Σας ευχαριστώ για την υποδοχή που μου επιφυλάξατε.
Κύριε Πρέσβη,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στη Βουλή των Ελλήνων, στην Κυβέρνηση και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
κυρίες και κύριοι,
Συγχαίρω τους οργανωτές αυτού του σημαντικού γεγονότος και τους ευχαριστώ, γιατί μου δίνουν την ευκαιρία να απευθυνθώ στους συμμετέχοντες, δηλαδή σε εκπροσώπους της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας και σε ξένους φίλους που είναι χρήσιμοι παράγοντες για την ανάκαμψη της ελληνικής πραγματικής οικονομίας μετά από 6 χρόνια ύφεση.
Όπως είχα την ευκαιρία να πω χθες στην κρίσιμη συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή των Ελλήνων για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση, κρίση δεν είναι η προσπάθεια διαχείρισης και υπέρβασης της κρίσης που ξεκίνησε από την άνοιξη του 2010 και μετά.
Κρίση είναι τα συσσωρευμένα πολυετή διαρθρωτικά προβλήματα που μας οδήγησαν στα τέλη του 2009, για την ακρίβεια ήδη από το 2008, οπότε είχαμε και τα πρόδρομα φαινόμενα, κολλημένους με την πλάτη στον τοίχο, αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της ασύντακτης χρεοκοπίας.
Βεβαίως, η ίδια η αντιμετώπιση της κρίσης μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές, και αυτό το έχουμε υποστεί, σε επιδείνωση της ύφεσης και της ανεργίας, όταν δεν υπάρχουν ώριμες συνταγές και μηχανισμοί, προκειμένου να τεθούν σε κίνηση, για να ανασχέσουν την κρίση ή για να επανορθώσουν το ταχύτερο δυνατό και με μια μέθοδο που είναι ήπια και που σέβεται την πραγματική οικονομία μιας χώρας.
Αυτοί οι μηχανισμοί δεν υπήρχαν, αυτοί οι μηχανισμοί διαμορφώθηκαν σιγά-σιγά γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το εγχείρημα της ζώνης του ευρώ, το επιχείρημα της νομισματικής ενοποίησης, ήταν εξαρχής ένα εγχείρημα βολονταριστικό, ένα εγχείρημα περισσότερο πολιτικό απ’ ό,τι έπρεπε, ένα εγχείρημα που μπορεί να έχει και έχει αναμφίβολα ιστορικές διαστάσεις, αλλά που από πλευράς τεχνικής, από πλευράς οικονομικής ήταν οργανωμένο, προκειμένου να λειτουργεί μέσα σε φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως.
Δεν είχε λάβει υπ' όψιν του δυναμικές εξελίξεις, δεν είχε λάβει υπ' όψιν του το ενδεχόμενο μιας κρίσης, όπως αυτή που κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία από το 2007 και μετά.
Φτάσαμε έτσι σ’ ένα ελληνικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης, σ’ ένα ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής με δύο ευδιάκριτους πυλώνες:
Τον πρώτο πυλώνα της κατά κυριολεξία δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή της δραστικής μείωσης των ελλειμμάτων που είχαν εκτιναχθεί, είχαν καταστεί ανεξέλεγκτα. Και βεβαίως, όταν αναφέρομαι σ’ ελλείμματα, δεν εννοώ μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα, εννοώ και το τραγικό για το αναπτυξιακό μοντέλο, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και, βεβαίως ταυτόχρονα, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε στον πυλώνα αυτόν της δημοσιονομικής προσαρμογής το επιτακτικό ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, το οποίο είχε καταστεί απολύτως ανεξέλεγκτο.
Αυτός ο πυλώνας της δημοσιονομικής προσαρμογής, εάν επρόκειτο ν’ αντιμετωπισθεί με τη δική μας μέθοδο και τις δικές μας δυνάμεις, βεβαίως και θ’ αντιμετωπιζόταν, όπως είπα κι εχθές, με πολύ πιο άνετο και ήπιο τρόπο μέσα στον ορίζοντα μιας δεκαετίας, ώστε η ελληνική οικονομία ν’ αφομοιώσει την αναγκαία αυτή προσαρμογή, η οποία βεβαίως θα απαιτούσε στην περίπτωση αυτή ενδογενείς πόρους, κεφάλαια που δε μπορούσε η Ελλάδα να βρει και να αξιοποιήσει μόνη της.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι το μοντέλο της γρήγορης, εξαιρετικά φιλόδοξης δημοσιονομικής προσαρμογής, που ξεκίνησε στα τέλη της άνοιξης του 2010, ήταν ένα μοντέλο που δεν το επιλέξαμε, αλλά που ήταν η μοναδική λύση κι εξακολουθεί να είναι η μοναδική λύση, γιατί όταν αναζητάς κεφάλαια κι όταν η επιλογή σου είναι να αποφύγεις την ασύντακτη χρεοκοπία, να παραμείνεις στο ευρώ και να οργανώσεις την υπέρβαση της κρίσης με το λιγότερο επώδυνο και τον περισσότερο ασφαλή τρόπο, δεν έχεις μεγάλα περιθώρια επιλογών.
