Σας καλωσορίζω στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Εξωτερικών, που φέρει το όνομα του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη. Είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου που συναντώ τα επίλεκτα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων που φοιτούν στη Σχολή Εθνικής Άμυνας, δηλαδή στο ανώτερο επίπεδο στρατηγικής εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων, διακλαδικού χαρακτήρα.
Χαίρομαι, γιατί υποδεχόμαστε εδώ τη Διοίκηση της Σχολής, τον Ναύαρχο κ.Γιακουμάκη. Επίσης χαίρομαι, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία μετά από αρκετό καιρό να επικοινωνήσω και πάλι με στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων υπό την ιδιότητα, τη φορά αυτή, του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού των Εξωτερικών.
Έχω πάντα πολύ έντονη στη μνήμη μου την περίοδο της θητείας μου στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, από το οποίο έφυγα τον Ιούνιο του 2011 για να πάω στον πραγματικό οικονομικό πόλεμο, όπως είπα τότε, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού των Οικονομικών, στη δυσκολότερη ίσως φάση της οικονομικής κρίσης και της σκληρής και πολύπλοκης διαπραγμάτευσης με τους διεθνείς εταίρους της χώρας, εταίρους και πιστωτές μας.
Χαίρομαι πραγματικά, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να σας υποδεχθώ εδώ και να σας απευθύνω το λόγο, γιατί, στο επίπεδο που έχετε φτάσει στη στρατιωτική σας σταδιοδρομία, μπορείτε ν’ αντιληφθείτε πως στις μέρες μας όλα τα επίπεδα δράσης συγκλίνουν κατά έναν τρόπο που ήταν αδιανόητος πριν μερικές δεκαετίες, γιατί δυστυχώς τώρα πια, το στρατηγικό, το τακτικό και το επιχειρησιακό επίπεδο, πάρα πολλές φορές συνοψίζονται στην ανάγκη άμεσης, ακαριαίας ίσως, διαχείρισης κρίσεων.
Η Εθνική Άμυνα, και πιο συγκεκριμένα οι Ένοπλες Δυνάμεις, είναι βέβαια ο βασικός πυλώνας της εθνικής μας πολιτικής. Αλλά ο πυλώνας αυτός έχει ανάγκη από τη συνύπαρξή του με τον πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής και τον πυλώνα της οικονομικής πολιτικής.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, από την άποψη αυτή, είναι μια από τις πολύ σημαντικές παραμέτρους της συνολικής και ολοκληρωμένης –έτσι πρέπει να είναι, συνολική και ολοκληρωμένη- εθνικής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Στην ελληνική εξωτερική πολιτική, λοιπόν, συνοψίζονται οι αρχές που διέπουν τη διεθνή μας δράση.
Πρώτη αρχή είναι πάντα η προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας, μέσα σ’ έναν κόσμο πολύπλοκο, μέσα σ’ έναν κόσμο μεταβαλλόμενο, εύθραυστο, μέσα σ’ έναν κόσμο που θέτει υπό αμφισβήτηση το θεμελιώδες φαινόμενο του εθνικού κράτους, το φαινόμενο δηλαδή που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη, μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας και που απετέλεσε το συστατικό στοιχείο της διεθνούς πολιτικής για μια πάρα πολύ μεγάλη ιστορική περίοδο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτό το εθνικό κράτος, το αναντικατάστατο, χάρις στο οποίο και χάριν του οποίου συγκροτείται η εθνική συνείδηση ιστορικά, αμφισβητείται πολλαπλώς. Γιατί το φαινόμενο του εθνικού κράτους, πρώτον διεθνοποιείται, δεύτερον αποπολιτικοποιείται και τρίτον, ιδιωτικοποιείται.
