Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Βιώνουμε την εποχή των πολλαπλών κρίσεων. Κρίση επιθετικότητας και αναθεωρητισμού, κρίση επισιτιστική, κλιματικής αλλαγής, μετανάστευσης, δημόσιας υγείας. Οι κρίσεις αυτές έχουν δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι έχουν υπερτοπικό χαρακτήρα, δεν εντοπίζονται σε μία χώρα, δεν εντοπίζονται σε μία περιφέρεια. Και το δεύτερο, και νομίζω πιο σημαντικό, είναι ότι καταργούν τις βεβαιότητες πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί η μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Πάνω σε αυτές τις κρίσεις νομίζω είναι σημαντικό να υπάρχει μία εξωτερική πολιτική, η οποία θα στηρίζεται σε συγκεκριμένες αρχές, και αυτή πρέπει να έχει ως βασικά χαρακτηριστικά τη διπλωματία αρχών. Όχι μία εξωτερική πολιτική, η οποία θα είναι συγκυριακή, ωφελιμιστική, αλλά μία εξωτερική πολιτική που θα στηρίζεται συστηματικά, με σθένος, στο διεθνές δίκαιο, στη διαγενεακή δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη, στη δημοκρατία και στον διάλογο. Μία εξωτερική πολιτική, η οποία θα έχει χαρακτήρα ενεργητικό, θα βγαίνει η ίδια εξωστρεφώς, προς τα έξω. Και είναι σημαντικό το γεγονός ότι, πράγματι, από το 2019 και εντεύθεν η ενεργητική εξωτερική πολιτική έχει δημιουργήσει ένα πολύ σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για τη χώρα, έτσι ώστε να μπορεί η Ελλάδα να περνάει τις θέσεις της στα διεθνή φόρα, αλλά και διμερώς.
Και βεβαίως μία εξωτερική πολιτική, η οποία θα έχει χαρακτήρα πολύτροπο, δεν θα στηρίζεται μόνο στις παραδοσιακές μορφές διπλωματίας, αλλά θα υιοθετεί στοιχεία και άλλων μορφών διπλωματίας, όπως είναι κατ’ εξοχήν οι ήπιες μορφές διπλωματίας και η δημόσια διπλωματία. Το πιο σημαντικό, όμως, κυρίες και κύριοι βουλευτές, είναι οι αρχές αυτές να είναι συνεπείς, να εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις. Και αυτή είναι η βασική μας θέση και η βασική μας πολιτική, έτσι ώστε να είμαστε αξιόπιστοι και να μπορούμε να έχουμε σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο σε όλα τα επίπεδα κρίσεων, είτε πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, είτε πρόκειται για τον Νότιο Καύκασο, είτε πρόκειται για την Ουκρανία. Σε κάθε κρίση, η ελληνική εξωτερική πολιτική διατηρεί τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά.
Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, από την πρώτη στιγμή η Ελλάδα τοποθετήθηκε σε επίπεδο αρχής. Ήταν οι δικές μας πέντε θέσεις τις οποίες υιοθετήσαμε, οι οποίες είχαν να κάνουν με την καταδίκη οποιασδήποτε μορφής επιθετικότητας, με την προστασία των αμάχων, με τη δημιουργία ανθρωπιστικών διαύλων, με την απελευθέρωση των ομήρων και βεβαίως με τη διεθνή διάσκεψη για να μπορέσει να λυθεί το Παλαιστινιακό στη λογική των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα δύο κράτη στα όρια του 1967 και με πρωτεύουσα της Παλαιστίνης την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Τις ίδιες αρχές εφαρμόσαμε ακριβώς και στο επίπεδο της Ουκρανίας. Στην Ουκρανία είναι σημαντικό το γεγονός ότι ταχθήκαμε εξαρχής με την πλευρά εκείνη, η οποία ήταν απέναντι στον αναθεωρητισμό και απέναντι στην επιθετικότητα και συστηματικά, τόσο ως χώρα, όσο και στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, στους οποίους συμμετέχουμε. Εμείς τηρούμε αυτή τη στάση και βεβαίως χαιρετίζουμε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την εβδομάδα αυτή, η Ουκρανία να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο δρόμος ο ευρωπαϊκός, όπως και για τη Μολδαβία, περνάει μέσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το ίδιο ισχύει και για τα Δυτικά Βαλκάνια. Στην περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων, η Ελλάδα ήταν εκείνη η οποία ήταν η επισπεύδουσα. Είκοσι χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη και εξακολουθεί να έχει έναν ηγετικό ρόλο. Υπό αυτή την εκδοχή, είναι σημαντικό να μπορέσουμε να δώσουμε την πολιτική κατεύθυνση για ασφάλεια, ευημερία και κυρίως προοπτική στους λαούς των Δυτικών Βαλκανίων για να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια με βάση τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά για το ζήτημα της Αλβανίας, για την οποία το ζήτημα του Φρέντι Μπελέρη εξακολουθεί να αποτελεί ένα εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία, θα ήθελα να τονίσω ότι δεν πρόκειται για ένα διμερές ζήτημα, αλλά πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο ανάγεται στο κράτος δικαίου, στην προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων και στην διεθνή προστασία των μειονοτήτων.
Και σε κάθε περίπτωση, αυτό το οποίο ισχύει είναι ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας περνάει μέσα από την ανάληψη καθηκόντων του Φρέντι Μπελέρη, έτσι ώστε να υλοποιηθεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά παράλληλα να υλοποιηθεί και η πολιτική βούληση των πολιτών της Χειμάρρας.
Στο πλαίσιο αρχών της εξωτερικής πολιτικής, εξακολουθούμε να στηρίζουμε ως θεμελιώδη αρχή μας την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ήταν η πρώτη επίσκεψη που πραγματοποίησα. Είμαστε σε απόλυτη συνέργεια με την κυπριακή κυβέρνηση. Θεωρούμε ότι πρέπει να επανεκκινήσει ο άμεσος διάλογος, ιδίως από εκεί από όπου σταμάτησε και βεβαίως να υπάρχει λύση, η οποία θα στηρίζεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Κύπρος αποτελεί πάντα μία θεμελιώδη αξία για την εξωτερική πολιτική μας.
Για την Τουρκία θα έχω την ευκαιρία να τα πω αναλυτικώς. Έχουμε ήδη προγραμματίσει την ερχόμενη εβδομάδα συζήτηση στο πλαίσιο της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών, όπου θα έχουμε την ευκαιρία να αναλύσουμε τόσο τα σχετικά με το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, όσο και γενικότερα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εκείνο το οποίο θέλω να τονίσω είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει στην πραγματικότητα μια καλή σχέση γειτονίας με την Τουρκία, όπως και με όλους τους γείτονες.
