφείλουμε να καλλιεργούμε και να αναδεικνύουμε τον 21ο αιώνα.
Μαζί με τους εκπροσώπους θρησκειών και δογμάτων στην Ελλάδα, εκπροσώπους των Πατριαρχείων, καθώς και ειδικούς, τόσο από τα αρμόδια Υπουργεία, όσο και από την Πανεπιστημιακή κοινότητα, σήμερα ανοίγεται ένας κρίσιμος διάλογος για την ελληνική κοινωνία, ο οποίος θεωρώ ότι θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο.
Οφείλουμε, μέσω της διπλωματίας μας, να στηρίξουμε τις πολύτιμες πρωτοβουλίες και την ακτινοβολία των Πατριαρχείων και να τις συνδέσουμε με τις προσπάθειες που κάνουμε για στήριξη της ελληνικής διασποράς, για την άσκηση αποτελεσματικής και μακρόπνοης πολιτιστικής και μορφωτικής διπλωματίας, για την επίλυση διεθνών διπλωματικών διαφορών, που πολλές φορές έχουν βαθιά ιστορικά υπόβαθρα, για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών ή η καταστροφή του Περιβάλλοντος.
Οφείλουμε να προωθούμε τον διάλογο μεταξύ των διαφορετικών δογμάτων στη χώρα μας και να εμβαθύνουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες. Παράλληλα, οφείλουμε να υποστηρίξουμε τον διεθνή, διορθόδοξο, διαχριστιανικό και διαθρησκειακό διάλογο, σε μία περίοδο που η ανάδειξη των κεντρικών, πανανθρώπινων αξιών είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.
Ειδικά, δε, στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, όπου με διαφορετικούς τρόπους δοκιμάζονται ή τίθενται σε κίνδυνο τα μοντέλα θρησκευτικής ανοχής, πλουραλισμού και ειρηνικής συμβίωσης, στα οποία, εν μέρει, τουλάχιστον, βασίστηκαν πολλές κοινωνίες εδώ και δεκαετίες.
Σ’ αυτό, λοιπόν, το σημερινό σύνθετο και ρευστό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οι θρησκείες και οι επίσημοι φορείς τους διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση τόσο της ταυτότητας ενός μεγάλου ποσοστού πολιτών, όσο και στις διεθνείς σχέσεις και εξελίξεις.
Δυστυχώς, ορισμένες φορές αναπαράγουν ή ενισχύουν τον φόβο, την εσωστρέφεια και περιχαράκωση και το μίσος ή επενδύουν σε εθνικές ή εθνοτικές συγκρούσεις και ιστορικές διαφορές.
Ωστόσο, μέσω της ανάδειξης κοινών ανθρωπιστικών αξιών, έχει αποδειχθεί πως οι θρησκείες έχουν τη δυνατότητα να ενθαρρύνουν τον διεθνή διάλογο και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ κρατών, πολιτικοκοινωνικών ομάδων και περιφερειακών οργανισμών, υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρηνικής συμβίωσης.
Άξονας των προσπαθειών τους χρειάζεται να είναι η διαθρησκειακή συνεννόηση και συνεργασία και σκοπός τους η εξάλειψη των θρησκευτικών φονταμενταλισμών, του αντισημιτισμού, της ισλαμοφοβίας και κάθε άλλης ιδεολογικής διαστρέβλωσης του ανθρωπιστικού μηνύματος των θρησκειών.
Άλλωστε, οι θρησκευτικές ομολογίες δεν υφίστανται μόνο ως λατρευτικές κοινότητες. Από τους κορυφαίους, παγκόσμιους πνευματικούς ηγέτες, μέχρι τα μέλη των λαϊκών οργανώσεων, οι θρησκευτικές κοινότητες βοηθούν και θα μπορούσαν να βοηθήσουν ακόμα περισσότερο στην προώθηση διπλωματικών προσπαθειών για την επίλυση των κατά τόπους συγκρούσεων ή την υπέρβαση διαφορών, που αφορούν την εθνική ιστορία και ταυτότητα.
