Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση των σχεδίων Νόμων για κύρωση των Συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο (26.08.2020)
Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση των σχεδίων Νόμων για κύρωση των Συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο (26.08.2020): «Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας για την οριοθέτηση των αντίστοιχων Θαλασσίων Ζωνών τους» και «Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των δύο Κρατών»
Κύριε Πρόεδρε,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όπως καλά ξέρετε, εισάγονται προς ψήφιση δυο συμφωνίες οριοθέτησης Θαλασσίων Ζωνών, η συμφωνία οριοθέτησης πολλαπλών Ζωνών με την Ιταλία και η συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο.
Όσον αφορά την Ιταλία, ξέρετε ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν φθάσει σε αδιέξοδο που διατηρείτο για μισό σχεδόν αιώνα. Αυτό οφειλόταν στη μη αποδοχή της ιταλικής πλευράς να υπογράψει τη νέα συμφωνία εάν δεν υπήρχε κατοχύρωση των πρακτικών των Ιταλών αλιέων στα μέχρι τώρα διεθνή ύδατα και βεβαίως οι πρακτικές αυτές δε θα επετρέποντο, όταν η χώρα μας θα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα από 6 σε 12 ναυτικά μίλια.
Εμείς αρνηθήκαμε ν’ αναγνωρίσουμε ιστορικά δικαιώματα των Ιταλών αλιέων, αρνηθήκαμε να εισάγουμε πρόβλεψη τέτοια στο κύριο αντικείμενο της συμφωνίας. Αυτή είναι η διαχρονική θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ανεξαρτήτως κομμάτων και τελικά επιλέξαμε -κι εδώ υπήρξε η λύση ουσιαστικά του προβλήματος- την επίλυση του ζητήματος με μια αποστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που έχει αποκλειστική αρμοδιότητα πλέον για τα θέματα αλιείας, για τα οποία ζητήσαμε την τροποποίηση του Αλιευτικού Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι αναγνωρίσαμε στην Ιταλία, υπό περιορισμούς, δικαίωμα σε δράσεις, τις οποίες μέχρι και σήμερα που συζητάμε, ασκεί ανεξέλεγκτα. Από την πλευρά της, η Ιταλία και έμμεσα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που αποδέχθηκε την αποστολή, επιβεβαίωσαν το αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας μας να επεκτείνει παντού, επαναλαμβάνω παντού, και στο Ιόνιο και στο Λιβυκό και στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, τα χωρικά της ύδατα.
Με την Αίγυπτο, όπως καλά ξέρετε, τα πράγματα ήταν δυσχερέστερα, παρ’ ότι και οι δυο χώρες ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, αλλά έπρεπε να συμφωνήσουν για πρώτη φορά σε οριοθέτηση γραμμής. Δεν υπήρχε γραμμή για ν’ ακολουθηθεί από προηγούμενη συμφωνία και, βεβαίως, υπήρχε το υφέρπον γεγονός ότι η Αίγυπτος ήταν δέκτης πιέσεων εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία προσέφερε πολύ μεγαλύτερο θαλάσσιο χώρο από αυτόν που θα μπορούσε η Ελλάδα.
Μετά από 14 γύρους διαπραγματεύσεων σε διάρκεια 15 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων υπεγράφη το τουρκολιβυκό μνημόνιο, οι δυο πλευρές, εκτιμώντας τα συμφέροντά τους και τις εξαιρετικές τους σχέσεις, επέλεξαν μια λύση αμοιβαία επωφελή και πολύ κοντά στους στόχους και των δύο.
Πρόκειται για ένα δίκαιο αποτέλεσμα, όπως απαιτείται από τα σχετικά με την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας άρθρα της Συνθήκης, της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας. Αποτελεί –και ευχαριστώ τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΚΙΝΑΛ, τον κ. Λοβέρδο που το είπε προηγουμένως- σύμφωνη βούληση δυο κυρίαρχων κρατών.
