Συνέντευξη Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, στην εφημερίδα «Τα Νέα» και τη δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Φωτάκη (20.03.2021)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε υπουργέ, η αναγγελία της επίσκεψης σας στην Άγκυρα έγινε ξαφνικά και ενώ είμαστε σε διαδικασία επαφών, η εμπρηστική ρητορική και το «blame game» συνεχίζονται από την Τουρκία...
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Κυρία Φωτάκη, ενδεχομένως η αναγγελία της επίσκεψής μου, η οποία, εφόσον επικρατήσουν οι κατάλληλες συνθήκες, θα πραγματοποιηθεί σε έναν μήνα από τώρα, να αποτέλεσε έκπληξη, δεδομένου ότι δεν συνηθίζουμε να προαναγγέλλουμε συναντήσεις τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από τη διεξαγωγή τους.
Επιθυμούμε όμως να υπάρχει διαφάνεια ως προς τις προθέσεις μας. Επίσης, η χρονική συγκυρία κατά την οποία ανακοινώθηκε, τη στιγμή που τουρκική αντιπροσωπεία βρισκόταν στην Αθήνα, είχε τον δικό της συμβολισμό.
Η Ελλάδα δεν φοβάται τον διάλογο. Αντιθέτως, έχει ταχθεί πάντα υπέρ ενός εποικοδομητικού διαλόγου στη βάση θεμελιωδών αρχών, όπως είναι το Διεθνές Δίκαιο. Έχουμε σταθερές θέσεις, τις οποίες υποστηρίζουμε. Θεωρούμε ότι έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας και ότι δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Ο διάλογος δεν είναι ενδοτισμός. Όταν μιλάς, προβάλλεις τις θέσεις σου, θέτεις τις κόκκινες γραμμές σου, αλλά δεν ενδίδεις.
Σας υπενθυμίζω ότι είχα επανειλημμένα επισημάνει ότι θα ήμουν ανοικτός σε μια συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό μου, τον φίλο μου Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εφόσον υπάρξει το κατάλληλο κλίμα. Είχα επίσης υπογραμμίσει ότι διάλογος δεν νοείται υπό το καθεστώς απειλών και παραβατικής συμπεριφοράς. Οι προϋποθέσεις αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν. Αλλά είναι αλήθεια ότι το κλίμα έχει βελτιωθεί, έστω και μερικώς, ούτως ώστε να επιτρέψει την επανάληψη των επαφών υψηλού επιπέδου. Είναι βέβαια σαφές, σε συνέχεια των όσων ανέφερα προηγουμένως, ότι εάν επαναληφθούν οι προκλήσεις, το κλίμα αυτό μπορεί να ανατραπεί.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η επόμενη εβδομάδα είναι κρίσιμη για τις σχέσεις EE-Τουρκίας. Τι περιμένει η Ελλάδα από την Ευρώπη;
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Επιτρέψετε μου να υπενθυμίσω ότι οι σχέσεις EE-Τουρκίας εκκινούν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες. Συγκεκριμένα το 1963 με την υπογραφή συμφωνίας σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας.
Έκτοτε έχουν υπάρξει πολλές κρίσιμες εβδομάδες για τις σχέσεις EE-Τουρκίας. Άλλες περιείχαν θετικά βήματα, άλλες όχι. Με την έννοια αυτή, η επόμενη εβδομάδα δεν είναι ούτε η αρχή ούτε το τέλος για αυτές τις σχέσεις. Το ζήτημα της Τουρκίας θα παραμείνει στο τραπέζι.
Και να προσθέσω κάτι ακόμα. Το επίπεδο των σχέσεων EE-Τουρκίας εξαρτάται από την τουρκική στάση.
Στο πλαίσιο αυτό, αναμένουμε με ενδιαφέρον την έκθεση που θα υποβάλει ο ύπατος Εκπρόσωπος και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Έχουμε επισημάνει τα βασικά στοιχεία, τα οποία, κατά την άποψή μας, θα πρέπει να περιέχει η έκθεση αυτή. Όμως, δεν τη συντάσσουμε εμείς.
Η πάγια θέση μας είναι ότι η EE θα πρέπει να έχει μια διττή προσέγγιση προς την Τουρκία: Με θετική ατζέντα, αλλά και με προτάσεις για συγκεκριμένες συνέπειες εις βάρος της, ανάλογα με τη συμπεριφορά της.
