Σας υποδέχομαι με πολύ μεγάλη χαρά εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλω να συγχαρώ στο πρόσωπό σας, κ. Πρόεδρε, την ομάδα ΙΙΙ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την εξαιρετική ιδέα να διοργανώσει, εδώ στην Αθήνα, αυτή την περίοδο της Ελληνικής Προεδρίας, μια συνάντηση για ένα τόσο κρίσιμο και ευαίσθητο θέμα.
Βιώνουμε την εμπειρία της λιτότητας στην Ελλάδα με ακραίο τρόπο και αυτό που πράγματι αποζητάει η ελληνική κοινωνία, αλλά και κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία, είναι η υπέρβαση των πολιτικών λιτότητας και η επάνοδος σε ρυθμούς ανάπτυξης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της κρίσης, όπως ακριβώς προσδιορίζεται.
Θα μου επιτρέψετε λοιπόν, αντί άλλων παρατηρήσεων, να σας πω μερικές σκέψεις και από τη δική μου προσωπική εμπειρία τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, γιατί η Ελλάδα λειτουργεί πραγματικά ως εργαστήριο, τόσο της κρίσης, όσο και της επιδιωκόμενης απ’ όλους μας ανάκαμψης και επανόδου σε θετικούς ρυθμούς ανάκαμψης. Επανόδου στην κανονικότητα.
Όπως είναι πλέον προφανές σε όλους, η ευρωζώνη είχε σχεδιαστεί για ομαλές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Το βασικό χαρακτηριστικό της ζώνης του ευρώ ήταν η αδυναμία πρόβλεψης, αποτροπής και τελικά διαχείρισης της κρίσης, όπως αυτή εξελίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο από το 2007 και μετά.
Αυτά τα σχεδιαστικά, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ευρωζώνης και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχαν ως αποτέλεσμα όταν η κρίση ξέσπασε με επίκεντρο την Ελλάδα στο τέλος του 2009 και στις αρχές του 2010, να προκύψει ένα σχήμα θεσμικά μη προβλεπόμενο από τις συνθήκες, από το κοινοτικό δίκαιο, το σχήμα της τρόικας, καθώς το ΔΝΤ κλήθηκε να αναλάβει ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης.
Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, το γεγονός πως η ισχυρή ομάδα των κρατών-μελών της ευρωζώνης, βρέθηκε στην ανάγκη να προσφύγει σε ένα μηχανισμό, όπως το ΔΝΤ αναζητώντας όχι τόσο κεφάλαια, όσο τεχνογνωσία, αποδεικνύει τα προβλήματα που υπήρχαν στο θεσμικό οικοδόμημα και την πολιτική αντίληψη της ευρωζώνης.
Επίσης, για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να τονίσουμε ότι το γεγονός αυτό δείχνει και μια δυσπιστία που κυριαρχούσε τότε σε πολλές κυβερνήσεις, δυσπιστία ως προς το ρόλο και τις δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Φτάσαμε έτσι στο σχήμα του μνημονίου, δηλαδή των πολιτικών, οικονομικών και διοικητικών όρων που συνοδεύουν την παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα και άλλες χώρες και στο σχήμα της τρόικας, ως ένα σχήμα εποπτείας που υπερβαίνει κατά πολύ το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους θεσμικούς μηχανισμούς που προβλέπουν οι συνθήκες.
Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι αυτά τα τέσσερα δύσκολα χρόνια, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σε χώρες, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, εκδηλώθηκε και εκδηλώθηκε σε πολύ υψηλό οικονομικό επίπεδο. Οικονομικά η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη είναι πρωτοφανής. Το δάνειο προς την Ελλάδα θα υπερβεί τα 240 δισεκατομμύρια ευρώ. Η περικοπή του χρέους ονομαστικά φτάνει τα 125 δισεκατομμύρια και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών κινείται σταθερά κάπου ανάμεσα στα 70 και τα 150 δισεκατομμύρια.
Εάν συγκρίνουμε τα ποσά αυτά με τις χρηματοοικονομικές ανάγκες της Ουκρανίας που αναζητά περίπου 35 δισεκατομμύρια ευρώ για να αντιμετωπίσει την κρίση της, καταλαβαίνουμε το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος, του προβλήματος της ευρωζώνης, αλλά και το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας και των άλλων οικονομιών της ευρωζώνης, σε σχέση με άλλες περιοχές και άλλες χώρες του κόσμου.
Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, λοιπόν, κινείται σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο από πλευράς οικονομικού μεγέθους, αλλά ταυτόχρονα συνοδεύεται από πολιτικές αντιλήψεις και πολιτικούς όρους, οι οποίοι έχουν πολύ μεγάλο κοινωνικό, αναπτυξιακό και πολιτικό κόστος για τις χώρες που υπόκεινται στα προγράμματα αυτά.