Επαναλαμβάνω και τώρα αυτό που είπα και στην Επιτροπή, δεν υπάρχει μέθοδος εύρεσης αυτής της γραμμής την οποία σας αποκρύπτω και μπορεί η κυβέρνηση ή κάποιος άλλος να σας την επιδείξει ή να σας την αποκαλύψει ιεροκρυφίως. Είναι η βούληση δύο κυρίαρχων κρατών, που συναντάται επ' αυτής της γραμμής.
Θα ήθελα δε, με την ευκαιρία αυτή, να δώσω ορισμένες εξηγήσεις για πράγματα τα οποία ελέχθησαν στην αίθουσα αυτή κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Γιατί μέχρι τον 28ο μεσημβρινό; Θα μπορούσα αν ήθελα να εκμεταλλευτώ για να δημιουργήσω κορώνες αντιπαράθεσης, να πω «μα, εκεί διαπραγματευόταν και η προηγούμενη κυβέρνηση», δεν υπήρχε θέμα να διαπραγματευθείς με την Αίγυπτο πέραν του 28ου, το είχε ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή. Όμως, αυτή η συμφωνία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν πηγαίνει μέχρι το 28. Πηγαίνει ακριβώς μέχρι το 27,59, για να μην υπάρχει ούτε το υφέρπον της αναγνώρισης του 28, του οπουδήποτε δικαιώματος άλλης πλευράς.
Θα ήθελα, επίσης, να πω ότι τα λεχθέντα περί μειωμένης επήρειας όσον αφορά τις δύο συμφωνίες, δεν είναι ακριβή. Αποτελούν μια θεολογική συζήτηση, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η επήρεια, για κάποιον πολύ περίεργο λόγο -οφείλω να σας πω ότι έχω επανειλημμένως απευθύνει ερώτημα όχι εντός της αιθούσης, εκτός της αιθούσης, σε δημοσιογράφους, σε δημοσιολογούντες, τί σημαίνει επήρεια. Ουδείς μου απήντησε. Το μέγεθος είναι μεταφυσικό ή «θεολογικό» πλέον.
Η μειωμένη επήρεια, λοιπόν, στο Ιόνιο, με τον τρόπο που μετράται, αφορά τα βόρεια και τα νότια νησιά, αλλά δεν αφορά την Κεφαλονιά, η οποία έχει άνω του 100%. Και απαντώ σε κάτι το οποίο ελέχθη, προηγουμένως, από πολιτικό αρχηγό. Βεβαίως μπορεί να υπάρχει επήρεια, που υπερβαίνει το 100%, αν η απόσταση είναι μεγαλύτερη.
Κι όταν μιλάμε γι’ αναγνώριση μειωμένης επήρειας σε μερική οριοθέτηση, από πού προκύπτει κυρίες και κύριοι συνάδελφοι; Αφού εμείς που συντάξαμε τη συμφωνία δεν τη λάβαμε υπ' όψιν, πώς είναι δυνατόν κάποιος άλλος να το γνωρίζει; Κι αν αυτή τη στιγμή υποθέσουμε, για λόγους παραδείγματος, ότι είχαμε πάει με την Ιταλία σε μερική οριοθέτηση από τη Λευκάδα και πάνω, και είχαμε δώσει αυτό που εσείς, ή κάποιοι εδώ για να είμαι ακριβής, θα έλεγαν μειωμένη επήρεια στα νησιά της πατρίδας μου, Ερεικούσα, Μαθράκι και Οθωνούς, αυτό θα σήμαινε ότι αναγνωρίζουμε μειωμένη επήρεια σε κάποια νησιά; Αφού μετά στην Κεφαλονιά δόθηκε περίπου 110%.