Μια σχέση, η οποία θα στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο. Είναι προφανές ότι στη συζήτηση αυτή υπάρχουν συγκεκριμένες παράμετροι, οι οποίες είναι απαράβατες. Ζητήματα κυριαρχίας δεν εντάσσονται μέσα στον διάλογο με την Τουρκία. Και, βεβαίως, το πιο σημαντικό είναι ότι θα πρέπει να αποτυπώνεται διαρκώς η ειλικρίνεια και των δύο μερών, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε βήμα-βήμα στα ζητήματα αυτά. Νομίζω είναι κοινή παραδοχή ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε με νηνεμία, να διαιωνίσουμε το κλίμα ησυχίας το οποίο επικρατεί στη γειτονιά μας χωρίς επιθετική ρητορική. Η δε ιστορική, κατά την άποψή μου, Διακήρυξη φιλίας και καλής γειτονίας που υπογράφηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Ανωτάτου Συμβουλίου, σηματοδοτεί ακριβώς τη νέα εποχή στην οποία μεταβαίνουν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως βεβαίως και οι 15 συμφωνίες, μνημόνια και κοινές δηλώσεις που υπογράφηκαν. Βήμα-βήμα θα προχωρήσουμε στη σχέση μας με τη γείτονα.
Θα ήθελα για πολύ λίγο να αναφερθώ στους πυλώνες της εξωτερικής μας πολιτικής, ξεκινώντας από το ζήτημα της οικονομικής διπλωματίας και της εξωστρέφειας. Υπό την ηγεσία του Υφυπουργού του κυρίου Φραγκογιάννη έχουμε κάνει πολύ σημαντικά βήματα στο κομμάτι της προώθησης των εμπορικών συμφερόντων των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, όπως βεβαίως και της παρουσίας των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ελληνικές εξαγωγές πλέον έχουν φτάσει στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την ανθεκτικότητα, αλλά και την ανταγωνιστικότητα πλέον της ελληνικής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά στις άμεσες ξένες επενδύσεις, όλοι αντιλαμβανόμαστε το πόσο σημαντικό είναι να έχουν αυξηθεί ήδη κατά 50% το 2022 σε σχέση με το προηγούμενο έτος οι άμεσες ξένες επενδύσεις και κατά 80% σε σχέση με την προ Covid εποχή, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά. Και, βεβαίως, εκτιμούμε ότι το 2023 θα κλείσουμε 6 φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο με πολύ μεγαλύτερη ροή και δυναμική. Όσο ανακτούμε τα κεκτημένα μας, την επενδυτική βαθμίδα, η οποία μας ήρθε το τελευταίο διάστημα και βεβαίως τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ειδικότερα σε σχέση με την οικονομική μας διπλωματία, θα ήθελα να επισημάνω ότι το επόμενο διάστημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο. Οι προτεραιότητές μας είναι πάντοτε η εξωστρέφεια και, ό, τι αφορά στις μεγάλες χώρες και τις μεγάλες αγορές.
Ήδη έχουμε αναπτύξει ένα συγκεκριμένο σχέδιο σε σχέση με την Ινδία και τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης, ο οποίος θα περάσει μέσα από την Ελλάδα. Ο πέμπτος γύρος στρατηγικού διαλόγου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οποίος θα γίνει τους πρώτους μήνες του νέου έτους, ενώ ιδιαίτερη σημασία θα ήθελα να τονίσω αποτελεί το ζήτημα της ενεργειακής πολιτικής της χώρας.
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αναχθεί σε ενεργειακό κόμβο. Θωρακίζουμε την ενεργειακή μας ασφάλεια με την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά ταυτόχρονα βοηθώντας και τους γείτονές μας τόσο σε ό,τι αφορά στο κομμάτι του φυσικού αερίου, όσο και στο κομμάτι του ηλεκτρισμού. Έχουμε καταφέρει την απεξάρτηση μέσω του ΤΑΡ και του Αζερμπαϊτζάν. Στο φυσικό αέριο, βοηθήσαμε ουσιωδώς την Βουλγαρία. Όταν έκλεισε ο διακόπτης από τη Ρωσία, εγκαινιάσαμε τον αγωγό IGB. Στέλνουμε αέριο στη Μολδαβία. Βεβαίως έχουμε τον FSRU στην Αλεξανδρούπολη. Χτίζουμε αγωγό προς την Βόρεια Μακεδονία, επεκτείνουμε τους αγωγούς TAP και IGB, ενώ από την άλλη πλευρά στον ηλεκτρισμό έχουμε νέα διασύνδεση με τη Βουλγαρία και εξετάζουμε επέκταση της γραμμής με Ιταλία και νέα γραμμή με την Τουρκία. Αλλάζουμε τον ενεργειακό χάρτη της περιοχής με την Ελλάδα στο επίκεντρο.
Σε ό,τι αφορά στη δημόσια διπλωματία και τη διασπορά, υπό την ηγεσία του Υφυπουργού του κ. Κώτσηρα, θα ήθελα να επισημάνω ότι ειδικά για τον απόδημο Ελληνισμό, έχουμε πλέον στο gov.gr την ειδική ενότητα, όπου όλα τα ψηφιακά εργαλεία επιτρέπουν στον Ελληνισμό της Διασποράς να έρθει όσο το δυνατόν πιο κοντά στη μητροπολιτική Ελλάδα και βεβαίως το έργο του ψηφιακού μετασχηματισμού των προξενικών υπηρεσιών. Πλέον όλες οι υπηρεσίες ψηφιακής παροχής προξενικών υπηρεσιών θα γίνονται κατά βάσιν ψηφιακά. Είμαστε ήδη στη φάση των δοκιμών. Λειτουργεί δοκιμαστικά και βεβαίως από τις αρχές του επόμενου έτους θα λειτουργήσει και σε τακτική βάση. Στο δε Υπουργικό Συμβούλιο το επόμενο θα εισηγηθούμε το Στρατηγικό Σχέδιο για τον Απόδημο Ελληνισμό, ένα σχέδιο από το 2024 έως το -2027, το οποίο θα στηρίζεται στους θεσμούς της ελληνικής διασποράς με κύρια χαρακτηριστικά την ελληνική γλώσσα, την προσέλκυση των νέων ομογενών, την καταπολέμηση του brain drain, τη βελτίωση των υπηρεσιών και ταυτόχρονα την εφαρμογή ενός στρατηγικού σχεδίου για τη δημόσια διπλωματία.
Θα ήθελα για ένα λεπτό να επισημάνω το σημαντικό ζήτημα της εξωστρέφειας και της παρουσίας της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς. Ήδη η αιχμή του δόρατος είναι η υποψηφιότητα μας για μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το 2025-2026, με πολύ συστηματική προσπάθεια που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια. Αυτή τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι έχουμε εξασφαλίσει τον αναγκαίο αριθμό για να εκλέγουμε και προσπαθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο να διευρύνουμε αυτή τη βάση υποστήριξης.