Υπήρχαν εξ αρχής πολύ σοβαρά σχεδιαστικά προβλήματα στα προγράμματα στήριξης, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος. Αυτό πλέον ομολογείται από το ίδιο το ΔΝΤ με απολύτως επίσημο τρόπο. Υπήρξαν αποφάσεις, οι οποίες έπρεπε να ληφθούν και ελήφθησαν καθυστερημένα και ανολοκλήρωτα με αδυναμία πλήρους εφαρμογής.
Υπήρχαν και υπάρχουν άδικα στερεότυπα για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου, της περιφέρειας. Υπάρχει μια συζήτηση διεθνής, άδικη που τροφοδοτείται πολύ καιρό τώρα μέσα από τη δική μας, την ευρωπαϊκή αδυναμία να αντιδράσουμε με ένα τρόπο οργανωμένο, συστηματικό, οριστικό, αποτελεσματικό.
Και βέβαια, για να φτάσω στα θέματα που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ως θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αλήθεια είναι ότι πάρα πολύ συχνά κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε απαιτήσεις των εταίρων μας και δανειστών μας, απαιτήσεις της τρόικας που αντιβαίνουν στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, στο κοινοτικό κεκτημένο, στην αντίληψη περί ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, σε κανόνες ή σε οδηγίες του soft law που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το Συμβούλιο της Ευρώπης, από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας.
Η διαπραγμάτευση δεν ήταν ποτέ εύκολη, γιατί ακόμη και πράγματα αυτονόητα, πράγματα προφανή, όπως η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου, έπρεπε να τεθούν υπό διαπραγμάτευση και να επιβεβαιωθούν μετά από πολύ κόπο και με μεγάλες καθυστερήσεις.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι εμφανείς. Στην Ελλάδα έχουμε μια σωρευτική ύφεση τα τελευταία χρόνια, μεγαλύτερη απ’ αυτή που είχε προβλεφθεί από τους σχεδιαστές του προγράμματος, η οποία φτάνει περίπου στο 25% του ΑΕΠ.
Υπάρχει μια μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, η οποία κατά τους υπολογισμούς του ΔΝΤ φτάνει περίπου το 11%, αλλά η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που έχουν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους κατά 35%.
Έχουμε νέες μορφές φτώχειας, οι οποίες είναι άκρως απειλητικές. Έχουμε πολύ σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν αλλάξει την αγορά εργασίας και το ασφαλιστικό σύστημα, αλλά εκεί που καταργούμε αγκυλώσεις, αδικαιολόγητα προνόμια, εκεί που συγκρουόμαστε με παλιές συντεχνιακές και κρατικιστικές αντιλήψεις, εκεί δίπλα υπάρχουν δίκαια αιτήματα, εύλογες αξιώσεις των πολιτών ή κοινωνικών ομάδων που ζητούν το αυτονόητο, ζητούν την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμόζεις ταυτόχρονα ένα εντυπωσιακά φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, εφαρμόζοντας μέτρα λιτότητας, μέτρα περιορισμού των εισοδημάτων, ή αύξηση της φορολογίας και ταυτόχρονα, ένα εξίσου φιλόδοξο και εντυπωσιακό πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής, μεγάλων θεσμικών αλλαγών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, για την απελευθέρωση επαγγελμάτων για το άνοιγμα της αγοράς. Γιατί η κοινωνία όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με μέτρα λιτότητας, δεν μπορεί να στηρίξει, όπως θα έκανε κάτω από άλλες συνθήκες, φιλόδοξες και αναγκαίες πολιτικές διαρθρωτικών αλλαγών και εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης, αλλά και των ίδιων των συνθηκών λειτουργίας της αγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα, όπως ξέρετε, εμφανίζει τώρα 4 χρόνια μετά, εντυπωσιακά αποτελέσματα χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού. Ξεκινήσαμε από ένα πρωτογενές έλλειμμα, πρωτογενές έλλειμμα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το 2009 που ξεπερνούσε το 12% του ΑΕΠ και έχουμε φτάσει τώρα σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα που ξεπερνά το 1,5% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι, με όρους πρωτογενούς ελλείμματος, πρωτογενούς πλεονάσματος, έχουμε πετύχει μια δημοσιονομική προσαρμογή που σε απόλυτους αριθμούς φτάνει περίπου τα 28 δισεκατομμύρια ευρώ, τις 13,5 περίπου μονάδες του ΑΕΠ.