Αυτά είναι τρία φαινόμενα που θέτουν, είτε σε ορατή, είτε σε έμμεση και αφανή αμφισβήτηση το θεμελιώδες στοιχείο της εθνικής ανεξαρτησίας που είναι αυτή καθαυτή η ύπαρξη του εθνικού κράτους. Άρα λοιπόν, πρώτη αρχή που διέπει την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας, της εθνικής υπόστασης, της εθνικής ταυτότητας, χωρίς την οποία δε μπορούμε να μετέχουμε ούτε στο περιφερειακό ούτε στο διεθνές γίγνεσθαι.
Και φυσικά, εθνική ανεξαρτησία σημαίνει προστασία της εθνικής κυριαρχίας, των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και των αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζονται από Διεθνείς Συμβάσεις και Διεθνείς Οργανισμούς. Προφανώς όμως, όλα αυτά σχετικοποιούνται, μέσα από την ύπαρξη και τη λειτουργία περιφερειακών και διεθνών οντοτήτων, μέσα από τη διαμόρφωση των συσχετισμών και απαιτείται πολύ μεγάλη εγρήγορση και πολύ μεγάλη ικανότητα, προκειμένου να διαφυλάττεται ο πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας μέσα σ’ αυτούς τους νέους περιφερειακούς και εθνικούς συσχετισμούς.
Το ίδιο το ευρωπαϊκό φαινόμενο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως οντότητα, η ζώνη του ευρώ, θέτει υπό αμφισβήτηση την εθνική κυριαρχία, γιατί προϋποθέτει πως τα κράτη μεταβιβάζουν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό της εθνικής τους κυριαρχίας και των εθνικών αρμοδιοτήτων τους σε όργανα Διεθνών Οργανισμών. Μέσα από αυτή τη δοτή της αρμοδιότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, τελικά, συγκροτείται ως μια οντότητα που πολύ συχνά υπαγορεύει τη δράση των κρατών- μελών.
Αυτό είναι ένα φαινόμενο, το οποίο προφανώς έχει απασχολήσει ιστορικά και τον Έλληνα συνταγματικό νομοθέτη, ο οποίος το έχει αποδεχθεί ήδη από το 1975, με το άρθρο 28 του Συντάγματος που προβλέπει και τη δυνατότητα μεταβίβασης, κατά το Σύνταγμα, αρμοδιοτήτων σε όργανα Διεθνών Οργανισμών και τη δυνατότητα αποδοχής περιορισμών στην εθνική κυριαρχία, προκειμένου να εξυπηρετηθούν σπουδαίοι λόγοι εθνικού συμφέροντος, με στόχο, όμως, πάντα τελικά να διαφυλάσσεται στο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, ο πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Και πρωτίστως, η εδαφική ακεραιότητα της χώρας, στην οποία υποστασιοποιείται η εθνική κυριαρχία.
Η δεύτερη αρχή που διέπει την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας, η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου. Κάτι που προϋποθέτει όμως όχι μία ρητορική και φευγαλέα σχέση μ’ αυτό που λέγεται διεθνής νομιμότητα, αλλά μια ουσιαστική και συστηματική γνώση του τι ακριβώς συμβαίνει στο επίπεδο της διεθνούς νομιμότητας, πώς κρίνεται η διεθνής δικαιοσύνη, ποια είναι τα επιχειρήματα που αντλούν κρίσιμοι παράγοντες της διεθνούς και της περιφερειακής ζωής από το Διεθνές Δίκαιο.
Γιατί, δυστυχώς, πολύ συχνά, ο λόγος του Διεθνούς Δικαίου είναι ένας λόγος αμφίσημος και εμείς πρέπει, όταν αναφερόμαστε στο Διεθνές Δίκαιο, στη διεθνή νομιμότητα και πιο συγκεκριμένα σε κρίσιμα κεφάλαια, όπως είναι το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, να έχουμε πλήρη συνείδηση του τί είναι αυτό που λέμε, πώς αυτό εντάσσεται στην εθνική μας στρατηγική, πώς το χρησιμοποιούμε για να τεκμηριώσουμε τους επιμέρους χειρισμούς μας.
