Διακοινοτικές Διαπραγματεύσεις
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με ομόφωνο ψήφισμά της (3212/1.11.1974),
i. κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και τον (τότε) αδέσμευτο διεθνή προσανατολισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας,
ii. ζήτησε την ταχεία απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων και τον τερματισμό κάθε ξένης επέμβασης στις υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας,
iii. προέτρεψε τις δύο κοινότητες της Κύπρου, με τη συνδρομή των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, να διαπραγματευθούν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση του εσωτερικού πολιτικού προβλήματος της Κύπρου, καλώντας όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν «επείγοντα» μέτρα προκειμένου όλοι οι πρόσφυγες να επιστρέψουν στις εστίες τους σε συνθήκες ασφαλείας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα αυτό της Γενικής Συνέλευσης (απόφαση 365/13/12/1974).
Η τουρκική πλευρά όχι μόνο αρνήθηκε να πράξει οτιδήποτε προς συμμόρφωσή της με τις Αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και επιχείρησε να επιβάλει νέα τετελεσμένα, μεταξύ άλλων με τη μονομερή ανακήρυξη «ομοσπονδιακού τουρκικού κράτους», τον Φεβρουάριο του 1975. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την (απόφαση 367/12.3.1975), καταδίκασε την παράνομη αυτή ενέργεια ως υπονομευτική των διαπραγματεύσεων, μεταξύ άλλων δε ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να αναλάβει νέα Aπoστολή Καλών Υπηρεσιών, προκειμένου να διευκολύνει «την επανάληψη, εντατικοποίηση και πρόοδο συνολικών διαπραγματεύσεων» (“the resumption, the intensification and the progress of comprehensive negotiations…might there by be facilitated”).
Τον Αύγουστο 1975, η τουρκική πλευρά παραβίασε τη δικοινοτική συμφωνία που επετεύχθη στη Βιέννη, με την οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να διασφαλίσει στους περίπου 25.000 Ελληνοκύπριους που είχαν τότε απομείνει στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου «κάθε βοήθεια να διάγουν μια ομαλή ζωή». Η τουρκική πλευρά υπαναχώρησε, επίσης, από επανειλημμένες δεσμεύσεις της να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις επί της καίριας εδαφικής πτυχής του προβλήματος.
Το 1977 και 1979, οι υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών διακοινοτικές συνομιλίες οδήγησαν σε δύο Συμφωνίες Κορυφής, οι οποίες, μεταξύ άλλων, όρισαν ως στόχο την επίτευξη δικοινοτικής ομοσπονδιακής λύσης, στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας, ενιαίας κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, του σεβασμού των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων όλων των πολιτών του και την αποστρατικοποίηση του νησιού. Η Συμφωνία του 1979, προέβλεπε, επιπλέον, ότι θα εδίδετο προτεραιότητα σε συμφωνία για την επανεγκατάσταση των προσφύγων στα Βαρώσια, υπό την αιγίδα των ΗΕ και ότι η συμφωνία αυτή θα εφαρμοζόταν ανεξαρτήτως της προόδου των διαπραγματεύσεων για τη συνολική διευθέτηση του προβλήματος.
Τον Αύγουστο 1980, ο τότε Eιδικός Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ δήλωσε ότι «οι δυο πλευρές επανέλαβαν την υποστήριξή τους για μια ομοσπονδιακή λύση, δικοινοτική επί της συνταγματικής πτυχής και διζωνική επί της εδαφικής πτυχής». Η τελευταία αυτή φράση υιοθετήθηκε αργότερα και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, αρχής γενομένης με την απόφαση 649/1990. Δεν συμφωνήθηκε, ωστόσο, το περιεχόμενο της έννοιας της «διζωνικότητας», το οποίο έκτοτε υπήρξε αντικείμενο ουσιωδώς διαφορετικών ερμηνειών και διαρκών αντιπαραθέσεων.