Αλλά για να το πετύχουμε αυτό, η χώρα έλαβε μέτρα που ξεπερνούν τα 80 δισεκατομμύρια ευρώ. Άρα αντιλαμβάνεστε πόσο μεγάλος κόπος χρειάζεται, πόσες θυσίες χρειάζονται προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η πρωτοφανής, η εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή.
Τώρα, ακόμη και το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, ακριβώς επειδή πετύχαμε την αναδιάρθρωσή του, τη μείωσή του, επειδή πετύχαμε σημαντική μείωση των επιτοκίων και του κόστους εξυπηρέτησης, τώρα λοιπόν ακόμη και το δημοσιονομικό μας έλλειμμα, κινείται καθαρά κάτω από το όριο του 3%, στο 2,1%.
Και παρά την κριτική που ασκείται στη χώρα, ή τις αμφιβολίες που υπάρχουν, οι διαρθρωτικές αλλαγές στους μεγάλους τομείς, είναι εμφανείς. Το πιο εντυπωσιακό είναι το μέγεθος του κράτους, όταν μετριέται ως ύψος δημόσιας δαπάνης για τις ανάγκες χρηματοδότησης του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Αυτές οι δαπάνες στην Ελλάδα βρίσκονται τώρα στο επίπεδο του 35% του ΑΕΠ. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα είναι ένα από τα μικρότερα σε μέγεθος κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωζώνη.
Τώρα σας υποδεχόμαστε στην Αθήνα, στην Ελλάδα, δυο μέρες μετά τη συμφωνία με την τρόικα, με τους θεσμικούς μας εταίρους, για την είσοδό μας στην τελική φάση του προγράμματος που μας οδηγεί στην οριστική έξοδο από την κρίση και το μνημόνιο. Μας οδηγεί στην επιστροφή στην κανονικότητα μιας ευρωπαϊκής χώρας, μιας χώρας μέλους της ζώνης του ευρώ, που είναι θεσμικά ισότιμη και, καλώς ή κακώς, αυτή η θεσμική ισοτιμία, η κυριαρχία των κρατών, μετριέται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ικανότητά τους να μετέχουν στις διεθνείς αγορές και να δανείζονται με φυσιολογικούς όρους στις διεθνείς αγορές.
Το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε είναι πάρα πολύ σημαντικό, είναι πραγματικά μια τομή, μία στροφή, γιατί έχει γίνει πλέον οριστικά αποδεκτό και από τους εταίρους μας, την ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ, ότι η Ελλάδα ούτε χρειάζεται, ούτε μπορεί να λάβει νέα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μήνυμα για τον ελληνικό λαό, αλλά και όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Χάρη στο μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, που το διαθέτουμε σε σημαντικό βαθμό για την εξυπηρέτηση των μεγάλων στόχων του προγράμματος, μπορούμε να αρχίσουμε σταδιακά την αποκατάσταση αδικιών και να ενισχύσουμε τα μέτρα προστασίας της κοινωνικής συνοχής, βοηθώντας ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Οικογένειες χωρίς εισόδημα, με πολλά παιδιά, ανασφάλιστους υπερήλικες, μακροχρόνια ανέργους χωρίς την αναγκαία στήριξη από το κράτος, αστέγους. Να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα απόλυτης φτώχειας. Ταυτόχρονα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που είναι πλήρως ανακεφαλαιοποιημένο, ισχυρό, έχει τώρα την υποχρέωση να βοηθήσει την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση, την πραγματική οικονομία.
Και ξέρουμε πως πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών, κυρίως σε σχέση με τη δημόσια διοίκηση, αλλά και την απελευθέρωση της αγοράς, ώστε να λειτουργούν συνθήκες πλήρους ανταγωνιστικότητας.
Τα επόμενα βήματά μας έχουν ήδη προδιαγραφεί από τη συμφωνία μας με τους εταίρους μας. Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει πολύ μεγάλες ιδιομορφίες. Είναι ένα χρέος το 80% του οποίου κατέχεται από τους θεσμικούς μας εταίρους, από τις χώρες της ευρωζώνης, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΕSM και το ΔΝΤ. Μόνο 20% του χρέους είναι διαπραγματεύσιμο στις διεθνείς αγορές. Η διάρθρωσή του είναι εντυπωσιακά καλή. Κατ’ επανάληψη ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής του ESM, o κ. Klaus Regling, με τον οποίο είχαμε υπογράψει το μεγάλο δάνειο προς την Ελλάδα, όταν ήμουνα Υπουργός Οικονομικών, έχει εξηγήσει γιατί το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι απολύτως βιώσιμο και μικρότερο ως μέγεθος από το δημόσιο χρέος πολλών άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το εξετάζουμε με όρους net present value, καθαράς παρούσης αξίας.
