Ομιλία ΑΝΥΠΕΞ κ. Δρούτσα κατά την ενημέρωση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων

Ομιλία ΑΝΥΠΕΞ κ. Δρούτσα κατά την ενημέρωση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων με θέμα «Πορεία και προοπτική των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση»

Βασικά σημεία:


• «Έχουμε συμφωνήσει ομόφωνα τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης σε ένα στόχο: η Τουρκία θα καταστεί πλήρες μέλος, αφού πρώτα θα έχει εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απέναντι στα κράτη – μέλη της. Εφόσον τηρήσει το δικό της σκέλος της συμφωνίας, πρέπει να τηρήσουμε το δικό μας».

• «Στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, τίθενται τα σημαντικά ζητήματα, που άπτονται των άμεσων εθνικών μας συμφερόντων. Τονίζουμε την απόλυτη σημασία της τήρησης της αρχής της καλής γειτονίας, όρος που απλά παραμένει ανεκπλήρωτος όσο διατηρείται η απειλή πολέμου και οι γνωστές στρατιωτικές προκλήσεις και αμφισβητήσεις στο Αιγαίο. Προβάλλουμε τα ζητήματα που αφορούν στην προστασία των θρησκευτικών ελευθεριών και ειδικότερα στα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θέτουμε με επίταση ζητήματα που αφορούν στην προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο. Υποστηρίζουμε σθεναρά την εφαρμογή, και από την Τουρκία, του Δικαίου της Θάλασσας».

• «Παρατήρησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, κ. Davutoglu, κατά την πρόσφατη παρέμβασή του στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη γνωστή επιχείρηση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων με τα τραγικά αποτελέσματα, είπε κάτι σημαντικό: αναφερόμενος στις ενέργειες αυτές είπε ότι συνέβησαν κατά παράβαση «του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου και του εθιμικού διεθνούς δικαίου». Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που ακριβώς ενσωματώνει το σχετικό εθιμικό διεθνές δίκαιο, είναι μια συμφωνία που έχει υπογραφεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της διεθνούς κοινότητας. Έρχεται λοιπόν και η Τουρκία να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα για την εφαρμογή του δικαίου αυτού. Αναγνωρίζει την οικουμενικότητά του. Θέλω να πιστέψω ότι προχθές, διατυπώθηκε μια θέση αρχής και ότι η Τουρκία θα συνταχθεί επιτέλους με τα 160 μέλη της διεθνούς κοινότητας που έχουν κυρώσει και εφαρμόζουν τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τη Σύμβαση που αποτελεί το μοναδικό οδηγό για την  οριοθέτηση των μεταξύ μας θαλασσίων ζωνών και δίνει απάντηση στις τουρκικές αμφισβητήσεις».

• «Αυτή τη στιγμή, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας πλησιάζει σε ένα σταυροδρόμι. Και στο σταυροδρόμι αυτό βρίσκεται το Κυπριακό. Αυτή τη στιγμή, είτε η Τουρκία θα μεταβάλει την πολιτική της σε σχέση με την Κύπρο, είτε η όλη ενταξιακή της πορεία θα εισέλθει σε τέλμα». «Η Τουρκία, όπως έχει πει και το Συμβούλιο στα Συμπεράσματά του, το Δεκέμβριο του 2009, εξακολουθεί να μην εφαρμόζει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας Σύνδεσης και να μην ομαλοποιεί τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει ένα από τα κυρίαρχα κράτη μέλη της Ένωσης, στην οποία φιλοδοξεί να ενταχθεί. Και κυρίως εξακολουθεί να διατηρεί στο έδαφος αυτού του κράτους στρατεύματα κατοχής. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί, χωρίς να τραυματίζεται η ίδια η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης». 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Η σημερινή συζήτηση στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων διεξάγεται υπό το φως της πρόσφατης επίσκεψης του Τούρκου Πρωθυπουργού στη χώρα μας.

Για την επίσκεψη αυτή και τα αποτελέσματά της, είχα την ευκαιρία ήδη να ενημερώσω αναλυτικά τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων και Άμυνας της Βουλής.

Στην ομιλία μου εκείνη, αλλά και κατά τη χρήσιμη συζήτηση που ακολούθησε, αναφερθήκαμε μόνο ακροθιγώς στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Αυτό ήταν αναμενόμενο, παρ’ όλο που σημαντικό στοιχείο της πολιτικής μας απέναντι στην Τουρκία αποτελεί η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας αυτής, δεδομένου ότι το κέντρο βάρους της επίσκεψης του Τούρκου Πρωθυπουργού αφορούσε τις διμερείς μας σχέσεις.