Τον Νοέμβριο 1983, εν μέσω μιας ακόμη πρωτοβουλίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, η τουρκική πλευρά ανακήρυξε τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου «ανεξάρτητο κράτος», το οποίο αναγνώρισε μόνο η κατοχική δύναμη, Τουρκία. Οι Αποφάσεις 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ καταδίκασαν τη μονομερή ανακήρυξη, όπως, επίσης, και όλες τις συνακόλουθες αποσχιστικές ενέργειες, τις οποίες χαρακτήρισαν παράνομες και άκυρες, ζήτησαν την άμεση απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων, κάλεσαν όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν το υποτιθέμενο κράτος που δημιουργήθηκε από αποσχιστικές ενέργειες και να μη διευκολύνουν ή με άλλο τρόπο βοηθήσουν την αποσχιστική οντότητα, ενώ καταδίκασαν τις τουρκικές απειλές εποικισμού των Βαρωσίων και αξίωσαν τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Από το 1984 μέχρι το 1992, τα Ηνωμένα Έθνη ανέλαβαν σειρά πρωτοβουλιών για την επίτευξη συμφωνημένου πλαισίου διαπραγμάτευσης μίας συνολικής διευθέτησης. Σημαντικότερη αυτών των πρωτοβουλιών ήταν η «Δέσμη Ιδεών» του Γενικού Γραμματέα Μπούτρος-Μπούτρος Γκάλι, την οποία υιοθέτησε το Συμβούλιο Ασφαλείας ως βάση περαιτέρω διαπραγματεύσεων. Τούτο δεν κατέστη δυνατό, εξαιτίας της αδιαλλαξίας της τουρκοκυπριακής πλευράς, όπως διαπίστωσε, με την Απόφαση 789 (1992), το Συμβουλίο Ασφαλείας.
Η διεθνής κοινότητα κατέβαλε νέα προσπάθεια για την επίτευξη συνολικής λύσης του Κυπριακού, κατά την περίοδο 1999-2004, εν όψει της επικείμενης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, καθώς και της υποψηφιότητας προς ένταξη στην ΕΕ της Τουρκίας. Τον Νοέμβριο 2002, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών (ΓΓΗΕ) υπέβαλε δικό του συνολικό σχέδιο λύσης προς διαπραγμάτευση. Η τελική αναθεωρημένη εκδοχή τού εν λόγω σχεδίου, η οποία δεν ήταν αποτέλεσμα ουσιαστικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας αλλά επιδιαιτησίας του ΓΓΗΕ, υποβλήθηκε, εν τέλει, σε χωριστά δημοψηφίσματα (24/04/2004), κατά τα οποία, οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν με ποσοστό 75,38%, ενώ οι Τουρκοκύπριοι το αποδέχθηκαν (64,91%). Ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τις πρόνοιες συμφωνίας όλων των πλευρών (Νέα Υόρκη, 13/02/2004), το υποβληθέν σχέδιο κατέστη ανυπόστατο και δεν παρήγαγε κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Παρά την απόρριψη του συγκεκριμένου σχεδίου, η κυπριακή κυβέρνηση και η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων παρέμεινε προσηλωμένη στον στόχο της επανένωσης της Κύπρου, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των αρχών και αξιών της ΕΕ, πλήρες κράτος-μέλος της οποίας κατέστη η Κυπριακή Δημοκρατία από 1ης Μαΐου 2004. Η ελληνοκυπριακή πλευρά ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών που οδήγησαν σε ευρύτερη διεθνή αποδοχή της θέσης της ότι η μέθοδος των τεχνητών χρονοδιαγραμμάτων και της επιδιαιτησίας απεδείχθη αντιπαραγωγική ως προς την εξεύρεση συμπεφωνημένης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Νέες συνολικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν, εν τέλει, ως αποτέλεσμα πρωτοβουλιών του Προέδρου Χριστόφια (2008-2012), τον Σεπτέμβριο 2008. Οι διαπραγματεύσεις αυτές πάγωσαν, στα τέλη Μαρτίου 2012, με απόφαση του τουρκοκύπριου ηγέτη, κ. Έρογλου.
Απευθείας συνομιλίες ξεκίνησαν εκ νέου, μετά πάροδο δύο περίπου ετών, μεταξύ του κύπριου Προέδρου Αναστασιάδη και του κ. Έρογλου, με την πρώτη επίσημη συνάντησή τους και συμφωνία τους επί κειμένου Κοινής Διακήρυξης, στις 11 Φεβρουαρίου 2014.
