Εγκλωβισμένοι

Ελάχιστοι, πλέον, Ελληνοκύπριοι παραμένουν στον κατεχόμενο βορρά (εγκλωβισμένοι), ως αποτέλεσμα της κατάφωρης παραβίασης, εκ μέρους της τουρκικής πλευράς , της Τρίτης Συμφωνίας της Βιέννης (Αύγουστος 1975), η οποία, μεταξύ άλλων, δέσμευε την τουρκική πλευρά να παράσχει «κάθε βοήθεια» στους Ελληνοκυπρίους των κατεχομένων «να διάγουν μία κανονική ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για εκπαίδευση και για άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ως επίσης ιατρικής μέριμνας από δικούς τους ιατρούς και ελευθερίας κίνησης». Ο συνολικός αριθμός των εγκλωβισμένων συρρικνώθηκε από 20.000 το  1974 σε λιγότερους από 500 σήμερα.

Μόνο τον Απρίλιο 2004, επετράπη η επαναλειτουργία ελληνοκυπριακού Γυμνασίου στο Ριζοκάρπασο και τον Σεπτέμβριο 2005 λειτούργησε, εν τέλει, εξατάξιο Γυμνάσιο-Λύκειο, με τη συμμετοχή 58 μαθητών. Μέχρι το 2005, το κατοχικό καθεστώς επέβαλε λογοκρισία στα σχολικά εγχειρίδια (με τη μέθοδο αφαιρέσεως επίμαχων σελίδων). Σημειώνεται επίσης ότι, το 2007, το τουρκικό κατοχικό καθεστώς αποφάσισε να επιτρέψει την ανάληψη των καθηκόντων ιερέα στο Ριζοκάρπασο.

Την ίδια χρονιά (2007), ωστόσο, οι κατοχικές δυνάμεις κατεδάφισαν πολυάριθμες οικίες Ελληνοκυπρίων στο Ριζοκάρπασο. Το 2012, σημειώθηκαν νέα κρούσματα παραβιάσεων των περιουσιακών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων, με κατασχέσεις κατοικιών και κτηματικής περιουσίας προς όφελος Τούρκων εποίκων.

Το 2008, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), κρίνοντας την προσφυγή της δασκάλας του δημοτικού σχολείου της Αγίας Τριάδας Γιαλούσας, κας Ελένης Φωκά, καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης.

Όπως προαναφέρθηκε («Ανθρωπιστική Παράμετρος»), τον Μάιο του 2014 εξεδόθη απόφαση από το ΕΔΑΔ με την οποία καλείται η Τουρκία να καταβάλει αποζημίωση ύψους 60 εκατ. ευρώ στους εγκλωβισμένους.

Την 1η Σεπτεμβρίου 2020, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε ομόφωνα τον τερματισμό της επιτήρησης του περιουσιακού των εγκλωβισμένων στο πλαίσιο της Απόφασης του ΕΔΑΔ για τη Διακρατική Κύπρου κ. Τουρκίας (2001), θεωρώντας ότι η Τουρκία έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη λειτουργία της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας στα κατεχόμενα, την οποία το ΕΔΑΔ είχε αναγνωρίσει ως αποτελεσματικό ένδικο μέσο (Υπόθεση Δημόπουλος 2010). Η Κύπρος με δήλωσή της έκανε σαφές ότι, αν και δέχεται τον τερματισμό σε ένδειξη καλής θέλησης και προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της διαδικασίας επιτήρησης των Αποφάσεων του ΕΔΑΔ σε βάρος της Τουρκίας, ωστόσο δεν αναγνωρίζει την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας, τονίζοντας παράλληλα ότι η Απόφαση του 2001 έχει εντοπίσει και άλλες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των εγκλωβισμένων, πλην όσων σχετίζονται με τις περιουσίες τους.