Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024
greek german
Η Πρεσβεία
Αρχική arrow Οι Αρχές Μας arrow Η Πρεσβεία arrow Νέα arrow Ομιλία Αναπληρώτριας Υπουργού Εξωτερικών Σίας Αναγνωστοπούλου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση για τη διεκδίκηση γερμανικών οφειλών (17.04.2019)

Ομιλία Αναπληρώτριας Υπουργού Εξωτερικών Σίας Αναγνωστοπούλου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση για τη διεκδίκηση γερμανικών οφειλών (17.04.2019)

Πέμπτη, 18 Απριλίου 2019

Η Αναπληρώτρια Υπουργός Εξωτερικών Σία Αναγνωστοπούλου μίλησε σήμερα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. «Αυτήν την εποχή στην Ευρώπη παίζεται η μεγάλη μάχη ανάμεσα στη Δημοκρατία και στα τέρατα που προσπαθούν να ξαναέρθουν στην επιφάνεια. Για αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κερδίσουμε, όχι μόνο ως Έλληνες, αλλά ως Ευρωπαίοι», είπε η Σία Αναγνωστοπούλου.

«Η Κυβέρνηση ήδη από το Μάρτιο του 2015 έθεσε στο πιο επίσημο και στο πιο υψηλό επίπεδο το θέμα των επανορθώσεων του κατοχικού δανείου, των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα» υπογράμμισε η Αν. Υπουργός, ενώ υπενθύμισε τη δήλωση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Ιανουάριο κατά την επίσκεψη στην Αθήνα της Καγκελαρίου της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ. Ο κ. Τσίπρας είχε μιλήσει για «τις απαράγραπτες διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους».

Η Αν. Υπουργός τόνισε επίσης, ότι «σήμερα χαράσσεται εθνική στρατηγική» και ότι η Ελλάδα διαθέτει «ισχυρά όπλα». Χαρακτήρισε δε πολύ σημαντικό ότι στη Γερμανία
υπάρχουν φωνές υπέρ των ελληνικών αξιώσεων, υπογραμμίζοντας ότι «με τη δουλειά που κάνουμε σήμερα θέλουμε κατ' αρχάς να πείσουμε τη Γερμανία αλλά και την ευρωπαϊκή και τη διεθνή κοινότητα ότι ζήτημα υπάρχει και ότι είναι ανοικτό απ’ όλες τις απόψεις: είναι ηθικό, πολιτικό, νομικό».

Η Σία Αναγνωστοπούλου υπογράμμισε επιπλέον ότι «Δεν θα πω ότι είναι μόνο ηθικό το πρόβλημα. Είναι και οικονομικό, γιατί οι λαοί πρέπει να καταλαβαίνουμε σε κάθε φάση της ιστορίας μας ότι η Ιστορία έχει υλικότητα. Δεν είναι μόνο κάτι που τελείωσε, έγινε άπαξ και τελείωσε. Έχει καταστροφή και αυτή η καταστροφή μάς βαραίνει όλους».

Ολόκληρη η ομιλία της Αναπληρώτριας Υπουργού Εξωτερικών Σίας Αναγνωστοπούλου:

"Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Βουλής, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω καταρχάς να ευχαριστήσω τη Διακομματική Επιτροπή για το πόρισμα που ετοίμασε, ένα πόρισμα συγκροτημένο, απολύτως τεκμηριωμένο, που αποτελεί τον οδικό άξονα, τον οδικό δείκτη, για τη συγκρότηση εθνικής συλλογικής στρατηγικής. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους εκπροσώπους των σωματείων και των συλλόγων που βρίσκονται σήμερα εδώ κοντά μας από τις μαρτυρικές πόλεις και τα χωριά, τους ανθρώπους που έχουν διεκδικήσει επί τόσα χρόνια τις οφειλές που έχει η Γερμανία απέναντι στην Ελλάδα.

Θέλω όμως, να ξεκινήσω με κάτι. Μία μέρα η οποία είναι πράγματι -και βάσει του πορίσματος της Επιτροπής της Βουλής- μία ημέρα κατά την οποία πρέπει να σκεφτούμε πώς θα γίνει, πώς θα συγκροτηθεί αυτή η εθνική στρατηγική, μία μέρα που τείνει να εξελιχθεί σε ανταλλαγές κατηγοριών του ενός για τον άλλον, για το τι έκανε ο ένας και τι δεν έκανε ο άλλος.

Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα -επειδή ακούστηκαν πριν κάποια πράγματα τα οποία δεν ισχύουν- θα ήθελα να αναφέρω τα εξής: Η δική μας η Κυβέρνηση ήδη από το Μάρτιο του 2015 έθεσε στο πιο επίσημο και στο πιο υψηλό επίπεδο το θέμα των επανορθώσεων του κατοχικού δανείου, των οφειλών, γενικώς, της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Ήταν το Μάρτιο του 2015 όταν ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε στο Βερολίνο την Καγκελάριο Μέρκελ. Παραπέμπω στην κοινή συνέντευξη Τύπου τότε του Πρωθυπουργού με την Καγκελάριο.

Θα ήθελα, επίσης, να υπενθυμίσω ότι από το 2016 -αν δεν απατώμαι- το Υπουργείο Εξωτερικών, με εντολή του τότε Υπουργού Νίκου Κοτζιά, όρισε τη συλλογή όλου του αρχειακού υλικού που υπάρχει στο ιστορικό αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, που αριθμείται σε αρκετές σελίδες -σε εκατοντάδες σελίδες θα έλεγα- και το οποίο θα δημοσιευθεί άμεσα. Θέλω, όμως, να υπενθυμίσω, για την ανακίνηση του θέματος σε υψηλό επίπεδο, ότι σε επίσκεψη του τότε Υπουργού Εξωτερικών, του κ. Κοτζιά, στον ομόλογό του, τότε Υπουργό Εξωτερικών και σήμερα Πρόεδρο της Γερμανίας, τον κ. Σταϊνμάιερ, επίσης, τέθηκε το θέμα. Δεν θα αναφερθώ σε τόσες και τόσες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, στις δηλώσεις και στις παρεμβάσεις του Προέδρου της Ελληνικής Βουλής, αλλά θα υπενθυμίσω πάλι ότι τον Γενάρη του 2019 ο Πρωθυπουργός, στην επίσημη επίσκεψη της Καγκελαρίου εδώ, έθεσε ξανά το θέμα, μιλώντας μάλιστα για «τις απαράγραπτες διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους» στην κοινή συνέντευξη τύπου. Μπορώ να τα καταθέσω και εδώ στη Βουλή.

Δεν θέλω να ρωτήσω τον κ. Βενιζέλο, αλλά εάν ισχύει, καλό είναι να το ξέρουμε, καλό είναι να κατατεθεί πότε έγινε από τον ίδιο ρηματική διακοίνωση τον Γενάρη του 2015 στη Γερμανία. Επειδή έχουμε όλο το υλικό στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών. Εάν υπάρχει, είναι ισχυρό χαρτί για τη χώρα μας. Εμείς ξέρουμε τη μια και μοναδική ρηματική διακοίνωση που έγινε το 1995. Δεν θέλουμε, λοιπόν, να μπούμε σε μια τέτοια αντιπαράθεση, ποιος έκανε τι, γιατί θα μπορούσαμε να πούμε ότι για κάποια χρόνια δεν έγινε τίποτα ή ότι ήταν υποτονικές οι ενέργειες. Θέλουμε απ’ αυτό το Βήμα της Βουλής να διακηρύξουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν έχει υπάρξει ελληνική κυβέρνηση μέχρι σήμερα -εάν εξαιρέσει κανείς τη θλιβερή παρένθεση της χούντας- η οποία να έχει αποποιηθεί των αξιώσεων του ελληνικού κράτους. Αυτό πρέπει να ακουστεί προς όλες τις κατευθύνσεις.

Δεύτερον, είτε σε χαμηλό. είτε σε μεσαίο, είτε σε υψηλό επίπεδο, άλλοτε πιο πυκνά και άλλοτε πιο αραιά, οι ελληνικές κυβερνήσεις διεκδικούσαν αυτές τις οφειλές που έχει το γερμανικό κράτος.