Άρα λοιπόν, η «θεολογική» αναφορά σε απομείωση εθνικών δικαιωμάτων εξαιτίας αυτής της συμφωνίας, είναι μια λανθασμένη αναφορά. Και δε θα έμπαινα σ’ αυτό τον κόπο να τα εξηγήσω αυτά, εάν, ξαναλέω, δεν είχε έννοια η αυθεντική βούληση του νομοθέτη για την επίλυση οποιασδήποτε άλλης διαφοράς με οποιαδήποτε άλλη χώρα στο μέλλον.
Παρατηρήθηκε εδώ ως έλλειψη της συμφωνίας με την Αίγυπτο και μάλιστα έγινε και αντιδιαστολή με τη συμφωνία με την Ιταλία, ότι δεν υπάρχει άρθρο για την προσφυγή στη Χάγη στη συμφωνία με την Αίγυπτο. Σωστά κύριοι συνάδελφοι, δεν υπάρχει. Και γιατί δεν υπάρχει; Γιατί δε θέλουμε να υπάρχει. Γιατί πάγια αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είναι ότι επιθυμούμε να επιλύονται ενιαία οι διαφορές Αιγαίου – Ανατολικής Μεσογείου και όχι αποκομμένη η διαφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, στην οποία θα μπορούσε να υπεισέλθει, δια παρεμβάσεως, οποιοσδήποτε τυχόν τρίτος σε συνεννόηση με το δεύτερο και θα βρισκόταν σε δυσχερή θέση η Ελλάδα να το αποκρούσει. Είναι επιλογή μας, προφανώς δεν είναι παράλειψή μας.
Όπως επίσης, θα ήθελα να σας πω ότι στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, σταθμίσαμε όλες τις απόψεις. Και τις απόψεις οι οποίες λένε ότι με αυτό τον έμμεσο τρόπο, αναγνωρίζεται ίσως ειδικό καθεστώς στο Αιγαίο.
Αλλά, θα μου επιτρέψετε να σας πω επίσης, ότι όποιος το λέει αυτό, θα είναι καλό να έχει μια πρόσβαση στα πρακτικά των συναντήσεων των Πρωθυπουργών Ελλάδος-Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ετσεβίτ και να διαβάσει τί γράφουν εκεί για το Αιγαίο. Και αν, κατά συνέπεια, με την κίνησή μας αυτή, η κυβέρνηση αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση και δεν παρετήρησα και το ΚΙΝΑΛ να έχει διαφορετική άποψη, δημιουργούν οποιοδήποτε πρόβλημα στα εθνικά συμφέροντα.
Επίσης, και καταλήγω με αυτό ως προς τον σχολιασμό, θα ήθελα να πω κάτι που δε θέλω ν’ αφήσω να το σχολιάσει ο αναπληρωτής μου, ο Υπουργός, ο κ. Βαρβιτσιώτης, γιατί υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, βρίσκεται πάντα σε δυσχερή θέση όπως όλοι μας.
Όταν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μιλάμε για κυρώσεις, δεν είναι της αποκλειστικής μας επιλογής οι κυρώσεις. Δεν είναι κάτι το οποίο μας προσφέρεται και είναι στη δυνατότητά μας να το πάρουμε ή να μην το πάρουμε. Είναι μια επίπονη διαδικασία, εξαιρετικά επίπονη διαδικασία, η οποία συνιστά μακρόχρονη προσπάθεια και της κυπριακής και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Και παρατηρήστε, αν θέλετε, το φαινόμενο των κυρώσεων που έχει ζητήσει -πολύ ολιγοτέρων από αυτές που έχουμε ζητήσει εμείς- η Κυπριακή Δημοκρατία. Όπου και αυτές, η Ευρωπαϊκή Ένωση, βραδυπορούσα, δεν έχει ακόμα επιβάλλει. Και μιλάμε για κυρώσεις κατά τριών προσώπων. Ενώ το αίτημα της Ελλάδος, είναι αίτημα προετοιμασίας, όχι επιβολής κυρώσεων. Για να είμαστε συνεννοημένοι.