Σημαντική είναι η υποψηφιότητα μας για το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2028 -2030. Καταλαβαίνουμε όλοι τη σημασία αυτού του Συμβουλίου και θα είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα θα συμμετέχει. Επίσης, η υποψηφιότητα μας για την προεδρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2035.
Να πω, δε, ότι η Ελλάδα έχει πετύχει το 100% των στόχων που θέσαμε για τους διεθνείς οργανισμούς. Έτσι, πριν από μόλις μία εβδομάδα, με τη συνέργεια με το υπουργείο Ναυτιλίας, η Ελλάδα εξελέγη πρώτη στην κατηγορία Α στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό στον IMO, ενώ είχαμε τον περασμένο Νοέμβριο του 2023 την εκλογή, την ομόφωνη εκλογή της Ελλάδας στην Επιτροπή της ΟΥΝΕΣΚΟ για την επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών και όλοι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της Επιτροπής αυτής. Ενόσω βεβαίως το 2024, τον Απρίλιο, θα οργανώσουμε και το Our Ocean Conference, το οποίο έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την κλιματική αλλαγή και τη βιοποικιλότητα, ιδίως στο κομμάτι των νερών.
Ταυτόχρονα προσπαθούμε να ενισχύσουμε και το Υπουργείο Εξωτερικών σε ό,τι αφορά στις υποδομές. Ήδη έχουμε προσανατολισμό προς την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων στο πλαίσιο του προγράμματος Ηλέκτρα. Ηλεκτρονικές υποδομές της Κεντρικής Υπηρεσίας με 1.000 είδη, νέα είδη τεχνολογίας, αναβάθμιση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και βεβαίως, την ψηφιοποίηση του Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με μία προσωπική τοποθέτηση. Η άσκηση εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να στηρίζεται σε διαίσθηση, ούτε σε μία πολιτική πλειοδοσία, ούτε σε υπεραπλουστευμένους βερμπαλισμούς. Η άσκηση εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει βαθιά γνώση της ιστορίας, των θεσμών και των διεθνών σχέσεων.
Εγώ ο ίδιος, πριν έρθω στην πολιτική και πριν αναλάβω την τιμητική θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, δίδαξα στο Πανεπιστήμιο για σχεδόν είκοσι χρόνια τη διεθνή ιστορία πολιτικών και συνταγματικών θεσμών. Και εντούτοις, δεν μπορώ να πω ποτέ ότι αισθάνομαι ασφαλής για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Στηρίζομαι κατ’ εξοχήν στο εξαίρετο προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών και στη μελέτη, την οποία καθημερινά κάνω για να μπορέσω να ανταπεξέλθω στα καθήκοντά μου. Η ιστορία θα μας κρίνει όλους και θα μας κρίνει επί τη βάσει της φρόνησης και της γενναιότητας την οποία θα επιδείξουμε.
Όμως η γενναιότητα δεν είναι να λες τα ευχάριστα, αλλά είναι να πράττεις τα ωφέλιμα για τη χώρα.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
(...)
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
Είναι πολλά τα θέματα τα οποία ετέθησαν. Θα ήθελα κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω θερμά όλους τους βουλευτές που τοποθετήθηκαν και μου έκαναν τις ερωτήσεις αυτές, δίνοντάς μου την ευκαιρία να τοποθετηθώ για τα ζητήματα.
Είναι προφανές ότι επειδή θα έχουμε μία εκτενή και νομίζω παραγωγική συζήτηση στο πλαίσιο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το ζήτημα των ελληνοτουρκικών, επιφυλάσσομαι για πολύ περισσότερες πληροφορίες εκεί και θα είμαι απολύτως στη διάθεσή σας. Γνωρίζετε άλλωστε όλοι οι παριστάμενοι ότι εγώ είμαι πάντοτε ανοικτός στην ενημέρωση. Προσπαθώ πάντοτε πολύ τακτικά να ενημερώνω τους αρχηγούς και τους εκπροσώπους των κομμάτων. Προσέρχομαι διαρκώς στη Βουλή στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού ελέγχου. Προσέρχομαι πάντοτε στις Επιτροπές. Θέλω να είμαι πάντα στη Βουλή, διότι θεωρώ ότι υπηρετώ τη Βουλή και δεν υπηρετούμαι από αυτήν.
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω από το ζήτημα της πολιτικής Διακήρυξης φιλίας και καλής γειτονίας. Αναφέρθηκε τόσο ο κύριος Μάντζος όσο και ο κύριος Στίγκας. Η πολιτική αυτή Διακήρυξη, όπως γνωρίζετε, είναι ένα κείμενο νομικά μη δεσμευτικό. Συνιστά μία διακήρυξη πολιτική, η οποία βεβαίως συνιστά μία σημαντική πολιτική δέσμευση. Αποτελεί έναν υψηλότατο πολιτικό συμβολισμό. Θέλω να θυμίσω ότι η διακήρυξη αυτή έρχεται 100 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και έρχεται επιπλέον 93 χρόνια μετά το ιστορικό Σύμφωνο Φιλίας μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού. Έχει κατά τούτο μία ιδιαίτερη σημασία να δηλώνουν οι ηγέτες που εκπροσωπούν τη χώρα, έστω και σε κείμενο νομικά μη δεσμευτικό, την πολιτική τους βούληση στο υψηλότερο επίπεδο, να υπάρχει μία σχέση καλής κατανόησης, αποφυγής της εχθροπάθειας και αποσυμπίεσης των κρίσεων.
Θέλω να πω ότι οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται, και για τις οποίες θα μιλήσουμε αναλυτικά στην Επιτροπή, δεν αισθάνομαι ότι έχουν βάση. Και τούτο διότι το να αναφέρεται στο κείμενο ότι τα μέρη θα αποφεύγουν ενέργειες, λόγω ή έργω, οι οποίες θα υποβαθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, είναι αυτονόητο ότι δεν αναιρούν τις βασικές θέσεις των χωρών αυτών. Και αν προσέξετε, στο ίδιο το κείμενο της πολιτικής Διακήρυξης αναφέρεται ρητά ότι τα μέρη διατηρούν τις θέσεις τους όπως τις εκφράζουν, θα πρέπει όμως να μην ασκούνται αυτά με τρόπο, ώστε να ματαιώνεται το ωφέλιμο περιεχόμενο της πολιτικής Διακήρυξης.
