Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership - TTIP)
Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) είναι μεγάλης σημασίας στο πλαίσιο των σχέσεων ΕΕ - ΗΠΑ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές έχουν προβλεφθεί ρητώς από το Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση (Compact for Growth and Jobs, Παράρτημα Συμπερασμάτων Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 28-29.7.2012).
Σύμφωνα με ανεξάρτητες οικονομικές μελέτες, εκτιμάται ότι η πλήρης εφαρμογή μιας περιεκτικής και φιλόδοξης Συμφωνίας θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ μέχρι και κατά 28%, αυξάνοντας τη συνολική αξία των εξαγωγών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ κατά 187 δις ευρώ ετησίως. Εκτιμάται ότι η οικονομία της ΕΕ θα μπορούσε να επωφεληθεί κατά 120 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Αντιστοίχως, η οικονομία των ΗΠΑ θα έχει ένα επιπρόσθετο κέρδος της τάξεως των 95 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2013 και έμειναν στάσιμες από τον Οκτώβριο του 2016, μετά την πραγματοποίηση 15 διαπραγματευτικών γύρων. Παρά την επιτευχθείσα πρόοδο σε ό,τι αφορά την βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά για Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές επιχειρήσεις, την απλοποίηση των τεχνικών κανονισμών, και τους παγκόσμιους εμπορικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την αειφόρο ανάπτυξη και το περιβάλλον, τα εναπομείναντα άλυτα ζητήματα (ιδίως δημόσιες προμήθειες, θέματα ναυτιλίας, προστασίας επενδύσεων, Γεωγραφικές Ενδείξεις, προστασία καταναλωτών) είναι αρκετά σοβαρά, ώστε να μην επιτρέπουν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.
Σημειώνεται επίσης, ότι στις 17.1.2017, ΕΕ και ΗΠΑ εξέδωσαν, με κοινή δήλωση, έκθεση προόδου των διαπραγματεύσεων της ΤΤΙΡ, η οποία απεικονίζει την τρέχουσα κατάσταση, αναφέροντας τόσο τα σημεία σύγκλισης των δύο πλευρών, όσο και τους προαναφερόμενους τομείς, όπου απαιτείται σημαντική περαιτέρω εργασία. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες πληροφορίες, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κάποια ένδειξη επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων.
Η Ελλάδα θεωρεί ότι η εν λόγω Συμφωνία θα μπορούσε να συμβάλει, μέσω της αύξησης του εμπορίου και των επενδύσεων, στην ανάπτυξη και των δύο πλευρών του Ατλαντικού, στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και των επιχειρήσεων, καθώς και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό ότι στους στόχους της περιλαμβάνεται η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος, των εργαζομένων και των καταναλωτών, καθώς και το δικαίωμα των κρατών να νομοθετούν για το δημόσιο συμφέρον στον τομέα της προστασίας επενδύσεων.
Στο πλαίσιο των συζητήσεων με τις ΗΠΑ για τη σύναψη της ΤΤΙΡ, η Ελλάδα επιδιώκει τη διαφύλαξη του δικαιώματος των κυβερνήσεων να νομοθετούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον (right to regulate), την ενισχυμένη προστασία των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.) και Προστατευόμενων Γεωγραφικών Ενδείξεων (Π.Γ.Ε), την απελευθέρωση των ναυτιλιακών υπηρεσιών και τη σύσταση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών μεταξύ ιδιωτών επενδυτών και κράτους (Investor to State Dispute Settlement-SDS), επί τη βάσει της πρότασης της Επιτροπής για σύσταση νέου δικαιοδοτικού μηχανισμού (Δικαστήριο).