Και δε θ’ αποφασισθεί στο Gymnich μεθαύριο, στο Βερολίνο δηλαδή, Πέμπτη και Παρασκευή διότι το Συμβούλιο είναι άτυπο. Όσοι γνωρίζουν τα ευρωπαϊκά το γνωρίζουν αυτό. Το λέω για να μην υπάρξει οποιαδήποτε απογοήτευση της κοινής γνώμης. Αποτελεί option paper μελλοντικής επιβολής κυρώσεων, που όμως έχουμε ζητήσει να είναι “crippling” -χρησιμοποιώ την αγγλική έκφραση- δηλαδή να είναι βαρύτατες εις βάρος του συνόλου της τουρκικής οικονομίας.
Ποιοτικά διαφορετικό και εκ τούτου εξαιρετικά δυσχερές.
Και χρειάζεται μεγάλη και ενιαία εθνική προσπάθεια. Μη δημιουργούνται εντυπώσεις ότι μας προσεφέρετο και εμείς είπαμε όχι, κυβερνητική επιλογή είναι να μην το πάρουμε. Προς θεού.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
θα ήθελα να τελειώσω το σχολιασμό λέγοντας ότι είναι άδικη η αναφορά περί απραξίας ιστορικά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και αναφέρομαι σε όλα τα κόμματα. Εγένοντο πολύ μεγάλες προσπάθειες. Υπήρξαν και άστοχες στιγμές. Έχω πει ότι η μη συμφωνία με τη Λιβύη όταν η διαφορά μας επί των εκτάσεων ήταν κάτι λιγότερο από 4%, ήταν μια λάθος απόφαση. Διότι, αν είχε υπογραφεί τότε, πολλά από τα δεινά που μετά επήλθαν, θα είχαν αποφευχθεί.
Όπως επίσης αγαπητέ μου κ. Κατρούγκαλε, θεωρώ ότι ήταν και λάθος που εσείς δεν καταλήξατε. Διότι, τότε θα είχατε καταλήξει προ του τουρκολιβυκού και άρα δε θα είχαμε το βάρος της Τουρκίας που σήμερα το επικαλείται. Αλλά όλα αυτά -θέλω να είμαστε ειλικρινείς- είναι εκ των υστέρων προβλέψεις.
Είναι πολύ πιο εύκολο μετά από 20 και 30 χρόνια να έχεις καθαρό μάτι για το παρελθόν. Το ερώτημα που εδώ είναι βασικό, είναι ν’ αποκτήσουμε μια καθαρή ενόραση για το μέλλον.
Αυτό δε που περισσότερο θα ήθελα ν’ απαντήσω, είναι το διαρκές -νομίζω αυτό προσιδιάζει στην Αριστερά, το θυμάμαι και στο Πανεπιστήμιο μου το έλεγαν συνέχεια- «δεν υπάρχει στρατηγική, δεν έχετε στρατηγική». Είναι τόσο γενικόλογο που στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολα απαντάται.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γιατί δεν έχει η χώρα στρατηγική; Και δεν απευθύνομαι μόνο εκ μέρους της κυβέρνησης Μητσοτάκη, γιατί η στρατηγική που υλοποιεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν είναι μόνο στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν είναι μόνο στρατηγική του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη, δεν είναι μόνο στρατηγική του συγκεκριμένου Υπουργού ή της συγκεκριμένης πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, είναι η εθνική στρατηγική. Γιατί δεν υπάρχει στρατηγική;
Η στρατηγική είναι σαφής.
Και οι συμφωνίες που σήμερα συζητούνται, εντάσσονται σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο. Και μας αδικείτε, αδικείτε την κυβέρνηση κύριοι συνάδελφοι, αδικείτε τη χώρα αλλά αδικείτε και τους εαυτούς σας όσοι ισχυρίζεστε ότι δεν υπάρχει στρατηγική. Η χώρα έχει σαφή στρατηγική και οι συμφωνίες αυτές όπως και η αμυντική συμφωνία που υπογράψαμε πέρυσι το φθινόπωρο -είχα πάλι την τιμή να την υπογράψω εγώ με τις ΗΠΑ- είναι και αυτή σταθμός αυτής της εθνικής στρατηγικής.