Η Ελλάδα είναι έτοιμη να επανέλθει στις αγορές. Στην πραγματικότητα δεν αποχώρησε ποτέ από τις αγορές. Είναι πάντα παρούσα μέσω των εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου, αλλά θα επανέλθουμε και με τη μορφή άλλων προϊόντων, γιατί έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε αυτό μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
Έχουν, συνεπώς, διαμορφωθεί οι δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις της ανάκαμψης. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να ακολουθήσουμε άλλο σχέδιο. Οι θεσμικοί μας εταίροι, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας επέβαλαν αυτό το σχέδιο. Μπορεί να μην είχαν υπολογίσει σωστά τις συνέπειες, ιδίως τις κοινωνικές και αναπτυξιακές συνέπειες, αλλά δεν είχαμε καλύτερη λύση, υπό συνθήκες που ήταν συνθήκες ακραίας κρίσης και κινδύνου ασύντακτης χρεοκοπίας.
Βεβαίως, αυτό που επείγει και είναι πάντα η πρώτη μας προτεραιότητα είναι τα μέτρα ανάσχεσης της ανεργίας. Τα μέτρα προστασίας της κοινωνικής συνοχής. Αλλά δεν θα έχουμε αποτέλεσμα σε σχέση με το κορυφαίο ζήτημα που είναι η ανεργία και ιδίως η ανεργία των νέων, εάν δεν αλλάξει το κλίμα, η ατμόσφαιρα, εάν δεν υπάρξει ασφάλεια και αισιοδοξία. Γιατί μόνο μέσα από την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, τις επενδύσεις σε όλα τα επίπεδα επιχειρήσεων, επενδύσεις ενδογενείς, ελληνικές και ξένες, θα μπορέσουμε να πάμε εκεί που θέλουμε, δηλαδή σε ισχυρούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε δημιουργία θέσεων εργασίας.
Αυτά τα λέμε και τελειώνω, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές για το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το μεγάλο μας ερώτημα είναι εάν μπορεί να υπάρξει μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη. Δηλαδή εάν μπορεί να υπάρξει μια απάντηση στις κοινωνίες που ταυτίζουν την Ευρώπη με τις πολιτικές λιτότητας, με την ύφεση και την ανεργία, γιατί υπάρχουν τέτοιες κοινωνίες στην Ευρώπη.
Η νέα γενιά των Ευρωπαίων πολιτών φοβάται ότι δεν θα είναι η γενιά των δικαιωμάτων, αλλά θα είναι μια γενιά που δεν θα βρίσκει «μια θέση κάτω από τον ήλιο» της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Οι εκδοχές του ευρωσκεπτικισμού αυξάνουν. Έχουμε ριζοσπαστικό, δήθεν αριστερό ευρωσκεπτικισμό, που τελικά καταλήγει να είναι κρατικιστικός και εθνικιστικός, γιατί πολύ συχνά πηγαίνουμε από τον ευρωσκεπτικισμό στον οικονομικό εθνικισμό. Έχουμε εθνικές στρατηγικές, οι οποίες είναι πάντα παρούσες, ανεξάρτητα από ποια κυβέρνηση είναι στην εξουσία σε κάθε κράτος.
Η συζήτηση για την αρχή της επικουρικότητας αρχίζει να γίνεται ξανά με περίεργους όρους, γιατί στο ερώτημα εάν θέλουμε λιγότερη Ευρώπη ή περισσότερη Ευρώπη, η εύκολη απάντηση είναι ότι θέλουμε μια άλλη καλύτερη Ευρώπη, αλλά αυτό πώς εξειδικεύεται όταν έχεις μπροστά σου συγκεκριμένες αντιλήψεις;
Πράγματι, θέλουμε μια άλλη Ευρώπη, μια Ευρώπη των αξιών, μια Ευρώπη που έχει συνείδηση της ιστορίας της, μια Ευρώπη ανταγωνιστική, μια Ευρώπη ευαίσθητη, μια Ευρώπη πλουραλιστική, μια Ευρώπη που είναι η καλύτερη περιοχή του κόσμου. Αλλά η Ευρώπη μικραίνει πληθυσμιακά, χάνει βαθμούς ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι το κέντρο του κόσμου πλέον.
