Κυρία Πρόεδρε
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Θέλω να εκφράσω θερμά συγχαρητήρια στη Μαρία Δαμανάκη για την επιλογή στη θέση του Επιτρόπου της Ελλάδας στη νέα Επιτροπή.
Είναι η πρώτη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων στην οποία μετέχω με την ιδιότητα του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών. Το κάνω με μεγάλο σεβασμό προς το θεσμό της Βουλής των Ελλήνων και με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης που μου έχει ανατεθεί. Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.
Προσβλέπω σε στενή συνεργασία με όλα τα μέλη της Επιτροπής. Προσβλέπω σε ανοικτό και ειλικρινή διάλογο και σε ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων με μοναδικό γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.
Θέλω να συζητήσουμε μαζί, όχι μόνο τα μεγάλα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής, αλλά και τη μέθοδο της συνεργασίας μας, ώστε αυτή να γίνει πιο αποδοτική και πιο παραγωγική. Θα επιθυμούσα να μη μείνουμε σε στείρα παράθεση θέσεων και αντιθέσεων χάριν του πολιτικού παιγνίου, αλλά να αναζητήσουμε από κοινού τις καλύτερες ιδέες, να συλλάβουμε μαζί τις καλύτερες στρατηγικές, να εφαρμόσουμε μαζί τις καλύτερες πολιτικές, που θα κάνουν την Ελλάδα μας πιο ισχυρή και πιο ασφαλή. Το Γραφείο μου θα είναι πάντα ανοικτό σε όλους σας για ενημέρωση σε οποιοδήποτε θέμα.
Δε βρίσκομαι εδώ για να διαβάσω μια ομιλία. Θέλω να σας ενημερώσω για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Επιθυμώ να παρουσιάσω το βασικό τρόπο σκέψης της πολιτικής που θα ασκήσουμε. Επιθυμώ να δώσω ερεθίσματα στη συζήτησή μας και να ακούσω τις δικές σας ιδέες, τις δικές σας εισηγήσεις για το πώς θα πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Άλλωστε, στην Ελλάδα έχουμε πια αυτή την «πολυτέλεια». Οι περισσότεροι συμφωνούμε στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Συμφωνούμε στο πού και πώς θέλουμε να δούμε την πατρίδα μας.
Θα επιδιώξω συχνές συναντήσεις με την Επιτροπή. Μπορούμε να κάνουμε θεματικές, σε βάθος, συζητήσεις και σχεδιασμό δίχως τις κομματικές αγκυλώσεις που επιβάλει η δημοσιότητα. Μπορούμε ταυτόχρονα να ενισχύσουμε τις διαδικασίες ελέγχου, διαφάνειας και λογοδοσίας για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, υιοθετώντας μέτρα που πραγματικά ενισχύουν τη δημοκρατία μας, όπως η δημιουργία τμήματος κοινοβουλευτικού ελέγχου στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ. Παρακαλώ για τις εισηγήσεις σας για να αλλάξουμε πολλά στον τρόπο που σχεδιάζεται και ασκείται η εξωτερική πολιτική της χώρας μας.
Από πλευράς μου σας διαβεβαιώνω ότι θέλω να δημιουργήσουμε τις υποδομές και τις προϋποθέσεις για την άσκηση μιας επιθετικής, με τη θετική έννοια του όρου, ανοικτής και δραστήριας εξωτερικής πολιτικής που θα χαρακτηρίζεται από πρωτοβουλίες και την αξιοποίηση και δημιουργία ευκαιριών. Μιας εξωτερικής πολιτικής που θα δώσει ένταση στη φωνή της Ελλάδας και θα την κάνει να ακουστεί σε κάθε γωνιά του κόσμου, ιδιαίτερα στην άμεση γειτονιά μας. Που δε θα φοβηθεί να ταράξει τα νερά, να κάνει ανατροπές και να δοκιμάσει καινούργιες ιδέες. Πάντα με γνώμονα τα συμφέροντα της πατρίδας μας και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Μιλάμε όμως για πολιτική μακρόπνοη, πολυδιάσταστη και αξιόπιστη. Πολιτική στρατηγικά σχεδιασμένη όπου οι μεγάλοι, οι βασικοί άξονες και στοχεύσεις δεν μετακινούνται και δεν αλλοιώνονται. Δεν χωρούν παρεξηγήσεις: η εθνική πολιτική είναι διαχρονικά πολιτική αρχών και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Οι θέσεις μας σε όλα τα μεγάλα ζητήματα βασίζονται στη διεθνή νομιμότητα και οι υπεράσπισή τους είναι αδιαπραγμάτευτη.