Θέλετε να σας κατονομάσω τους άξονες εν τάχει; Ενεργητική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενεργητική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, ενεργητική συμμετοχή στον ΟΗΕ, στους Διεθνείς Οργανισμούς. Αυτή δεν είναι η συμφωνημένη στρατηγική μας; Υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, και δικαιϊκού και γεωγραφικού, αυτή δεν είναι η κοινή στρατηγική μας;
Συμφωνίες οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών μας με τις όμορες χώρες της Μεσογείου, δεν είναι αυτή η στρατηγική μας από το 1974 και επέκεινα, πριν ακόμα από την UNCLOS;
Πρέπει δε να σας ανακοινώσω σε αυτό, ότι μετά από οδηγία του Πρωθυπουργού, επικοινώνησα χτες με τον Πρωθυπουργό της Αλβανίας, τον κ. Rama, για να τον ενημερώσω για τη σημερινή ανακοίνωση του Πρωθυπουργού. Επίσης, συμφωνήσαμε με τον Αλβανό Πρωθυπουργό ότι θα επαναλάβουμε τάχιστα τις συνομιλίες μας, μετά την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο για την επίλυση του ζητήματος των θαλασσίων ζωνών μας με την Αλβανία.
Είναι ή δεν είναι αυτή η εθνική μας στρατηγική;
Η σταδιακή επέκταση των χωρικών μας υδάτων, είναι ή δεν είναι η εθνική μας στρατηγική;
Η ειρηνική επίλυση των διαφορών μας με όλες τις χώρες, είναι ή δεν είναι εθνική μας στρατηγική;
Η ανάσχεση της αυθαιρεσίας και της παραβατικότητας της Τουρκίας, είναι ή δεν είναι η εθνική μας στρατηγική;
Ότι αυτό προϋποθέτει δημιουργία στη Μεσόγειο, αλλά και πέρα από τη Μεσόγειο, ενός μετώπου κατανόησης και φιλίας με τα ομονοούντα κράτη της περιοχής, είναι ή δεν είναι εθνική μας στρατηγική;
Αυτό σημαίνει βεβαίως, επαναφορά ευρέως στρατηγικού ορίζοντα στα Βαλκάνια, αλλά και προς τον Κόλπο, κάτι το οποίο σ’ ένα βαθμό η οικονομική κρίση μας είχε εμποδίσει να κάνουμε. Αλλά, αυτή είναι η εθνική μας στρατηγική. Και είναι η στρατηγική την οποία ακολουθεί η χώρα όλα αυτά τα χρόνια.
Και ειλικρινώς θλίβομαι όταν παρουσιάζεται ο ηγέτης της γείτονος χώρας ως ένας μεγαλοφυής πολιτικός, ο οποίος έχει στρατηγικό σχεδιασμό πέραν του ορίζοντος και, από την άλλη, η ελληνική πολιτική εμφανίζεται ως μια ολιγωρούσα και ασθμαίνουσα πολιτική. Είναι άδικο αυτό το πράγμα, είναι απολύτως άδικο.
Η ελληνική πολιτική, με τα λάθη της, με τις αστοχίες της, με τις στερήσεις της, έχει επιτύχει θριάμβους. Και ορθά ανεφέρθησαν μεταξύ αυτών των θριάμβων και η είσοδος στο κοινό σύστημα, στην ΟΝΕ και η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τεράστιος θρίαμβος.
Σε αυτή τη σειρά της νοήμονος στρατηγικής εντάσσονται και οι πολύ σημαντικές συμφωνίες που συζητάμε σήμερα.