Και φυσικά, ειδική αναφορά αξίζει και επιβάλλεται στην ανάγκη προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ελλάδα ασκεί μια εξωτερική πολιτική σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι επί τη βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, γιατί ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι αυτοτελής υποχρέωση κάθε κράτους. Η Ελλάδα αυτό το αντιλαμβάνεται πάρα πολύ καλά, ιδίως από το 1986 και μετά οπότε και αποδέχθηκε την ατομική προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που είναι το πιο ολοκληρωμένο περιφερειακό σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ανάδειξη και η αξιοποίηση όλων των περιφερειακών ταυτοτήτων της χώρας. Γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή, μια χώρα νοτιοευρωπαϊκή, μια χώρα νοτιοανατολικοευρωπαϊκή, βαλκανική, μια χώρα μεσογειακή, μια χώρα που έχει ιστορικούς δεσμούς με τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας, μια χώρα που γειτνιάζει με τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, χωρίς ποτέ να παραιτείται βεβαίως του ευρωπαϊκού της χαρακτήρα.
Αυτή η εντυπωσιακή και μοναδική σχέση της Ελλάδας με αυτό που λέγεται Δύση, που δε συγκροτείται χωρίς τον ελληνικό πολιτισμό και αυτό που λέγεται Ανατολή, που εφάπτεται με την Ελλάδα, είναι ένα στοιχείο, το οποίο πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο και ποτέ να μην το λησμονούμε, όπως είχαμε την ευκαιρία να πούμε και κατά τη χθεσινή συνάντησή μου με το Ρώσο ομόλογό μου, τον κ. Sergey Lavrov.
Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, η Ελλάδα βεβαίως ενεργεί, ως μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και της μεγάλης οικογένειας των δυτικών κρατών. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του Ευρώ και παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ. Αλλά αυτό δεν την εμποδίζει ν’ αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και ν’ αναπτύσσει διμερείς και πολυμερείς σχέσεις, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής και της ΝΑΤΟϊκής πολιτικής που δίνουν άλλες διαστάσεις και άλλες δυνατότητες στην εξωτερική της πολιτική.
Για σας, τους ηγήτορες των Ενόπλων Δυνάμεων που είστε επιστήμονες στο αντικείμενό σας, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η καλλιέργεια της συνείδησης της ιστορίας. Αλλά η συνείδηση της ιστορίας δεν είναι μια ψεύτικη και εύκολη ρητορεία, δεν είναι μια δημαγωγία, δεν είναι λαϊκισμός.
Η συνείδηση της ιστορίας θεμελιώνεται στη βαθιά γνώση της ιστορίας, στη μελέτη της ιστορίας. Και όχι μιας μονοσήμαντης ιστορίας. Όχι της ιστορίας των στρατιωτικών γεγονότων, αλλά της ιστορίας των σύνθετων καταστάσεων που δεν είναι ποτέ μόνο στρατιωτικές, μόνο πολιτικές, μόνον οικονομικές, μόνον πολιτιστικές.
Η ιστορία των καταστάσεων και όχι των απλών γεγονότων, μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε τί σημαίνει εθνική στρατηγική. Πόσο διαφορετική είναι η εθνική στρατηγική από τη στιγμιαία προσέγγιση των πραγμάτων. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη συγκυρία και το μακρύ ιστορικό χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία μας επιτρέπει να έχουμε συνείδηση της γεωγραφίας, συνείδηση του συσχετισμού των δυνάμεων, των διεθνών προβλημάτων, της συμμετοχής μας στο διεθνές γίγνεσθαι που έχει επιπτώσεις σε περιφερειακό επίπεδο.
Η Ελλάδα μετέχει πάρα πολύ συχνά σε δράσεις διεθνούς πολιτικής, γιατί πρέπει να μετέχει στο κεντρικό ρεύμα του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ενισχύσει τη θέση της σε περιφερειακό επίπεδο.