Στην πραγματικότητα εκείνη τη στιγμή, ενόψει του συσχετισμού των δυνάμεων, δεν είχες καμία άλλη επιλογή.
Ο άλλος πυλώνας είναι αυτός της λεγόμενης διαρθρωτικής προσαρμογής, ο πυλώνας των αλλαγών που συνηθίζουμε να λέμε διαρθρωτικές. Αυτό που αφορά το κράτος και την ανάγκη η Ελλάδα επιτέλους, τιμώντας και τη μνήμη του Ιωάννη Καποδίστρια του πρώτου κυβερνήτη της, να γίνει ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, της ανάπτυξης και του γενικού συμφέροντος. Αυτό που συνδέεται με το παραγωγικό σχήμα της χώρας, με την κινητοποίηση των ενδογενών, υγειών δημιουργικών δυνάμεων του τόπου.
Αυτό το σκέλος φυσικά θα έπρεπε να το έχουμε θέσει σε εφαρμογή μόνοι μας, με τη δική μας βούληση, με τις δικές μας δυνάμεις με τους δικούς μας ρυθμούς, πολύ νωρίτερα.
Το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά, υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες, αναγκαστήκαμε να κινηθούμε παράλληλα και ταυτόχρονα στους δυο αυτούς άξονες, της δημοσιονομικής προσαρμογής και της διαρθρωτικής προσαρμογής, αντιλαμβάνεστε ότι προκάλεσε μια σειρά από προβλήματα.
Μια κοινωνία που υφίσταται τις επιπτώσεις της γρήγορης, της ταχύρρυθμης, της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, που βλέπει, λόγω των μέτρων που λαμβάνονται να βαθαίνει η ύφεση και να αυξάνει η ανεργία, είναι μια κοινωνία πολύ λίγο δεκτική στο αίτημα των διαρθρωτικών αλλαγών.
Μπορεί το αίτημα αυτό να το κατανοεί, μπορεί το αίτημα αυτό να είναι οφθαλμοφανές, μπορεί το αίτημα αυτό να είναι ιστορικού χαρακτήρα, να είναι μια ανοιχτή εκκρεμότητα από τότε που γεννήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αλλά δεν υπάρχουν χειρότερες συνθήκες να εφαρμόσεις ένα τέτοιο φιλόδοξο πρόγραμμα, από τη συγκυρία εκείνη που σε αναγκάζει να περικόψεις μισθούς και συντάξεις, να αυξήσεις τη φορολογική επιβάρυνση, να επιβάλλεις μέτρα, τα οποία συγκροτούν αυτού που λέγεται πολιτική λιτότητας.
Αντιλαμβάνεστε μέσα σε ποιο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό, με πόσες και ποιες δυσκολίες κληθήκαμε να διαχειριστούμε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα, που απαιτούσε μια συνεχή σκληρή διαπραγμάτευση με θεσμικούς εταίρους και πιστωτές, που έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο διανοητικό, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό ορίζοντα.
Ένα στερεότυπο για το τί σημαίνει δημοσιονομική προσαρμογή, ένα στερεότυπο για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, ένα στερεότυπο, από το οποίο η Ελλάδα απέκλινε και σε πολύ μεγάλο βαθμό αποκλίνει, και αυτό θεωρείται ακατανόητο και πολλές φορές απαράδεκτο για τον κυρίαρχο ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης.
Ως Αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ως αρχηγός ενός Κόμματος που μετέχει στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και στην ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δικαιούμαι να πω ότι αυτή η Ευρώπη που είναι ο συνομιλητής μας τα τελευταία δύσκολα χρόνια, είναι, όπως έχω πει κατ’ επανάληψη, μια πολιτικά συντηρητική Ευρώπη.
Μια Ευρώπη, που σκέφτεται με ένα μονοδιάστατο οικονομικά τρόπο, αλλά είναι μια Ευρώπη που ψηφίζεται από λαούς. Είναι μια Ευρώπη που εκφράζεται μέσα από το Κοινοβούλιο, είναι μια Ευρώπη που κυριαρχείται από επαναλαμβανόμενους αρνητικούς εκλογικούς κύκλους σε όλα τα κράτη.
Και είναι μια Ευρώπη που, τελικώς, κυβερνιέται από ένα κυλιόμενο μεγάλο συνασπισμό μεταξύ των δύο πιο παραδοσιακών και σημαντικών πολιτικών οικογενειών, της συντηρητικής Χριστιανοδημοκρατικής και της σοσιαλιστικής Σοσιαλδημοκρατικής, που εναλλάσσονται και συνυπάρχουν.
