Ομιλία ΑΝΥΠΕΞ κας Μ. Ξενογιαννακοπούλου στην κοινή συνεδρίαση Επιτροπών ΕΞ.ΑΜ.-Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Βουλής

Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα κι εγώ να ευχηθώ σε όλους καλή χρονιά, με υγεία, δύναμη, για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με όπλο τις αρχές, τις αξίες και ο καθένας και η κάθε μια μας τις πολιτικές που πιστεύει και υπηρετεί για το καλό του λαού και της χώρας μας.

Η Πρόεδρος η κα Ζήση ανέφερε ότι στις αρχές Δεκεμβρίου είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μία πρώτη συζήτηση τότε, ενόψει του σημαντικού και κρίσιμου, όπως είχαμε εκτιμήσει, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 16-17 Δεκεμβρίου.

Ταυτόχρονα, ανέλαβα τότε και την υποχρέωση απέναντί σας και είναι κάτι που θα το τηρήσω και κατά τη διάρκεια των επόμενων συναντήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να έχουμε τη δυνατότητα, και πριν και μετά, να υπάρχει συζήτηση και ενημέρωση.Και ιδιαίτερα σε αυτή τη δύσκολη φάση που περνάμε είναι πάρα πολύ κρίσιμο να υπάρχει αυτή η ενημέρωση. Και να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων στις εξελίξεις.

Γιατί δεν είναι μόνο οι Κυβερνήσεις που δίνουν τις μάχες σε επίπεδο Συμβουλίου, είναι φυσικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και είναι, βέβαια, και όλοι οι κοινωνικοί φορείς οι οποίοι και αυτοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν, έχουν λόγο και επηρεάζουν τις εξελίξεις.

Η αλήθεια είναι, κι αυτό είναι μία κοινή διαπίστωση όλων μας, ότι η Ευρώπη απέναντι στη συνεχώς επιδείνωση της δημοσιονομικής κρίσης και της κρίσης χρέους, όπως εξελίχθηκε μέσα στο 2010, έδειξε αντανακλαστικά μειωμένα. Έδειξε αμηχανία, έδειξε εσωστρέφεια.

Παρουσίασε εμμονές. Ενώ ήταν σε εξέλιξη ένα φαινόμενο, το οποίο από ένα σημείο και μετά θα επιδρούσε συνολικά στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδειξε και μια ιδιαίτερη ατολμία. Με καθυστερημένες αποφάσεις, αποσπασματικές, χωρίς να έρχονται να δίνουν τη συνεκτική εκείνη απάντηση που είχαν ανάγκη η συγκυρία και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το πρώτο εξάμηνο του 2010 έκλεισε ο αγώνας του Έλληνα Πρωθυπουργού, της Κυβέρνησης και της χώρας μας. Ήταν ένας αγώνας που έδειχνε μοναχικός πολλές φορές και μάλιστα για την Ελλάδα έγινε μία πολύ μεγάλη προσπάθεια να θεωρηθεί ότι είναι μια ειδική περίπτωση. Ένα μαύρο πρόβατο που με ευκολία έριχναν το ανάθεμα, χωρίς να καθήσουν να αναλύσουν και να μελετήσουν που ακριβώς πηγαίνουν τα πράγματα.

Αυτή βέβαια ήταν μια κοντόφθαλμη προσέγγιση στα πράγματα, η οποία δεν μπόρεσε φυσικά να δώσει εκείνο το ισχυρό μήνυμα που έπρεπε να δώσει η ενωμένη Ευρώπη απέναντι στην κρίση κι απέναντι στις αγορές, για να μπορέσει να σταθεροποιηθεί και να μπορέσει να αρχίσει να μπαίνει σε μία λογική ανάκαμψης και αντιμετώπισης της κρίσης.

Εμείς δώσαμε μάχη. Και είμαστε υπερήφανοι γι΄ αυτή τη μάχη όσο δύσκολη και να ήταν. Δώσαμε μάχη και για τη χώρα μας και για να δείξουμε αυτές τις γενικότερες πτυχές της κρίσης. Συμμάχους  είχαμε λίγους  και εκείνοι  έδωσαν  τη μάχη τους. Και αναφέρομαι ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, γιατί είναι αλήθεια -κι έχουμε και Ευρωβουλευτές εδώ- ότι εξαρχής το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που μάλιστα έχει και αυξημένες αρμοδιότητες λόγω της Συνθήκης της Λισσαβόνας ανέδειξε τα ζητήματα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Και πάνω απ΄ όλα η αδυσώπητη πραγματικότητα που μέρα με την ημέρα και βδομάδα με την βδομάδα βύθιζε όλο και περισσότερα κράτη-μέλη στην ανασφάλεια και στις επιπτώσεις αυτής της κρίσης, όλα αυτά έφεραν την ύπαρξη  μιας κοινής τριπλής διαπίστωσης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαπίστωση πρώτη, που μπορεί να ακούγεται αλλά δεν ήταν καθόλου αυτονόητη: Η κρίση αυτή ανεξάρτητα τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει σε κάθε χώρα, που δεν είναι παντού τα ίδια, φυσικά, και ανεξάρτητα των όποιων ευθυνών έχουν οι Πολιτικές Ηγεσίες σε κάθε χώρα, είναι μία κρίση που έχει κοινά ευρωπαϊκά στοιχεία. Κι είναι μία κρίση που απαιτεί και επιβάλλει να υπάρχει μία κοινή αποτελεσματική και συνεκτική ευρωπαϊκή απάντηση.

