Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Η Ελλάδα στην Αργεντινή arrow Νέα της Πρεσβείαςarrow Ενημέρωση από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών, Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής για τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ

Ενημέρωση από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών, Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής για τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ

Τρίτη, 17 Δεκεμβρίου 2019

"Ως ξεκάθαρη δήλωση στήριξης της Ελλάδας και της Κύπρου χαρακτήρισε την απόφαση της Συνόδου Κορυφής για τη συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης, ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης στη διάρκεια της ενημέρωσης της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής για τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Αναφερόμενος στο θέμα των κυρώσεων, ο κ. Βαρβιτσιώτης εξήγησε ότι η στρατηγική ήταν να μην ζητηθεί κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. «Θέλαμε μια ξεκάθαρη δήλωση στήριξης. Αυτήν διεκδικήσαμε, αυτήν πήραμε». Κι αυτό γιατί, όπως επισήμανε, αυτή τη στιγμή, πέρα από τη διαρκή εκστόμιση  απειλών, δεν έχουμε την παραβίαση της δικιάς μας ΑΟΖ από τουρκικές ενέργειες και ότι σημαντικό ήταν να εκφρασθεί η αλληλεγγύη στην Ελλάδα και την Κύπρο και να καταδικαστεί η παράνομη συμφωνία.

«Βασικός μας στόχος, είναι να συγκροτήσουμε μια ευρύτερη και πέρα από την Ευρώπη συμμαχία, γύρω από την καταδίκη αυτής της ενέργειας, η οποία είναι ξεκάθαρα παράνομη, προκλητική και έχει και απειλητικό χαρακτήρα για τα δικά μας κεκτημένα και δικαιώματα, αλλά και αυτή η συμμαχία να αποτελέσει έναν διπλωματικό φράχτη, απέναντι σε οποιαδήποτε ενέργεια που μπορεί να συντελεστεί στην ΑΟΖ» τόνισε.

«Θεωρώ» συμπλήρωσε «ότι ήταν μια σωστή απόφαση που μας δίνει περιθώρια ελιγμών. Αν είχαμε ζητήσει κυρώσεις, θα φθάναμε τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο, όταν θα έπρεπε να κλιμακώσουμε τη διπλωματική μας δραστηριότητα, χωρίς να  έχουμε πολλά περιθώρια. Θεωρούμε, ότι αυτό το διπλωματικό όπλο, είναι μέσα στα πλαίσια αυτών που μπορούμε να εξασκήσουμε σε μια κλιμάκωση». Υπογράμμισε δε ότι το πλαίσιο των κυρώσεων δεν είναι μία αστεία υπόθεση, ούτε μία απλή διατύπωση γνώμης ή ευχής, αλλά είναι ένα σκληρό πλαίσιο επιβολής περιορισμών που αποτελούν το μεγαλύτερο όπλο που έχει η Ε.Ε, σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης.

Στα πλαίσια της εφ’ όλης της ύλης ενημέρωσης για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ο αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε την κατάθεση νομοσχεδίου για το Brexit, τη ψήφιση του οποίου προσδιόρισε στις αρχές του νέου έτους αλλά και την νομοθετική πρωτοβουλία για την καθιέρωση μίας νέας επιχειρηματικής θεώρησης, της επονομαζόμενης και business visa.

Ακολουθεί η  πρωτολογία:
«Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καταρχάς θέλω να σας ευχαριστήσω για τα καλά σας λόγια. Να πω ότι, το θεωρώ υποχρέωση και αποτελεί δείγμα σεβασμού προς το Κοινοβούλιο το οποίο στο κάτω- κάτω της γραφής είναι και το μόνο όργανο στο οποίο οφείλει η Κυβέρνηση να ενημερώνει, να απολογείται και εκφράζει αυθεντικά το Κοινοβούλιο την λαϊκή βούληση. Άρα, ως εκπρόσωποι του έθνους, του λαού, οφείλετε να είστε πάντοτε στη σκέψη της οποιασδήποτε κυβερνητικής πρωτοβουλίας και οφείλουμε, επιτέλους, να μαθαίνουμε και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπου η σχέση μεταξύ της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου είναι μια σχέση σταθερή, είναι μια σχέση εποικοδομητική, είναι μια σχέση του διαλόγου, αλλά και μια σχέση ελέγχου.