Μπορεί να μη γίνεται αντιληπτό τί σημαίνει συμμετοχή σε μια αποστολή στη Σομαλία ή στο Κέρας της Αφρικής ή στο Αφγανιστάν, αλλά αυτό ενισχύει ή αποδυναμώνει τη θέση μας στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, στο Αιγαίο.
Άρα πρέπει να βλέπουμε την επίπτωση που, μακροπρόθεσμα και σε στρατηγικό επίπεδο, έχει κάθε ενέργεια. Βεβαίως, πρέπει ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι χρειάζεται επιμονή, σχεδιασμός, υπομονή. Το παράδειγμα των θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ, είναι χαρακτηριστικό.
Δεν έχει σημασία να τονίζεις την ύπαρξη δικαιωμάτων που, βεβαίως, θεμελιώνονται στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, πρέπει να κάνεις συγκεκριμένες κινήσεις, οι οποίες οδηγούν στην ενεργοποίηση των δικαιωμάτων αυτών. Και βεβαίως, εν τέλει, στην οικονομική αξιοποίηση των δικαιωμάτων αυτών.
Άρα, χρειάζεται να προετοιμάζει κανείς και να οικοδομεί συστηματικά και επίμονα όλες αυτές τις διαδικασίες. Τίποτε σημαντικότερο δεν έχει γίνει από την άποψη αυτή τα τελευταία πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα, από την έναρξη πραγματικών ερευνών, για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων στον ελληνικό χερσαίο και θαλάσσιο χώρο στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
Από την άποψη αυτή και καθώς βρίσκεστε στο περιβάλλον του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά είστε πάντα οι ηγήτορες των Ενόπλων Δυνάμεων, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να επιμένουμε στην αξιοποίηση όλων των παραμέτρων της εθνικής ισχύος. Αντιλαμβάνεστε καλύτερα από κάθε άλλον ότι η εθνική ισχύς δε βασίζεται μόνον στον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και στην ικανότητα του ανθρώπινου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτό είναι η πρώτη παράμετρος, είναι όρος αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής. Γιατί πέρα από τη στρατιωτική διάσταση, στην οποία πηγαίνει αυτόματα ο νους μας, όταν μιλάμε για εθνική ισχύ, χρειάζεται ν’ αξιοποιούμε και όλες τις άλλες παραμέτρους. Και δεν αναφέρομαι σε αντικειμενικές παραμέτρους, δηλαδή στα γεωγραφικά δεδομένα, ούτε στο βάρος της ιστορίας. Αναφέρομαι σε ζητήματα πολύ πιο κρίσιμα και ρευστά, τα οποία πρέπει να τα διατηρούμε ενεργά.
Αναφέρομαι για παράδειγμα στη σημασία που έχει η πολιτιστική ταυτότητα, η θρησκευτική παράδοση και σχέση, στη σημασία που έχει ο απόδημος Ελληνισμός και τα δίκτυα των αποδήμων Ελλήνων, στη σημασία που έχει πρωτίστως η θεσμική και οικονομική ισχύς της χώρας.
Μια χώρα που δεν λειτουργεί ως δημοκρατία, με ώριμους δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς, μια χώρα που δεν σέβεται και δεν προστατεύει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, που δεν υπεραμύνεται των δημοκρατικών αξιών, μια χώρα που δεν έχει οικονομική ισχύ, μια χώρα που δεν τείνει προς την αποκατάσταση της δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής της αυτονομίας, είναι μια χώρα που δεν αξιοποιεί όλες τις παραμέτρους εθνικής ισχύος. Γιατί οι θεσμικές και οικονομικές παράμετροι είναι πάρα πολύ σημαντικές.
Από την άποψη αυτή, είναι δύσκολο να κάνει κανείς και μια πολύ καθαρή διαίρεση ανάμεσα στη λεγόμενη εξωτερική και τη λεγόμενη εσωτερική ασφάλεια. Γιατί υπάρχουν παράμετροι της εσωτερικής ασφάλειας που επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και υπάρχουν βεβαίως παράμετροι της εσωτερικής ασφάλειας, οι οποίες μπορεί να ενισχύουν ή να υπονομεύσουν την εξωτερική ασφάλεια της χώρας.