Η χώρα μας μπορεί και οφείλει να αποτελέσει αρωγό σε αυτή τη διαδικασία, δεδομένου των πανανθρώπινων αξιών που παραδοσιακά έχει εκπροσωπήσει και οφείλει να εκπροσωπεί.
Όπως αποδείχθηκε άλλωστε και κατά την προσφυγική κρίση του 2015 – 2016 ή όπως αποδεικνύεται με πρωτοβουλίες που λαμβάνονται συνεχώς για την εμβάθυνση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και θρησκευτικών ελευθεριών στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα οφείλει επίσης να έχει αυτό το ρόλο, δεδομένου ότι σταδιακά καθίσταται ο σημαντικότερος πυλώνας ειρήνης, σταθερότητας και συν- ανάπτυξης της περιοχής, αλλά και δεδομένων των σημαντικών στηριγμάτων και ερεισμάτων που έχει στο παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της ισχυρής και δυναμικής της ομογένειας, των Ελληνορθόδοξων θρησκευτικών θεσμών και του ρόλου της στην παγκόσμια ναυτιλία και τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Με τις σκέψεις αυτές θα ήθελα να ευχηθώ κάθε επιτυχία στις συνεργασίες της διημερίδας».
Χαιρετισμός Υπουργού Εξωτερικών Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ:
Ο όρος θρησκευτική διπλωματία ξέρετε είναι σχετικά πρόσφατος. Την κλασική εποχή της Ευρωπαϊκής διπλωματίας τον 19ο αιώνα, διπλωματία και θρησκεία θεωρούνταν διαφορετικές και ξένες μεταξύ τους έννοιες.
Η μεν πρώτη, η θρησκεία βασιζόταν σε δόγματα απόλυτα και στην πίστη. Η διπλωματία αντίθετα θεωρούνταν ότι ήταν ευέλικτη, βασισμένη στη σχετικότητα των συμφερόντων, στην ευελιξία των επιχειρημάτων.
Μάλιστα τον 19ο αιώνα που ήταν η κλασική εποχή του επιστημονικού ορθού λόγου, επικρατούσε και η άποψη ότι η θρησκεία σιγά – σιγά θα περιθωριοποιηθεί, θα πάψει να είναι βασικός παράγοντας για τον προσδιορισμό, όχι μόνο της συμπεριφοράς των κρατών, αλλά και των ατόμων.
Οι προβλέψεις αυτές δεν επαληθεύθηκαν. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών πάνω από 80% των πολιτών σε οικουμενικό επίπεδο δηλώνει ότι ακολουθεί μια θρησκεία. Προφανώς με διαφορετικούς βαθμούς έντασης πίστης και, στην ήπειρό μας, ακόμα βλέπουμε μια σχετική υποχώρηση της θρησκευτικής πίστης σε δυτικές, σε δυτικοευρωπαϊκές χώρες, που δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ένα καθολικό φαινόμενο.
Ήταν όμως κυρίως η κατάρρευση του διπολικού κόσμου, της σύγκρουσης ανάμεσα στο δυτικό κόσμο και στο πρώην σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που επανέφερε την ανάγκη θρησκευτικής διπλωματίας με μεγαλύτερη ένταση στο υπόβαθρο.
Για ποιο λόγο; Και στο πλαίσιο της σύγκρουσης δύσης, Σοβιετικής Ένωσης και του άλλου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, υπήρχε συζήτηση για τη θρησκεία, αλλά αυτή ήταν κυρίως στο πλαίσιο της κριτικής που ασκούσε ο δυτικός κόσμος, στην παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία και ήταν πλαίσιο αυτής της ρητορικής.
Αντιθέτως, στο πλαίσιο του πολυπολικού κόσμου που ανέκυψε μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, το θρησκευτικό στοιχείο αναδείχθηκε κατ’ αρχήν σαν βασικός προσδιορισμός της ταυτότητας, ατομικής και συλλογικής.
