Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευ. Βενιζέλου σε Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για ΚΕΠΠΑ/ΚΠΑΑ

Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευ. Βενιζέλου σε Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για ΚΕΠΠΑ/ΚΠΑΑΠαρατίθεται κείμενο ομιλίας και δευτερολογίας του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου στη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για τον έλεγχο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, με θέμα «Προκλήσεις ασφαλείας στη Νότια Γειτονία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική οπτική» (Καβούρι, 3.4.2014).

«Κύριε Πρόεδρε της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σας καλωσορίζω εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης, αλλά και της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Αθήνα, σε αυτή την υψηλού επιπέδου Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, καθώς και για την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας.

Η Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου, η πέμπτη ιστορικά μετά την ένταξη της Ελλάδας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1980, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην κοινοβουλευτική της διάσταση, στην όσο γίνεται στενότερη και καλύτερη συνεργασία και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών - μελών, ο ρόλος των οποίων είναι και θέλουμε να παραμείνει σημαντικός, στο πλαίσιο και της αρχής της επικουρικότητας που διέπει το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σας υποδέχομαι και ως μέλος της Βουλής των Ελλήνων, καθώς πάντα διατηρώ και την κοινοβουλευτική μου ιδιότητα. Και θα μου επιτρέψετε να προσθέσω, σας υποδέχομαι και ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, που μετέχει στην κυβέρνηση συνεργασίας, σε μια χώρα που τώρα κάνει τα τελευταία βήματά της προς την έξοδο από την κρίση και το Μνημόνιο. Βαδίζουμε προς την επάνοδο, προς την κανονικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βαδίζουμε και προς την επάνοδο στις αγορές, οι οποίες, καλώς ή κακώς, πιστοποιούν αυτή την κανονικότητα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά σε μια περιοχή ιδιαίτερα σημαντική, γεωστρατηγικά σημαντική, ιστορικά, καθώς είναι η κοιτίδα σημαντικών πολιτισμών, η κοιτίδα ουσιαστικά όλων των μονοθεϊστικών θρησκειών, με καθοριστική συμβολή στην ιστορία του πολιτισμού. Αλλά βρίσκεται και κοντά σε μια περιοχή διαχρονικά ασταθή, μια περιοχή διαρκών κρίσεων που απειλούν την ασφάλεια, όχι μόνο σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς, ούτως ή άλλως, αναφερόμαστε στην καμπύλη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής που είναι πολύ βεβαρημένη.

Αναφέρω πράγματα πασίγνωστα, αλλά χρήσιμα για την ανάλυσή μας. Η διαχρονική κρίση στη Μέση Ανατολή, παρά την ειρηνευτική προσπάθεια, εξακολουθεί να εξελίσσεται. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, δυστυχώς, έχει οδηγήσει σε κατάρρευση τον ενιαίο και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του κράτους αυτού.

Οι επιπτώσεις της συριακής κρίσης σε χώρες, όπως ο Λίβανος και το Ιράκ, είναι προφανείς. Η μεταβατική διαδικασία στην Αίγυπτο αντιμετωπίζει διαρκώς δυσκολίες που ελπίζουμε να ξεπεραστούν. Η Λιβύη βρίσκεται σε μια κατάσταση σχεδόν αναρχίας με αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου στο σύνολο της επικράτειας και με ανοιχτή την απειλή διαμελισμού.

Και φυσικά για μας, για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια ανοιχτή πληγή εδώ και 40 χρόνια είναι η διαίρεση της Κύπρου ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής ενός μεγάλου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Μέσα σε αυτό το ασταθές περιβάλλον, η παρουσία της Ελλάδας είναι ένα σημείο σταθερότητας, μια εγγύηση σταθερότητας για όλη την περιοχή. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι διερχόμαστε τη γνωστή σε όλους σας οικονομική και δημοσιονομική κρίση, που επέβαλε πολύ σκληρές θυσίες, προκάλεσε και προκαλεί έντονες κοινωνικές αντιδράσεις.

Κατά την διάρκεια της κρίσης, όμως, και παρά την κρίση, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα, να ανήκει στις 30 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου από πλευράς όγκου σε απόλυτους αριθμούς. Άρα τα ελληνικά προβλήματα δεν είναι συγκρίσιμα από πλευράς πολιτικής ποιότητας και κοινωνικής ουσίας με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες χώρες της ευρύτερης περιοχής μας.

Ξέρετε πως η χώρα που σας φιλοξενεί γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά, λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η έννοια της Δύσης, της “δυτικότητας”, δεν συγκροτείται χωρίς την αναφορά στον ελληνικό κλασικό πολιτισμό. Η έννοια της Ανατολής δεν συγκροτείται χωρίς την αναφορά στο Βυζάντιο και χωρίς την αναφορά στην Ανατολική Χριστιανοσύνη.

Η Ελλάδα λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ βορρά και νότου, μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Αποτελεί το συνδετικό εκείνο κρίκο που διευκολύνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την ποιοτική εμβάθυνση και ενίσχυση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες της Νότιας Γειτονίας. Παρ’ ότι το επίκαιρο ζήτημα όλων των συζητήσεων σε όλα τα fora είναι η Ανατολική Γειτονία, λόγω της κρίσης στην Ουκρανία και της κρίσης στις σχέσεις Δύσης και Ρωσίας, ΝΑΤΟ και Ρωσίας, Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ρωσίας, εμείς εστιάζουμε σήμερα εδώ στην Ελλάδα στην προοπτική της Νότιας Γειτονίας.

Και το κάνουμε αυτό ακριβώς γιατί λόγω των ιστορικών και πολιτιστικών δεσμών και αλληλεπιδράσεων, η Ελλάδα είναι σε θέση να αντιληφθεί καλύτερα τις ανησυχίες, τις ευαισθησίες, τις προτεραιότητες και τις προσδοκίες αυτών των χωρών και των λαών τους.