Και θέλω να πω το εξής: έχει μια πολύ μεγάλη σημασία, επειδή ερωτήθηκα ποια είναι η πρόσθετη αξία που εισφέρει αυτή η πολιτική Διακήρυξη. Θέλω να είμαι σαφής. Το γεγονός ότι για το τελευταίο δεκάμηνο έχουμε αποχή από παραβιάσεις εναέριου χώρου, πλην ελαχίστων σημειακών περιπτώσεων, το γεγονός ότι έχουμε αποχή από εχθροπαθή λόγο, ο οποίος δυστυχώς ήταν ο κανόνας το προηγούμενο διάστημα, το γεγονός ότι έχουμε μία καλύτερη φύλαξη των συνόρων από την πλευρά της Τουρκίας, κατά τρόπο ώστε να μειώνονται οι ροές και να ελέγχονται καλύτερα τα κυκλώματα διακινητών, όλα αυτά είναι σημαντικά επιτεύγματα και κατά την άποψή μου. Η διατήρηση αυτών είναι μία μεγάλη συμβολή για την ηρεμία της δικής μας χώρας, για να μπορούμε να δώσουμε έμφαση στα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα, ταυτοχρόνως με την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών μας. Βεβαίως και δεν απεμπολούμε οτιδήποτε. Βεβαίως και διατηρούμε πλήρη κυριαρχία. Δεν πρόκειται να συζητήσουμε θέματα κυριαρχίας.
Κύριε Πρόεδρε, κύριε Στίγκα, αναφερθήκατε στο ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων και ότι δεν ακούσατε κάτι γι’ αυτό. Μα δεν ακούσατε κάτι γι’ αυτό, διότι το ζήτημα αυτό δεν είναι δεν είναι ζήτημα διαλόγου με την Τουρκία. Είναι ένα ζήτημα απολύτως, αποκλειστικά, μονομερές κυριαρχικό της ελληνικής Πολιτείας.
Είναι απλό το ζήτημα. Στον χρόνο κατά τον οποίο θα κρίνει η ελληνική πολιτεία ότι είναι σκόπιμο να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα, θα το πράξει. Αλλά μην περιμένετε να τεθεί αυτό στο επίπεδο του διαλόγου με την Τουρκία, γιατί δεν αφορά καθόλου την Τουρκία, όπως δεν αφορά καθόλου την Τουρκία το ζήτημα του πώς διαχειρίζεται τη δομή Ενόπλων Δυνάμεων η Ελλάδα, είτε στην ηπειρωτική χώρα, είτε στα νησιά. Είναι ένα ζήτημα το οποίο είναι αμιγώς της ελληνικής Πολιτείας.
Και, κύριε Καζαμία, θα μου επιτρέψετε να πω, με σεβασμό, ότι δεν είδατε κάτι για την Κύπρο στη συνέντευξή μου σήμερα, διότι είθισται στις συνεντεύξεις να απαντάμε στις ερωτήσεις που μας τίθενται. Δε μου ετέθη και κατά τούτο δεν μπορούσα να απαντήσω προπετώς. Απήντησα όμως σήμερα. Και θέλω να σας πω και το εξής, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή με ρωτήσατε για την Κύπρο. Όπως και εμείς, έτσι και η Κυπριακή Κυβέρνηση θεωρεί ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμβάλλει παραγωγικά και στην πρόοδο του Κυπριακού. Είμαστε σε απόλυτη συνεννόηση με την Κυπριακή Κυβέρνηση.
Έχει υπάρξει μια σχετική εξέλιξη. Θέλω να σας θυμίσω δύο μόνο. Το πρώτο είναι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου, όπου ρητώς κατεγράφη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συμμετέχει ενεργά σε όλα τα στάδια των συζητήσεων για το Κυπριακό. Η αναβάθμιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πάρα πολύ σημαντικό, όπως ξέρετε κύριε καθηγητά. Και επιπλέον να πω ότι ήδη έχει υπάρξει μια σημαντική κινητικότητα το τελευταίο διάστημα, έτσι ώστε να τοποθετηθεί ο Ειδικός Απεσταλμένος εκ μέρους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με το σκεπτικό ότι θα πρέπει να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις από εκεί που τις αφήσαμε και με μία προοπτική, βεβαίως, να υπάρξει λύση στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι πάρα πολύ σαφές το ζήτημα αυτό.
Να πω δυο κουβέντες, αν μου επιτρέπετε, για το ζήτημα του Μεσανατολικού, επειδή τίθεται εκ νέου. Η Ελλάδα, το επαναλαμβάνω, είναι μια χώρα η οποία έχει υψηλό διπλωματικό κεφάλαιο και χαίρομαι για το γεγονός ότι όλοι συμφωνήσαμε σε αυτή την αίθουσα ότι θα πρέπει η διπλωματία μας να στηρίζεται σε αρχές. Δεν πρέπει να είναι μία εξωτερική πολιτική ούτε ωφελιμιστική με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ούτε συναλλακτική. Δεν κερδίζεις με τον τρόπο αυτό, κερδίζεις αν είσαι συνεπής, αυστηρός, με φρόνηση, με σύνεση. Έτσι κερδίζεις. Και έτσι αισθάνομαι ότι έχουμε βγει μέσα από όλο αυτό το ζήτημα του Μεσανατολικού, αναβαθμισμένοι και διπλωματικά.
Κύριε Μάντζο, όταν εμείς ήμασταν οι πρώτοι σε όλη την Ευρώπη, οι οποίοι βγήκαμε και δηλώσαμε ευθέως ότι πρέπει οι άμαχοι να προστατεύονται και ότι πρέπει να υπάρχουν ανθρωπιστικοί δίαυλοι, αντιλαμβανόμαστε όλοι το πόσο σημαντικό είναι αυτό. Και επειδή υπήρχε μία μομφή από τον καθηγητή τον κ. Καζαμία σε σχέση με το ψήφισμα, το πρώτο ψήφισμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, θα ήθελα να σας πω ότι στο πρώτο ψήφισμα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά σημαντική πλειοψηφία απείχαν, δημιουργικά απείχαν.
Τι μεσολάβησε; Μεσολάβησε πρώτον, ότι το νέο κείμενο το οποίο έχουμε στα χέρια μας είναι πάρα πολύ πιο ισορροπημένο. Διαλαμβάνει ακριβώς τα ζητήματα τα οποία πρέπει να τίθενται, ιδίως για τους ομήρους, αλλά και για την καταδίκη της τρομοκρατίας σε κάθε μορφή. Και βεβαίως, υπάρχει μία προϊούσα ανησυχία για την ανθρωπιστική κρίση, την οποία αυτή τη στιγμή βλέπουμε στη Μέση Ανατολή.