Φαντάζομαι ότι μεταξύ των σπουδαστών της Σχολής Εθνικής Άμυνας υπάρχουν και στελέχη του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και στελέχη του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ή κατά καιρούς σε διάφορες σειρές μετέχουν στελέχη των Υπουργείων αυτών κι αυτό το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω, κι αυτό θέλω να το κρατήσετε υπογραμμισμένο στη συνείδησή σας και στη μνήμη σας, ότι κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο της οικονομικής κρίσης, του διεθνούς δανεισμού της χώρας, κατά την περίοδο των μεγάλων θυσιών του ελληνικού λαού, στις οποίες μετέχετε κι εσείς, ως τμήμα του ελληνικού λαού, έμεινε άθικτος ο σκληρός πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας.
Σε καμία φάση των πολύπλοκων και δύσκολων διαπραγματεύσεων για την οικονομική διάσωση της χώρας, δεν ετέθησαν στο τραπέζι ζητήματα που άπτονται των εθνικών, κυριαρχικών δικαιωμάτων και των μεγάλων στρατηγικών επιλογών της εξωτερικής μας πολιτικής. Σε κανένα θέμα, περιφερειακό ή διεθνές.
Κι αυτό είναι μια μεγάλη επιτυχία, αλλά και μια πολύ μεγάλη παρακαταθήκη της χώρας. Γιατί, όπως αντιλαμβάνεστε, η χώρα βρέθηκε προ υπαρξιακού διλήμματος: Ή ν’ αποδεχθεί μια οργανωμένη και συντεταγμένη πορεία προς τη διάσωση εντός ευρώ και εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνεργασία με τους διεθνείς εταίρους της χώρας με μεγάλες θυσίες, προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και η ανταγωνιστικότητα της χώρας, ή να επιλέξει μια λύση που οδηγεί στο άγνωστο, που είναι ασύντακτη και εκτός ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου.
Όταν λοιπόν έχει κανείς ν’ απαντήσει σε τέτοια διλήμματα προκειμένου να προστατεύσει την εθνική του ισχύ, πρέπει να κάνει δύσκολες επιλογές και πρέπει πρωτίστως ν’ αποφύγει τη συσχέτιση οικονομικών, δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών θεμάτων με το σκληρό πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Και αυτό συνιστά μια πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία της χώρας.
Επίσης, είναι προφανές στις μέρες που ζούμε ότι όλοι αντιλαμβάνεστε τη σημασία που έχει να είναι η Ελλάδα, και κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια χώρα υποδειγματική δημοκρατική και δικαιοκρατική. Μια χώρα, η οποία απορρίπτει κάθε μορφή ναζιστικού, ρατσιστικού, ξενοφοβικού λόγου, κάθε μορφή λόγου που αναπαράγει το μίσος.
Σε όλα αυτά είναι θεμελιώδης, όπως είπα, ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων και των στελεχών τους. Είστε κομιστές του νέου εθνικού δόγματος άμυνας και ασφάλειας που είχα την τιμή και την ευκαιρία να εισηγηθώ στο κυβερνητικό Συμβούλιο εξωτερικών και άμυνας την περίοδο της θητείας μου στο Υπουργείο της Εθνικής Άμυνας. Νομίζω ότι συνοψίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτά που σας είπα προηγουμένως, δηλαδή την ανάγκη πλήρους αξιοποίησης των παραμέτρων της εθνικής ισχύος αλλά και την ανάγκη να κατανοούμε πράγματι τις απειλές, ώστε να εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας και να κατανέμουμε ορθά, ορθολογικά και αποτελεσματικά τις δυνατότητες που έχουμε.