Και από την άλλη, έχουμε μια Τουρκία, εγώ δε θα πω απομονωμένη, αλλά νομίζω -απλή παρατήρηση- δείχνει ότι η Τουρκία δεν έχει και πάρα πολλούς φίλους στην περιοχή, είναι απολύτως προφανές, η οποία παρανομεί, κλιμακώνει και προκαλεί, παρά τις παροτρύνσεις των γειτόνων και των συμμάχων.
Και εμμένει, ως όπλο πολιτικής, όχι στη δημιουργία κατανοήσεων, αλλά στη δημιουργία τετελεσμένων ισχύος. Και παρατηρούμε απόπειρα υλοποίησης επεκτατικών σχεδίων σε βάρος γειτόνων και συμμάχων. Παρατηρούμε τη διατύπωση νεοοθωμανικών ιδεολογημάτων, άκριτου επεκτατισμού και ελέγχου της Μεσογείου.
Ένας γνωστός Έλληνας φιλόσοφος, σύγχρονος, όταν τον συνάντησα μου είπε ότι η Τουρκία κάνει τη μεγάλη φυγή προς τα πίσω.
Και, σας παρακαλώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρατηρήστε τη σημειολογία ονομασίας των ερευνητικών τους σκαφών. Προσέξτε, των ερευνητικών τους σκαφών, όχι των πολεμικών τους σκαφών. «Φατίχ» (κατακτητής), «Κανούνι» (Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, πρόθεσή του η κατάληψη της Ευρώπης), «Μπαρμπαρός», (ο αρχιπειρατής, αρχιναύαρχος του τουρκικού στόλου), «Oruc Reis» (άλλος πειρατής ναύαρχος), «Γιαβούζ» (ο Σελίμ ο Α’, επίσης γνωστός για τις κατακτήσεις του). Όνομα κανενός επιστήμονα ίσως; Όχι.
Τί να εκπέμπει η Τουρκία όταν αυτά τα ονόματα ερευνούν δήθεν για επιστημονικούς σκοπούς; Και παρατηρούμε ότι συνεχίζει να υπονομεύει τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής με κραυγαλέες και απολύτως καταδικαστέες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και μάλιστα εις βάρος δυο κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ημών και της Κύπρου.
Αλλά δεν έχουμε μόνο εμείς την προνομία αυτή: η Λιβύη, η Συρία, το Ιράκ, έχουν γίνει στόχοι της τουρκικής παραβατικότητας.
Θέλω όμως να ξεκαθαρίσουμε κάτι και είναι χρήσιμο να το πω στην εθνική αντιπροσωπεία ενόψει του αυριανού Συμβουλίου στο Βερολίνο: Η εμμονή στην παραβατικότητα δεν δημιουργεί Δίκαιο. Είναι προφανές δε, ότι το διακύβευμα στην Ανατολική Μεσόγειο, υπερβαίνει το όριο των διμερών διαφορών. Αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφορά το ΝΑΤΟ, αφορά τον ΟΗΕ. -Παρεμπιπτόντως, θέλω να ξέρετε ότι αύριο το πρωί θα συναντήσω τον Γενικό Γραμματέα (του ΝΑΤΟ) Stoltenberg στο Βερολίνο- αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφορά την ασφάλεια της Μεσογείου, αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, αφορά, πέραν αυτών, τα μνημεία της ανθρωπότητας, την προστασία και το χαρακτήρα τους.
Αφορά την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτό και δε χωρούν διπλά σταθμά και διπλά standards.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εξακολουθήσει να πρεσβεύει προς πάσα κατεύθυνση, και στις εξωτερικές της σχέσεις άρα, όπως κάνει και στο εσωτερικό της, το στοιχείο που την καθιστά σήμερα το ελκυστικότερο σημείο του κόσμου, που την καθιστά το πιο φιλόδοξο και φιλόξενο εγχείρημα στην ιστορία της ανθρωπότητος. Και αυτός είναι ο απαρέγκλιτος σεβασμός στο κράτος δικαίου. Και ο σεβασμός στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και ο σεβασμός στις σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των κρατών.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν υπάρχει θείω δικαίω, όπως είχα τη χαρά να πω χτες στο Γερμανό Υπουργό. Χρειάζεται υπεράσπιση. Χρειάζεται ρωμαλέα υπεράσπιση απέναντι στις δυνάμεις του αυταρχισμού, της παρανομίας, της οπισθοδρόμησης και της αλαζονείας.