Και θα ήθελα να σας πω και να το πω ειλικρινά, ότι εμείς από την πρώτη στιγμή ήμασταν πάρα πολύ, όχι ισορροπημένοι, ήμασταν πάρα πολύ προσηλωμένοι στο διεθνές δίκαιο και ιδίως στο ανθρωπιστικό. Εγώ ο ίδιος, όταν πήγα στη Ραμάλα και ήμουν από τους πρώτους Υπουργούς Εξωτερικών που ταξίδεψαν στη Δυτική Όχθη, αμέσως μετά επισκέφθηκα και την Ιερουσαλήμ, όπου είδα τον Ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών. Θέλω να σας πω το πόσο σημαντικές είναι αυτές οι συζητήσεις και δεν είναι καθόλου αυτονόητες. Η Ελλάδα, ακριβώς επειδή τηρεί στάση αρχών, είναι ένας αξιόπιστος συνομιλητής των μερών. Λίγες μέρες μετά, θέλω να σας θυμίσω, από τις επισκέψεις αυτές είχαμε επιτέλους τη συμφωνία για την πρώτη ανθρωπιστική παύση, την οποία εμείς πρώτοι είχαμε προτείνει. Και θέλω να σας πω ότι θα παραμείνουμε ενεργοί και στο κομμάτι της μεγαλύτερης ανθρωπιστικής κατάπαυσης πυρός, όπως επίσης και στις συζητήσεις της επόμενης μέρας. Διότι η πραγματικότητα είναι ότι θα πρέπει επιτέλους να δούμε και το υποκείμενο ζήτημα που δημιουργεί όλες αυτές τις καταστάσεις.
Σε ό, τι αφορά στο ζήτημα του Μπελέρη που αναφέρθηκε ο κύριος πρόεδρος, ο κύριος Στίγκας. Με κάθε σεβασμό θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν θεωρώ ότι δεν είναι σκληρή στάση αυτή της επίκλησης του δικαιώματος αρνησικυρίας που έχει ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόοδο των ενταξιακών διαδικασιών. Είναι η στάση εκείνη η οποία πονάει περισσότερο από οτιδήποτε. Και η αίσθησή μου είναι ότι αυτή η στάση είναι και η στάση που θα φέρει αποτελέσματα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για οποιαδήποτε χώρα, να γνωρίζει ότι ένα ζήτημα γίνεται αντιληπτό ως παραβίαση κράτους δικαίου και ως παραβίαση πολιτικών δικαιωμάτων. Η αντίληψη, η οποία υπάρχει και με την οποία απολύτως διαφωνούμε, ότι πρόκειται για ένα διμερές ζήτημα, είναι τελείως εσφαλμένη. Για μας, όσο υπάρχει ζήτημα προστασίας των μειονοτήτων, προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτικών ενός μέλους της ελληνικής μειονότητας, είναι προφανές ότι θα έχουμε την πιο αυστηρή στάση.
Να αναφερθώ δε, κλείνοντας, και ελπίζω να μην ξέχασα πράγματα. Κύριε πρόεδρε, μου αναφέρατε το ζήτημα της θεώρησης. Είχαμε κάνει μια εκτενή συζήτηση για το ζήτημα της δυνατότητας που θα δίδεται σε Τούρκους πολίτες και στις οικογένειές τους να επισκέπτονται για λίγες ημέρες ελληνικά νησιά. Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να το ξεκαθαρίσω ότι αυτό δεν συνιστά απαλλαγή από θεώρηση. Αποτελεί στην πραγματικότητα μία διευκόλυνση σε ό,τι αφορά στη θεώρηση. Άρα ο έλεγχος γίνεται πάντοτε. Άρα δεν θέλω να ανησυχείτε για το ζήτημα αυτό.
Θα ήθελα πάντως να σας πω ότι πέρα από την πρακτική αξία, την οποία έχει η δυνατότητα να επισκέπτονται τα νησιά μας και νομίζω μαζί συζητήσαμε ότι οι ίδιοι οι νησιώτες επιθυμούν να έχουν αυτού του τύπου την αλληλεπίδραση. Είναι και ένα ζήτημα, αν μου επιτρέπετε να πω, ανάπτυξης και εδραίωσης μιας καλύτερης δυνατότητας επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών και καλύτερης κατανόησης.
Κλείνω με το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, στο οποίο αναφέρθηκε ο καθηγητής, ο κύριος Καζαμίας. Το ζήτημα των Γλυπτών η παρούσα κυβέρνηση, η προηγούμενη κυβέρνηση από το 2019 και εντεύθεν, το έχει αναβαθμίσει ουσιαστικά. Έχουμε κάνει μία πολύ μεγάλη προσπάθεια για να το αναδείξουμε, όχι μόνο διμερώς αλλά και σε διεθνή φόρα. Θα ήθελα να σας θυμίσω ότι η Ειδική Επιτροπή της ΟΥΝΕΣΚΟ, επαναλαμβάνω την προηγούμενη τοποθέτησή μου ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της Επιτροπής, εξέδωσε ψήφισμα με βάση το οποίο καταδικάζεται η Βρετανία για την παράνομη διακράτηση. Έγινε για πρώτη φορά. Άρα υπάρχει μεγάλη πίεση σε διεθνή φόρα. Την προηγούμενη μόλις εβδομάδα υπήρξε επιστολή βουλευτών της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων προς τον Βρετανό πρωθυπουργό που ζητεί την επιστροφή των Γλυπτών. Και επίσης αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη πολλές και ποικίλες ομάδες πίεσης, οι οποίες λειτουργούν είτε σε επίπεδο επικοινωνιακό, είτε σε επίπεδο ουσίας.
Όλες αυτές οι διαστάσεις κατατείνουν ακριβώς στην αναβάθμιση του ζητήματος. Γνωρίζετε, το έχουμε συζητήσει, ότι δεν είναι ένα εύκολο ζήτημα. Και τούτο διότι υπάρχει η βρετανική νομοθεσία, η οποία καθορίζει ένα ιδιαιτέρως αυστηρό πλαίσιο σε ό, τι αφορά στην οριστική απόσπαση εκθεμάτων του Βρετανικού Μουσείου. Η Ελλάδα θα συνεχίσει την πολιτική της ανάδειξης του ζητήματος, διότι δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτιστικής ταυτότητας της Ελλάδας και των Ελλήνων, αλλά είναι πρωτίστως ένα ζήτημα το οποίο έχει να κάνει με την προστασία του οικουμενικού πολιτιστικού πλούτου.
Κλείνω με το προσωπικό, κύριε Πρόεδρε. Χαρακτηρίσατε, κύριε πρόεδρε, κύριε Στίγκα, απαράδεκτη τη δική μου στάση. Θέλω να σας πω το εξής. Μαθήματα σε ό,τι αφορά την αφοσίωση στην πατρίδα, θα παρακαλούσα πολύ να μην τα θέτετε στο επίπεδο της Βουλής. Όλοι οι βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου έχουν δώσει ένα όρκο και τον οποίον τηρούν. Η δική μου στάση απόδοσης σεβασμού στην Αρχηγό του Κράτους, που θα έπρεπε νομίζω όλοι στην αίθουσα αυτή να την κατανοούμε, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συνιστά μομφή.
Και θέλω να σας πω και κάτι άλλο. Προέρχομαι από μία περιοχή και γεννήθηκα σε μία περιοχή, στην οποία υπήρχαν βασανισμοί. Και είναι ηρωική η περιοχή της Καρπάθου και της Κάσου. Κατά τούτο δεν θέλω προσωπικά να αναφέρεστε σε αυτό.