Η Ελλάδα πρέπει να βγει από το περιθώριο και να ξαναμπεί στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων. Πρέπει να καταστεί εκ νέου σημαντικός παράγοντας του διεθνούς συστήματος, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο πλαίσιο, ακριβώς όπως της αξίζει και χωρίς όμως να παραγνωρίζονται αντικειμενικές δυσκολίες.
Ειδικά στην Ευρώπη, είμαστε σε σημείο καμπής. Με την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας και την εκλογή του πρώτου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Υπάτου Εκπροσώπου για τις Εξωτερικές Σχέσεις και την Πολιτική Ασφαλείας ανοίγει μια νέα σελίδα και επιβεβαιώνεται η ικανότητα της Ένωσης να λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις. Ο κ. Van Rompuy και η Βαρόνη Ashton μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην συνοχή και ενότητα της ΕΕ και είναι σίγουρο ότι θα αφήσουν και το δικό τους στίγμα στις θέσεις που αναλαμβάνουν. Στην αποστολή τους θα έχουν την πλήρη συμπαράσταση της Ελλάδας.
Η αποτελεσματική εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας με σκοπό την αποτελεσματικότερη και πιο συνεκτική διεθνή παρουσία της Ένωσης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη. Στόχος μας είναι η διατήρηση ουσιαστικού ρόλου της εξάμηνης, περιοδικής Προεδρίας, καθώς και η αποτελεσματική συμβολή της υπό σύσταση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), στην οποία θα συμμετέχουν ουσιαστικά όλα τα κράτη-μέλη. Θέλουμε η διακριτή φωνή της Ελλάδας να προσφέρει στον κοινό σκοπό. Θέλουμε η κοινοτική εξωτερική πολιτική να φέρει ευδιάκριτο το στίγμα αυτής της ελληνικής συνεισφοράς. Επιθυμούμε, και θα το πετύχουμε, ισχυρή παρουσία για τη χώρα μας σε όλα τα κοινοτικά όργανα.
Προσβλέπουμε, επίσης στη σύγκληση της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αναμένεται να αναλάβει τα καθήκοντά της στις αρχές Φεβρουαρίου 2010. Μαρία, σου ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία. Η ευθύνη που αναλαμβάνεις είναι μεγάλη. Είμαι σίγουρος ότι η προσφορά σου θα είναι μεγαλύτερη. Να είσαι σίγουρη ότι θα είμαστε πάντοτε δίπλα σου σε ότι χρειαστείς.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Ο ελληνικός λαός μάς εμπιστεύθηκε τη διακυβέρνηση της χώρας πριν από μερικές εβδομάδες. Από την πρώτη στιγμή δώσαμε το στίγμα της εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθήσουμε. Θέτουμε τις προτεραιότητές μας και επιδιώκουμε δυναμικά τη βελτίωση του πλαισίου σε όλα τα μέτωπα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τα Βαλκάνια είναι κορυφαία προτεραιότητα. Το υπογράμμισε ο Πρωθυπουργός με τη συμμετοχή του στη σύνοδο των Υπουργών της Συνεργασίας Χωρών Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τρεις μόλις ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Την περασμένη εβδομάδα είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ τις χώρες αυτές. Ολοκλήρωσα μια σύντομη περιοδεία στις χώρες της περιοχής. Μπορώ εάν θέλετε στη συνέχεια να σας πω τις εντυπώσεις μου από τις εκεί επαφές. Η γειτονιά μας προσβλέπει στην ηγεσία της Ελλάδας. Προσβλέπει στην καθοδήγησή μας και προ πάντων στη χάραξη και προώθηση της ευρωπαϊκής πορείας των Βαλκανίων, όπως κάναμε με επιτυχία το 2003 με τη Στρατηγική της Θεσσαλονίκης.