Πολλές φορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτικά η τυπική θεσμική διάκριση ανάμεσα στην εκάστοτε Κυβέρνηση και την εκάστοτε αντιπολίτευση, ανεξαρτήτως του ιδεολογικού και πολιτικού στίγματος κάθε Κυβέρνησης και κάθε αντιπολίτευσης, είναι πολύ πιο σημαντική από τον χαρακτήρα τον αξιακό, τον πολιτικό, τον ιστορικό των Κομμάτων που μετέχουν κάθε φορά στην Κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
Αυτό αντιλαμβάνεστε πόσο διογκώνει το δημοκρατικό και πολιτικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πόσο στενεύει το πεδίο της συζήτησης, πως η Ευρώπη μετατρέπεται σε μια πολιτική οντότητα μονοδιάστατη, η οποία χάνει σιγά - σιγά την ικανότητά της να ανταποκρίνεται σε ιστορικές προκλήσεις.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος θεσμικά και πολιτικά ατελής, μια ήπειρος που γηράσκει, μια ήπειρος που συρρικνώνεται πληθυσμιακά, μια ήπειρος που βρίσκεται αντιμέτωπη με νέους ανταγωνιστές στην παγκόσμια οικονομία και δεν είναι καθόλου μα καθόλου έτοιμη να αντιμετωπίσει όλο αυτό το δύσκολο φαινόμενο.
Μπορεί να πιστεύουμε εμείς οι Ευρωπαίοι ότι είμαστε πάντα το κέντρο του κόσμου, ότι η γηραιά ήπειρος καθοδηγεί εξ ορισμού, λόγω ιστορικών κύκλων, αυτό που λέγεται δυτική οικονομία, ευρωατλαντικός οικονομικός χώρος, αλλά τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Έχουν αλλάξει όλοι οι συσχετισμοί.
Οι προοπτικές είναι λαμπρές, για την επικείμενη Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμπίπτει με το εξάμηνο μιας μεγάλης πολιτικής συζήτησης που πρέπει ν’ ανοίξει, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να εκτιμηθούν και τα προγράμματα προσαρμογής.
Όχι μόνο το ελληνικό, που είναι το πιο χαρακτηριστικό, το ακραίο εργαστήρι, στο οποίο δοκιμάστηκαν οι ικανότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαχειρίζεται κρίσεις, απροσδόκητα γεγονότα αλλά και άλλα προγράμματα.
Προγράμματα όπως το ιρλανδικό και το πορτογαλικό βεβαίως, αλλά και προγράμματα χωρίς χρήματα ή με λίγα χρήματα, όπως το ισπανικό, όπως το ιταλικό. Αναφέρθηκα χτες στην ομιλία μου στη Βουλή στην ανοιχτή απειλή για τη γαλλική οικονομία που δείχνει πόσο έντονες μπορεί να είναι οι πιέσεις και πόσο εύθραυστοι μπορεί να είναι οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί.
Όλα αυτά λοιπόν έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία και για την αξιολόγηση που κάνουμε τώρα του Εθνικού Προγράμματος, η οποία δε γίνεται μ’ έναν τρόπο εργαστηριακό, όπως είπα προηγουμένως. Η συζήτηση δηλαδή δεν είναι μια συζήτηση που αφορά εσφαλμένες υποθέσεις.
Θεωρητικά σχήματα, τα οποία δοκιμάζονται στην πράξη και αποτυγχάνουν, όπως οι περιβόητοι πολλαπλασιαστές ανάμεσα στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και την επίπτωσή τους στην ύφεση και την ανεργία, οι οποίοι αφορούν τελικά κοινωνίες, λαούς, πολίτες, οικογένειες, καταστάσεις της καθημερινότητας, αγωνίες που πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας, καθώς βαδίζουμε σε μια διαδικασία, όπως είναι οι ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου του 2014, η οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη, βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με νέες δυναμικές μορφές ευρωσκεπτικισμού.
Μορφές ευρωσκεπτικισμού που τις ζήσαμε άλλες φορές στα μεγάλα δημοψηφίσματα για τα προηγούμενα ιστορικά βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τις ζήσαμε στα δημοψηφίσματα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τις ζήσαμε για το περιβόητο, ατελές και τελικά θνησιγενές Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά και τώρα.
Τα ζούμε και τώρα με ανοιχτή τη διαδικασία του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο γι’ αυτή καθαυτή τη μορφή της συμμετοχής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Υπό την έννοια αυτή, είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σ’ ένα λαό που αυτή τη στιγμή ζει μέσα στο βίωμα της κρίσης και της λιτότητας, ότι αυτή η επιλογή ήταν μια επιλογή εξαιρετικά σκληρή και επώδυνη, μια επιλογή η οποία οδήγησε στη σωρευτική ύφεση του 25% του ΑΕΠ και σε απώλεια διαθέσιμου εισοδήματος που κατά μέσο όρο φτάνει το 40%, αλλά ήταν πράγματι η καλύτερη λύση.