Έτσι, λοιπόν, σήμερα, παρά το βαρύ φόρτο που υπάρχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες λόγω της συζήτησης του Προϋπολογισμού θεώρησα απολύτως απαραίτητο να έρθω και να ενημερώσω την Επιτροπή για τα αποτελέσματα του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όπως άλλωστε, είχαμε δεσμευθεί και αυτό διότι  πιστεύω ότι, η συμμετοχή του Ελληνικού Κοινοβουλίου στα όσα διαδραματίζονται στις Βρυξέλλες δεν πρέπει να είναι μια απλή παρατήρηση των γεγονότων, αλλά θα πρέπει να είναι μια ουσιαστική συμμετοχή. Άλλωστε, ανοίγει πλέον ένας καινούργιος διάλογος για το μέλλον της Ευρώπης και αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Σε αυτόν τον διάλογο τα εθνικά κοινοβούλια έχουν να παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο. Από το 2020 μέχρι το 2022 μπαίνουμε σε μια μακρά συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, σε μια καινούργια διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης. Αυτό που συζητήθηκε είναι πόσο θα συμμετέχουν, πέρα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, -το συμβούλιο, την επιτροπή και το κοινοβούλιο- τα εθνικά κοινοβούλια και η πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και πόσο θα υπάρξει σε αυτή τη συζήτηση λαϊκή συμμετοχή.

Θα ήθελα να κάνω ένα γενικό σχόλιο, πριν ξεκινήσω την ενημέρωσή μου. Μου έχει ανατεθεί από τον Πρωθυπουργό, εδώ και πέντε μήνες, η ευθύνη της παρακολούθησης των ευρωπαϊκών θεμάτων και η συστηματική παρακολούθηση των εργασιών, των συμβουλίων γενικών υποθέσεων και των ευρωπαϊκών συμβουλίων.

Η αίσθηση μου είναι ότι, η Ευρώπη παρά την αντίθετη ψήφο των ευρωπαίων πολιτών που ζήτησαν από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες στις τελευταίες ευρωεκλογές εμβάθυνση της Ευρώπης, ψηφίζοντας κόμματα που στήριζαν και στηρίζουν τον ευρωπαϊκό δρόμο. Παρ' όλα αυτά, τα ευρωπαϊκά συμβούλια και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί αυτό το μήνυμα. Βλέπουμε μια σειρά από εθνικούς σχεδιασμούς, μια σειρά από θέματα που σκοντάφτουν στις λεπτομέρειες, να μπλοκάρουν τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών συμβουλίων και να μην δίνουν ακριβώς αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη. Αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι μια νέα επανεκκίνηση της δραστηριοποίησής της, της εμβάθυνσης της και τέλος να αποκτήσει μια ενιαία και ισχυρή φωνή γύρω από τα πράγματα. Είμαστε μια Ένωση εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών, 350 εκατ. πολίτες, είμαστε η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στο πλανήτη, είμαστε η Ένωση που έχει προνομιακές εμπορικές σχέσεις με 71 χώρες, δηλαδή η Ε.Ε. είναι ο βασικός εταίρος 71 χωρών πέρα από τα όρια της.

Άρα, είμαστε μια παγκόσμια οικονομική δύναμη. Έχουμε ένα απεριόριστο νομικό οπλοστάσιο. Έχουμε καταφέρει να είναι η Ε.Ε., ίσως ο ιδανικότερος τόπος που μπορεί να επιλέξει κάποιος να ζήσει σήμερα στον πλανήτη και για την οικονομική της εξέλιξη και για το εκπαιδευτικό της σύστημα και για τις κοινωνικές της παροχές και για το κράτος δικαίου και για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και για την προστασία των μειονοτήτων. Είναι ένα περιβάλλον στο οποίο ο πολιτικός μας πολιτισμός έχει ξεφύγει από τα τετριμμένα και έχει προχωρήσει σε άλλες μορφές συνεργασίας. Παρ' όλα αυτά, η Ευρώπη αντιμετωπίζει το μέλλον φοβικά και απαισιόδοξα.

Αυτό το λέω διότι, εδώ και αρκετούς μήνες ταλανιζόμαστε με ένα βασικό ερώτημα το οποίο συζητήθηκε πάλι στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και είναι το θέμα του προϋπολογισμού της Ένωσης για την επόμενη περίοδο, το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο. Ενώ ζητάμε η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή επιτροπή, οι θεσμοί της Ε.Ε. να αναλάβουν πολύ περισσότερες δραστηριότητες, την ίδια στιγμή λέμε ότι, αυτοί θα χρηματοδοτηθούν με λιγότερα λεφτά από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Εδώ ουσιαστικά καταλήγουμε στο παράδοξο να ζητάμε περισσότερα με λιγότερα χρήματα, πράγμα το οποίο είναι φύσει αδύνατον να επιτευχθεί.