Εάν αισθάνεστε ότι έχετε πολιτικά επιχειρήματα να θέσετε για τα ζητήματα τα ελληνοτουρκικά είμαι στη διάθεσή σας να τα συζητήσουμε, αλλά θα παρακαλούσα πολύ όχι τέτοιες μομφές, οι οποίες στηρίζονται σε επικοινωνιακά τερτίπια. Διότι μόνο εάν έχουμε ένα ουσιαστικό λόγο μπορούμε να προάγουμε τις σχέσεις φιλίας μας και καλής γειτονίας.
Κύριε πρόεδρε, μπορώ να καταλάβω τη στάση τη δική σας ή οποιουδήποτε άλλου, ο οποίος μπορεί να είναι αντίθετος στην προσέγγιση που επιχειρούμε με την Τουρκία. Το καταλαβαίνω. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι επειδή ακριβώς η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου και της διπλωματικής αντιπροσωπείας της Τουρκίας πήγε εξαιρετικά καλά -κατά κοινή ομολογία, δεν είχαμε απρόοπτα, δεν είχαμε εχθροπαθείς δηλώσεις, δεν είχαμε επίσκεψη στη Θράκη, δεν είχαμε οργανωτικά απρόοπτα, κύλησαν όλα όπως έπρεπε, υπεγράφησαν οι συμφωνίες, υπήρχε κοινή κατανόηση, διαγράφεται ένα σχετικά ευοίωνο μέλλον- να προσπαθούμε να βρίσκουμε προσωπικά ζητήματα και να κάνουμε προσωπικές επιθέσεις για να απομειώσουμε την όποια εξέλιξη έχει υπάρξει.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
(...)
ΤΡΙΤΟΛΟΓΙΑ
Πρώτον, σε ότι αφορά στις τοποθετήσεις του κυρίου Βελόπουλου. Κύριε Πρόεδρε, κατ’ αρχάς θα ήθελα να επισημάνω ότι η Ελλάδα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα ζητήματα που αφορούν στο Νότιο Καύκασο, διότι σε κάποια αποστροφή του λόγου σας αναφερθήκατε στην Αρμενία.
Αναφερθήκατε στο ζήτημα της Αρμενίας και μου δίδεται η ευκαιρία να αναφερθώ στο ζήτημα αυτό, διότι η Ελλάδα έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα του Νοτίου Καυκάσου. Κάναμε πάρα πολύ σημαντική διπλωματία στο θέμα της Αρμενίας, έτσι ώστε ο Αρμένιος Υπουργός Εξωτερικών να κληθεί για πρώτη φορά στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, το οποίο έγινε στις Βρυξέλλες την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη και ήταν ελληνική πρωτοβουλία. Επιπλέον, η Ελλάδα προσκάλεσε την Αρμενία, έτσι ώστε να φιλοξενήσει Αρμένιους, οι οποίοι εκπατρίστηκαν από τις εστίες τους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ισχύει πάντοτε η προσφορά αυτή και προσφέρουμε τις καλές μας υπηρεσίες, έτσι ώστε να λυθούν τα χρόνια ζητήματα, τα οποία υφίστανται στην περιοχή και έχουν αναχθεί σε κρίση ανθρωπιστική στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ο ίδιος, δε, θα επισκεφθώ το αμέσως προσεχές μέλλον την Αρμενία για να μπορέσουμε να συντονίσουμε περαιτέρω τις δράσεις μας.
Για το Άγιο Όρος εξακολουθεί, όπως γνωρίζετε, έως ότου αντικατασταθεί, να υφίσταται ο Διοικητής. Θα δημοσιευθεί ήδη, αν όχι σήμερα, τις αμέσως επόμενες ημέρες, το Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο θα ορίζεται ο νέος διοικητής, ο Πρέσβης κ. Μητσιάλης.
Σε ό, τι αφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήθελα, επειδή αναφερθήκατε στο τι πήραμε. Κατ΄ αρχάς να διευκρινίσουμε λίγο τα πραγματικά. Η Ελευσίνα δεν έχει χρησιμοποιηθεί, εάν εννοείτε την 112 Πτέρυγα Μάχης, δεν έχει χρησιμοποιηθεί για κανένα στρατιωτικό σκοπό. Έχει χρησιμοποιηθεί μόνον για ανθρωπιστικές μεταφορές. Ξέρετε ακριβώς, κύριε Πρόεδρε, επειδή από την αρχή η Ελλάδα τήρησε τη στάση αρχής που τήρησε, οι περισσότερες χώρες ζήτησαν από εμάς να καταστεί η χώρα μας ένας κόμβος για τη διακομιδή των πολιτών των χωρών αυτών, οι οποίοι έφευγαν από τη Μέση Ανατολή. Το κάναμε σε πολλές χώρες και το κάναμε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ξέρετε, είναι πάντοτε χρήσιμο για την περίπτωση που θα χρειαστεί και Έλληνες πολίτες να βγουν από τη Μέση Ανατολή. Καμία πολεμική χρήση.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν νομίζω να είχαμε ποτέ καλύτερη σχέση από εκείνη που έχουμε σήμερα και νομίζω ότι το τι έχουμε πάρει είναι σημαντικό και θα το δείτε και τις επόμενες ημέρες. Σε ό,τι αφορά στον αμυντικό μας εξοπλισμό, θα έλεγα να κάνετε μία μικρή υπομονή, έτσι ώστε να διαπιστώσετε ποια είναι τα οφέλη. Νομίζω όλοι αντιλαμβανόμαστε τί η αμυντική συνεργασία με την κορυφαία ίσως διεθνή δύναμη σημαίνει για τη χώρα μας.
Για το βέτο στην Αλβανία νομίζω θα συμφωνήσετε, κύριε Πρόεδρε, ότι είναι το πιο ισχυρό μέσο που διαθέτουμε και θα πρέπει να μείνουμε σε αυτό. Η Ελλάδα, επειδή αναφέρατε το ζήτημα των ευρωβουλευτών, θα ήθελα να σας πω το εξής: Η ελληνική κυβέρνηση διετύπωσε ρητά δήλωση, με βάση την οποία δεν πρόκειται να ανοίξει κεφάλαιο, εάν δεν έχουν υπάρξει απτά δείγματα εκ μέρους της αλβανικής κυβέρνησης σε σχέση με την ανάληψη καθηκόντων από τον κύριο Μπελέρη. Είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αν δεν μπορείτε να το αναζητήσετε, μπορώ να σας το προσκομίσω εγώ.