Οι ανησυχίες τους αφορούν την ειρήνη, την ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα, την ανεξαρτησία, οράματα και προσδοκίες που έχουν να κάνουν με τον εκδημοκρατισμό, το κράτος δικαίου, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων και των πιο ευαίσθητων και αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Μιλάμε για προσδοκίες που σχετίζονται με την ευημερία και την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση.

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα, ας το χαρακτηρίσουμε έτσι, του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, μια συγκλονιστική, θα έλεγα, ιδεολογική μεταβολή, είναι το γεγονός πως θεμελιώδεις έννοιες, όπως είναι η έννοια της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έπαψαν να είναι έννοιες δυτικές, δυτικοκεντρικές και απέκτησαν οικουμενικά χαρακτηριστικά. Αυτό όμως πρέπει να μας κάνει ιδιαίτερα προσεκτικούς γιατί δεν χρειάζεται να κυριαρχείται η σκέψη μας από ένα είδος πολιτικού και ιδεολογικού οριενταλισμού, όταν προσπαθούμε να δούμε πώς οι δημοκρατικές και οι δικαιοκρατικές αντιλήψεις μεταφέρονται και εφαρμόζονται σε κοινωνίες με ένα πολιτιστικό υπόβαθρο, που δεν είναι τυπικά δυτικό.

Η Ελλάδα διατηρεί στενές σχέσεις με όλες τις χώρες της περιοχής μας και έχει πετύχει τα τελευταία χρόνια να ενισχύσει και τις σχέσεις της με χώρες όπως το Ισραήλ, μέσα από μια ειλικρινή πορεία προσέγγισης. Για μας η σύσφιγξη των σχέσεων αυτών δεν κινείται στη λογική του μηδενικού αθροίσματος, αλλά στη λογική μιας κατάστασης που έχει μόνο νικητές.

Αυτό αφορά την προσέγγισή μας ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες επηρεάζονται φυσικά καταλυτικά από τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Αυτό αποτελεί τον άξονα της πολιτικής μας στα Δυτικά Βαλκάνια και με την ευκαιρία θέλω να σας πω ότι στις 8 Μαḯου οργανώνουμε από κοινού με την Ύπατη Εκπρόσωπο και την Επιτροπή μια υπουργική συνάντηση στη Θεσσαλονίκη μεταξύ των 28 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των 6 κρατών της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων. Επίσης, εδώ στην Αθήνα, θα οργανώσουμε, στις 10 Ιουνίου, μια άλλη πολύ σημαντική Υπουργική Σύνοδο μεταξύ των 28 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών του Αραβικού Συνδέσμου. Νομίζω ότι αυτές οι δυο Υπουργικές συναντήσεις, συνιστούν και τον κολοφώνα της Ελληνικής Προεδρίας στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής γειτονίας, γιατί μας επιτρέπουν να συμπυκνώσουμε όλες τις προτεραιότητές μας, τις περιφερειακού χαρακτήρα προτεραιότητές μας και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μεσόγειο.

Θεωρούμε συνεπώς ότι διανοίγεται ένα πολύ μεγάλο πεδίο περιφερειακών συνεργασιών σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένου του πιο κρίσιμου από όλους, ιδίως υπό τις σημερινές περιστάσεις, που είναι η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών αλλά και η διαφοροποίηση των οδεύσεων, είτε αυτές έχουν τη μορφή αγωγών, είτε αυτές έχουν τη μορφή υγροποιημένου ή συμπιεσμένου φυσικού αερίου. Η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη Λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει έναν επιπλέον θετικό παράγοντα για την επίλυση ανοιχτών χρόνιων προβλημάτων, όπως το Κυπριακό, αλλά και η Αραβοϊσραηλινή διένεξη.

Θέλω να σας θυμίσω ότι οριζόντια προτεραιότητα της Ελληνικής Προεδρίας, την οποία έχει υιοθετήσει και η Ιταλική Προεδρία που μας ακολουθεί και με την οποία συγκροτούμε ένα ολόκληρο Μεσογειακό Έτος Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική με επίκεντρο τη Μεσόγειο. Άρα ως εκ τούτου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ανάγκη να ξανασυζητήσουμε την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας στη Λεκάνη της Μεσογείου, καθώς έχει αποδειχθεί από τις μελέτες που παρήγγειλε και παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της αρμοδίας Επιτρόπου, της κυρίας Μαρίας Δαμανάκη, πόσο επωφελές είναι να εφαρμοστούν οι προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας σε σχέση με την οριοθέτηση και αξιοποίηση των θαλασσίων ζωνών και αναφέρομαι κυρίως στην υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στη Μεσόγειο.

Εμείς εντείνουμε τις έρευνές μας στο δικό μας χώρο, με σεβασμό πάντα στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, και προωθούμε συστηματικά τη λογική των οριοθετήσεων, με όλες τις όμορες και εμπλεκόμενες χώρες. Έχουμε ένα παλιό ανοιχτό διάλογο με την Τουρκία, όπως γνωρίζετε. Προσπαθούμε να μετατρέψουμε και θα το καταφέρουμε, την παλαιά Συνθήκη οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας σε συνθήκη για την οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών.

Θέλουμε να ολοκληρωθεί και να κυρωθεί η Συμφωνία του 2009 για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Και έχουμε αρχίσει πολύ σημαντικές τεχνικές συνομιλίες με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο.

Αναφερόμενος τώρα ειδικότερα στο Κυπριακό, που για την Ευρωπαϊκή Ένωση, φυσικά για την Ελλάδα, αποτελεί πάντα ένα ζήτημα υψίστης προτεραιότητος, είναι προφανές ότι η Ελλάδα όπως έχει υποχρέωση άλλωστε, αλλά και όπως πηγάζει από το εθνικό αίσθημά μας, υποστηρίζει πλήρως τις προσπάθειες του Προέδρου Αναστασιάδη, αλλά και το Κοινό Ανακοινωθέν των ηγετών των δυο πλευρών στην Κύπρο, για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, βασισμένη στο σχήμα της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, με μία και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη νομική προσωπικότητα και μία και μόνη ιθαγένεια.