Για διάφορους λόγους, τους οποίους όλοι μας γνωρίζουμε, η πορεία αυτή είχε χάσει τη δυναμική και τον προσανατολισμό της. Τα Δυτικά Βαλκάνια, ακόμα και σήμερα διατρέχουν τον κίνδυνο του εκτροχιασμού. Χρειαζόταν λοιπόν ένας καθαρός πολιτικός στόχος. Ένα όραμα πρώτα από όλα για τους λαούς της περιοχής. Κι αυτό τον πολιτικό στόχο τον δώσαμε εμείς, η Ελλάδα, με την Ατζέντα 2014. Θέσαμε ένα ορόσημο τολμηρό. Ένα ορόσημο που έδωσε όμως ελπίδα γιατί είναι ρεαλιστικό. Γιατί επιτρέπει στους γείτονές μας να ονειρεύονται το άμεσο μέλλον τους στην ενωμένη Ευρώπη. Γιατί παίρνουν την τύχη τους στα χέρια τους. Με πραγματικές, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, με υπεύθυνες ηγεσίες και πολιτικές, τα Δυτικά Βαλκάνια μπορούν να είναι έως το 2014 μέρος της ευρωπαϊκής μας οικογένειας. 100 χρόνια μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που είναι κι η ρίζα πολλών από τα προβλήματα που ακόμα ταλανίζουν την περιοχή, η στρατηγική επιδίωξη της Ελλάδας για τη θεμελίωση της σταθερότητας, της ειρήνης και της ανάπτυξης στην γειτονία μας μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Αρκεί εμείς οι ίδιοι να μην κάνουμε εκπτώσεις στα κριτήρια που θέσαμε.
Δεν κουνάμε τα δοκάρια, ούτε αλλάζουμε τους κανόνες του παιχνιδιού στη μέση του αγώνα. Κάθε χώρα της περιοχής θα συνεχίσει τη δική της προσπάθεια και θα κριθεί από το αποτέλεσμα και βάσει των πεπραγμένων της. Φυσικά, το κριτήριο της καλής γειτονίας είναι θεμελιώδους σημασίας σε μια περιοχή που έχει πληρώσει ακριβά τις ανοικτές πληγές μεταξύ γειτόνων. Θέλω να τονίσω τη φιλοσοφία πίσω από την πρόταση. Η ΕΕ, ως το πιο επιτυχημένο μοντέλο ειρήνης, οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στην περιοχή μας. Να συμβάλει στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων.
Με την Ατζέντα 2014 θέλουμε να γίνουμε η ατμομηχανή στην ενταξιακή πορεία των Βαλκανίων. Θέλουμε να δώσουμε πνοή στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Θέλουμε οι μεταρρυθμίσεις να διαχυθούν στην κοινωνία και οι πολίτες των Δυτικών Βαλκανίων να ζήσουν τα οφέλη στην καθημερινότητά τους. Αυτή η αρχή καθορίζει και τη θέση μας στο θέμα της απελευθέρωσης των θεωρήσεων, η οποία θα γίνει πραγματικότητα εντός των προσεχών εβδομάδων για τρία από τα κράτη της περιοχής, που αποτελείται από τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την ΠΓΔΜ.