Δυστυχώς, το ξαναλέω σ’ εσάς και ελπίζω ότι με καταλαβαίνετε, αυτό είναι ένα βίωμα. Το επιχείρημα, το ισχυρό επιχείρημα, το οποίο πιστεύω πολύ βαθιά ότι οποιαδήποτε άλλη λύση θα ήταν μη λύση, θα ήταν η απόλυτη καταστροφή, το ζητούμενο δε θα ήταν αν θα χάσουμε το 25% του ΑΕΠ αλλά αν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε το 25% χάνοντας το 75%.
Το ζήτημα δε θα ήταν αν η ανεργία θα έφτανε για το γενικό πληθυσμό το 27% αλλά αν θα είχαμε 27% απασχόληση, αλλά αυτό είναι ένα επιχείρημα, ένα επιχείρημα το οποίο δε μπορεί να το αντιληφθεί ο πολίτης.
Φοβούμαι ότι είναι κι ένα επιχείρημα που δε μπορούν να το αντιληφθούν οι θεσμικοί μας ομιλητές σ’ αυτή την περίοδο που πάλι έχει ανοίξει ένας κύκλος διαπραγμάτευσης. Έχει ανοίξει ένας κύκλος διαπραγμάτευσης με άλλα όμως δεδομένα.
Τώρα πια, το γνωρίζετε πάρα πολύ καλά, μπορούμε να παρουσιάσουμε αυτό το επιχείρημα του πρωτογενούς πλεονάσματος. Μπορούμε να ισχυριστούμε, με την αναγκαία δημοσιονομική τεκμηρίωση, ότι έχουμε πετύχει πολύ σημαντικά αποτελέσματα στον πρώτο πυλώνα της δημοσιονομικής προσαρμογής και ταυτόχρονα έχουμε ανακτήσει σημαντικούς βαθμούς στο ρεύμα ανταγωνιστικότητας, στο δεύτερο πυλώνα της διαρθρωτικής προσαρμογής.
Και είναι άδικο αναμφίβολα για τη χώρα μας το γεγονός ότι ο πραγματικός συντελεστής της προσαρμογής που είναι το κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό έλλειμμα, το διαρθρωτικό, αν λάβουμε υπ' όψιν μας και τα άπαξ μέτρα, δεν είναι αυτός που γίνεται αυτόματα και αυτονόητα δεκτός στη διεθνή συζήτηση.
Τουλάχιστον αυτό που πρέπει να γίνει δεκτό, αυτό είναι καταλυτικό, είναι πως οι στόχοι του προγράμματός μας είναι στόχοι μακροοικονομικοί και όχι στόχοι απλώς δημοσιονομικοί.
Γιατί, όπως ξέρετε πολύ καλύτερα από μένα - πολλοί από σας εδώ μέσα ξέρουν πολύ καλύτερα από μένα - αφετηρία όλης αυτής της συζήτηση είναι η περιβόητη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, ενός χρέους που καταφέραμε να το μειώσουμε, ως όγκο, με εντυπωσιακό τρόπο.
Καταφέραμε να κάνουμε τη μεγαλύτερη ονομαστική μείωση στην παγκόσμια οικονομική ιστορία με το PSI και με την επαναγορά του χρέους, καταφέραμε ν’ απαλλάξουμε τις επόμενες γενιές των Ελλήνων από ένα εντυπωσιακά υψηλό μέγεθος χρέους, από ένα ποσοστό του ΑΕΠ που ξεπερνάει το 60%.
Καταφέραμε να κάνουμε μια εντυπωσιακά μεγάλη αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, να εμφανίζουμε τώρα ένα εντυπωσιακά μικρότερο και ελεγχόμενο κόστος εξυπηρέτησης, να έχουμε μια εντυπωσιακά μεγάλη μέση διάρκεια που φτάνει τα 16,5 χρόνια, να έχουμε εντυπωσιακά μικρά μέσα επιτόκια τα οποία κινούνται στην περιοχή του 2%.
Έχουμε μια πολύ πιο ευνοϊκή για μας κατανομή των ληκτοτήτων. Κατά συνέπεια, έχουμε τη δυνατότητα να παρουσιάσουμε με πολλούς τρόπους από πολλές οπτικές γωνίες τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά δυστυχώς αυτό δε γίνεται αντιληπτό άμεσα απ’ τους συνομιλητές μας.
Είναι αλήθεια, ότι εξακολουθούμε να είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια συζήτηση για το περιβόητο δημοσιονομικό κενό και για το περιβόητο χρηματοδοτικό κενό, σε σχέση με στόχους και προβολές που αφορούν τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, που στην πραγματικότητα είχαν ενταχθεί σε ένα σύστημα υποθέσεων πριν από τη δραστική περικοπή του δημοσίου χρέους, πριν διαμορφωθούν οι σημερινές συνθήκες που συμπεριλαμβάνουν και λάθος υπολογισμούς, γενικούς υπολογισμούς του προγράμματος προσαρμογής.