Άρα υποστηρίζουμε ένα ομοσπονδιακό σχήμα, απόλυτα συμβατό με τις σχετικές Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά και με το κοινοτικό κεκτημένο, μια που μιλάμε για μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης.

Φυσικά ο κρίσιμος κρίκος είναι πάντα η Τουρκία, η Άγκυρα. Αυτό είναι το αντικείμενο των συχνών επαφών και συνομιλιών μου με τον Τούρκο ομόλογό μου. Η Ελλάδα και η Τουρκία στηρίζουν τις αντίστοιχες κοινότητες, αλλά είναι προφανές ότι η Τουρκία έχει αναγνωρισμένη διεθνή ευθύνη, σύμφωνα με τις Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και είναι κρίσιμη για το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων στο νησί, για την παρουσία των στρατευμάτων της, για την παρουσία εποίκων, άρα αναλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο βάρος. Και είμαι σε θέση να δηλώσω πως θα υποδεχτούμε με χαρά και ικανοποίηση κάθε κίνηση που δείχνει ουσιαστική αλλαγή προθέσεων και αντιλήψεων στο ζήτημα αυτό. Άλλωστε αυτό είναι κάτι που το περιμένει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς συνδέεται με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης για όλες τις υποψήφιες χώρες.

Φυσικά στηρίζουμε την πρωτοβουλία Κέρι στη Μέση Ανατολή. Και είχα την ευκαιρία πολύ πρόσφατα να υποδεχτώ στην Αθήνα τους Υπουργούς Εξωτερικών και του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, και τον Liberman και τον κ. Malki, προκειμένου να δηλώσουμε ως χώρα, αλλά και ως Προεδρία το εξάμηνο αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ενδιαφέρον μας, αλλά και την ετοιμότητά μας να συμβάλουμε, φιλικά πάντα, στο πλαίσιο των σχετικών Αποφάσεων του ΟΗΕ, στη διατήρηση του momentum της διαδικασίας που δεν πρέπει να χαθεί.

Γνωρίζετε καλύτερα από εμένα ότι η κατάσταση στη Συρία, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι δραματική, επιδεινώνεται. Οι ανθρωπιστικές επιπτώσεις είναι πρωτοφανείς. Υφιστάμεθα μέσω του προσφυγικού κύματος τις επιπτώσεις αυτές ιδίως οι νότιες μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι κάτι που μας απασχολεί και στην ομάδα των μεσογειακών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είχαμε την ευκαιρία να κληθούμε και να μετάσχουμε στη Συνδιάσκεψη Γενεύη ΙΙ στο Μοντρέ. Στηρίζουμε σθεναρά τις προσπάθειες του κ. Brahimi, που δεν πρέπει να απογοητευθεί. Εκφράζουμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μας για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών. Δεν θα θέλαμε να δούμε μια Μέση Ανατολή χωρίς κανένα χριστιανικό στοιχείο σε λίγα χρόνια.

Επιτρέψτε μου να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στα μνημεία τα χριστιανικά και στο ρόλο που διαδραματίζουν τα ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της περιοχής, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το Πατριαρχείο της Αντιοχείας, στη Δαμασκό, που είναι τώρα εμπερίστατο, εγκατεστημένο στη Βηρυτό.

Ένα ιδιαίτερο ζήτημα που μας απασχολεί, είναι η επιχείρηση καταστροφής του χημικού οπλοστασίου της Συρίας, σύμφωνα με τις Αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων. Θα θέλαμε αυτό να μη συμβεί στην κλειστή θάλασσα της Μεσογείου, αλλά στον ανοιχτό ωκεανό. Εάν η επιχείρηση αυτή διεξαχθεί τελικά στη Μεσόγειο, θέλουμε να τηρηθούν όλες οι σχετικές εγγυήσεις. Είμαστε βέβαιοι ότι ο ΟΗΕ, ο ίδιος ο μείζον διεθνής οργανισμός και ο Οργανισμός για τον Αφοπλισμό και την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων, θα σεβαστούν απολύτως τη Συνθήκη για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων που απαγορεύει ρητά τη ρήψη οποιουδήποτε υπολείμματος στη θάλασσα.

Για μας η προστασία του περιβάλλοντος, του μεσογειακού θαλασσίου περιβάλλοντος, είναι υψίστη προτεραιότητα. Ως τώρα, οι εγγυήσεις και οι διαβεβαιώσεις που έχουμε λάβει είναι ισχυρές, αλλά θα το παρακολουθούμε αυτό μέχρι το τέλος και επιστημονικά και πολιτικά.

Επίσης στηρίζουμε, όπως είναι προφανές, την πλήρη εφαρμογή των τελευταίων Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για τα ανθρωπιστικά ζητήματα και συγχαίρουμε το Λουξεμβούργο και την Αυστραλία για τις πρωτοβουλίες που είχαν αναλάβει σχετικά με το θέμα αυτό.

Μας ανησυχεί ιδιαίτερα η συνεχής εξαγωγή της συριακής κρίσης σε εύθραυστους και ευάλωτους γείτονες, όπως ο Λίβανος και το Ιράκ, που βρίσκονται εν μέσω σημαντικών εσωτερικών πολιτικών διεργασιών. Είναι πάντα εξαιρετικά κρίσιμο να αντέξει η Ιορδανία που φέρει τεράστιο προσφυγικό βάρος, έτσι ώστε να αντιπαρέλθει επιτυχώς τις αυξανόμενες προκλήσεις ασφάλειας.

Είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ πριν από λίγες μέρες την Τεχεράνη, σε συνέχεια της επίσκεψης της κυρίας Ashton εκεί, γιατί ο ρόλος που διαδραματίζει φυσικά το Ιράν είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την περιοχή μας.