Χαιρετίζουμε την εξέλιξη αυτή. Την θεωρούμε σημαντική γιατί θα φέρει τους πολίτες των τριών αυτών χωρών πιο κοντά στην Ευρώπη. Θα σπάσει τα τεχνητά τείχη που τους χωρίζουν από το Ευρωπαϊκό τους μέλλον. Θα τους επιτρέψει να ταξιδέψουν, να αλλάξουν παραστάσεις, να απαιτήσουν αλλαγές πίσω στην πατρίδα τους. Να γίνουν φορείς μεταρρυθμίσεων, προόδου και αμφισβήτησης. Ελπίζουμε ότι τα άλλα δυο κράτη της περιοχής, η Αλβανία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, θα εκπληρώσουν και αυτά με τη σειρά τους σύντομα τις προϋποθέσεις για την κατάργηση των θεωρήσεων. Είναι αυτονόητο ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού θα γίνει με τρόπο που να κατοχυρώνει πλήρως τις θέσεις μας στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Στο ζήτημα αυτό η Ελλάδα πέτυχε να διαμορφώσει την εθνική κόκκινη γραμμή. Διανύσαμε το δικό μας τμήμα της διαδρομής και συμφωνήσαμε μέσα στην Βουλή των Ελλήνων ότι η λύση θα είναι ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων, erga omnes. Λύση καθαρή. Λύση που τελικά θα απελευθερώσει ένα μέλλον συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, προς όφελος της περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας.
Κι εδώ η νέα κυβέρνηση έδωσε το στίγμα της. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός πήρε την πρωτοβουλία να συναντήσει τον ομόλογό του. Του είπε ότι επιθυμούμε τη βελτίωση των διμερών σχέσεων σε κάθε πτυχή, ξεκαθαρίζοντας συνάμα ότι χωρίς λύση στο ζήτημα της ονομασίας η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν μπορεί να προσβλέπει σε έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακούω ήδη τον αντίλογο. Γιατί μιλάμε στην ηγεσία των Σκοπίων αφού συνεχίζουν την ίδια αδιάλλακτη ρητορική; Γιατί διαπραγματευόμαστε με κακόπιστους συνομιλητές; Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν έχει λόγους να βιάζεται, και δεν βιάζεται. Όμως η επιθυμία μας για λύση είναι γνήσια και βασίζεται στην πεποίθηση ότι είναι στο χέρι μας να οικοδομήσουμε ένα μέλλον συνεργασίας και ανάπτυξης. Αυτή τη λύση, εάν χρειαστεί, θα την επιβάλλουμε στην ηγεσία των Σκοπίων, όχι δια της ισχύος, που έτσι κι αλλιώς έχουμε, αλλά δια της πειθούς.
Θα μιλήσουμε απευθείας με το λαό της γειτονικής χώρας τείνοντας χείρα φιλίας. Στις προκλήσεις ακραίων, κυβερνητικών και μη, αξιωματούχων δεν θα απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο. Ο σκοπός μας δεν εξαντλείται σε «μιντιακές ατάκες». Η πρόταση της ελληνικής εθνικής κόκκινης γραμμής είναι σαφής. Θέλουμε να βρούμε κοινά αποδεκτή λύση που θα φέρει τους δυο λαούς και τις δυο χώρες πιο κοντά. Θα είμαστε συνεπείς στις θέσεις μας και ποτέ δεν θα θέσουμε σε κίνδυνο την αξιοπρέπεια της Ελλάδας. Θα εξερευνήσουμε κάθε τρόπο και θα εξετάσουμε κάθε ενδεχόμενο που μπορεί να φέρει τη λύση πιο κοντά. Την Παρασκευή ο Πρωθυπουργός έχει προσκαλέσει τους ομολόγους του της ΠΓΔΜ και της Αλβανίας στις Πρέσπες να συζητήσουν τις δυνατότητες συνεργασίας για την περιβαλλοντική προστασία της περιοχής. Πρωτοβουλία που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια.
Τέτοιες πρωτοβουλίες θα ακολουθήσουν κι άλλες. Είναι δέσμευση της κυβέρνησης να αναπτύξει τη διάσταση της Πράσινης Διπλωματίας και να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο συντονισμό των χωρών των Βαλκανίων και της Μεσογείου για τα θέματα της κλιματικής αλλαγής, πριν αλλά και μετά την Κοπεγχάγη. Για την Ελλάδα, η πράσινη ανάπτυξη είναι εθνικό ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Θα δουλέψουμε σκληρά για την επιτυχία της Κοπεγχάγης. Ο Γιώργος Παπανδρέου θα συμμετάσχει προσωπικά στις εργασίες της. Ασφαλώς, δεν εξαρτώνται όλα από τις προθέσεις της Ελλάδας ή τις προθέσεις της ΕΕ, όμως η δέσμευσή μας για την ανατροπή της σημερινής καταστροφής είναι αμετακίνητη.