Αυτό που, επίσης, οφείλουμε να πούμε είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει δουλειά. Και εγώ θα αναφέρω και θα αναδείξω και τη δουλειά που έκανε ο κ. Σταϊκούρας, η οποία αναδεικνύεται, νομίζω, και στο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής, αλλά και τη δουλειά που έχει γίνει στο ΥΠΕΞ και την τεράστια δουλειά που τελικά έκανε η Βουλή και μας καταθέτει αυτό το πόρισμα. Αυτά είναι τα ισχυρά μας όπλα, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και όχι στείρες αντιπαραθέσεις.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο σημείο, στο οποίο θέλω να απαντήσω και αφορά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Δεν θα μπω τώρα στην αντιπαράθεση για χίλια δυο άλλα επιμέρους ζητήματα. Είναι η πρώτη φορά, όμως, που έχουμε και ένα άλλο όπλο στα χέρια μας, ως Ελλάδα, και το οποίο πρέπει να χρησιμοποιήσουμε. Για πρώτη φορά από τη γερμανική πλευρά υπάρχει μια αυτόνομη κίνηση Γερμανών πολιτών, οι οποίοι είναι σημαντικές προσωπικότητες της γερμανικής πολιτικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής ζωής και οι οποίοι μπαίνουν στο πλευρό της Ελλάδας. Έχει αξία αυτό; Έχει τεράστια αξία και εάν έχω χρόνο παρακάτω, θα πω δύο πράγματα παραπάνω. Έχει σημασία που ένα κόμμα, όπως το Die Linke, είναι σταθερά υπέρ των αξιώσεων της Ελλάδας; Είναι πολύ σημαντικό που υπάρχουν κάποιοι από άλλα κόμματα. Όχι συστηματικά, αλλά υπάρχουν. Και είναι σημαντικό για έναν λόγο. Η Γερμανία μέχρι σήμερα με επίσημο τρόπο επιμένει ότι δεν υπάρχει ζήτημα. Άρα, εμείς με αυτήν την δουλειά που κάνουμε σήμερα –και εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε- θέλουμε καταρχάς να πείσουμε και τη Γερμανία -και θα πω παρακάτω πώς- αλλά και την ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα ότι ζήτημα υπάρχει και ότι το ζήτημα είναι ανοικτό απ’ όλες τις απόψεις, ηθικό, πολιτικό, νομικό. Άρα, αυτά είναι κρίσιμα θέματα, τα οποία πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, για να μην χανόμαστε σε πράγματα τα οποία δεν έχουν σημασία.

Τι είναι οι γερμανικές οφειλές; Θα μου επιτρέψετε πολύ συνοπτικά να αναφερθώ, για να έχουμε ξεκάθαρο το θέμα. Είναι ένα από τα μεγάλα μας επιχειρήματα τώρα που έχουμε και όλα τα ποσά, χάρις στο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής. Πρώτον, το κατοχικό δάνειο. Είναι καταναγκαστικό δάνειο, αναγκαστικό δάνειο, που
δεν προβλέπεται από καμία διεθνή συμφωνία, ούτε τη Συνθήκη της Χάγης, με οποιαδήποτε ερμηνεία. Και η ερμηνεία της Νυρεμβέργης αργότερα έρχεται να πει ότι κατοχικό δάνειο, το οποίο να είναι σε κάποια όρια που επιτρέπονται από το Διεθνές Δίκαιο, είναι μόνο ό,τι είναι για τις κατοχικές δυνάμεις και για την περίοδο της Κατοχής. Το κατοχικό δάνειο που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ήταν καταναγκαστικό και ήταν ένας ναζιστικός μηχανισμός για την εξουδετέρωση της χώρας. Ξέρουμε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο για τις κατοχικές δυνάμεις εδώ, αλλά χρησιμοποιήθηκε και για τον γερμανικό στρατό, τον ναζιστικό στρατό εν γένει, άρα είναι ένα δάνειο το οποίο δεν παραγράφεται, άρα είναι διεκδικήσιμο. Δεύτερον, οι γερμανικές επανορθώσεις. Οι επανορθώσεις για όλα όσα διέπραξε η ναζιστική εξουσία εδώ στην Ελλάδα κατά υποδομών, κατά δομών, για οτιδήποτε εξαθλίωσε το ίδιο το κράτος και την κοινωνία. Να σημειώσω, επίσης, ότι συνέπειες του κατοχικού δανείου ήταν η πείνα και ο θάνατος τόσων ανθρώπων, ότι η χώρα στερήθηκε των στοιχειωδών πόρων για να μπορέσει να επιβιώσει η κοινωνία όλη αυτή την περίοδο. Τέλος, οι αποζημιώσεις για τα θύματα, για όλα αυτά τα χιλιάδες θύματα από τα μαρτυρικά χωριά, από τις πόλεις κλπ., τα θύματα από τον πόλεμο, από την κατοχή στη διάρκεια της Κατοχής.