Ιδιαίτερα κρίσιμος είναι και ο ρόλος που διαδραματίζει η Αίγυπτος, για όλη τη Νότια Γειτονία. Έχουμε στενή συνεργασία και επαφή με τη μεταβατική κυβέρνηση στο πλαίσιο των σχετικών Αποφάσεων του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι οι επικείμενες προεδρικές εκλογές θα οδηγήσουν στην εφαρμογή της αρχής της συμπεριληπτικότητας, ότι θα ξεπεραστούν οι πηγές έντασης, κάτι που είναι φυσικά πολύ δύσκολο. Διαρκώς υπάρχουν προβλήματα. Το σταθερό μήνυμά μας προς τις αιγυπτιακές αρχές είναι πάντα η ανάγκη ολοκλήρωσης της εφαρμογής του Οδικού Χάρτη, που πρέπει να εγγυάται εν τέλει την άμβλυνση των αντιπαραθέσεων και τη συμπερίληψη όλων των πολιτικών και κοινωνικών ομάδων στη διακυβέρνηση.

Τα οικονομικά προβλήματα της Αιγύπτου βέβαια είναι ένα τεράστιο ζήτημα, που στην πραγματικότητα αποτελεί το πεδίο στο οποίο θα κριθεί η πορεία της χώρας και πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει πολύ πιο γενναίες πρωτοβουλίες από την άποψη αυτή.

Έχουμε ανοιχτό πολιτικό διάλογο και τριγωνικά, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Αίγυπτος. Είναι πολύ σημαντικό επίσης να τοποθετηθούμε εγκαίρως απέναντι στο ανοιχτό πρόβλημα της Λιβύης. Χαιρετίσαμε και συγχαρήκαμε την ιταλική κυβέρνηση για την πρωτοβουλία της να οργανώσει στη Ρώμη, πριν από λίγες μέρες, Σύνοδο για τη Λιβύη, στην οποία μετείχαμε ενεργά. Μας ενδιαφέρει εντονότατα η κατάσταση λόγω της θαλάσσιας γειτνίασής μας. Η κατάσταση, όπως την περιγράφουν όλες οι πηγές ενημέρωσης, είναι δραματική.

Υπάρχει ένα πρόβλημα που αφορά αυτή καθ’ εαυτή τη λειτουργία του κράτους, την έννοια της εξουσίας και της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας στη Λιβύη. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η διαιώνιση της κατάστασης αυτής αποτελεί μια διαρκή μείζονα πρόκληση ασφάλειας και αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με όσο γίνεται πιο ευφυή τρόπο για να αποφύγουμε την ανακύκλωση της κρίσης.

Καθυστέρησα να έρθω στη συνάντησή σας, γιατί εξελισσόταν στις Βρυξέλλες η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αφρικής. Είχα την ευκαιρία εκεί να συναντήσω πολλούς ομολόγους μας, αλλά και επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων για τα θέματα που αφορούν τη Νότια Γειτονία. Ιδιαίτερη σημασία είχαν από τη δική μου οπτική γωνία οι συναντήσεις μου με τον Πρόεδρο της Τυνησίας και τον ομόλογό μου της Αλγερίας. Πρόκειται για δυο χώρες που ξεχωρίζουν σε σχέση με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μετά τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι επιτακτική ανάγκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη να συνεχίσουμε να προσφέρουμε κάθε δυνατή βοήθεια και τεχνογνωσία στις χώρες της Νότιας Γειτονίας, για την οικοδόμηση κρατικών θεσμών, την αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων και να επιβεβαιώνουμε στην πράξη καθημερινά τη δέσμευσή μας να συνεργαστούμε μαζί τους. Αυτό συνδέεται με την απόφασή μας να διατηρήσουμε τις χρηματοδοτικές αναλογίες μεταξύ Νότιας Γειτονίας και Ανατολικής Γειτονίας.

Η σχέση 2 προς 1 είναι μια σχέση κατοχυρωμένη εδώ και πάρα πολλά χρόνια και πρέπει να διατηρηθεί παρά την κρίση που αντιμετωπίζουμε στην Ουκρανία και στις ευρωρωσικές σχέσεις. Άλλωστε, θα έπρεπε να αντλήσουμε σημαντικά ιστορικά και πολιτικά διδάγματα από τη διαχείριση της κατάστασης στην Ανατολική Γειτονία, ώστε να μην επαναλάβουμε ίδια λάθη στη Νότια Γειτονία.

Χρέος μας και διαρκής προσπάθειά μας πρέπει να είναι η διάχυση, όχι της κρίσης, αλλά της ασφάλειας στην περιοχή, μέσω των μηχανισμών της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της Ένωσης, αλλά και στο επίπεδο των εθνικών εξωτερικών και αναπτυξιακών πολιτικών.

Φυσικά ευχής έργον θα ήταν να μιλούμε όλοι με μια συνεκτική και ενιαία ευρωπαϊκή φωνή, χωρίς διαφοροποιήσεις και εθνοκεντρικούς μικροϋπολογισμούς. Μόνο έτσι πιστεύω ότι θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτελέσει τον ιστορικό, αλλά και αναβαθμισμένο περιφερειακό και διεθνή ρόλο της. Να αποκτήσει δηλαδή την πολιτική υπόσταση που πολύ συχνά της λείπει, παρ’ ότι είναι μια πολύ σημαντική οικονομική και χρηματοοικονομική οντότητα.

Με τις σκέψεις αυτές επιτρέψτε μου να σας καλωσορίσω για μια ακόμη φορά στη χώρα μας και να σας ευχηθώ καλή διαμονή και γόνιμες συζητήσεις. Σας ευχαριστώ.»