Για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής συζητήσαμε σε βάθος και με τον Πρόεδρο Χριστόφια κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Έλληνας Πρωθυπουργός στην Κυπριακή Δημοκρατία, λίγες ώρες μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η νέα Κυβέρνηση. Είναι σημαντικό η συνεργασία της Ελλάδας με την Κύπρο, δύο κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπορεί να ξεδιπλώνεται σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της δημόσιας διοίκησης.
Το Κυπριακό παραμένει κορυφαία εθνική υπόθεση. Μια υπόθεση που αφορά τον Ελληνισμό στο σύνολό του. Οι συνομιλίες του Προέδρου κ. Χριστόφια με τον κ. Ταλάτ έχουν ανοίξει ένα παράθυρο προσεκτικής αισιοδοξίας, αλλά υπάρχουν ακόμα σοβαρές δυσκολίες.
Η λύση του Κυπριακού θα πρέπει να είναι βιώσιμη, βασισμένη στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και συμβατή με τις αρχές, τις αξίες, το θεσμικό πλαίσιο και το κεκτημένο της ΕΕ. Και θέλω εδώ να τονίσω τη σημασία του κεκτημένου, καθώς πρόκειται για ένα έτοιμο δικαιικό σύστημα που μπορεί να δώσει άμεσες λύσεις σε θέματα που σήμερα φαντάζουν δυσεπίλυτα. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ. Θα είναι και μετά τη λύση. Παραμένει κράτος-μέλος. Πρέπει να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά. Γι’ αυτό τονίζω τη σημασία του σεβασμού του κοινοτικού κεκτημένου στην όποια λύση. Η λύση θα πρέπει να είναι ευρωπαϊκή. Προπάντων όμως θα πρέπει να είναι κυπριακή.
Προπαντός, η λύση θα πρέπει να είναι «κυπριακή». Οι δύο κοινότητες θα πρέπει να αποφασίσουν, ελεύθερες και ανεξάρτητες από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις, το κοινό τους μέλλον. Χρονοδιαγράμματα και τεχνητές προθεσμίες, ακόμα και απειλές για διχοτόμηση, όχι μόνον δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό, αλλά αντιθέτως υπονομεύουν τις προσπάθειες επίλυσης.
Αποφασιστικής σημασίας για τη λύση του Κυπριακού είναι ο ρόλος της Τουρκίας. Η Τουρκία θα πρέπει να παύσει να χρησιμοποιεί το κυπριακό ως μέσο για την προώθηση των δικών της σκοπιμοτήτων και να αφήσει την τουρκο-κυπριακή πλευρά να διαπραγματευτεί ελεύθερα, με καλή πίστη και εποικοδομητικό πνεύμα. Αντί να ορθώνει, θα πρέπει να γκρεμίσει το τείχος που χωρίζει την τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Το κυπριακό είναι παράγοντας και βασική παράμετρος της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Η ένταξή της, διέρχεται κατ’ ανάγκην από την επίλυση του κυπριακού. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων εξομάλυνσης των σχέσεων με την Κύπρο και της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της ΕΕ δεν είναι μόνο αυτονόητη, αλλά θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως συμφέρουσα για την ίδια την Τουρκία. Όσο για τον αναχρονισμό του συστήματος εγγυήσεων, δεν έχει θέση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Δεν είναι δυνατόν τρίτα κράτη να «εγγυώνται» την ασφάλεια, εσωτερική και εξωτερική, ενός πλήρους κράτους μέλους της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει επαρκείς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την προστασία όλων των πολιτών της. Σε ό,τι αφορά στις προτάσεις Ερντογκάν, απαντήσαμε ότι η μόνη διαδικασία που υπάρχει είναι αυτή των Ηνωμένων Εθνών. Όλοι οφείλουν να συμβάλουν εποικοδομητικά στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων.