Όλα αυτά ήταν μηχανισμοί της ναζιστικής εξουσίας για εξολόθρευση μιας χώρας. Και το λέω αυτό, γιατί οι ίδιοι οι ναζί, ήδη από το 1943, παραδέχονται ότι είναι δυσβάσταχτα αυτά που επέβαλαν στη χώρα. Οι ίδιοι αναγνωρίζουν το δάνειο και ότι πρέπει να αποπληρωθεί. Δεν παραγράφεται, λοιπόν, άρα είναι σημαντικό αυτό. Οι ίδιοι παραδέχονται ότι αυτή η χώρα πλήρωσε πάρα πολλά σε όλη αυτή την περίοδο της Κατοχής. Το ίδιο έχουν παραδεχθεί πολλοί άλλοι. Θέλω, επίσης, να σημειώσω ότι σ’ αυτήν την αμετακίνητη θέση της Γερμανίας, στην οποία υπάρχουν κάποιες ρωγμές, καλό είναι και για να ακουστεί και εδώ να θυμίσουμε τη φράση του Χέλμουτ Σμιτ το 2015, όταν απάντησε σε ερώτηση δημοσιογράφου, σε τηλεοπτικό γερμανικό κανάλι, που τον ρώτησε για τις επανορθώσεις, για τις γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα, και είπε ότι «δεν αρκεί να λέει η Γερμανία ότι έχει κλείσει το ζήτημα, πρέπει να συμφωνήσει και η Ελλάδα». Είναι, νομίζω, η πρώτη βάση, για να ξεκινήσει κάποιος. Δεν μπορεί να πει κάποιος μονομερώς ότι έχει κλείσει ένα ζήτημα και από εκεί και πέρα δεν υπάρχει καμία περίπτωση να διεκδικηθεί οτιδήποτε τέτοιο.

Από την άλλη μεριά, έχουμε διεθνείς συμφωνίες. Ακούστηκε από πολλούς ότι δεν έκανε τίποτα το ελληνικό κράτος επί εβδομήντα χρόνια. Για να είμαστε συνεπείς και επειδή τουλάχιστον προσωπικά θεωρώ ότι χαράσσεται εθνική στρατηγική εδώ σήμερα και πρέπει να ξέρουμε μερικά πράγματα, θέλω να πω ότι μέχρι το 1990 είχε ανασταλεί το κλείσιμο της ειρήνης, δηλαδή η συνθήκη ειρήνης, επειδή δεν ήταν ενοποιημένες οι δύο Γερμανίες. Από το 1990, με την περίφημη Συμφωνία «2+4» - μεταξύ της τότε Σοβιετικής Ένωσης, των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Γαλλίας και των δυο Γερμανιών-, υπογράφεται ειρήνη, αλλά αυτό δεν δεσμεύει την Ελλάδα σε καμία περίπτωση ότι δεν έχει διεκδικήσεις. Άλλωστε, δεν υπέγραψε η Ελλάδα. Η Ελλάδα απλώς αναγνώρισε τη διακήρυξη της ΔΑΣΕ. Άρα, δεν υπάρχει καμία απολύτως υπογραφή ή δέσμευση της Ελλάδας ότι αποποιήθηκε σε αυτήν τη συμφωνία, τη Συνθήκη «2+4», οποιαδήποτε αξίωση έχει.