Χαίρομαι γιατί, φεύγοντας από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, έχω αφήσει πίσω μου την κάθετη δομή Διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, ένα νέο νόμο για τους εξοπλισμούς που εγγυάται με απόλυτο τρόπο τη διαφάνεια. Γιατί συνεχίζεται αυτό που είχαμε θέσει, ως βασική μας προτεραιότητα, η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και η αξιοποίηση υλικών που είχαν συσσωρευτεί, χωρίς συχνά ν’ αξιοποιούνται.
Είχα μάλιστα την ευκαιρία ν’ αντιμετωπίσω τα θέματα αυτά, όχι μόνο σ’ εθνικό επίπεδο, αλλά και σε νατοϊκό επίπεδο, καθώς το διάστημα εκείνο διαμορφώθηκε και τέθηκε σε ισχύ το νέο αμυντικό δόγμα του ΝΑΤΟ, η νέα δομή Διοίκησης και η νέα δομή δυνάμεων του ΝΑΤΟ.
Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, η Ελλάδα ν’ αξιοποιεί τις δυνατότητες αυτές, παρ’ ότι το περιβάλλον αυτό είναι ένα περιβάλλον που δεν παύει να μας δημιουργεί προβλήματα τα τελευταία 40 χρόνια, για λόγους που ιστορικά σάς είναι απολύτως γνωστοί.
Κλείνω, με μια σύντομη αναφορά στο γεγονός πως η Ελλάδα σε λίγες εβδομάδες, αναλαμβάνει για 5η φορά την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Προεδρία τώρα, όπως ξέρετε, έχει μικρότερες διαστάσεις από τις διαστάσεις που είχε η περιοδική Προεδρία πριν τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Γιατί με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας έχουν πλέον εγκαθιδρυθεί σημαντικές μόνιμες Προεδρίες.
Η μόνιμη Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δηλαδή της Συνόδου Κορυφής, η μόνιμη Προεδρία του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων που ασκείται από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Ύπατο εκπρόσωπο την περίοδο αυτή, την κα Ashton και φυσικά η μόνιμη Προεδρία του Eurogroup που είναι μια μορφή, η πιο σημαντική μορφή ενισχυμένης συνεργασίας, καθώς οι χώρες της Ευρωζώνης αξιοποιούν το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να λειτουργούν μέσα στο νομισματικό πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει.
Παρ’ όλα αυτά, η περιοδική Προεδρία των άλλων συνθέσεων του Συμβουλίου, αρχής γενομένης από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, στο οποίο συνοψίζονται τα πάντα, είναι πολύ σημαντική. Οι προτεραιότητες όμως είναι λίγο πολύ αναγκαστικές και προφανείς.
Πρώτη προτεραιότητα λοιπόν της Ελληνικής Προεδρίας, είναι η προτεραιότητα όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως των χωρών του νότου, που είναι η εστία της κρίσης. Ανάπτυξη, δημιουργία θέσεων εργασίας, διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Η δεύτερη προτεραιότητα, επίσης υπαγορεύεται από την ανάγκη ενίσχυσης και εμβάθυνσης των θεσμών της Ευρωζώνης και γενικότερα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης με την Τραπεζική Ένωση προς την προοπτική, όμως μίας πραγματικής Οικονομικής και όχι απλώς Νομισματικής Ένωσης.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης και ειδικότερα της Ζώνης του Ευρώ είναι ότι δεν υπάρχουν γνήσιοι μηχανισμοί αναδιανομής. Υπάρχουν μεγάλες εσωτερικές ανισότητες. Υπάρχουν συγκλονιστικές διαφορές στα επιτόκια, στο κόστος της ενέργειας, υπάρχουν όροι άνισου ανταγωνισμού που αναπαράγουν αυτή την κατάσταση με ακραία, πολλές φορές μορφή.