Μεταξύ άλλων, η Κοινή Διακήρυξη προέβλεπε διαπραγμάτευση εφ’όλων των διαφόρων πτυχών του κυπριακού προβλήματος, περιλαμβανομένων των ενοτήτων διακυβέρνησης και καταμερισμού αρμοδιοτήτων, του περιουσιακού, θεμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης και οικονομίας, του εδαφικού και της διεθνούς πτυχής της ασφάλειας. Η Διακήρυξη προέβλεπε, επίσης, ρητά ότι μόνο μία συμπεφωνημένη λύση μπορεί εν συνεχεία να τεθεί προς έγκριση σε χωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα των δύο κοινοτήτων και ότι «οποιασδήποτε μορφής επιδιαιτησία αποκλείεται».
Οι συνομιλίες διεκόπησαν τον Οκτώβριου του 2014, εξαιτίας τουρκικών προκλήσεων και παραβιάσεων της κυπριακής ΑΟΖ που διήρκεσαν συνολικά επτά σχεδόν μήνες. Η επανέναρξή τους κατέστη δυνατή τον Μάιο 2015. Την 1η Δεκεμβρίου 2016, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο κ. Ακιντζί συμφώνησαν οι συνομιλίες να συνεχισθούν στη Γενεύη της Ελβετίας, με ανταλλαγή χαρτών και την έναρξη ακολούθως Διεθνούς Διάσκεψης για την Κύπρο.
Η υπό την αιγίδα του ΓΓΗΕ Διεθνής Διάσκεψη για την Κύπρο, η οποία ξεκίνησε στη Γενεύη, στις 12 Ιανουαρίου 2017, διεξήχθη σε τρείς διακριτές φάσεις, στη Γενεύη (12 Ιανουαρίου 2017) και στο Mont Pèlerin (18-20 Ιανουαρίου 2017), όπου διεξήχθησαν συνομιλίες σε τεχνικό-υπηρεσιακό επίπεδο και, μετά από νέες διακοινοτικές συνομιλίες στη Λευκωσία, στο Crans Montana, από 30 Ιουνίου έως 6 Ιουλίου 2017, με παρουσία του Προέδρου Αναστασιάδη, του τουρκοκύπριου ηγέτη, κ. Akinci, των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Ηνωμένου Βασιλείου και Τουρκίας και του Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Timmermans. Τον ΓΓΗΕ εκπροσώπησε, κατά την έναρξη της Διασκέψεως, ο Αναπληρωτής του, κ. Feltman. Με ανακοίνωσή της, η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι ο ΓΓΗΕ επρόκειτο να μεταβεί στο Crans Montana στις 29 Ιουνίου και να παραμείνει εκεί μέχρι τις 5 Ιουλίου 2017.
Εν τέλει, ο ΓΓΗΕ προήδρευσε της Διάσκεψης στις 30 Ιουνίου 2017 παρουσιάζοντας περίγραμμα έξι σημείων, το οποίο έμεινε γνωστό ως «Πλαίσιο Guterres» (περιγράφεται στις παραγράφους 19 - 24 τής από 28/9/2017 Έκθεσης Καλών Υπηρεσιών του ΓΓΗΕ). Μεταξύ άλλων, από το Περίγραμμα αυτό συγκρατείται ιδιαιτέρως, αναφορικά με τη διεθνή πτυχή της Ασφάλειας - Εγγυήσεων, ότι το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης χαρακτηρίζεται ως μη βιώσιμο (unsustainable) και προτείνεται η αντικατάσταση της Συνθήκης Εγγύησης από μηχανισμούς που θα συμφωνηθούν από κοινού από τα Μέρη. Σε ό,τι αφορά την παρουσία ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων, το Πλαίσιο ανέφερε ότι συμφωνήθηκε πως όσα θέματα εκκρεμούσαν, θα αντιμετωπίζονταν στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο των Πρωθυπουργών των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων.