Πριν διαπιστώσουμε ότι τώρα έχουμε μια τόσο μεγάλη σωρευτική ύφεση, μια απαράδεκτα υψηλή ανεργία, ιδίως στους νέους και βεβαίως πριν διαπιστωθεί ότι, παρ' όλα αυτά και εις πείσμα όλων αυτών, η ελληνική πραγματική οικονομία αντιστέκεται, η ελληνική πραγματική οικονομία υπάρχει, η ελληνική πραγματική οικονομία μπορεί να κάνει τη διαφορά, να κινηθεί μέσα σε άλλες συνθήκες στη λειτουργία των αγορών, καθώς και να κινηθεί με άλλους όρους ανταγωνιστικότητας.
Η ελληνική οικονομία μπορεί να είναι περισσότερο εξωστρεφής από ότι υπέθετε ο συντάκτης αυτής της θεωρητικής μελέτης πριν από δύο ή τρία χρόνια.
Αυτά όμως, αντιλαμβάνεστε ότι δεν έχουν περιληφθεί σε αυτό το σύστημα υπολογισμών και προβολών. Δεν έχει περιληφθεί ο πολιτικός παράγοντας, οι πολιτικοί παράγοντες, οι ψυχολογικοί παράγοντες, οι παράγοντες της κοινωνικής αντοχής και της κοινωνικής συνοχής, οι παράγοντες της νομιμοποίησης όλων των αποφάσεών μας.
Αυτά όμως είναι στοιχεία, τα οποία δεν συνιστούν μια πολιτική προσέγγιση, ή μια πολιτική διαπραγμάτευση. Εμείς δεν θέλουμε ούτε πολιτική προσέγγιση που μας απαλλάσσει από ευθύνες, οι οποίες απορρέουν μέσα από μια επιστημονική ανάλυση, ούτε μια πολιτική «διαπραγμάτευση», η οποία μας επιτρέπει να ζητάμε εξαιρέσεις ή αποκλίσεις, δηλαδή τη διαιώνιση της μήτρας της κρίσης.
Θέλουμε, όμως, να έχουμε πολιτικούς συνομιλητές σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο που είναι ικανοί να κατανοήσουν πραγματικά και σε βάθος τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα. Το πρόβλημά μας δεν είναι μια πολιτική συζήτηση και μια πολιτική διαπραγμάτευση.
Το αίτημά μας είναι να έχουμε απέναντί μας υπεύθυνους ηγέτες που αποφασίζουν λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα με επιστημονική επάρκεια, αλλά ταυτόχρονα και με την αναγκαία διορατικότητα, σε σχέση με το κοινωνικό φαινόμενο που τελικά χειρίζεται οποιοσδήποτε ασχολείται με την οικονομία και οποιοσδήποτε ασχολείται με την πολιτική. Γιατί έχουμε να κάνουμε αναμφίβολα με ανθρώπους.
Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να προβάλλουμε και την επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής και τη δυναμική της βιωσιμότητας του χρέους, δηλαδή τη βιωσιμότητα αυτή καθεαυτή και να αλλάξουμε τη βάση της συζήτησης.
Να καλέσουμε, δηλαδή, όλους τους συνομιλητές να αποδεχτούν την ολοκληρωμένη και πραγματική βάση μιας συζήτησης, η οποία όπως διεξάγεται με τρόπο ανοργάνωτο και ανεύθυνο, με όρους επικοινωνιακούς και όχι με όρους θεσμικούς και όπως εκτελωνίζεται στην Ελλάδα, λειτουργεί βλαπτικά για τις προσπάθειές μας, λειτουργεί βλαπτικά για την Ευρωζώνη, λειτουργεί βλαπτικά πιστεύω για τη διεθνή οικονομία.
Είναι κι αυτό το γνωστό έλλειμμα της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης που το βλέπουμε να ανακυκλώνεται συνεχώς. Ποτέ οι μεγάλες χώρες, οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου, οι G-20 δεν εφάρμοσαν πραγματικά αυτά που είχαν συμφωνηθεί στη συνάντηση του Λονδίνου το 2008, όταν, υπό την προεδρία του Γκόρντον Μπράουν, είχε διαμορφωθεί ένα πρώτο πλαίσιο παγκόσμιας αντίδρασης στην κρίση, με άξονα την ανάγκη μιας όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένης οικονομικής διακυβέρνησης.
Μόνο μέσα από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να κάνουμε και τη συζήτηση για τους νέους κανόνες της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη, κυρίως για την τραπεζική Ένωση.