Είναι μια απογοήτευση να βλέπεις ότι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ζητήσει ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός να χρηματοδοτηθεί με το 1,3 του Α.Ε.Π. των 27 (χωρών-μελών) και την ίδια στιγμή οι προτάσεις οι οποίες πέφτουν στο τραπέζι να είναι πολύ χαμηλότερων προσδοκιών.

Η πρόταση της Φινλανδικής Προεδρίας αφορούσε το 1,06, ενώ κράτη - μέλη με ισχυρή παρουσία και ισχυρές εμπορικές σχέσεις με όλες τις χώρες της Ε.Ε. να μένουν πεισματικά πίσω από την πρότασή τους για 1%. Με το 1% και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας μετά τα αποτελέσματα της προηγούμενης Πέμπτης, καταλαβαίνετε ότι συρρικνώνεται σημαντικά ο προϋπολογισμός και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όλες τις νέες προκλήσεις. Οι νέες προκλήσεις δεν είναι λίγες. Είναι το ψηφιακό χάσμα το οποίο υπάρχει.

Παρ' ότι είμαστε οι πιο ανεπτυγμένη παγκοσμίως οικονομία, την ίδια στιγμή δεν έχουμε προχωρήσει τόσο πολύ στην έρευνα και στην παραγωγή προϊόντων που ανταποκρίνονται στις τεχνολογίες της νέας γενιάς.  Έχουμε θέματα ασφάλειας και χρειάζεται να χρηματοδοτηθεί πολύ περισσότερο η FRONTEX και όλοι οι μηχανισμοί οι οποίοι μας κάνουν να αισθανόμαστε στην Ευρώπη πολύ περισσότερο ασφαλείς.

Βέβαια, αυτό το οποίο έχει φανεί μετά την κρίση ταυτότητας, η οποία επικρατεί στο ΝΑΤΟ, είναι η αύξηση της ενίσχυσης και στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία η οποία θα δώσει επιτέλους απαντήσεις σε αυτό το οποίο ζητάμε οι ευρωπαίοι πολίτες από την Ε.Ε. να κάνει δηλαδή, να μας καταστήσει και αυτοτελείς ως προς τα θέματα της ασφάλειάς μας.

Θέλω να σας πω ότι, μέσα σε όλο αυτό το περιβάλλον των διαφορετικών απόψεων και των δυσκολιών να φτάσουμε σε μια σύγκλιση, ακόμα και στο φιλόδοξο στόχο για να πούμε ότι η Ε.Ε. βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία στην αντιμετώπιση του φαινόμενου της κλιματικής αλλαγής, διότι αυτό ήταν και το βασικό ζήτημα της Συνόδου.

Μια τεράστια διαπραγμάτευση έγινε για να καταλήξουμε τελικά οι 26, να συνυπογράφουμε τα συμπεράσματα που λένε ότι, μέχρι το 2050 η Ε.Ε. θα αποκτήσει το καθεστώς της ενεργειακής ουδετερότητας δηλαδή, δεν θα παράγει ενέργεια που θα παράγεται από τον άνθρακα, που θα παράγεται από πηγές οι οποίες προκαλούν τα αέρια του θερμοκηπίου.

Είναι μια φιλόδοξη πρωτοβουλία για την οποία θα δουλέψουμε τα επόμενα χρόνια με εντατικούς ρυθμούς και διασφαλίζοντας την ομαλή μετάβαση περιφερειών οι οποίες σήμερα βασίζονται σε αυτή την παραγωγή, πάνω από 250.000 άνθρωποι σε όλη την Ε.Ε. ακόμα ασχολούνται με την εξόρυξη του άνθρακα και την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα. Παράλληλα βέβαια και ένας φιλόδοξος στόχος σε σχέση με αυτό το οποίο αντιμετωπίζουμε σε όλο τον πλανήτη και αυτό είναι η ραγδαία αύξηση της μέσης θερμοκρασίας. Χαρακτηριστικά διάβαζα σήμερα ότι ο τελευταίος Νοέμβριος για την Ελλάδα ήταν ο θερμότερος  Νοέμβριος των τελευταίων 104 ετών, πράγμα το οποίο δείχνει ότι τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής είναι εδώ, δεν είναι κάτι το οποίο περιμένουμε να έρθει. Μας έχουν χτυπήσει την πόρτα και ζούμε τις συνέπειες τους.