Επιτρέψτε μου, για τις ανάγκες της σημερινής παρουσίασης, να ανατρέξω σε ένα απόσπασμα από εκείνη την παρέμβασή μου, που νομίζω ότι θα είναι χρήσιμη αφετηρία και για τη σημερινή μας συζήτηση.

Είπα, λοιπόν, κάτι που νομίζω ότι αποτελεί κοινή παραδοχή για όλους μας: ότι η Τουρκία εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο μίας ασταθούς, αλλά κρίσιμης γεωπολιτικής γειτονιάς, στο μέσον μίας δομικής μεταρρυθμιστικής διαδικασίας αγνώστου αποτελέσματος, που δεν έχει αγγίξει ακόμα το σύνολο του κοινωνικού φάσματος.

Αυτή ακριβώς είναι, κατά τη γνώμη μας, η σωστή διάσταση του θέματος που θα συζητήσουμε σήμερα: το διακύβευμα στην υπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας είναι πολύ ευρύτερο από τα γνωστά και φυσικά πολύ σημαντικά θέματα που μας αφορούν άμεσα ως χώρα και τα οποία θα συζητήσουμε. Το όποιο αποτέλεσμα όμως αυτής της διαδικασίας «εξευρωπαϊσμού» - ας μου επιτραπεί η έκφραση - θα έχει αντανάκλαση όχι μόνο στην ίδια την Τουρκία ως κράτος και κοινωνία, αλλά και σε μια ευρύτερη περιοχή, εξαιρετικής γεωπολιτικής σημασίας, ολοένα αυξανόμενης στον 21ο αιώνα.

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο αναπτύσσονται και οι διμερείς μας σχέσεις. Και νομίζω ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική, για να είναι ρεαλιστική και - σε τελική ανάλυση – αποτελεσματική, οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ευρύτερη αυτή διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος της Τουρκίας. Αν μη τι άλλο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι η εξωτερική πολιτική πολλών άλλων παικτών στο διεθνές σύστημα  - και μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται εταίροι και σύμμαχοί μας – βλέπουν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα: των συνεπειών δηλαδή που θα έχει για το μελλοντικό συσχετισμό δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αυτή τη συζήτηση, εμείς έχουμε λάβει θέση. Θέση που διατυπώνεται με ειλικρίνεια και δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας από κανέναν. Θέση, επίσης, σύμφωνη με τα στρατηγικά μας συμφέροντα.

Λέμε ΝΑΙ στην ένταξη της Τουρκίας. Λέμε ΝΑΙ στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Αυτή την Τουρκία, όμως, που θα σέβεται το κεκτημένο και θα πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις που από κοινού συμφωνήσαμε.

Θέλω να τονίσω ότι η συζήτηση περί ‘ειδικής ή προνομιακής σχέσης’ μειώνει την επιρροή της Ευρώπης στην Τουρκία και θολώνει το μήνυμά της. Έχουμε συμφωνήσει ομόφωνα τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης σε ένα στόχο: η Τουρκία θα καταστεί πλήρες μέλος, αφού πρώτα θα έχει εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απέναντι στα κράτη – μέλη της. Εφόσον τηρήσει το δικό της σκέλος της συμφωνίας, πρέπει να τηρήσουμε το δικό μας. Γιατί όπως είπα και προηγουμένως, η στάση μας ως Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει ευρύτερες προεκτάσεις και μηνύματα.

Ως προς το δεύτερο σκέλος, της πλήρους συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, θέλω να θυμίσω ότι στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, τίθενται τα σημαντικά ζητήματα, που άπτονται των άμεσων εθνικών μας συμφερόντων. Το Υπουργείο Εξωτερικών προωθεί τις θέσεις μας με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.

Τονίζουμε την απόλυτη σημασία της τήρησης της αρχής της καλής γειτονίας, όρος που απλά παραμένει ανεκπλήρωτος όσο διατηρείται η απειλή πολέμου και οι γνωστές στρατιωτικές προκλήσεις και αμφισβητήσεις στο Αιγαίο.

Προβάλλουμε τα ζητήματα που αφορούν στην προστασία των θρησκευτικών ελευθεριών και ειδικότερα στα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Θέτουμε με επίταση ζητήματα που αφορούν στην προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο.