Για την Κύπρο μου αναφέρετε ότι το αναβαθμίζουμε σε επίπεδο διμερές. Αυτό έχει μία εγγενή αντιφατικότητα, κύριε Πρόεδρε. Εάν το συζητάμε με την Τουρκία είναι διμερές. Μας μέμφεσθε ότι δεν το συζητάμε με την Τουρκία. Αποφασίστε τι ισχύει από τα δύο. Εγώ εκείνο που θέλω να σας πω, είναι το εξής: Εμείς είμαστε εκείνοι, οι οποίοι κατ΄ εξοχήν το αναβαθμίζουμε σε διεθνές. Πώς; Πρώτον, με τη σημαντική δήλωση των Συμπερασμάτων του Ιουνίου του 2023 για την άμεση και σε κάθε στάδιο εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τώρα με τον ορισμό του Ειδικού Απεσταλμένου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Προφανώς, δεν θα γίνουν συζητήσεις, οι οποίες δεν θα έχουν μία ομπρέλα διεθνούς οργανισμού και μάλιστα του υψηλότερου σε κύρος και συμμετοχή. Για τον Θουκυδίδη, με κάθε σεβασμό, θα μου επιτρέψετε να πω ότι επειδή την αρχαία ελληνική γραμματεία την γνωρίζουμε και οι δύο, αισθάνομαι ότι έχω μία διαφορετική ανάγνωση. Ο Θουκυδίδης δεν εννοούσε τους ξένους που έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά τους Έλληνες που έφευγαν εκτός των πόλεων-κρατών. Άρα, υπό αυτή την εκδοχή, η αποψίλωση της Ελλάδος γινόταν επειδή έφευγαν και όχι επειδή έρχονταν, και άρα αυτό ανατρέχει περισσότερο στην εποχή της εξωτερικής μετανάστευσης από την Ελλάδα.
Αισθάνθηκα ότι απάντησα για το Κυπριακό και γι’ αυτό τον λόγο θα ήθελα να επανέλθω σημειακά. Το πρώτον, σε ό,τι αφορά το ψευδοκράτος, είπα στη δευτερολογία πως σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα δεν αφιστάμεθα ούτε κατ’ ίχνος από τη βασική μας θέση, η οποία είναι η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Νομίζω είναι σαφές. Άρα, υπό αυτή την εκδοχή δεν αναγνωρίζουμε κανένα τετελεσμένο επί του πεδίου, ούτε πρόκειται να συμβεί ποτέ αυτό. Είναι νομίζω, αναγνωρίζετε και εσείς, σημαντικό να έχουμε συνέχεια των συνομιλιών στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχει ήδη προταθεί και νομίζω ότι θα υιοθετηθεί η πρόταση για την τοποθέτηση του νέου απεσταλμένου.
Αναφορικά με την Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Χαρακτηρίσατε κράτος-τρομοκράτη το Ισραήλ. Αν καταλαβαίνω καλά, η απάντηση είναι σαφής και είναι η απάντηση, την οποία έδωσε η ελληνική κυβέρνηση διά του Υπουργού Εξωτερικών, όταν παραβρεθήκαμε στο Ομάν δύο ημέρες μετά την επίθεση. Η Ελλάδα καταδικάζει κάθε μορφής τρομοκρατία, επιθετικότητα και απάνθρωπη μεταχείριση. Συμφωνούμε σε αυτό; Διότι δεν είναι δυνατόν να κάνουμε μία τέτοιου τύπου επιλεκτική μεταχείριση. Δεν μπορούμε να αγνοούμε, κύριε βουλευτά, το ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε το γεγονός ότι υφίσταται ανθρωπιστική κρίση δεν ξεκίνησε εκ του μηδενός. Υπάρχουν τα υποκείμενα ζητήματα σε ό,τι αφορά στην αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους. Υπάρχει όμως και η τρομοκρατική δράση εκ μέρους της Χαμάς. Αντιλαμβάνομαι ότι θα πρέπει όλα να τα καταγράφουμε με αντικειμενικότητα. Η Ελλάδα είναι σαφής. Καταδικάζει κάθε μορφή τρομοκρατίας.
Για τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Είναι νομίζω η πρώτη φορά που έχουμε έναν δομημένο διάλογο, ο οποίος γίνεται βάσει συγκεκριμένων παραδοχών και αρχών, αλλά και βάσει μιας συγκεκριμένης διαδικασίας, η οποία κατεγράφη και στη Διακήρυξη των Αθηνών της 7ης Δεκεμβρίου. Περιλαμβάνει τρεις πυλώνες: Είναι ο πολιτικός διάλογος, είναι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, είναι η Θετική ατζέντα. Στο πλαίσιο αυτών των τριών πυλώνων συζητούνται όλα τα θέματα.
Το ένα θέμα, το οποίο αποτελεί τη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, είναι το ζήτημα της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας. Αυτό και μόνον μπορεί να αχθεί σε διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή είναι η απάντηση. Οποιοδήποτε άλλο θέμα τίθεται, π.χ. οι συνέργειες για την πολιτική προστασία και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, εντάσσονται στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου.
Εκτίμησα, κύριε Πρόεδρε, την αναφορά σας στους αγέννητους. Νομίζω ότι είναι σημαντικό, διότι αυτή τη στιγμή ό, τι προσπαθούμε να κάνουμε ακριβώς έχουμε στο μυαλό όχι μόνο τις παρούσες αλλά και τις μέλλουσες γενεές, οι οποίες θα πρέπει κατά την άποψή μου να παραλάβουν μία πατρίδα, η οποία θα είναι ήρεμη. Δεν χρειάζεται να ζούμε πάντοτε με το όπλο παρά πόδα, ούτε θα πρέπει να είμαστε μονίμως με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Θα πρέπει να οικοδομήσουμε μια γειτονιά ηρεμίας και νομίζω σε αυτό συμφωνούμε όλοι.
Βεβαίως, ποτέ δεν θα έρθουμε να πούμε ότι ξαφνικά λύθηκαν όλα τα προβλήματα. Το αντίθετο. Εκείνο το οποίο οφείλουμε να πράττουμε είναι να αναγνωρίζουμε τις διαφορές, αλλά να μην επιτρέπουμε οι διαφορές αυτές να καθίστανται κρίσεις. Πώς θα γίνει αυτό; Έχοντας εκείνους τους μηχανισμούς αποσυμπίεσης για να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να έχουμε μεγαλύτερη ικανότητα στο να διαχειριζόμαστε τις διαφωνίες μας αυτές.
Χαρακτηρίσατε την πολιτική διακήρυξη της 7ης Δεκεμβρίου ως ευχολόγιο. Μα, κύριε πρόεδρε, αν είναι ευχολόγιο, τότε δεν ισχύει το άλλο που είπατε ότι εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας. Ή είναι ευχολόγιο ή εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας. Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο. Εάν εννοείτε ότι εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας, δεν το κατάλαβα απολύτως. Εικάζω ότι εννοείτε ότι εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας επειδή αναφέρεται μέσα ότι δεν θα υπάρχουν δηλώσεις ή πράξεις, οι οποίες θα ματαιώνουν τον σκοπό. Εάν εννοείτε αυτό, θα ήθελα να σας πω ότι αυτό όχι μόνον δεν συνιστά εγκατάλειψη θέσης, αλλά συνιστά ενίσχυση θέσης. Θα σας παρακαλούσα πολύ, κύριε πρόεδρε, να μελετήσετε καλά τα στοιχεία του προοιμίου 5 και 8. Θα καταλάβετε τι εννοώ.