Ήδη ο Χάντιγκτον όπως ξέρετε αναλύει το αναδυόμενο σύστημα διεθνών σχέσεων όχι στη βάση απλώς σύγκρουσης εθνικών ή κρατικών συμφερόντων, αλλά στο πλαίσιο σύγκρουσης διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων.
Προσωπικά δεν ακολουθώ αυτό το μοντέλο. Είναι αναμφισβήτητο όμως ότι η ανάδειξη του θρησκευτικού στοιχείου είναι καθοριστική στην κριτική που γίνεται από πολλές πλευρές εναντίον της δυτικής αντίληψης για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένες οι παγκόσμιες διεθνείς διπλωματικές σχέσεις.
Στο μοντέλο που ορισμένοι ονομάζουν μεταδυτικό, της νέας παγκοσμιοποίησης λοιπόν, τα στοιχεία της ταυτότητας αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό για τη χάραξη της πολιτικής πολλών κρατών.
Και βεβαίως προσδιορίζουν και το μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των συγκρούσεων. Ασύμμετρων πολλές φορές συγκρούσεων, όπου δεν έχουμε κράτη αντιμέτωπα, αλλά έχουμε ομάδες ριζοσπαστικοποιημένες, πολλές φορές, ομάδες τρομοκρατικές που προβάλουν με επιθετικό τρόπο την ιδεολογία τους, αμφισβητώντας αυτού του είδους τη δυτική ηγεμονία.
Το παράδειγμα των Δίδυμων Πύργων ήταν εμβληματικό και σημάδεψε στην αρχή αυτής της χιλιετίας αυτήν την τάση στην οποία αναφέρομαι. Και φυσικά χώρες που έχουνε κρατική θρησκεία ή που προσπαθούν να χτίσουν την ταυτότητα του κράτους.
Γύρω από θρησκευτικές πεποιθήσεις, προβάλουν ακόμα εντονότερα τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά και στην άσκηση της διπλωματίας τους. Κατ’ εξοχήν αυτό το βλέπουμε στις χώρες που έχουν το Ισλάμ ως κρατική θρησκεία, το βλέπουμε όμως το τελευταίο διάστημα και στη Ρωσία όπου η θρησκευτική πίστη οργανώνει ένα ολόκληρο σύστημα ιδεολογικών αξιών και στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς.
Κάθε χρόνο καταθέτει η Ρωσία στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ένα ψήφισμα για την προστασία των παραδοσιακών αξιών, όπου ως παραδοσιακές αξίες κυρίως προβάλλονται αυτές που σχετίζονται με τον ρωσικό τρόπο αντίληψης της Ορθοδοξίας.
Και η ίδια η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας έχει διαμορφώσει έννοιες, όπως αυτή του εγγύς εξωτερικού, "near abroad" στα αγγλικά, που λαμβάνουν υπόψη το θρησκευτικό χαρακτήρα σε συνδυασμό, φυσικά και με άλλα χαρακτηριστικά. Ως εγγύς εξωτερικό ορίζουν στη Ρωσική διπλωματία τις τρεις χώρες όπου ήταν πρώην κράτη της Σοβιετικής Ένωσης, την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Λευκορωσία και για αυτό βλέπουμε τις πρόσφατες θρησκευτικές εξελίξεις στην Ουκρανία να έχουν ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον για τη χώρα αυτή.
Τα θέματα της ταυτότητας είναι σημαντικά και για την ένταση συγκρούσεων, ασύμμετρων συγκρούσεων στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική. Εκεί τι βλέπουμε; Μέλη θρησκευτικών κοινοτήτων, συνήθως κοινοτήτων του Ισλάμ, κυρίως πολίτες των δυτικών χωρών, δεύτερης γενιάς πολίτες, να εκδηλώνουν φαινόμενα ριζοσπαστισμού και εξτρεμισμού.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι απόρροια μίας διαφορετικής στάσης από αυτής που σας περιέγραψα προηγουμένως και που η προηγούμενη τάση σχετίζεται στη διαμόρφωση εθνικών και κρατικών χαρακτηριστικών μέσω της ταυτότητας που προσδιορίζει στα κράτη το θρησκευτικό στοιχείο.