Δεν είναι δυνατό να μιλάμε μόνο για ενιαίο μηχανισμό εποπτείας ή για ένα ενιαίο μηχανισμό διάσωσης των Τραπεζών, εάν δεν μιλήσουμε, για παράδειγμα και για ένα ενιαίο μηχανισμό εγγυήσεων των καταθέσεων, προκειμένου να μην πέφτουμε οι οικονομίες του νότου, οι οικονομίες που πάνε να βγουν από την κρίση, θύματα ενός αντίστροφου dumping σε σχέση με την ασφάλεια των καταθέσεων. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι υπάρχει ο κίνδυνος το εξάμηνο που ανοίγει τώρα, που είναι το προεκλογικό εξάμηνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το εξάμηνο της Ελληνικής Προεδρίας, αντί να είναι το εξάμηνο της θεσμικής συζήτησης για το μέλλον της Ευρώπης - μια συζήτηση με ιστορική συνείδηση για το τί συμβαίνει και τί περιμένουν οι λαοί - να είναι ένα εξάμηνο, στο οποίο θα κυριαρχήσει ο ευρωσκεπτικισμός, ο οικονομικός εθνικισμός και τελικά θα κυριαρχήσει μια προσέγγιση, η οποία αναπαράγει ανισότητες και καταλήγει οριστικά στη θεσμική ισοτιμία των κρατών - μελών, εις βάρος τελικά του όλου εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να αλλάξουμε τη βάση της συζήτησης και γι' αυτό είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος, για την έκβαση της «διαπραγμάτευσης» αυτής και χρησιμοποιώ τον όρο εντός εισαγωγικών. Μιας διαπραγμάτευσης που την έχω κάνει κι εγώ, ως Υπουργός Οικονομικών αρκετές φορές και με πολύ δύσκολες συνθήκες, μιας διαπραγμάτευσης, η οποία πρέπει να γίνει με τους όρους που είπα προηγουμένως. Η παράτασή της αυτή καθαυτή λειτουργεί βλαπτικά, ενώ το πραγματικό αντικείμενο είναι εξαιρετικά περιορισμένο.
Δεν υπάρχει καμία δυσκολία να συμφωνήσουμε σε σχέση με όλες αυτές τις έννοιες του δημοσιονομικού κενού, του χρηματοδοτικού κενού και επίσης όλα τα επιμέρους διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία αξιολογούνται, τα οποία μπορούν να επιλυθούν με ένα και μόνο ύπατο κριτήριο: Ότι πρέπει να αφήσουμε την κοινωνία να αφομοιώσει τις εξελίξεις και να λάβουμε υπόψη μας το ακραίο όριο αντοχής, το σημείο θραύσης. Δεν μπορεί να υπερβεί το σημείο θραύσης στην Ελλάδα.
Γιατί όσο κι αν λέω, αναφερόμενος στο τραγικό φαινόμενο του ναζισμού, του φασισμού, της Χρυσής Αυγής ως επικαλύμματος μιας εγκληματικής Οργάνωσης, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν τον Ρούσβελτ και το New Deal και η Γερμανία και άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης επέλεξαν το φασισμό, το ναζισμό, τον πόλεμο και την αναζήτηση ζωτικού χώρου. Συνεπώς, κάθε κοινωνία έχει περιθώρια επιλογής και ευθύνη επιλογής.
Δεν υπάρχει ντετερμινισμός, ούτε αθώωση των κοινωνιών, εντούτοις δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση, η ύφεση, η ανεργία, η απόγνωση, η έλλειψη της προοπτικής, τροφοδοτεί ακραίες πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Υπάρχει ένα σημείο θραύσης και νομίζω ότι το καταλυτικό στοιχείο είναι αυτό να γίνει αντιληπτό. Είναι τόσο απλό, είναι τόσο προφανές που νομίζω ότι εν τέλει θα γίνει αντιληπτό.
Εν πάση περιπτώσει, επειδή, όπως έλεγε ένας σημαντικός παράγοντας κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για τη μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, «όλα αυτά είναι πάντα ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη», υπάρχει πάντοτε ένα μεγάλο περιθώριο για την ικανότητα του άλλου να αναπτύσσει και συναισθηματική ευφυΐα και όχι μόνο τα προσόντα της κοινής λογικής.
Με βάση αυτά μπορούμε να συζητήσουμε τις προϋποθέσεις επανεκκίνησης της ελληνικής πραγματικής οικονομίας, με στόχο, όπως τονίζω, την έξοδο από το Μνημόνιο, την επάνοδο στην κανονικότητα. Όχι την έξοδο από το Σύμφωνο Σταθερότητας και την πολυμερή εποπτεία, αλλά την παραμονή σε αυτή τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και τη στενότερη και απαιτητική οικογένεια της Ευρωζώνης, με φυσιολογικούς όρους, με όρους κανονικότητας, με όρους θεσμικής ισοτιμίας, που τώρα δεν υπάρχουν.