Τρίτη προτεραιότητα είναι η προστασία, στην πραγματικότητα, των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ζητήματα της μετανάστευσης, τα ζητήματα που αφορούν στη συνεργασία στον τομέα του ασύλου, ζητήματα, τα οποία έχουν έρθει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, μετά την πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση στη Λαμπεντούζα και τη Σικελία, η οποία δυστυχώς επαναλαμβάνεται, λόγω των μεγάλων πιέσεων και λόγω της αδυναμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει στην πηγή του προβλήματος και να ελέγξει την εφαρμογή συμφωνιών που έχει υπογράψει με τρίτες χώρες -συμφωνιών ή πρωτοκόλλων επανεισδοχής.
Και είναι πολύ σημαντική, από την άποψη αυτή, η πρωτοβουλία μας των τελευταίων ημερών για μια συνεργασία όλων των μεσογειακών χωρών, και όχι μόνο των μεσογειακών χωρών, προκειμένου να υπάρξει μια αποτελεσματική επιτήρηση στο χώρο της Μεσογείου, Ανατολικής και Δυτικής, στην απέναντι πλευρά, τη μη ευρωπαϊκή, δηλαδή στην πηγή του προβλήματος, με σεβασμό πάντα, της εθνικής κυριαρχίας των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών.
Και αναφέρομαι στις αρμοδιότητες, γιατί εδώ συμπλέκονται όλα αυτά που λέμε, με θέματα έρευνας και διάσωσης, άρα με θέματα που συνδέονται και με την αρμοδιότητα του ICEO και με την αρμοδιότητα του ΙΜΟ.
Η οριζόντια προτεραιότητα της Προεδρίας, αυτή που αναδεικνύεται ως κοινός παρανομαστής, είναι η ολοκληρωμένη θαλάσσια και μεσογειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει ν’ αντιληφθεί ότι είναι μία μεσογειακή και θαλάσσια οντότητα, όχι μόνο προς την πλευρά του Ατλαντικού ή προς την πλευρά της Βαλτικής, αλλά και προς την πλευρά της Μεσογείου.
Και έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία αυτό να το συνδέσουμε με ζητήματα ασφάλειας, με ζητήματα ενέργειας, με ζητήματα ναυσιπλοΐας, με ζητήματα οικολογικής και περιβαλλοντικής προστασίας, με ζητήματα αλιείας.
Εδώ εντάσσεται και η ευρωπαϊκή παρέμβαση στο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών. Οι πρωτοβουλίες της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης και της αρμοδίας Επιτρόπου έχουν αναδείξει την ανάγκη να εφαρμοστεί το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στο χώρο της Μεσογείου, γιατί αυτό προσφέρει και ασφάλεια και δυνατότητες αξιοποίησης και θέσης εργασίας. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να γίνει κοινή συνείδηση των μεσογειακών χωρών της Ευρώπης, αλλά και όχι μόνο της Ευρώπης. Υπάρχουν πολλές μορφές μεσογειακής συνεργασίας.
Εμείς θέλουμε ν’ αναζωπυρώσουμε τώρα την ομάδα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει μεσογειακό χαρακτήρα, και ευρύτερα, την ομάδα των κρατών-μελών που έχει έναν θαλάσσιο χαρακτήρα για ν’ αναδείξουμε αυτή την προτεραιότητα της ευρωπαϊκής μας πολιτικής και της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με αυτές τις σκέψεις, θέλω να σας καλωσορίσω στο Υπουργείο των Εξωτερικών, να ευχαριστήσω τη Διπλωματική Ακαδημία και τον Διευθυντή της που φροντίζει για την οργάνωση αυτής της συνάντησης. Είναι προφανές, ότι όλα τα στελέχη μας είναι στη διάθεσή σας, στο πνεύμα που διέπει τη μόνιμη συνεργασία των δυο Υπουργείων, που διασφαλίζεται από το Γενικό μας Γραμματέα, τον Πρέσβη κ. Αναστάσιο Μητσιάλη και τον Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ που είναι σε πάρα πολύ στενή επαφή καθημερινά με τον κ. Γενικό Γραμματέα. Σας ευχαριστώ πολύ.
31 Οκτωβρίου, 2013