Χρειάζεται υπεράσπιση, είτε η πρόκληση προέρχεται από τη Λευκορωσία, είτε προέρχεται από την Τουρκία. Και η Ευρώπη οφείλει να είναι έτοιμη και πρόθυμη να υπερασπιστεί τα σύνορά της, θαλάσσια και χερσαία.
Γιατί, είναι ισόποσο του να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί την ιδεολογία της νομιμότητας και την ιδεολογία της ειρήνης. Πρέπει να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τις ιδέες της, με όση τουλάχιστον θέρμη υποστηρίζει τα προϊόντα της. Να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ειρηνική επίλυση των διαφορών, την ανεκτικότητα, την κατανόηση, τη μετριοπάθεια.
Και θα ήθελα να είμαι σαφής προς όλους, εντός και εκτός της αιθούσης, χωρίς μεγαλοστομίες που δε χαρακτηρίζουν την Ελλάδα, χωρίς αλαζονεία, που δε χαρακτηρίζει την Ελλάδα, χωρίς απειλές που δε χρησιμοποιούμε εμείς στην Ελλάδα, όμως θα ήθελα να πω ότι θα υπερασπίσουμε, εν ονόματι του Δικαίου, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Αυτά είναι τα ευρωπαϊκά σύνορα, η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ευρώπης. Είναι τελικά, η ευρωπαϊκή ιδέα. Και αυτό διότι δεν έχουμε την επιλογή του «άλλως πράττειν». Άλλωστε, πολλοί μας συνιστούν διάλογο.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος σ’ αυτό, ήταν και ο Πρωθυπουργός προηγουμένως και χάρηκα διότι σε αυτή τη βάση δημιουργήθηκε μια συναίνεση στην αίθουσα. Η Ελλάδα είναι και παραμένει πάντοτε έτοιμη για διάλογο. Άλλωστε το 2016, ο διάλογος διεκόπη από την Τουρκία, όχι από την Ελλάδα. Όμως, διάλογος δε νοείται υπό καθεστώς απειλών. Και διάλογος δε νοείται υπό καθεστώς προκλήσεων. Όχι για την Ελλάδα μόνο, αλλά για οποιοδήποτε κράτος σέβεται τον εαυτό του.
Και ο βιασμός του Δικαίου, δε μπορεί ν’ αποτελέσει βάση διαλόγου. Απαραίτητο στοιχείο για το διάλογο είναι ένας αξιόπιστος συνομιλητής κι ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς. Και εδώ το σαφές πλαίσιο αναφοράς, είναι οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καταλήγω: οι συμφωνίες που συζητούνται σήμερα, συνιστούν στοιχεία, από δω και πέρα, ενίσχυσης του εθνικού οπλοστασίου. Αποτελούσαν, όπως γνωρίζετε όλοι καλά, ζητούμενο για δεκαετίες, κύριο εθνικό στόχο. Και ο στόχος αυτός, έχει επιτευχθεί. Οδηγούν βεβαίως στην παράλογη οργή του εξ ανατολών γείτονος.
Αλλά, όπως είπα και στην Επιτροπή, στις δυσχερείς στιγμές που η τουρκική παραβατική ύβρις δημιουργεί για τη χώρα, το απαραίτητο στοιχείο του εθνικού μας οπλοστασίου, είναι η αδιασάλευτη εθνική μας ομοψυχία. Αυτή θα επιφέρει, είμαι βέβαιος, τη Νέμεση του Δικαίου απέναντι στην τουρκική ύβρη.
Σας ευχαριστώ πολύ.