Άρα, το πρόβλημα της ανακίνησης ουσιαστικά ξεκινάει από το 1990 και μετά. Είχαν γίνει διακρατικές συμφωνίες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία από το 1960. Δεν αφορούσαν το κατοχικό δάνειο, δεν αφορούσαν τις επανορθώσεις, δεν αφορούσαν δηλαδή τις κρατικές οφειλές. Αφορούσαν κάποιες αποζημιώσεις σε ιδιώτες, θύματα των ναζί, κάποιες, οι οποίες ήταν ελάχιστες και όσα λεφτά δόθηκαν από τη Γερμανία. Και λέω ότι ήταν ελάχιστες -και εδώ θα μπω σε ένα άλλο θέμα με τον λίγο χρόνο που έχω- γιατί, αν δεν κάνω λάθος, δόθηκαν 114 εκατομμύρια, όταν στην Ολλανδία, η οποία δεν είχε ούτε το ένα εκατοστό των θυμάτων που είχε η Ελλάδα, δόθηκαν 400 εκατομμύρια. Αυτά τα λέω με επιφυλάξεις, αν κάνω λάθος στα νούμερα. Εδώ, λοιπόν, τίθεται ένα θέμα με τον γερμανικό λαό και τη γερμανική Κυβέρνηση.

Εμείς είμαστε φίλοι και σύμμαχοι, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Και λέω δεν πρέπει να το ξεχνάμε, γιατί εμείς δεν εγείρουμε θέμα γερμανικών οφειλών για να ενοχοποιήσουμε ως εχθρικό έναν άλλο λαό, τον γερμανικό λαό. Ίσα-ίσα, το αντίθετο. Δεν θέλουμε αυτή η Ευρώπη να ξαναγεννήσει τέρατα. Και εδώ είναι και η ειρωνεία της ιστορίας, όταν ένα ναζιστικό κόμμα-οργάνωση έρχεται εδώ και κουνάει το δάχτυλο για το τι έχει κάνει το ελληνικό κράτος για τις γερμανικές επανορθώσεις,
όταν ο Αρχηγός του ομνύει στο όνομα του Χίτλερ. Γιατί για αυτό συζητάμε. Εμείς, λοιπόν, δεν θέλουμε να φτιάξουμε εχθρούς. Ίσα-ίσα, θέλουμε να καλέσουμε τον δημοκρατικό λαό της Γερμανίας να αναγνωρίσει. Γιατί η αναγνώριση, η μνήμη είναι επίπονη διαδικασία. Η μνήμη δεν είναι κάνω επετειακές εκδηλώσεις στα Καλάβρυτα, στην επέτειο, στο Δίστομο, στην Κάντανο, στον Βιάννο -για να μην απαριθμήσω όλες τις περιοχές. Είναι επίπονη διαδικασία και σημαίνει πρωτοβουλία και από αυτόν του οποίου η ιστορία έχει τέτοιες μεγάλες μαύρες καταστροφικές τρύπες.

Εμείς, λοιπόν, καλούμε τον γερμανικό λαό να αναλάβει τη δημοκρατική του ευθύνη απέναντι στην ιστορία του κι απέναντι στην ιστορία της Ευρώπης, να συναινέσει, να αποδεχτεί αυτό που έγινε. Γιατί, ξέρετε τι; Όταν μένουν τέτοιες πληγές, τέτοια τραύματα, τα οποία δεν ομολογούνται, δεν συζητιούνται, αφήνουν πάντα τρύπες για να ξεφυτρώσουν τέρατα, όπως το βλέπουμε τώρα. Η οικονομική κρίση έδειξε κατευθείαν πόσα στερεότυπα ξεπηδάνε και πόσο εύκολα ξεπηδάνε αυτά τα στερεότυπα, όταν δεν έχουν λυθεί τέτοια πράγματα.

Γιατί η Ελλάδα δεν είναι κατοχυρωμένη ακόμα στη συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών και ειδικά του γερμανικού για το πόσα πλήρωσε για να υπάρχει δημοκρατία και ελευθερία σε αυτήν την Ευρώπη. Γιατί για εμένα το σημαντικότερο είναι αυτό, να γίνει συνείδηση. Δεν επαιτούμε. Δεν ζητάμε αποκατάσταση. Προσέξτε την ορολογία. Ζητάμε αποζημιώσεις, επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο ως φόρο τιμής ότι αυτή η χώρα, αυτός ο λαός πλήρωσε με το αίμα του, καταστράφηκε εντελώς για τη δημοκρατία στην Ευρώπη. Μόνο έτσι μπορούμε να θεμελιώσουμε τη δημοκρατία. Όχι κοιτώντας προς το μέλλον και βάζοντας λίθους στο παρελθόν, αλλά όταν φωτίσουμεμε όλα τα φώτα το παρελθόν, για να πάμε πιο πέρα.