Σε κάθε θέμα η Ελλάδα θα βρίσκεται μπροστά, θα παίρνει πρωτοβουλίες, θα καθορίζει το πλαίσιο. Στις σχέσεις με την Τουρκία θέλουμε να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε το 2004. Τότε που υπήρχε ένα σαφές πλαίσιο ορόσημων, υποχρεώσεων αλλά και ενταξιακής προοπτικής για την Τουρκία. Τότε, που είχαμε καταφέρει να διαμορφώσουμε την ευρωπαϊκή ατζέντα της Τουρκίας, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα θέματα εθνικού ενδιαφέροντος. Τότε που πετύχαμε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, αλλάζοντας μια για πάντα τα δεδομένα και τις ισορροπίες στο Κυπριακό.
Με την Τουρκία θέλουμε καλές σχέσεις, αλλά με καθαρές κουβέντες. Δε φοβόμαστε τον απευθείας διάλογο, τον επιδιώκουμε. Οι θέσεις μας είναι ξεκάθαρες και βασίζονται σε ισχυρά επιχειρήματα. Αυτό ήταν και το μήνυμα του Πρωθυπουργού στη συνάντησή του με τον κ. Ερντογκάν. Η τουρκική πλευρά έδειξε να ανταποκρίνεται θετικά στην ελληνική πρωτοβουλία. Απομένει η διακήρυξη προθέσεων να συνοδευθεί κι από πράξεις. Επειδή γίνεται λόγος για την επιστολή Ερντογκάν. Βεβαίως θα υπάρξει απάντηση του Πρωθυπουργού τις επόμενες μέρες. Η Ελλάδα δεν βιάζεται. Η Τουρκία έχει υποχρεώσεις που πρέπει να υλοποιήσει.
Η δραστηριότητα των τελευταίων ημερών στο Αιγαίο μας προβληματίζει. Ειδικά η αντιμετώπιση των μέσων της FRONTEX από την Τουρκία, πέραν του απαράδεκτου παραβατικού της χαρακτήρα, φανερώνει μια αδυναμία αντίληψης της χρησιμότητας που θα είχε για την ίδια την Τουρκία η επιτυχημένη αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης. Το πρόβλημα αυτό είναι ευρωπαϊκό και ο τρόπος αντιμετώπισής του από την ΕΕ πρέπει να πάψει να είναι αποσπασματικός. Χρειάζονται περισσότερα μέσα, καλύτερος προγραμματισμός, επιμερισμός των βαρών, αλλά το πιο σημαντικό, σαφής προσανατολισμός για τη μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης. Στη συζήτηση αυτή, η προσέγγιση της Τουρκίας συχνά φαντάζει, δυστυχώς, εκτός τόπου και χρόνου.
Η Τουρκία πρέπει να καταλάβει ότι δεν αποκομίζει κανένα απολύτως όφελος, ούτε σε πολιτικό, ούτε σε νομικό επίπεδο από την παράνομη συμπεριφορά στο Αιγαίο και ειδικότερα από τις προκλητικές παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου. Η παράνομη συμπεριφορά δεν δημιουργεί δίκαιο. Οι αμφισβητήσεις της εθνικής μας κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων δεν πρόκειται να ανατρέψουν το διεθνές δίκαιο, πάνω στο οποίο στηρίζουμε τις θέσεις μας.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Ναι, υποστηρίζουμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας. Η υποστήριξή μας, όμως, δεν είναι λευκή επιταγή. Η ελληνική θέση είναι ξεκάθαρη και σταθερή: η Τουρκία θα πρέπει θα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν και όταν εκπληρώσει όλα τα κριτήρια και προαπαιτούμενα που έχουν τεθεί. Χώρος για εκπτώσεις δεν υπάρχει. Η Τουρκία έχει αναλάβει υποχρεώσεις απέναντι στην ΕΕ και τα κράτη μέλη και πρέπει να τις εκπληρώσει στο ακέραιο.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου η Ένωση θα αξιολογήσει την Τουρκία. Θα την αξιολογήσει για κάθε πτυχή της ενταξιακής διαδικασίας, για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών, για το σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας, για τη συμμετοχή της στην αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης. Θα την αξιολογήσει ως προς την εφαρμογή του Προσθέτου Πρωτοκόλλου και την εξομάλυνση των σχέσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία. Θα κριθεί αντικειμενικά και αυστηρά. Η συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία είναι στενή, καθημερινή. Εφαρμόζουμε τη διακήρυξη η Ελλάδα να είναι δίπλα στην Κύπρο όχι μόνο με λόγια αλλά με πράξεις.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Σε λίγες ημέρες, η Ελληνική Προεδρία του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) κορυφώνεται με τη διοργάνωση της 17ης Υπουργικής Συνόδου του Οργανισμού (Αθήνα, 1-2 Δεκεμβρίου 2009). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διοργάνωση που έχει προετοιμάσει η χώρα μας μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην Αθήνα αναμένονται περισσότεροι από 50 Υπουργοί Εξωτερικών, 1200 συμμετέχοντες και περί τους 400 δημοσιογράφους από διεθνή ΜΜΕ.