Υποστηρίζουμε σθεναρά την εφαρμογή, και από την Τουρκία, του Δικαίου της Θάλασσας.

Για το τελευταίο αυτό σημείο, ας μου επιτραπεί μία σύντομη παρέκβαση, λόγω της επικαιρότητας.

Είναι γνωστό ότι, για πρώτη φορά στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του περασμένου έτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση τονίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των κρατών μελών, στα οποία περιλαμβάνονται ρητά, μετά τις παρεμβάσεις μας, η σύναψη διμερών συμφωνιών, βάσει του ευρωπαϊκού κεκτημένου και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης – και το υπογραμμίζω – της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Παρατήρησα, λοιπόν, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, κ. Davutoglu, κατά την πρόσφατη παρέμβασή του στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη γνωστή επιχείρηση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων με τα τραγικά αποτελέσματα, είπε κάτι σημαντικό: αναφερόμενος στις ενέργειες αυτές είπε ότι συνέβησαν κατά παράβαση «του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου και του εθιμικού διεθνούς δικαίου».

Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που ακριβώς ενσωματώνει το σχετικό εθιμικό διεθνές δίκαιο, είναι μια συμφωνία που έχει υπογραφεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της διεθνούς κοινότητας. Έρχεται λοιπόν και η Τουρκία να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα για την εφαρμογή του δικαίου αυτού. Αναγνωρίζει την οικουμενικότητά του. Θέλω να πιστέψω ότι προχθές, διατυπώθηκε μια θέση αρχής και ότι η Τουρκία θα συνταχθεί επιτέλους με τα 160 μέλη της διεθνούς κοινότητας που έχουν κυρώσει και εφαρμόζουν τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τη Σύμβαση που αποτελεί το μοναδικό οδηγό για την οριοθέτηση των μεταξύ μας θαλασσίων ζωνών και δίνει απάντηση στις τουρκικές αμφισβητήσεις.

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι στο πλαίσιο της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, υπερασπιζόμαστε και θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε χωρίς παραχωρήσεις τις θεμελιώδεις θέσεις που περιέγραψα προηγουμένως. Έχουμε κατορθώσει να τις εντάξουμε στα ευρωπαϊκά κείμενα. Τις έχουμε καταστήσει και ευρωπαϊκές θέσεις.

Πηγαίνουμε, όμως και ένα βήμα παραπέρα. Έχουμε την πρόθεση να βοηθήσουμε την Τουρκία, ούτως ώστε να είναι έτοιμη να εφαρμόσει σωστά το κεκτημένο. Τούτο έχει μεγάλη σημασία αφού το κεκτημένο επηρεάζει τομείς, όπως οι Επενδύσεις, η Αγροτική Πολιτική, το Περιβάλλον ή οι Μεταφορές, που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τη χώρα μας.

Έτσι, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού της Τουρκίας στην Αθήνα, αποφασίστηκε η επανεκκίνηση της ελληνοτουρκικής Ομάδος Εργασίας προκειμένου να συμβάλει στην περαιτέρω προώθηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε., εστιαζόμενη σε θέματα που αφορούν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Κάθε κεφάλαιο που ανοίγει, κάθε θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία υιοθετεί η Τουρκία είναι και μια πετυχημένη διαπραγμάτευση που υπηρετεί τις ελληνικές προτεραιότητες, σε τομείς κρίσιμους, όχι μόνο για τις διμερείς σχέσεις και την Κοινότητα, αλλά για το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Αυτή τη στιγμή, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας πλησιάζει σε ένα σταυροδρόμι. Και στο σταυροδρόμι αυτό βρίσκεται το Κυπριακό.

Αυτή τη στιγμή, είτε η Τουρκία θα μεταβάλει την πολιτική της σε σχέση με την Κύπρο, είτε η όλη ενταξιακή της πορεία θα εισέλθει σε τέλμα.

Πλέον, μετά από 5 χρόνια διαπραγματεύσεων και το άνοιγμα 12 διαπραγματευτικών Κεφαλαίων, επί συνόλου 35, μόνο 4 Κεφάλαια μπορούν, ακόμη, να ανοίξουν. Τα υπόλοιπα Κεφάλαια δεν μπορούν να προχωρήσουν είτε λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών που επικρατούν στο εσωτερικό ορισμένων εταίρων μας, είτε λόγω της στάσης της Τουρκίας έναντι της Κύπρου.