Άρα, είναι σημαντικό για εμάς να κινητοποιήσουμε τη δημοκρατική κοινή γνώμη της Γερμανίας, όπως και όλης της Ευρώπης. Και το λέω αυτό, γιατί είχαμε μια ατυχή
στιγμή. Επειδή είπε και ο κ. Βενιζέλος ότι δεν το έχουμε θέσει με επίσημο τρόπο, ακόμα και εγώ που ήμουν τότε Αναπληρώτρια Υπουργός Παιδείας το είχα θέσει στην ομόλογό μου, γιατί είχε τύχει, πριν από την επίσκεψη στο Υπουργείο της, να περάσω από το Ιστορικό Μουσείο της Γερμανίας -ένα πολύ ωραίο μουσείο- που είχε μια έκθεση για το τι συνέβη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επί έναν χρόνο λειτουργούσε αυτή η έκθεση. Ξέρετε ποια χώρα απουσίαζε, παντελώς; Η Ελλάδα, η οποία δεν ξέρω αν πλήρωσε τον μεγαλύτερο φόρο τιμής σε αυτήν τη μάχη, πλήρωσε όμως έναν από τους μεγαλύτερους φόρους αίματος και καταστροφής σε αυτήν τη μάχη. Άρα, είναι σημαντικό.

Για να μην παίρνω πάρα πολύ χρόνο, τι γίνεται από δω και πέρα σε ό,τι αφορά το Υπουργείο Εξωτερικών; Διακρατικές συμφωνίες, διακρατικές διαπραγματεύσεις. Η Ελλάδα νομίζω έχει τα όπλα να διαπραγματευτεί, ούτως ώστε να γίνουν αποδεκτές από τη Γερμανία οι οφειλές σε όλα τα επίπεδα -σε αυτά που είπα, κατοχικό, αποζημιώσεις, επανορθώσεις-, και να δείξει ότι υπάρχει αυτό το ηθικό, πολιτικό, οικονομικό πρόβλημα.

Εγώ δεν θα πω ότι είναι μόνο ηθικό το πρόβλημα. Είναι και οικονομικό, γιατί οι λαοί πρέπει να καταλαβαίνουμε σε κάθε φάση της ιστορίας μας ότι η ιστορία έχει υλικότητα. Δεν είναι μόνο κάτι που τελείωσε, έγινε άπαξ και τελείωσε. Έχει καταστροφή και αυτή η καταστροφή μάς βαραίνει όλους. Για να ξέρουμε και τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Διακρατικές, λοιπόν, διαπραγματεύσεις που θα φέρουν το πρόβλημα. Γιατί τώρα, τα τελευταία χρόνια κάνουμε συντονισμένη και συλλογική δουλειά. Διαπραγματεύσεις διακρατικές. Ενημέρωση του γερμανικού κοινού. Αυτή η πρώτη κίνηση πολιτών που έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία είναι πολύ σημαντική. Το Die Linke είναι πάρα πολύ σημαντικό που είναι προς αυτήν την κατεύθυνση. Ενημέρωση. Ενημέρωση με οποιονδήποτε τρόπο.

Επίσης, (θα δημιουργηθεί) επιτροπή στο Υπουργείο Εξωτερικών που θα συντονίσει όλες τις ενέργειες, όλων που γίνονται από τη μεριά της Ελλάδας και από εκεί και πέρα ό,τι διαβήματα χρειάζεται να γίνουν σε διεθνές επίπεδο. Εγώ πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε, γιατί έχουμε το δίκιο της ιστορίας μαζί μας και έχουμε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Αυτήν την εποχή στην Ευρώπη παίζεται η μεγάλη μάχη ανάμεσα στη δημοκρατία και στα τέρατα που προσπαθούν να ξαναέρθουν στην επιφάνεια. Για αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κερδίσουμε, όχι μόνοως Έλληνες, αλλά ως Ευρωπαίοι, οι ευρωπαϊκοί λαοί και τα κράτη.