Οι κρατούσες αντιλήψεις θεωρούν ότι θα φτάσουμε σε αυτή την άλλη Ευρώπη μέσα από τρία, κυρίως, βήματα που γίνονται. Το ένα είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα των υπηρεσιών, στη βιομηχανία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζητά σήμερα για την βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Το προηγούμενο είχε συζητήσει για την ανταγωνιστικότητα στον τομέα των υπηρεσιών. Αλλά όλες αυτές οι προτάσεις που συνοψίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι συμβατικές. Δεν συνιστούν μια γοητευτική, ανατρεπτική προσέγγιση που να μπορούμε να την παρουσιάσουμε στους λαούς μας, στους πολίτες μας.
Το δεύτερο βήμα είναι η Τραπεζική Ένωση. Κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό, αλλά συζητάμε για τον ενιαίο μηχανισμό εποπτείας και για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, αλλά δεν συζητάμε για τον ενιαίο μηχανισμό προστασίας των καταθέσεων, ούτε για ενιαία επιτόκια δανεισμού επιχειρήσεων. Μια μικρομεσαία επιχείρηση στην Ελλάδα δανείζεται με επιτόκια 7% ακριβότερα από ότι μια γερμανική επιχείρηση. Άρα έχουμε συγκλονιστικές διαφορές στο κόστος δανεισμού και στο κόστος της ενέργειας, επίσης. Και βέβαια, το τρίτο βήμα είναι η εμβάθυνση γενικά της οικονομικής διακυβέρνησης, μέσα από τους διάφορους μηχανισμούς που υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχει ακόμη μια ολοκληρωμένη απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα, τα οποία τα αναφέρω ως τίτλους, γιατί πρέπει να απασχολήσουν την ευρωπαϊκή συζήτηση τώρα, πριν από τις εκλογές.
Τίποτα δεν θα γίνει εάν δεν μιλήσουμε σοβαρά για τους ίδιους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού είναι αυτό που είναι. Συγκροτήθηκε η Επιτροπή Bondi. Υπάρχουν αρκετές χώρες που αποδέχονται το φόρο στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ως πηγή άντλησης ιδίων πόρων, αλλά μια σοβαρή ευρωπαϊκή πολιτική συζήτηση γι’ αυτό, η αλήθεια είναι ότι δεν γίνεται. Χρειαζόμαστε μια οριστική λύση στο πρόβλημα του δημοσίου χρέους των κρατών μελών για να σπάσει ο φαύλος κύκλος.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος, ναι, είναι μεγάλο. Είναι 320 δισεκατομμύρια ως απόλυτο μέγεθος. Το γερμανικό είναι 2 τρισεκατομμύρια 600 δισεκατομμύρια, το γαλλικό 2 τρισεκατομμύρια 200 δισεκατομμύρια, το ιταλικό 2 τρισεκατομμύρια 100 δισεκατομμύρια. Οι τρεις χώρες μόνο έχουν 7 τρισεκατομμύρια χρέος. Το ελληνικό είναι 320 δισεκατομμύρια ως ευρωπαϊκό μέγεθος. Δεν αναζητώ τώρα μια τεχνική λύση, τι θα γίνει με την αμοιβαιοποίηση του χρέους ή με τα ευρωομόλογα. Πάντως αυτό είναι ένα θέμα.
Το τρίτο μεγάλο βήμα είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ. Είναι η αναστήλωση της ιδέας του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Μπορούμε να έχουμε ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος χωρίς δημογραφική και δημοσιονομική απειλή; Μπορεί η Ευρώπη να ενσωματώσει στο μοντέλο ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητάς της οριστικά ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους; Αυτό είναι ένα θέμα, στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε οριζόντια, πανευρωπαϊκά, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στην Ευρώπη των αξιών, όπως είπα, και να βοηθήσουμε την Ευρώπη να λειτουργήσει ως μια πραγματική πολιτική οντότητα.
Κάτι που, όπως δείχνει η κρίση στην Ουκρανία, είναι δύσκολο. Δεν υπάρχουν ούτε οι σχεδιασμοί, ούτε οι μηχανισμοί που θα μας επέτρεπαν να λειτουργήσουμε με την αποτελεσματικότητα που πρέπει ως μια ισχυρή πολιτική οντότητα που υπερβαίνει το άθροισμα των κρατών - μελών.
Με αυτές τις σκέψεις, οι οποίες είναι προφανείς για σας, θέλω να σας καλωσορίσω. Να ευχηθώ καλή επιτυχία στις εργασίες σας και να σας ευχαριστήσω γιατί είχατε την τόσο ωραία ιδέα και πρωτοβουλία να οργανώσετε αυτή τη συνάντηση, γι’ αυτό το θέμα, αυτή τη στιγμή, εδώ στην Ελλάδα. Σας ευχαριστώ πολύ.
20 Μαρτίου, 2014