Είναι πολύ θεμιτό η Ε.Ε. ούσα ο πιο προηγμένος τόπος -όπως σας το περιέγραψα πριν-  στον πλανήτη, να έχει αυξημένη ευαισθησία. Σε όλο αυτό το περιβάλλον των δυσκολιών, των αντεγκλήσεων, των εθνικών σχεδιασμών, των πολιτικών σχεδιασμών των ηγεσιών υπήρξε μια λαμπρή εξαίρεση. Αυτή ήταν η εξαίρεση σε σχέση με τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με τη δήλωση στήριξης προς την Ελλάδα και την Κύπρο όπου, πραγματικά, χωρίς μεγάλη συζήτηση, χωρίς καμία διαφωνία, χωρίς κανέναν αστερίσκο υιοθετήθηκε μια ξεκάθαρη θέση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που ικανοποιεί πλήρως τις ελληνικές θέσεις.

Τι λέει αυτό; Λέει ότι «τα μνημόνια μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα για κανένα τρίτο κράτος ή μέρος» και δεύτερον, εκφράζει ρητά και ξεκάθαρα την αλληλεγγύη της προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό δείχνει ότι εκεί που πραγματικά περιμέναμε την Ευρώπη να σταθεί δίπλα μας με μια ρητή διακήρυξη διασφάλισης των δικών μας θεμάτων, το έκανε και το έκανε με γενναίο τρόπο.

Νομίζω ότι, αυτή η απόφαση είναι μια απόφαση η οποία δείχνει ότι η Ε.Ε. έχει κουραστεί πλέον, να ασχολείται κάθε τρεις και λίγο με την τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή. Έχουν αντιληφθεί οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών, ότι η Τουρκία έχει αποφασίσει να παίξει το ρόλο του «ταραξία» και του «αναθεωρητή» στην ευρύτερη περιοχή, ότι δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστο κοντινό εταίρο, αλλά μάλλον έχει τοποθετήσει τον εαυτό της στον αντίποδα των στρατηγικών συμφερόντων της Ε.Ε., διότι το υπέρτατο συμφέρον το οποίο υπηρετεί η Ε.Ε., είναι το συμφέρον της ευρύτερης σταθερότητας στην περιοχή.

Δεν θέλουμε καμία αναταραχή στη γειτονιά μας κι όταν προκαλείται το status quo με τον τρόπο με τον οποίο προκαλείται, όταν βλέπουμε ότι χρησιμοποιούνται ασύμμετρες απειλές για την αλλαγή αυτού του status quo με τη στρατικοποίηση ορισμένων ενεργειών που δεν έχουν σχέση με τη στρατικοποίηση, όπως την εξόρυξη των υδρογονανθράκων κι αυτό τον πόλεμο των κανονιοφόρων και των φρεγατών ή των drones. Η Ε.Ε. δεν μπορεί να το ανεχθεί και βρίσκεται στον αντίποδά της.

Επίσης, θέλω να σας πω ότι αυτό το οποίο επίσης, συζητήθηκε, ήταν ένα θέμα το οποίο συζητήσαμε πολύ έντονα στην προηγούμενη συνάντησή μας μετά το προηγούμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήταν το θέμα της διεύρυνσης. Αναλάβαμε σαν Ελλάδα μια πρωτοβουλία στα πλαίσια όλων αυτών των συνεδριάσεων, που γινόντουσαν στις Βρυξέλλες τις τελευταίες μέρες, να παρουσιάσουμε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων τους Υπουργούς Εξωτερικών της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας σε ένα πρόγευμα εργασίας, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 20 Υπουργοί Εξωτερικών κρατών-μελών της Ε.Ε. και, βέβαια, περιμένουμε - κι αυτή ήταν η εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαμβάνοντας υπ' όψιν και τις γαλλικές προτάσεις, να προτείνει μια αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο θα γίνει η διεύρυνση. Νομίζω, πως εδώ όλοι το αντιλαμβανόμαστε ότι, ο τρόπος με τον οποίο μέχρι τώρα κυλούσε η ενταξιακή διαδικασία, ήταν ένας τρόπος ο οποίος τελικά δεν έφερνε τις χώρες πιο κοντά, δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις σύγκλισης ανάμεσα στις χώρες της υπό ένταξη με τους βασικούς κορμούς της ευρωπαϊκής πολιτικής, με τη διαδικασία των κεφαλαίων «άνοιγμα, κλείσιμο και προχωράμε παραπέρα» δεν υπήρχε η κινητικότητα, η οποία χρειαζόταν.