Η Τουρκία, όπως έχει πει και το Συμβούλιο στα Συμπεράσματά του, το Δεκέμβριο του 2009, εξακολουθεί να μην εφαρμόζει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας Σύνδεσης και να μην ομαλοποιεί τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία.

Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει ένα από τα κυρίαρχα κράτη μέλη της Ένωσης, στην οποία φιλοδοξεί να ενταχθεί. Και κυρίως εξακολουθεί να διατηρεί στο έδαφος αυτού του κράτους στρατεύματα κατοχής. 

Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί, χωρίς να τραυματίζεται η ίδια η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Για το λόγο αυτό επενδύουμε στη διαδικασία των συνομιλιών που βρίσκονται σε εξέλιξη στη Μεγαλόνησο. Και εδώ η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας οφείλει να επωμιστεί την ευθύνη που της αναλογεί. 

Η Τουρκία ακολουθεί διπλή πολιτική. Με επικοινωνιακές δηλώσεις επιθυμίας εξεύρεσης λύσης και παράλληλα με προώθηση σταθερά διχοτομικών πολιτικών, όπως την προσπάθεια να προωθηθεί το σχέδιο Κανονισμού για το απευθείας εμπόριο και να αναβαθμισθεί πολιτικά το ψευδοκράτος. Δεν χωρούν ψευδαισθήσεις σε αυτό. Η τακτική αυτή φανερώνει όμως έλλειμμα δέσμευσης στην επίτευξη λύσης και αφοσίωσης στη διαπραγματευτική διαδικασία. Όπως έχω ήδη δηλώσει, ένα ισχυρό έμπρακτο δείγμα της πολυδιαφημισμένης πολιτικής της Τουρκίας περί ‘μηδενικών προβλημάτων με όλους τους γείτονες’ δεν μπορεί παρά να είναι η απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο.

Αυτό θα ήταν πράξη που θα αποδείκνυε γνήσια δέσμευση στην επίτευξη λύσης. Όχι μόνο λόγια και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Θα ήταν πράξη που θα γύριζε σελίδα και θα δημιουργούσε ισχυρή δυναμική στις διαπραγματεύσεις. Όπως και η επιστροφή της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου. Και είναι πράξεις τις οποίες ο κ. Ερντογάν μπορεί να κάνει, αποδεικνύοντας ότι είναι ηγέτης που πραγματικά αλλάζει το πρόσωπο της χώρας του. Που θα πάρει την Τουρκία από το παρελθόν της εισβολής και το παρόν της κατοχής και θα τη φέρει στο ευρωπαϊκό της μέλλον. Εάν ο κ. Ερντογάν πραγματικά εννοεί αυτά που λέει, ότι επιθυμεί λύση και μάλιστα σύντομα, τότε οφείλει να κάνει αυτά τα βήματα.

Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται τελευταία εκ νέου ένα ειδικότερο ζήτημα. Αφορά το σχέδιο κανονισμού για το «απ’ευθείας εμπόριο» με τα κατεχόμενα. Η Ελλάδα και Κύπρος αντιμετώπισαν μαζί αυτό το θέμα ήδη από το 2004. Εξ αρχής, εκφράσαμε, με κάθε τρόπο, τις αντιρρήσεις μας, σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής. Το γεγονός, άλλωστε, ότι παρέμεινε ακριβώς πρόταση και δεν υλοποιήθηκε οφείλεται, πρώτον, στις εγγενείς νομικές και πολιτικές της αδυναμίες και δεύτερον, στις συντονισμένες μας προσπάθειές με την Κυπριακή Δημοκρατία.

Το ζήτημα, λοιπόν, επανήλθε αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει κριθεί. Γνώμονας των ενεργειών μας είναι η αποφυγή μιας εξέλιξης, η οποία σε τελική ανάλυση θα δυσκολέψει τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις και τη μελλοντική επανένωση της Κύπρου.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Το όραμά μας είναι μια Τουρκία και μια Ελλάδα που θα συνεργάζονται αρμονικά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια Τουρκία που θα έχει ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Μια Τουρκία που θα προστατεύει τα δικαιώματα των μειονοτήτων, θα σέβεται πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία, θα έχει κάνει πράξη την αρχή που η ίδια διακηρύττει περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της και θα ζει με σχέσεις πραγματικής καλής γειτονίας με όλους τους γείτονές της συμπεριλαμβανομένης μιας ενωμένης Κύπρου.

Μια τουρκική κοινωνία βαθιά δημοκρατική, η οποία θα μοιράζεται πλήρως τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3 Ιουνίου, 2010