Χαιρετισμός Γ.Γ. ΥΠΕΞ Πρέσβυ Ι.-Α. Ζέπου στο 3ο Συνέδριο της Ελληνικής Πανεπιστημιακής Ένωσης Ευρωπαϊκών Σπουδών (Αθήνα, 31/05/12, Αμφιθέατρο «Γ. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ»)

«1962-2012: 50 ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ & ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

Κύριοι Υπουργοί,
Κυρίες, Κύριοι Πρέσβεις,
Κυρίες και Κύριοι Καθηγητές,
Κυρίες και Κύριοι,

Θα ήθελα να σας καλωσορίσω στο Αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» του Υπουργείου Εξωτερικών και να συγχαρώ:

-    το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης καθώς και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,

-    και το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου

που, με την υποστήριξη της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, διοργανώνουν αυτό το Συνέδριο.

Είμαι πεπεισμένος ότι σήμερα θα γίνει εδώ μια γόνιμη και χρήσιμη συζήτηση γύρω από ένα θέμα που δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο.

Τα 50 χρόνια ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας, που συμπληρώνονται φέτος, αποτελούν μια άριστη ευκαιρία για να κάνουμε μια ειλικρινή και ψύχραιμη αποτίμηση της μέχρι σήμερα ευρωπαϊκής μας διαδρομής και, μέσα από τον απολογισμό αυτό, να εντοπίσουμε και να καταγράψουμε τις προοπτικές που διανοίγονται.

Οπωσδήποτε, μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από την σημερινή - δύσκολη - συγκυρία. Είναι σαφές ότι η χώρα διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει: και η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη έχουν περάσει δύσκολες περιόδους στο παρελθόν. Θα έλεγα, όμως, ότι ακριβώς λόγω της τρέχουσας συγκυρίας, κάθε συζήτηση που άπτεται, αφενός της ψύχραιμης αξιολόγησης της μέχρι σήμερα ευρωπαϊκής διαδρομής της χώρας και αφετέρου, των προοπτικών αυτής, είναι διπλά απαραίτητη.

Στο πλαίσιο της συζήτησης που θα διεξαχθεί σήμερα εδώ, θα ήθελα απλώς να αναφερθώ, εν συντομία, στα εξής:

Από το 1962, όταν, επί πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ελλάδα απετέλεσε το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ, η ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας, δεν απέβλεπε αποκλειστικά σε οικονομικά οφέλη, αλλά στην αποφασιστική συμμετοχή της χώρας στο πιο φιλόδοξο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής ηπείρου, αυτό της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης.

Σε πολιτικό επίπεδο, και αναφέρομαι ιδιαίτερα σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα προσπάθησε και - πιστεύω σε σημαντικό βαθμό κατάφερε - να αποτελέσει έναν σταθερά θετικό και αξιόπιστο Εταίρο, προωθώντας έμπρακτα την περιφερειακή και ευρωπαϊκή σταθερότητα και ασφάλεια.

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, για παράδειγμα, στην ΕΕ υπήρξε μια κομβικής σημασίας εξέλιξη και επιτυχία, της οποίας η Ελλάδα υπήρξε σθεναρός εμψυχωτής, αρωγός και παραστάτης.

Στην περιοχή των Βαλκανίων, η Ελλάδα ηγήθηκε πρωτοβουλιών που δρομολόγησαν απτές εξελίξεις, όπως, για παράδειγμα, την υιοθέτηση της Στρατηγικής της Θεσσαλονίκης στην Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης, τον Ιούνιο του 2003, όπου κατάφερε και ανέτρεψε δυσοίωνες προοπτικές, κάμπτοντας τις αρχικές αρνητικές αντιδράσεις στους κόλπους των παλαιοτέρων κρατών-μελών.

Έκτοτε, η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων απέκτησε μια δυναμική, η οποία οδηγεί σε δημοκρατικές - πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές - μεταρρυθμίσεις, επιβεβαιώνοντας έτσι το ρόλο της Ένωσης ως «soft power».

Αναφέρω, επίσης, την στρατηγική επιλογή της χώρας, να στηρίξει έμπρακτα την τουρκική υποψηφιότητα ένταξης στην ΕΕ, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της εκπλήρωσης του συνόλου των προαπαιτούμενων κριτηρίων της Ένωσης.

Στο οικονομικό επίπεδο, η Ένωση αναμφίβολα αντιμετωπίζει, ήδη από τα τέλη του 2008, την πιο σοβαρή κρίση που γνώρισε η ήπειρος κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών. Δυστυχώς, η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, έχει υποστεί τις μεγαλύτερες θυσίες και βιώνει ακόμα τις συνέπειες της κρίσης.

Όταν αναζητήθηκαν τρόποι για τη συντονισμένη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, για τον μετριασμό των επιπτώσεών της, διαφάνηκαν σχεδόν αμέσως οι εγγενείς αδυναμίες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής: ο ανεπαρκής έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η ανισορροπία μεταξύ νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης, το χαμηλό ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού και η ελλιπής οικονομική διακυβέρνηση. Έτσι, εμποδίστηκε μια δυναμική παρέμβαση, τη στιγμή που η ύφεση βρισκόταν στο κρισιμότερο σημείο της.

Θεωρώ, ότι η ελληνική κρίση λειτούργησε καταλυτικά στις διεργασίες της Ένωσης, καθώς κατέδειξε βασικά μειονεκτήματα στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ.

Η Ελλάδα, ως μέλος και μέρος του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, προσπαθεί να διασφαλίσει τη θέση της μέσα σε αυτό και να προωθήσει τα συμφέροντά της. Οφείλει, όμως, παράλληλα, να συμβάλλει γόνιμα και εποικοδομητικά, μέσα από τις εργώδεις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα, στην εδραίωση μίας δυνατής Ευρώπης, ικανής να λύνει προβλήματα και να αντεπεξέρχεται στις πολλές και σημαντικές προκλήσεις της σύγχρονης εποχής.

Ουδείς μπορεί να προδικάσει τις εξελίξεις. Πεποίθησή μου είναι, όμως, ότι στο τέλος, η Ευρώπη θα βγει πιο ενωμένη και πιο δυνατή από αυτή την κρίση, με την Ελλάδα αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.

Ελπίζω, πως μέσα από τις εργασίες του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος Συνεδρίου σας, και πέρα από την αποτίμηση της μέχρι σήμερα ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, θα μπορέσουν να αναδειχθούν και να υπογραμμισθούν, με θάρρος, οι προοπτικές της διαδρομής αυτής, τόσο για το άμεσο, όσο και για το απώτερο μέλλον.

31 Μαΐου, 2012