Η ένταση αυτή των χαρακτηριστικών εξτρεμισμού στην ήπειρό μας, κατά τη γνώμη μου οφείλεται αποκλειστικά στην υποχώρηση των κοινωνικών μεθόδων ενσωμάτωσης και κοινωνικής ειρήνης που συνδέεται πάλι με την εξασθένιση του κοινωνικού κράτους.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, ενώ οι πατέρες και οι μητέρες αυτών των παιδιών, που προβαίνουν σε αυτές τις ακραίες ενέργειες, ήταν ενσωματωμένοι στις τοπικές κοινωνίες, τα παιδιά τους, που λογικά θα περίμενε κανείς ότι θα είχαν μεγαλύτερη ενσωμάτωση από ό,τι η προηγούμενη γενιά, ακριβώς επειδή ανήκουν σε κατηγορίες πληθυσμού που περιθωριοποιούνται, δεν έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή αισθάνονται, εν πάση περιπτώσει, υποτιμημένοι και εξορισμένoi από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα προβαίνουν στις συμπεριφορές αυτές.
Στην Ελλάδα είναι γνωστή ή ιστορική σημασία που είχε η Ορθοδοξία για τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας και η συμμετοχή της Εκκλησίας στους αγώνες του έθνους. Και πρόσφατα, στο μεγάλο αγώνα της Αντίστασης η συμμετοχή, ειδικά του λαϊκού κλήρου, ήταν σημαντική. Και ποτέ στην Ελλάδα δεν είχαμε, ακριβώς λόγω των ξεχωριστών χαρακτηριστικών που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία, την πολιτιστική σύγκρουση, τους λεγόμενους Kulturkampf που είχαν αναπτυχθεί το 19ο αιώνα στην Ευρώπη.
Η ελληνική πολιτεία λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά αυτά, το συνδυασμό δηλαδή της οικουμενικότητας της ελληνικής Ορθοδοξίας, την παρουσία των Πατριαρχείων ως ιστορικών φάρων πολιτισμού στην περιοχή μας της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Και προσπαθούμε να αναπτύξουμε, λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη σημαντική πολιτιστική και θρησκευτική παρουσία, εργαλεία διαλόγου, διαθρησκειακού διαλόγου ως τμήματα της ήπιας διπλωματίας που θέλουμε να αναδείξουμε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των προσπαθειών πολυμερούς διπλωματίας είναι η πρωτοβουλία που είχε ξεκινήσει ο προηγούμενος Υπουργός Νίκος Κοτζιάς για την οργάνωση διάσκεψης διαθρησκειακού διαλόγου, με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των μειονοτήτων στη Μέση Ανατολή, μειονοτήτων που, όπως ξέρετε, είναι κυρίως χριστιανικές.
Στην ίδια κατεύθυνση πρόκειται να συνεχίσουμε, προσπαθώντας να είμαστε, όπως ανέφερε και στο μήνυμά του ο Πρωθυπουργός, όχι απλώς χώρα-πυλώνας σταθερότητας, αλλά εξαγωγέας σταθερότητας. Να είμαστε μία χώρα-παράδειγμα και πρότυπο στην ευρύτερη περιοχή μας, σ’ αυτό το τρίγωνο της αστάθειας, που έχει ως κορυφές την Ουκρανία, τη Λιβύη και τη Συρία.
Και στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, της προσπάθειάς μας, θεωρώ ότι θα διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο η διημερίδα που ξεκινά σήμερα. Θέλω να δώσω τα συγχαρητήριά μου στον Υφυπουργό, κύριο Μπόλαρη, για την πετυχημένη διοργάνωσή της. Και να ευχηθώ σε όλους μας καλή επιτυχία στις εργασίες της.
Σας ευχαριστώ πολύ.
28 Φεβρουαρίου, 2019