Αυτό που συμβαίνει στην Ευρωζώνη και στο Eurogroup δεν έχει καμία σχέση με τη νομική περιγραφή του τρόπου λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό, είναι κάτι το οποίο είναι τόσο ρεαλιστικό που καταντάει κυνικό.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μια Κυβέρνηση που αποφασίζει, μία μόνη, καμία δεύτερη και άλλες 16 Κυβερνήσεις, οι οποίες κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο είναι αναγκασμένες να αποδεχτούν το ρυθμό που διαμορφώνεται και τη γραμμή, η οποία υποδεικνύεται.
Όταν το είπα αυτό στον Λετονό συνάδελφό μου, πριν λίγες μέρες, καθώς η Λετονία ετοιμάζεται να γίνει μέλος της Ευρωζώνης, η απάντησή του, μετά από δευτερόλεπτα περίσκεψης, ήταν: «Tώρα λοιπόν οι Κυβερνήσεις οι οποίες θα αναγκάζονται να συμμορφωθούν, θα γίνουν 17», θα συνυπολογίζεται και η Λετονία, η οποία θα προσχωρήσει στην ζώνη του ευρώ.
Οι προυποθέσεις για την επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας αν έπρεπε να τις συνοψίσω επί τροχάδην, είναι, πρώτον προϋποθέσεις διεθνείς. Αυτό σημαίνει, όπως είπα, ότι οι θεσμικοί μας εταίροι πρέπει να κατανοήσουν την κατάσταση, να διαβάσουν σωστά τους αριθμούς, ν’ αντιληφθούν τη δυναμική της οικονομίας και βέβαια ν’ αντιληφθούν τις πολιτικές και κοινωνικές αντοχές.
Βεβαίως, οι θεσμικοί μας εταίροι, πρώτα απ’ όλα να υπάρχουν, άρα ο σχηματισμός της νέας γερμανικής κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού, είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό για όλη την Ευρώπη, είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και για εμάς.
Όπως είπα, δε θέλουμε πολιτική διαπραγμάτευση, θέλουμε οικονομική διαπραγμάτευση, χωρίς λάθη και χωρίς μυωπικές προσεγγίσεις.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ο διεθνής ιδιωτικός τομέας, ο οποίος φέρεται απέναντί μας πρέπει να πω, πολύ πιο τρυφερά απ’ ότι ο διεθνής θεσμικός τομέας. Αυτό αποτυπώνεται στις αναλύσεις των διεθνών τραπεζών, στη συμπεριφορά των επενδυτικών κεφαλαίων, στο ενδιαφέρον και την αισιοδοξία για την Ελλάδα.
Θα μπορούσα να επικαλεστώ και άλλους δείκτες που τους ξέρετε πάρα πολύ καλά: Τον τουρισμό, τα spreads, το τί συμβαίνει στη ναυτιλία, τις δυνατότητες που διανοίγονται στην ενέργεια και στις μεταφορές.
Αλλά βιάζομαι να πάω στις εσωτερικές προϋποθέσεις, τις οποίες θα ήθελα να διακρίνω σε δυο πολύ μεγάλες κατηγορίες: Σε προϋποθέσεις δημόσιες και προϋποθέσεις ιδιωτικές.
Αρχίζω από τις δημόσιες. Η πρώτη προϋπόθεση είναι θεσμική. Αυτό που καταφέραμε χτες στη Βουλή, να επιβεβαιώσουμε τη σταθερότητα της κυβέρνησης, την πολιτική, θεσμική και κοινωνική σταθερότητα της χώρας. Η χώρα έχει ανάγκη από ασφάλεια, έχει ανάγκη από ενότητα, έχει ανάγκη από συνοχή. Έχει ανάγκη από αισιοδοξία, έχει ανάγκη από μια νέα αφήγηση συγκεκριμένη.
Οι δημόσιες προϋποθέσεις είναι και κοινωνικές. Αυτό αφορά την κοινωνία των πολιτών, αφορά την αγορά, είναι όμως τελικά ευθύνη του κράτους. Γιατί όλο αυτό συνδέεται με το αίσθημα δικαιοσύνης που πρέπει να υπάρχει. Με την προσμονή αποκατάστασης ατυχιών.
Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία λοιπόν να επενδύουμε σε μέτρα, όπως η ανάσχεση της ανεργίας, να μην αφήνουμε ακάλυπτο στο πεδίο της ασφάλισης, της υγείας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Να μη νιώθει κανείς αβοήθητο θύμα της κρίσης χωρίς έναν δείκτη προστασίας.
Έχει μεγάλη σημασία να μην καταργήσουμε το κοινωνικό κράτος, υποκαθιστώντας στη θέση του πολύ παλιούς και ξεχασμένους μηχανισμούς ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας. Η διαφορά ανάμεσα στη φιλανθρωπία και το κοινωνικό κράτος είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του 20ου αιώνα στην Ευρώπη.