Χρειάζεται μία αναθεώρηση αυτού του τρόπου. Χρειάζεται μία σταδιακή προσέγγιση αυτών των κρατών προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο και γι' αυτό νομίζω ότι, οι γαλλικές προτάσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, μπορούν να αποτελέσουν μία βάση μιας καινούργιας πρότασης που θα έρθει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Θα είμαι σύντομος, διότι θέλω να ακούσω τις δικές σας θέσεις και παρατηρήσεις και πάνω σε αυτές να τοποθετηθώ. Θα κλείσω με το τελευταίο θέμα που απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ήταν υπόθεση του Brexit. Ελήφθησαν οι αποφάσεις επιτέλους, από τους Βρετανούς. Υπάρχει μία ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία εγγυάται ότι, μετά από τρία χρόνια συζητήσεων, διαβουλεύσεων, κοινοβουλευτικών αδιεξόδων, πολιτικών αλλαγών στη Μεγάλη Βρετανία, η Μεγάλη Βρετανία, τελικά, καλείται να υλοποιήσει αυτό το μεγάλο στοίχημα που ήταν η αποχώρηση της από την Ε.Ε..

Είναι ξεκάθαρη η θέση μας ότι κάτι τέτοιο, ούτε ισχυροποιεί την Ε.Ε., ούτε το θεωρούμε μία θετική εξέλιξη. Δεν θεωρούμε -και δεν θεωρώ- ότι, η Ευρώπη θα πρέπει αυτή την απόφαση των Βρετανών να την πάρει αψήφιστα. Είναι μία απόφαση η οποία αποτελεί, τελικά, «χαστούκι» στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και πρέπει πάρα πολύ σοβαρά να μας προβληματίσει, για το τι οδήγησε μία τόσο μεγάλη χώρα, μία τόσο ισχυρή οικονομία, έναν από τους βασικούς ευρωπαίους εταίρους, μία παγκόσμια και πρώην αυτοκρατορική δύναμη, έναν στρατηγικό «παίκτη», ο οποίος συμμετέχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ως μόνιμο μέλος, έναν από τους βασικούς παράγοντες της ευρωπαϊκής ασφάλειας μέσα από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, μία πυρηνική δύναμη, αλλά και την παλαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία του πλανήτη, να αποχωρήσει από την Ε.Ε.

Αυτό, όμως, θα πρέπει να γίνει μέσα στα πλαίσια του διαλόγου που θα κάνουμε για το μέλλον της Ευρώπης. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η διαδικασία, από δω και πέρα, θα είναι μία μακρά διαδικασία. Συζητάμε για ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μέχρι το τέλος του 2020.

Θα σας πω, όμως, ότι ήδη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προετοιμάζονται για μία ομάδα διαπραγμάτευσης με το Ηνωμένο Βασίλειο για τη σχέση που θα έχει την επ’ αύριον της αποχώρησής του, η οποία θα είναι πάρα πολύ ισχυρή. Θα συνεχίσει να την καθοδηγεί ο Μισέλ Μπαρνιέ, που ήταν ο βασικός διαπραγματευτής και στην οποία, βεβαίως, δεν θα αφήσουμε -και η δική μας πρόταση είναι να μην αφεθεί μόνο στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- η διαχείριση της μετέπειτα σχέση μας με το Ηνωμένο Βασίλειο- αλλά, να υπάρχει και συμμετοχή των κρατών-μελών με εκπροσώπους του σε αυτή την ομάδα, σε αυτό το task force το οποίο δημιουργείται.

Θα σας πω χαρακτηριστικά ότι, ο Επίτροπος Χανς, ενημερώνοντάς μας μας είπε ότι, περίπου 178 υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αποχωρήσουν μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω της quota και θεωρεί ότι, περίπου τόσοι θα χρειαστούν για να στελεχώσουν το επιτελείο του κ. Μπαρνιέ, ο οποίος θα ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την επόμενη φάση της σχέσης μας με το Ηνωμένο Βασίλειο.