Είναι η πρώτη φορά που σε ένα τέτοιο κείμενο το Διεθνές Δίκαιο και ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ρητά αναφέρει τον σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα, την ειρηνική επίλυση των διαφορών και την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, καθίσταται μέρος μιας κοινής δήλωσης Ελλάδας-Τουρκίας. Εάν αυτό δεν είναι ωφέλιμο αποτέλεσμα, ότι πλέον κατοχυρώνουμε το διεθνές δίκαιο ως όχημα συζήτησης με την Τουρκία, θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν βλέπω τι άλλο θα μπορούσε να περιλαμβάνεται.
Και επιπλέον μου είπατε για τα χωρικά ύδατα, γιατί δεν περιλαμβάνεται το ζήτημα των χωρικών υδάτων στην πολιτική Διακήρυξη. Μα, κύριε πρόεδρε, το ζήτημα των χωρικών υδάτων δεν θα μπορούσε να είναι στη Διακήρυξη, διότι το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων -θα το πω μία ακόμη φορά- δεν είναι θέμα ούτε συζήτησης, ούτε συμφωνίας. Είναι ένα μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα, το οποίο έχει η Ελλάδα και θα το ασκήσει όπως πρέπει. Άρα θα έπρεπε, κύριε πρόεδρε, να με μέμφεστε εάν το ζήτημα των χωρικών υδάτων είχε τεθεί μέσα στην πολιτική διακήρυξη. Θέματα, όμως, τα οποία έχουν να κάνουν με την κυριαρχία της πατρίδας μου, εγώ ποτέ δεν θα τα βάλω σε συζήτηση. Αυτό σας παρακαλώ να το λάβετε υπόψη σας.
Και ξέρετε κάτι; Βλέπετε με έναν ιδιαίτερο αρνητισμό τα ζητήματα της Τουρκίας. Μπορεί πράγματι να έχουμε όλα τα ιστορικά βάρη και πάθη του παρελθόντος. Αισθάνομαι όμως ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να μπορέσουμε να συζητήσουμε. Εγώ είμαι ένας θιασώτης της διαβουλευτικής δημοκρατίας, κύριε πρόεδρε, θεωρώ ότι πρέπει να συζητάμε ακόμη και αν διαφωνούμε και αυτό είναι μια μεγάλη κατάκτηση της σύγχρονης κοινωνίας.
Τα τουρκικά Μέσα, κύριε πρόεδρε, θα παρακαλούσα να αποκτήσετε μία εικόνα πώς διαχειρίστηκαν το ζήτημα και της διακήρυξης και της επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου και της αντιπροσωπείας. Υπήρχαν τα Μέσα εκείνα τα οποία ήρθαν και είπαν ότι ξεπουλήθηκαν στην Ελλάδα. Αυτό ειπώθηκε στην Τουρκία από τα Μέσα τα αντιπολιτευόμενα. Ό,τι περίπου ακούγεται και εδώ κατά περίπτωση. Η απάντηση είναι σαφής. Ούτε η Ελλάδα ξεπουλήθηκε, ούτε η Τουρκία ξεπουλήθηκε. Υπήρχε ένας κοινός βηματισμός με σεβασμό στις θέσεις της κάθε χώρας. Μέσα ακριβώς στη Διακήρυξη των Αθηνών υπάρχει ρητή αναφορά ότι καμία από τις δύο χώρες δεν παραιτείται από τις θέσεις της. Ρητή αναφορά. Δεν αφιστάμεθα λοιπόν των εθνικών μας θέσεων. Συμφωνούμε να συζητήσουμε, να προχωρήσουμε μπροστά, σεβόμενοι τους λαούς, έχοντας αμοιβαία κατανόηση των θέσεων και με το βλέμμα στο μέλλον.
Διότι το μέλλον, κύριε πρόεδρε, θα πρέπει να είναι το ένα το οποίο να μας απασχολεί. Διότι μπορεί σήμερα στην αίθουσα αυτή να μην υπάρχουν οι αγέννητοι, οι μελλοντικές γενεές, αλλά όταν λαμβάνουμε τέτοιες αποφάσεις θα πρέπει οι αγέννητοι να είναι η πρώτη μας προτεραιότητα. Ευχαριστώ.
(...)
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ζητώ την κατανόηση του Σώματος γιατί ο κύριος πρόεδρος τοποθετήθηκε. Για 30 δευτερόλεπτα μόνο. Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω για την αποκατάσταση των όσων είπατε. Εγώ θέλω να σας πω το εξής, κύριε πρόεδρε. Εγώ αισθάνομαι ότι έχει έρθει ο χρόνος να συζητήσουμε και τα μείζονα, τα μεγάλα, εκείνα τα οποία αποτελούν τις ουσιώδεις διαφορές μας. Και η υποκείμενη διαφορά μας είναι ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας.
Όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, όταν αποδειχθεί στην πράξη η ειλικρίνεια των μερών, της Τουρκίας, όταν θα έχουν εφαρμοστεί οι 15 συμφωνίες, τις οποίες ήδη έχουμε καταγράψει και ενεργοποιήσει, όταν υπάρχει στην πραγματικότητα μία αποδεδειγμένη κοινή βούληση, τότε εγώ θα ήθελα να προχωρήσουμε. Και θέλω να σας πω ότι θα ήθελα να προχωρήσουμε κατά τη διάρκεια της παρούσας βουλευτικής περιόδου, οπότε εύχομαι να είστε εδώ να το ψηφίσετε.
Εκείνο το οποίο θέλω πάντως να τονίσω είναι το εξής: ότι η συζήτηση η οποία γίνεται με την Τουρκία, γίνεται για πρώτη φορά -και έχω μελετήσει πολύ τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών- γίνεται πράγματι για πρώτη φορά ενόσω η Ελλάδα έχει τόσο ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο. Αυτό το διπλωματικό κεφάλαιο, το οποίο μας πιστώσατε και σας ευχαριστώ, έχει κερδηθεί διαχρονικά με μεγάλο κόπο, με προσήλωση, με αρχές διπλωματίας και με την ενίσχυση των ελληνικών αμυντικών δαπανών, τις οποίες θα κληθείτε αύριο να υπερψηφίσετε.
Άρα αυτή η στιγμή είναι η κατάλληλη, έτσι ώστε η Ελλάδα με αυτοπεποίθηση και φρόνηση να προχωρήσει σε μία ουσιαστική συζήτηση όχι μόνο για το παρόν, αλλά όπως είπα, με το βλέμμα στο μέλλον. Ευχαριστώ.
17 Δεκεμβρίου, 2023