Οι προϋποθέσεις είναι φυσικά δημοσιονομικές, στις οποίες αναφέρθηκα, χρηματοοικονομικές που τις ξέρετε πάρα πολύ καλά, μέσα από την ανακεφαλαιοποίηση και την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, αλλά αυτό αφορά και τη στήριξη των επιχειρήσεων και την πραγματική αξιοποίηση των πόρων που έχουμε εκτός τραπεζικού συστήματος, όπως είναι τα κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Όλοι μιλάμε για ρευστότητα, για χρηματοδότηση του επιχειρείν, αλλά το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη προσφοράς, πολλές φορές διαπιστώνουμε ότι το πρόβλημα είναι η έλλειψη ζήτησης για χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών όλων των επιπέδων.
Και βέβαια οι προϋποθέσεις οι δημόσιες, οι διαρθρωτικές, για τις οποίες έχουμε τόσο πολύ μιλήσει - δε θα σας πω τώρα για την αγορά εργασίας - είναι βαθύτατες και ριζοσπαστικές οι αλλαγές.
Αυτό που χρειάζεται να πούμε είναι ότι εδώ, στους ενδογενείς πόρους μας, στη γη και στους ανθρώπους θα βρούμε τη λύση και υπάρχουν υγιείς δυνάμεις πραγματικά, οι οποίες είναι έτοιμες να συμπράξουν σ’ αυτό το μεγάλο αναπτυξιακό συνασπισμό για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας.
Ο ιδιωτικός τομέας είναι εξαιρετικά απαιτητικός απέναντι στο δημόσιο τομέα. Καταλογίζει στο κράτος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τη συνολική ευθύνη για την κρίση.
Δεν αναλογίζεται ή, εν πάση περιπτώσει, δεν το ακούω συχνά, τις δικές του ευθύνες. Υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα διαρθρωτικής ανασυγκρότησης του ιδιωτικού τομέα και αυτό, βεβαίως, αφορά το συντελεστή «εργασία». Μ’ αυτόν έχουμε ασχοληθεί πάρα πολύ κι έχουμε μια άλλη αγορά εργασίας.
‘Εχουμε όμως και το συντελεστή «κεφάλαιο» που σημαίνει ότι πέρα από την αλλαγή του τρόπου διοίκησης και αντίληψης, δηλαδή από την αλλαγή τής νοοτροπίας του επιχειρείν, πρέπει να έχουμε και μια διαφορετική αντίληψη για το ρίσκο, μια διαφορετική αντίληψη για τις πρωτοβουλίες, μια αλλαγή των πραγμάτων για το τι σημαίνει εξωστρέφεια, τι σημαίνει καινοτομία, τι σημαίνει αξιοποίηση του επενδυτικού κεφαλαίου.
Το ζήτημα που έθεσα προηγουμένως, εάν το πρόβλημα της ρευστότητας είναι μόνο πρόβλημα προσφοράς ή είναι και πρόβλημα ζήτησης για παράδειγμα, είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει πολύ περισσότερο.
Έχουμε πλήρη συνείδηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο Έλληνας επιχειρηματίας όλων των κλάδων, όλων των επιπέδων, όλων των τομέων. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι σημαίνει το κόστος του χρήματος, το κόστος της ενέργειας και τις γραφειοκρατικές δυσκολίες. Προσπαθούμε να λύσουμε προβλήματα. Δεν είναι πάντα εύκολο να λύνεις τα προβλήματα έχοντας παρόντα στις συνομιλίες έναν τρίτο, όπως είναι η τρόικα που παρεμβαίνει αποφασιστικά, αλλά κάνουμε μια πάρα πολύ συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια.
Αυτή η προσπάθεια χρειάζεται την ενεργότερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
Αντιλαμβάνομαι ότι αν δεν υπάρχει η κατάλληλη φορολογική και ασφαλιστική νομοθεσία, ότι αν δεν αρθούν οι αντιστάσεις και οι αγκυλώσεις της Δημόσιας Διοίκησης, πάντα θα υπάρχουν υπερβολικά πολλά εμπόδια που αποθαρρύνουν τον ιδιωτικό τομέα, που αποθαρρύνουν το επιχειρείν.
Όμως, αυτή η προσπάθεια είναι μια προσπάθεια, η οποία πρέπει να γίνει από κοινού, είναι μια προσπάθεια που απαιτεί την εγρήγορση και τη συμμετοχή όλων μας, άρα η διαίρεσή μου ανάμεσα σε δημόσιες και ιδιωτικές προϋποθέσεις θα είναι καθαρά μεθοδολογικού χαρακτήρα.
Στην πραγματικότητα απαιτείται μια μεγάλη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να ξεκινήσει ξανά η ελληνική πραγματική οικονομία και ν’ αποκτήσει η ελληνική κοινωνία και ο ελληνικός λαός αυτό το αίσθημα ασφάλειας και προοπτικής που το δικαιούται μετά από την περιπέτεια της κρίσης.
Σας ευχαριστώ πολύ.
12 Νοεμβρίου, 2013