Δευτερολογία

«Ευχαριστώ πάρα πολύ όλους τους συναδέλφους για τα ερωτήματα ή τα θέματα που έθεσαν. Στην πραγματικότητα έγινε φαίνεται αποδεκτή στο σύνολό της η εισήγησή μου για τη Νότια Γειτονία που δεν είχε δυσκολίες και μου ζητάτε τώρα να παρουσιάσω μια συμπληρωματική εισήγηση για την κρίση στην Ουκρανία, τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας και συνολικά τις προοπτικές της Ανατολικής Γειτονίας.

Θα επιδιώξω να το κάνω σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί στην πραγματικότητα οι ερωτήσεις των συναδέλφων θέτουν όλα τα μεγάλα θέματα της πολιτικής μας σε σχέση με την Ανατολική Γειτονία και σε σχέση με τη Ρωσία.

Ας θυμηθούμε που βρισκόμαστε. Έχουμε μια καθαρή, σταθερή, ανεπίδεκτη παρερμηνειών ευρωπαϊκή θέση που αποτυπώνεται στις τελευταίες Αποφάσεις και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την Ουκρανία και σε σχέση με τις ευρωρωσικές σχέσεις. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά αποσπώνται τα πολιτικά κεφάλαια μιας Συμφωνίας Σύνδεσης και αυτή η Συμφωνία Σύνδεσης υπογράφεται με την Ουκρανία σημαίνει ως πολιτική κίνηση, πάρα πολλά.

Η ευρωπαϊκή θέση είναι και πρέπει να είναι πάντα μια θέση αρχών, μια θέση που θεμελιώνεται στο σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας, μια θέση που βασίζεται στον απόλυτο σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών, γιατί αυτή είναι η βάση λειτουργίας της διεθνούς κοινότητας, ειδικά δε για την ευρωπαϊκή ήπειρο, αυτή είναι η βάση, πάνω στην οποία λειτουργεί από το 1975 και μετά ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στην αρχή η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Η αρχή πάνω στην οποία οικοδομούνται όλα αυτά, είναι στην πραγματικότητα η απόρριψη του αναθεωρητισμού, που είναι μια αντίληψη άκρως επικίνδυνη σε σχέση με τα υφιστάμενα σύνορα που είναι ο πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας.

Βεβαίως, από το 1975 και μετά, ζήσαμε και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ζήσαμε τη δημιουργία πολλών νέων κρατών που κατέστησαν μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και, στο ευρωπαϊκό επίπεδο στη συνέχεια, μέλη και του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχουμε επίσης μια πολύ ισχυρή θέση ως ΝΑΤΟ. Αυτό μας ενδιαφέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο βαθμό που η συντριπτική πλειονότητα των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και μέλη του ΝΑΤΟ. Αλλά μας ενδιαφέρει και για ένα άλλο λόγο: γιατί αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, το ζήτημα της ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κάτι που ξεπερνά τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι όχι τώρα, αλλά από το 1914 και μετά, στην πραγματικότητα από την αρχή σχεδόν του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ευρωαμερικανικό πρόβλημα, ένα ευρωατλαντικό πρόβλημα.

Στην πραγματικότητα από τότε που ο Πρόεδρος Ουίλσον πήρε την απόφαση να εμπλακεί στο Μεγάλο Πόλεμο της εποχής, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν έφυγαν από την Ευρώπη. Η ασφάλεια της Ευρώπης είναι πρόβλημα που αφορά και τις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ποτέ η ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας δεν απογαλακτίστηκε από το ΝΑΤΟ και δεν είναι και εφικτό να γίνει αυτό, γιατί η βασική δομή ασφάλειας που υπάρχει είναι το ΝΑΤΟ και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μετά τη διακήρυξη του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή. Και μετά τη διατύπωση του ισχύοντος σήμερα αμυντικού δόγματος του ΝΑΤΟ, το οποίο αποτυπώθηκε στη Διάσκεψη Κορυφής της Λισσαβόνας το 2010, Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που συνέπεσε –κι αυτό είναι σημαντικό- με την Σύνοδο Κορυφής ΝΑΤΟ – Ρωσίας τις ίδιες μέρες, στην ίδια πόλη, για τους ίδιους λόγους.

Και, επίσης, είναι αλήθεια ότι στο επίπεδο του ΝΑΤΟ κυρίως, η Συμμαχία εκδήλωσε την αλληλεγγύη της στα μέλη της, ιδίως στα μέλη που νιώθουν απειλούμενα από τη ρωσική πολιτική. Αναφέρθηκε ρητά στο περιβόητο άρθρο 5, δηλαδή στη ρήτρα αλληλεγγύης και κοινής άμυνας, μια ρήτρα που στην Ελλάδα είναι αρνητικά διάσημη γιατί δεν ενεργοποιήθηκε το 1974 όταν υπήρξε ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω της εισβολής στην Κύπρο. Και επίσης διατυπώθηκε η στρατιωτική ετοιμότητα της Συμμαχίας και οργανώθηκε η ενίσχυση των αμυντικών μηχανισμών κρατών - μελών που θεωρούν ότι δεν είναι επαρκή από την άποψη αυτή, με την άμεση αποστολή στρατιωτικής παρουσίας και ενίσχυσης από άλλα κράτη - μέλη, έστω κι αν αυτή είναι συμβολική στο επίπεδο κάποιων μαχητικών αεροσκαφών, κάποιων αεροσκαφών UAVs για την επιτήρηση του εναερίου χώρου και ούτω καθ’ εξής.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακριβώς επειδή ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας είναι το δόγμα μας, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η Aπόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που ελήφθη, όπως ελήφθη με τον συσχετισμό δυνάμεων που ξέρετε, αλλά το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών αναγνωρίζει, πως η Κριμαία είναι πάντα τμήμα της επικράτειας της Ουκρανίας και αυτό έχει κάποια σημασία. Μπορεί να μην κινητοποιούνται οι μηχανισμοί που εξαρτώνται από Aποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά πάντως και η Aπόφαση της Γενικής Συνέλευσης έχει τη δική της πολύ σημαντική αξία.