Από πολιτικής πλευράς, το κληροδότημα της Ελληνικής Προεδρίας είναι η «Διαδικασία της Κέρκυρας». Και εδώ, όπως το έκανα και στις Προγραμματικές Δηλώσεις, θα ήθελα να αναγνωρίσω τη συνεισφορά της προηγούμενης Κυβέρνησης και της Υπουργού Εξωτερικών κας Μπακογιάννη. Στην Υπουργική Σύνοδο των Αθηνών προωθούμε μία Υπουργική Απόφαση για τη συνέχιση της διαδικασίας αυτής και μία Πολιτική Διακήρυξη για τη Διαδικασία της Κέρκυρας. Τα πρώτα δείγματα αντιδράσεων από τα συμμετέχοντα κράτη είναι, κατ’ αρχήν, θετικά. Παρόλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν μέχρι την τελευταία στιγμή στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, η «Διαδικασία της Κέρκυρας» έδωσε το έναυσμα για την έναρξη ενός ευρύτερου πολιτικού διαλόγου για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια, γεγονός, που από μόνο του αποτιμάται θετικά και πιστώνεται στη χώρα μας από το σύνολο των συμμετεχόντων κρατών του ΟΑΣΕ.
Δεν θα επεκταθώ σε άλλα θέματα αυτή τη στιγμή. Θέλω σύντομα να μας δοθεί η ευκαιρία να κάνουμε μια συνάντηση αποκλειστικά για τα θέματα της οικονομικής διπλωματίας, της αναπτυξιακής πολιτικής της Ελλάδας, η οποία πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις πολιτικές μας προτεραιότητες, αλλά και την ενεργειακή στρατηγική μας, δεδομένης της διεθνούς διάστασης που έχει. Θέλω επίσης να συζητήσουμε τη δράση και την παρουσία της Ελλάδας σε λίγο πιο μακρινές περιοχές, στην ευρύτερη γειτονιά μας, στις οποίες όμως έχει σημαντικό ρόλο, όπως τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας. Ήθελα την πρώτη φορά να συζητήσουμε αυτά τα θέματα που έχουμε μπροστά μας, όπως την Υπουργική Σύνοδο του ΟΑΣΕ και τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ το Δεκέμβριο. Θα ήθελα επίσης να σας μεταφέρω ορισμένες σκέψεις εκ μέρους των Ελλήνων Ευρωβουλευτών τους οποίους συνάντησα πριν από λίγες μέρες. Στη συζήτηση, πέρα από τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, εξέφρασαν την επιθυμία να συμμετάσχουν στις εργασίες της Επιτροπής. Θέλω να μεταφέρω τη σκέψη τους την οποία θεωρώ θετική και εποικοδομητική. Να δούμε και σε πρακτικό επίπεδο αν μπορεί αυτό να γίνει.
Ευχαριστώ.
24 Νοεμβρίου, 2009