Ο ΓΓΗΕ αναχώρησε την επομένη από το Crans Montana, τονίζοντας, με δήλωση εκπροσώπου του, ότι παραμένει προσηλωμένος στη συνέχιση της προσπάθειας. Επέστρεψε στο Crans Montana, στις 6 Ιουλίου 2017, όπου, μετά από δείπνο εργασίας με τους επικεφαλής των αντιπροσωπειών στη Διάσκεψη, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι «με μεγάλη θλίψη πρέπει να σας πληροφορήσω ότι, παρά την πολύ ισχυρή προσήλωση και εμπλοκή όλων των αντιπροσωπειών, της ελληνοκυπριακής πλευράς, της τουρκοκυπριακής πλευράς, των αντιπροσωπειών Ελλάδας, Τουρκίας, Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ ως παρατηρητή, καθώς και βεβαίως της ομάδας των Ηνωμένων Εθνών, η Διάσκεψη έκλεισε χωρίς αποτέλεσμα». Απαντώντας σε ερωτήσεις δήλωσε περαιτέρω ότι «η Διάσκεψη έκλεισε αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αναληφθούν άλλες πρωτοβουλίες για τη διευθέτηση του προβλήματος, και ο ρόλος των Ηνωμένων Εθνών είναι διευκολυντικός και θα παραμείνει στη διάθεση των μερών».
Στις 25/11/2019 πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο η πρώτη μετά το Crans Montana (Iούλιος 2017) κοινή συνάντηση του ΓΓΗΕ, κ. Guterres, με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τουρκοκύπριο ηγέτη, κ. Akinci. Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΓΓΗΕ, οι δυο ηγέτες καλωσόρισαν την εμπλοκή του ΓΓΗΕ και επιβεβαίωσαν τη δέσμευση και αποφασιστικότητάτους για διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στις σχετικές Αποφάσεις ΣΑΗΕ, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου 4 του διατακτικού της Απόφασης ΣΑΗΕ 716 (1991). Επιπλέον, συμφώνησαν ότι η επίτευξη μιας περιεκτικής και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό εντός προβλέψιμου χρονικού ορίζοντα είναι υψίστης σημασίας για τη μελλοντική ευημερία και των δύο Κοινοτήτων, καθώς και ότι το υφιστάμενο statusquo είναι μη βιώσιμο. Περαιτέρω, οι δυο ηγέτες επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους στην Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014, στις πρότερες συγκλίσεις και στο πλαίσιο των έξι σημείων που παρουσίασε ο ΓΓΗΕ στις 30 Ιουνίου 2017, με στόχο την επίτευξη μιας Στρατηγικής Συμφωνίας, η οποία θα ανοίξει τονδρόμο για μια περιεκτική λύση.
Στις 27-29 Απριλίου 2021, πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη άτυπη «5+UN» Συνάντηση για το Κυπριακό, την οποία συγκάλεσε ο ΓΓΗΕ, κ. Antonio Guterres, με τη συμμετοχή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Νίκου Αναστασιάδη, του τουρκο κύπριου ηγέτη, κ. Ersin Tatar, και των τότε Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, κ. Νίκου Δένδια, Ηνωμένου Βασιλείου, κ. Dominic Raab, και Τουρκίας, κ. Mevlut Cavusoglu.
Η συνάντηση αποσκοπούσε στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων επίλυσης του Κυπριακού, στο πλαίσιο των σχετικών Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και με πλήρη εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Η ελληνική όπως και η κυπριακή πλευρά κατέστησαν απολύτως σαφές ότι το ως άνω πλαίσιο είναι το μόνο αποδεκτό πλαίσιο επανέναρξης των διαπραγματεύσεων.
Υπογράμμισαν, ακόμη, ότι αναγκαία προϋπόθεση της επίλυσης του Κυπριακού είναι η ενεργός συμμετοχή της Ε.Ε. σε όλα τα επόμενα βήματα της διαδικασίας, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμβατότητα της λύσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο καινα συνεχισθεί απρόσκοπτα η αποτελεσματική συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη λήψη των αποφάσεων και την όλη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με την τουρκική πλευρά και τον νέο τουρκοκύπριο ηγέτη, κ. Ερσίν Τατάρ, να εμμένουν, αντιθέτως, σε απολύτως εκτός πλαισίου των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αξιώσεις περί λύσης δύο κρατών, με προηγούμενη αναγνώριση «διεθνούς ισότιμου καθεστώτος» και «κυριαρχικής ισότητας» των δύο πλευρών, η απόκλιση θέσεων των δύο πλευρών υπήρξε σαφής.
Ο κ. Guterres πρότεινε, τελικά, και έγινε δεκτό από όλους, τη συνέχιση των προσπαθειών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.