Μιλώντας όμως για τη Νότια Γειτονία προηγουμένως, σας είπα ότι καλό είναι να αντλήσουμε ορισμένα διδάγματα γενικότερα για το πώς εξελίχθηκε η ευρωπαϊκή πολιτική στην Ανατολική Γειτονία με επίκεντρο την Ουκρανία ή τα περιφερειακά προβλήματα στη Γεωργία και στη Μολδαβία, για να δούμε μήπως επαναλάβουμε τα ίδια λάθη και στη Νότια Γειτονία, για την ακρίβεια για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη στη Νότια Γειτονία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως γνωρίζετε, επεδίωξε την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ουκρανία επί των ημερών του Προέδρου Yanukovych. Ζήτησε από ένα ουκρανικό Κοινοβούλιο, ελεγχόμενο από το Κόμμα του κ. Yanukovych, να αποφασίσει την έγκριση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ουκρανίας και ποτέ δεν είχαμε συζητήσει στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων τους μήνες που προηγήθηκαν από τη Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους και τους μήνες που ακολούθησαν τη Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους ποιες θα είναι οι εξελίξεις τα σενάρια και οι πιθανές αντιδράσεις.

Ποτέ δεν συζητήσαμε σοβαρά και ανοιχτά ποια είναι η υπόθεση εργασίας που κάνουμε στρατηγικά για την ρωσική αντίδραση ή για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Ουκρανίας, γιατί η Ουκρανία είναι μια χώρα πολύπλοκη, μια χώρα στην οποία πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας πάρα πολλές παραμέτρους: την παρουσία εθνοτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, διαφορές αναπτυξιακές διαφορές οι οποίες είναι ιστορικές. Αυτά συμβαίνουν σε πάρα πολλές χώρες, αλλά εκείνη την περίοδο μας απασχολούσε η Ουκρανία και νομίζω ότι η ανάλυσή μας έπρεπε να είναι πιο βαθυστόχαστη και πιο ολοκληρωμένη από την άποψη αυτή.

Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις εξελίξεις στη Maidan, δεν αποδεχτήκαμε την πρόταση της Ρωσίας για μια τριμερή συζήτηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ουκρανία και τη Ρωσία. Φτάσαμε στη συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου με την πρωτοβουλία και την επιμέλεια των Υπουργών Εξωτερικών του τριγώνου της Βαϊμάρης. Η συμφωνία αυτή επιτάχυνε τις εξελίξεις και φτάσαμε στη συνέχεια να έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα παράνομο δημοψήφισμα που παραβιάζει το Σύνταγμα της Ουκρανίας, αλλά είναι ένα γεγονός το οποίο συνδέεται και με τον στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή.

Και τώρα καλούμαστε να επαναξιολογήσουμε τη στρατηγική μας σε σχέση με τη Ρωσία και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο επίπεδο του ΝΑΤΟ, άρα είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να λαμβάνουμε υπόψη μας και την αμερικανική προσέγγιση, η οποία αμερικανική προσέγγιση βεβαίως έχει το στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς και μια πρακτική, η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική, η οποία πρακτική συνίσταται, και ορθά κατά τη γνώμη μου, σε συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες του Προέδρου Obama με τον Πρόεδρο Putin και σε συνεχείς επαφές φυσικές συναντήσεις των δύο Υπουργών Εξωτερικών, του κ. Kerry και του κ. Lavrov, και συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες.

Φτάσαμε έτσι στη διατύπωση, προχθές την Τρίτη, της επίσημης και ενιαίας ομόφωνης θέσης της Συμμαχίας, στις Βρυξέλλες, στο επίπεδο των Υπουργών Εξωτερικών, λέγοντας ότι διακόπτουμε πρακτικά κάθε επαφή πολιτική και στρατιωτική με τη Ρωσία, στο πλαίσιο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ – Ρωσίας, αλλά ταυτόχρονα θέλουμε να διατηρηθούν ανοιχτοί οι πολιτικοί και διπλωματικοί δίαυλοι και να καταλήξουμε σε μια λύση, η οποία είναι κοινώς αποδεκτή, αλλά είναι και πολιτική. Προφανώς είναι και νόμιμη κατά το διεθνές δίκαιο, ή εν πάση περιπτώσει κινείται μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.

Αυτό μας έφερε αντιμέτωπους με την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τη στρατηγική μας σε σχέση με τη Ρωσία συνολικά και η συζήτηση που άνοιξε, στην πραγματικότητα είναι μια συζήτηση γύρω από το ερώτημα: έχουμε τα οριστικά δεδομένα και πρέπει να πάρουμε μια οριστική λύση ή πριν πάρουμε μια οριστική λύση πρέπει να αγωνιστούμε σοβαρά για να επιτευχθεί μια πολιτική και διπλωματική συμφωνία σε σχέση με την κρίση στην Ουκρανία;

Θα καταλήξουμε πριν από την ολοκλήρωση της προσπάθειας αυτής στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία ξαναγίνεται αντίπαλος, εχθρός στρατηγικός στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και άρα και της Ευρωπαϊκής Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, ή πρώτα πρέπει να καταβάλλουμε κάθε συνειδητή και υπεύθυνη προσπάθεια για να βρούμε μια λύση; Είναι πολύ σημαντικό το ερώτημα αυτό.

Και είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί σε οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν το πρόβλημα που έχουμε εμείς σε σχέση με τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει κανένα ζήτημα το οποίο συνιστά στην πραγματικότητα ανισότητα μεταξύ των κρατών - μελών στις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Δηλαδή κάθε κράτος - μέλος μεμονωμένα θέλει να διατηρεί τα ενεργειακά, οικονομικά, εμπορικά, ακόμη και αμυντικά του πλεονεκτήματα σε σχέση με τη Ρωσία, αλλά κανείς δεν είναι διατεθειμένος να ανοίξει μια συζήτηση πραγματικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής πολιτικής σε σχέση με τη Ρωσία στους τομείς αυτούς.