Θα ήμασταν έτοιμοι να εξετάσουμε τα στοιχεία μιας θετικής ατζέντας, σε διάφορους τομείς, όπως η τελωνειακή ένωση, το Μεταναστευτικό ή ακόμα και το ζήτημα της απελευθέρωσης των θεωρήσεων, αλλά υπό έναν [απαράβατο] αυστηρό όρο: την πλήρη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, η Τουρκία να ζητεί την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης τη στιγμή κατά την οποία είναι αποδεδειγμένο ότι την παραβιάζει κατάφωρα. Το ίδιο ισχύει και για το Μεταναστευτικό και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της εφαρμογής της κοινής δήλωσης του 2016. Δεν μπορεί να δοθεί λευκή επιταγή στην Τουρκία, όπως δεν δίδεται λευκή επιταγή σε καμία χώρα.
Παράλληλα με τη θετική ατζέντα, όμως, η EE οφείλει να καταστήσει σαφές ότι η τουρκική συμπεριφορά βρίσκεται υπό διαρκή επιτήρηση και ότι στην περίπτωση διολίσθησης σε παραβατικές πράξεις θα υπάρξουν περιοριστικά μέτρα. Η προοπτική λήψης μέτρων θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά τον Μάρτιο. Όπως έχω πει και στο παρελθόν, δεν δίνουμε «άφεση αμαρτιών» στην Τουρκία. Βεβαίως, θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι οι αποφάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνονται με ομοφωνία, δηλαδή πρέπει να συμφωνήσουν και οι 27 χώρες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Την επόμενη εβδομάδα θα παραβρεθείτε στη Συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, με την παρουσία του νέου αμερικανού ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν. Τι αναμένετε από τη συνάντηση αυτή;
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Πριν από λίγες εβδομάδες είχα ήδη μια ιδιαίτερα φιλική συζήτηση με τον Τόνι Μπλίνκεν. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες δηλώσεις του στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων, αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Κυπριακό, αλλά και την παρέμβαση του τότε αμερικανού ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο στη Νατοϊκή Υπουργική Συνάντηση του περασμένου Δεκεμβρίου, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια σαφής αντίδραση στις τουρκικές ενέργειες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τόσο πριν, όσο και μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Αν και πώς αυτή θα μετουσιωθεί στην πράξη, μένει να φανεί. Αλλά η διαφοροποίηση αυτή, σε σύγκριση με το όχι ιδιαίτερα μακρινό παρελθόν, είναι εξαιρετικά σημαντική για το δίκαιο των ελληνικών θέσεων.
Θα ήθελα να επισημάνω στο σημείο αυτό και μία εξέλιξη που έλαβε χώρα πριν από λίγες μέρες. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά την τηλεδιάσκεψη των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων (Quad) που αποτελείται από την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ινδία υπάρχει ρητή και σαφής αναφορά στον πρωταρχικό ρόλο που αποδίδουν οι χώρες αυτές στο Διεθνές Δίκαιο και ιδιαίτερα όπως αυτό αποτυπώνεται στη Σύμβαση του OHE για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτή πιστεύω ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική εξέλιξη, καθώς τέσσερις σημαντικές ναυτικές δυνάμεις αναγνωρίζουν σε ανώτατο επίπεδο τη σημασία της UNCLOS.
Σε κάθε περίπτωση αναμένουμε με ενδιαφέρον την τοποθέτηση του νέου αμερικανού ΥΠΕΞ στη Συνάντηση των ΥΠΕΞ του NATO. Από πλευράς μας, θα τονίσουμε τον ρόλο της χώρας μας ως πόλου σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή, καθώς και την ανάγκη αποφυγής ενεργειών που θέτουν σε κίνδυνο τη συνοχή της Συμμαχίας.
Τέλος, στο περιθώριο της Υπουργικής Συνάντησης του NATO προτίθεμαι να μεταβώ στο Ντύσελντορφ, προκειμένου να συναντήσω τον νέο πρόεδρο του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Αρμιν Λάσετ, ο οποίος ενδέχεται να είναι υποψήφιος του κόμματός του για τη θέση του ομοσπονδιακού καγκελαρίου στις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Οκτωβρίου. Η συνάντηση αυτή έχει τη δική της σημασία, όχι μόνο σε επίπεδο συμβολισμού αλλά και ουσίας. Πιστεύω πάντοτε ότι μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική πρέπει να βασίζεται τόσο σε στέρεες διπλωματικές βάσεις, όσο και στην ανάπτυξη παράλληλα των διαπροσωπικών σχέσεων.