Εμείς, ως ελληνική Κυβέρνηση -και θα ήθελα να σας προετοιμάσω γι' αυτό- στις αρχές του έτους και ελπίζω να είναι και το πρώτο νομοσχέδιο το οποίο θα κατατεθεί και ελπίζω να κατατεθεί και με την ανοχή της Αντιπολίτευσης με τη μορφή του επείγοντος- θα ρυθμίσουμε τα θέματα, στο πλαίσιο στο οποίο είχε ρυθμίσει και η προηγούμενη Κυβέρνηση -και οφείλω να το πω- με πολύ καλό τρόπο, έχοντας κάνει καλή προετοιμασία για τις διαδικασίες του Brexit, τα θέματα που αφορούν το Brexit και να φέρουμε και μια δύο αλλαγές στα θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με τις βίζες και, ιδιαίτερα, την καθιέρωση της επιχειρηματικής βίζας.

Κλείνοντας, θέλω να πω ότι, αυτό το οποίο αισθανόμαστε σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία καινούργια φάση συμμετοχής στα ευρωπαϊκά πράγματα. Έχοντας ξεπεράσει τη δεκαετή οικονομική κρίση, όπου το θέμα στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ήταν ο τρόπος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, έχουμε μπει στη φάση, όπου οι θετικοί οικονομικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας μάς δίνουν μία ισχυρή βάση συζήτησης με όλους τους εταίρους.

Έχουμε επανέλθει σε ρυθμούς ανάπτυξης, δανειζόμαστε με ανταγωνιστικά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές, υπάρχει τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας και διεθνείς οίκοι απ' όλες τις πλευρές, ιδιαίτερα από την Ευρώπη, έρχονται διαρκώς στην Ελλάδα για να βρουν επενδυτικές ευκαιρίες. Όλη αυτή η κινητικότητα, μας έχει καταστήσει πάλι έναν παίκτη, ο οποίος μπορεί να συνομιλεί.

Παράλληλα με την εγκαθίδρυση σχέσεων εμπιστοσύνης και σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, με το δόγμα ότι συζητάμε με  τους πάντες, ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, δεν αποκλείουμε συνομιλητές λόγω της πολιτικής προέλευσης των πολιτικών τους θέσεων. Το αντίθετο, ακόμα και με αυτούς με τους οποίους ξέρουμε εκ των προτέρων ότι μας χωρίζει χάσμα σε ορισμένα θέματα, πάμε να τα συζητήσουμε, γιατί θεωρούμε ότι είναι προς όφελος της χώρας μας, π.χ. με τις χώρες του Visegrad σε θέματα του προσφυγικού - μεταναστευτικού, όπου  πάμε να συζητήσουμε, πάμε να ενημερώσουμε για τις θέσεις μας, πάμε να διεκδικήσουμε, ζητάμε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Όλο αυτό μας έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο πλαίσιο κινητικότητας. Και αυτό μαζί με το περιβάλλον ασφάλειας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, στην ανατολική Μεσόγειο, μας έχει καταστήσει για άλλη μια φορά μια χώρα η οποία μπορεί αξιόπιστα να συνομιλεί και να προβάλλει λύσεις.

Εμείς σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες θα πάμε και με την εθνική ατζέντα, αλλά θα πάμε και με διάθεση να βρεθεί ο κοινός τόπος. Και με αυτή τη διάθεση να βρεθεί κοινός τόπος, τελικά μπορούμε να παίζουμε το ρόλο του να γεφυρώνουμε αποστάσεις ανάμεσα στο βορρά και το νότο, την ανατολή και τη δύση, τους φτωχούς και τους πλούσιους, τους ενεργειακά μη ρυπογόνους με αυτούς που υπέρ ρυπαίνουν κοκ.. . Και αυτός νομίζω ότι ήταν ένας ρόλος, που πάντοτε η Ελλάδα όσες φορές τον κατέκτησε και μπόρεσε να τον παίξει αξιόπιστα, πάντοτε της έδιναν εφόδια στο δύσκολο περιβάλλον στο οποίο ζει και ιδιαίτερα στη δύσκολη γειτονιά στην οποία μας έχει τάξει η γεωγραφία να αναπτύσσουμε τη ζωή μας, τον πολιτισμό μας και την ιστορία μας.

Με αυτές οι σκέψεις, σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε, άλλη μια φορά για τα καλά σας λόγια. Είμαι στη διάθεση των συναδέλφων, δεν θέλω καταχραστώ το χρόνο λέγοντας περισσότερα, γιατί ξέρω ότι είναι περιορισμένος ο χρόνος της επιτροπής. Πάντως να ξέρετε ότι από τη δικιά μας πλευρά και , οπότε και εσείς το επιθυμείτε είμαστε στην διάθεσή σας και σε ειδικά θέματα να καθίσουμε να συζητήσουμε. Ευχαριστώ πολύ".