Πριν από λίγες μέρες είχαμε καλεσμένο στο γεύμα εργασίας των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Επίτροπο Ενέργειας, τον κ. Oettinger. Όταν του έθεσα το ζήτημα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής διαπραγμάτευση με την Gazprom για την τιμή του φυσικού αερίου, μου απάντησε ότι «αυτό δεν μπορεί να γίνει γιατί υπάρχουν διαφορετικές αγορές, διαφορετικές ποσότητες, διαφορετικοί τρόποι διέλευσης του φυσικού αερίου είτε μέσω αγωγών, είτε μέσω πλοίων» και ότι ο South Stream δεν έχει καμία σχέση με το North Stream, άρα υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα στο να συνεχιστεί ο South Stream, αλλά πάντως μπορεί να λειτουργεί ο North Stream. Αυτό δεν είναι για εμένα μια απάντηση οριστική, δεν μπορεί να είναι μια οριστική απάντηση. Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να επιφυλαχθούμε λίγο πριν διακηρύξουμε ή διαπιστώσουμε την επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ένας πόλεμος που βασίζεται στην ισορροπία του κοινωνικού τρόμου και στην πυρηνική αποτροπή. Ακόμη κι αν σκεφτεί κανείς ότι θα πάμε σε ένα ψυχρό πόλεμο, ο οποίος είναι περιφερειακού χαρακτήρα ή συμβατικού χαρακτήρα, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί πριν το διαπιστώσουμε. Όταν λέω «περιφερειακού χαρακτήρα» εννοώ ότι πολλοί χαρακτηρίζουν – το έκανε και ο Πρόεδρος Obama - και έχει μια λογική αυτό, τη Ρωσία τώρα περιφερειακή και όχι παγκόσμια δύναμη.

Επίσης, όταν λέω ότι ο ψυχρός πόλεμος μπορεί να είναι συμβατικός, εννοώ ότι κανείς δεν σκέφτεται ότι δεν θα εφαρμοστεί η Συνθήκη για τη μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Treaty of Non Proliferation of Nuclear Weapons) και θα έχουμε πρόβλημα στην πυρηνική πολιτική. Όμως η κρίση στην Ουκρανία συνδέεται με τη Συνθήκη αυτή, τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων, γιατί το βασικό επιχείρημα είναι η παραβίαση του Memorandum της Βουδαπέστης του 1994 για τη παροχή εγγυήσεων στην Ουκρανία σε σχέση με τον πυρηνικό της αφοπλισμό.

Άρα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί και, εν πάση περιπτώσει, αν καταλήξουμε σε μια επιλογή, η οποία είναι επιλογή αλλαγής δόγματος και στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να δούμε και τις οικονομικές και τις ενεργειακές επιπτώσεις και πρέπει να δούμε τι θα γίνει στον κόσμο: τι σημαίνει αυτό για τη Συρία, τι σημαίνει αυτό για τις διαπραγματεύσεις P5+1 ή EU3+3 για το Ιράν, τι σημαίνει αυτό για την κατάσταση στο Αφγανιστάν, τι σημαίνει αυτό για την κατάσταση στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και για τις ασύμμετρες απειλές. Να δούμε το ζήτημα συνολικά.

Από την άλλη μεριά, ποιός μπορεί να πει ότι δεν καταλαβαίνει την αγωνία των κρατών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και των κρατών της Βαλτικής; Υπάρχουν ιστορικές εμπειρίες, υπάρχουν φόβοι, υπάρχουν άλλα γεωγραφικά δεδομένα, είμαστε σύμμαχοι, πρέπει να κατανοήσουμε τις ευαισθησίες τους, όπως και εμείς εδώ στα Βαλκάνια, στη Ν.Α. Ευρώπη, στη Μεσόγειο, στη Νότια Γειτονία θέλουμε από τα βόρεια κράτη να κατανοήσουν τις δικές μας αγωνίες και τις δικές μας προτεραιότητες. Αυτή είναι η λογική βάση της συνύπαρξης 28 κρατών - μελών στην Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων τόσων στο ΝΑΤΟ.

Άρα πρέπει να τα σκεφτούμε όλα αυτά με μια στρατηγική ψυχραιμία. Αυτό το οποίο θα ήθελα να εισηγηθώ, στο βαθμό που μου επιτρέπεται, είναι ότι πρέπει η θεώρησή μας να είναι ψύχραιμη, δηλαδή στρατηγική, δηλαδή όταν παίρνουμε μια απόφαση να ξέρουμε τουλάχιστον ποιες θα είναι οι δύο επόμενες αποφάσεις που θα πάρουμε. Γιατί αυτό το χαρακτηριστικό να γνωρίζουμε ή να έχουμε, εν πάση περιπτώσει, σχεδιάσει τα δυο επόμενα βήματά μας πριν κάνουμε ένα βήμα, το οποίο μπορεί να προκαλέσει αλυσίδα επιπτώσεων, αυτό δεν το έχουμε διαπιστώσει έως τώρα σε καμία περιοχή του κόσμου και σε καμία κρίση.

Άρα νομίζω ότι πρέπει να τα συνεκτιμήσουμε όλα αυτά για να έχουμε μια συνολική εικόνα σε σχέση με την κατάσταση στην Ουκρανία. Το πρόβλημα, βεβαίως, στην Ουκρανία, δεν είναι μόνο η Κριμαία, είναι και η κατάσταση στην οικονομία της. Όπως και στην Αίγυπτο, βέβαια, το πρόβλημα είναι ίδιο. Η παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ένα πρόβλημα, πρέπει να σας πω από τη δική μου εμπειρία, από την εμπειρία μου την περίοδο που ήμουν Υπουργός Οικονομικών, είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα, γιατί το περιβόητο conditionality της βοήθειας που χορηγεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι πάρα πολύ βαρύ για την κοινωνία. Όχι μόνο η άμεση αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου για κάθε οικογένεια για κάθε νοικοκυριό, αλλά συνολικά η κατάσταση στην κοινωνία.

Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια εσωτερική πολιτική κρίση νομιμοποίησης, μπορεί να προκαλέσει κρίση συμμετοχής της κοινωνίας. Άρα πρέπει να το συνεκτιμήσουμε όσο γίνεται περισσότερο το στοιχείο αυτό. Είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας ήρθε προχθές στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΝΑΤΟ – Ουκρανίας και ζήτησε ένα σχέδιο Μάρσαλ για την Ουκρανία και η απάντηση του Πολωνού συναδέλφου μου, του κ. Sikorski, το οποίο αναφέρθηκε προηγουμένως ήταν ότι «μα υπάρχει το σχέδιο Μάρσαλ για την Ουκρανία, είναι το σχέδιο που προσφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».

Θα μου επιτρέψετε να συμφωνήσω με μια ιδέα που παρουσίασαν τώρα οι τρεις Υπουργοί του τριγώνου της Βαϊμάρης, για την ανάγκη να γίνει μια μεγάλη διεθνής Διάσκεψη για το οικονομικό πρόβλημα στην Ουκρανία. Το είχα πει αυτό πριν από ένα περίπου μήνα στη Βουδαπέστη, σε μια συνάντηση των τριών βαλκανικών ευρωπαϊκών χωρών (Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία) και των τεσσάρων του Visegrad. Και χαίρομαι γιατί αυτό τώρα γίνεται μια ευρύτερα αποδεκτή ανάγκη και πρόταση.

Επίσης, έχει πάρα πολλή μεγάλη σημασία να θυμηθούμε ότι είναι πάντα πάνω στο τραπέζι η πρόταση να δημιουργηθεί ένα contact group, στο οποίο να μετέχουν όλες οι εμπλεκόμενες δυνάμεις. Επίσης οι παρατηρητές του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη βρίσκονται εκεί στην Ουκρανία ως παρατηρητές του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, επειδή δεν προβλήθηκε veto στη λήψη της απόφασης αυτής και πρέπει να αποτρέπουμε την προβολή τέτοιου τύπου veto στη διαδικασία λήψης αυτών των αποφάσεων.

Άρα αν έπρεπε να συνοψίσω επιγραμματικά θα έλεγα ότι έχουμε μια ευρωπαϊκή και μια ΝΑΤΟϊκή θέση, ομόφωνη, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο και την πρακτική αλληλεγγύη, η οποία έχει και στρατιωτική διάσταση, αλλά σεβόμαστε και εκτιμούμε όλα τα δεδομένα και όλες τις ευαισθησίες, αλλά πρέπει η θεώρησή μας να είναι ψύχραιμη και στρατηγική και να μην καταλήγουμε σε οριστικά συμπεράσματα πριν διαμορφωθούν οριστικές καταστάσεις.

Θα έχω την ευκαιρία να επισκεφθώ τη Μολδαβία την Τρίτη σε λίγες μέρες, στο πλαίσιο των δράσεων της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου. Θα μιλήσουμε εκεί για το πώς μπορεί να επιταχυνθεί η ενσωμάτωση, αντιλαμβανόμαστε πόσο κρίσιμο είναι το ζήτημα της Υπερδνειστερίας. Η Γεωργία είχε τη δυνατότητα να μετάσχει την Τετάρτη το πρωί, χτες δηλαδή, στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ – Γεωργίας, στις Βρυξέλλες. Άρα νομίζω ότι όλος ο χώρος αυτή τη στιγμή, όλη η κρίσιμη περιοχή κινείται μέσα σε ένα πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί με πολύ μεγάλη συναίνεση, θα έλεγα με ομοφωνία και πρέπει και ο πολιτικός μας λόγος σε σχέση με τις κοινωνίες μας, σε σχέση με τα εκλογικά σώματά μας, σε σχέση με τις κοινωνίες των πολιτών πρέπει να έχει αυτά τα στοιχεία τα στρατηγικά, τα οποία πρέπει πάντα να διέπουν τη σκέψη μας και αυτό αφορά φυσικά και την ελληνική πολιτική.

Κάποιος συνάδελφος ρώτησε αν έχουμε συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με τη Ρωσία. Δεν έχουμε. Η Ελλάδα είναι 62 χρόνια μέλος του ΝΑΤΟ, προχθές γιορτάσαμε στις Βρυξέλλες στην έδρα του ΝΑΤΟ τα πέντε χρόνια από την ένταξη της Αλβανίας και της Κροατίας, τα δέκα χρόνια από την ένταξη άλλων συμμάχων και τα δεκαπέντε από την ένταξη άλλων. Εμείς είμαστε ιδρυτικό σχεδόν μέλος από το 1952, είμαστε 62 χρόνια και επειδή η πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου, μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, διεξήχθη στην Ελλάδα με τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο και είμαστε το πιο μεγάλο θύμα αυτής της κατάστασης, επιτρέψτε μας να σας μεταφέρουμε την εμπειρία μας την ιστορική και επειδή ελληνικά στρατεύματα έχουν αγωνιστεί στην Κριμαία εναντίον του Κόκκινου Στρατού το 1919. Επίσης, επιτρέψτε μας να σας πούμε ότι έχουμε πολύ μεγάλη εμπειρία και δεν πρέπει να επαναλαμβάνουμε κανένα ιστορικό σφάλμα.

Αν αυτό είναι το θεμελιώδες δίδαγμα της σχέσης μας με την ιστορία, αυτό πρέπει να το κάνουμε πράξη. Και αυτό με μια λέξη, λέγεται ανάγκη για στρατηγική θεώρηση και στρατηγική ψυχραιμία.

Σας ευχαριστώ πολύ.»

3 Απριλίου, 2014