Η δεύτερη διαπίστωση: Κάτι φυσικά που όλοι γνωρίζαμε, κάτι που είχε επισημανθεί, αλλά που σε περιόδους ευημερίας ενδεχομένως δεν είχε την ίδια ένταση όπως έχει τώρα, ότι η ίδια η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το αρχιτεκτόνημα της ΟΝΕ, ήταν ατελές όσον αφορά τόσο τη λειτουργία  όσον και την αποτελεσματικότητά του.

Δεν μπορούσε σε αυτή τη συγκυρία η Ευρώπη να ανταπεξέλθει και να αντιμετωπίσει την κρίση, να σταθεί στα πόδια της, να μπορέσει να ανακάμψει, αν δεν είχε μία αντίστοιχη οικονομική πολιτική ενιαία, μια οικονομική διακυβέρνηση αποτελεσματική. Και ταυτόχρονα, την πολιτική εκείνη αποφασιστικότητα να εκφραστεί από τη συλλογική Πολιτική Ηγεσία για να παρθούν οι αναγκαίες αποφάσεις και οι αναγκαίες πολιτικές.

Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι όσα μέτρα δημοσιονομικά και να παρθούν, όση πειθαρχία, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονα μία αποτελεσματική και συνεκτική ευρωπαϊκή στρατηγική για την ανάκαμψη και για την ανάπτυξη, (που να μπορέσει να αναθερμάνει συνολικά την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και ειδικότερα να στηρίξει όλες τις χώρες που έχουν πρόβλημα και την περιφέρεια της Ευρωζώνης), θα είναι μικρό το όφελος από όλη αυτή την προσπάθεια και τελικά η περίφημη αυτή σταθερότητα θα αποβεί κενό γράμμα.

Γιατί πόσο μπορείς να έχεις μόνο εσύ και μονόπλευρα δημοσιονομική σταθερότητα, αν δεν έχεις παράλληλα την αντίστοιχη πραγματική οικονομική ανάκαμψη, την κοινωνική εκείνη στήριξη που χρειάζεται. Σε επίπεδο εργασίας, σε επίπεδο αλληλεγγύης, σε επίπεδο περιφερειακής στήριξης και αναδιανομής.

Αυτές είναι οι διαπιστώσεις τις οποίες πριν από έξι μήνες σχεδόν δεν τις συζητούσε κανείς. Είχε φθάσει σε ένα σημείο η Ευρώπη να μη συζητάει αυτά τα πράγματα. Και  τώρα πλέον έχουν μπει στο τραπέζι, και είναι μια κοινή διαπίστωση ότι χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα. Βέβαια εδώ σηκώνει πολλή συζήτηση, γιατί με το να φτάσεις στη γενική διαπίστωση μέχρι να την εξειδικεύσεις σε πολιτικές, όπως ξέρουμε όλοι υπάρχει πολύς δρόμος. Πολλή προσπάθεια ακόμα, αλλά παρόλα αυτά, τα πρώτα βήματα έχουν γίνει.

Κι έτσι, από το επεισοδιακό,  θα χαρακτήριζα και δύσκολο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου, που είχαμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε πολύ αναλυτικά στην προηγούμενη συνεδρίασή μας, φτάσαμε σε ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβριο που είχε πολλά θετικά βήματα, τα οποία, βέβαια, πρέπει να συμπληρωθούν μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης και ολοκληρωμένης πολιτικής.Σίγουρα δε από μόνα τους τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι επαρκή για να αντιμετωπιστεί η κρίση.

Παρόλα αυτά όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η συγκυρία και η ωριμότητα των καταστάσεων και των δυσκολιών, άνοιξε το δρόμο για να υπάρξουν αυτά τα πρώτα βήματα. Πόσο βέβαια θα είναι αποτελεσματικά αυτά, σε σχέση με τις αγορές και σε σχέση με τη συνολική ανασφάλεια που αυτή τη στιγμή επικρατεί στο επίπεδο της Ευρωζώνης, εκεί τα πράγματα θα δείξουν πως θα εξελιχθούν.

Και σίγουρα χρειάζεται αποφασιστικότητα, αποτελεσματικότητα και πολύ πιο ισχυρές πολιτικές αποφάσεις. Και το τρίμηνο στο οποίο έχουμε ήδη πλέον εισέλθει, όλοι αναγνωρίζουμε ότι θα είναι ένα τρίμηνο ιδιαίτερα κρίσιμο και καθοριστικό.

Θα μου επιτρέψετε, αγαπητοί συνάδελφοι, να παρουσιάσω επιγραμματικά -για να μη σας κουράσω- τα βασικά συμπεράσματα και αποτελέσματα αυτού του σημαντικού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Και ταυτόχρονα, σε κάθε θέμα να σας λέω και ποια ήταν και η ελληνική θέση γύρω από τα ζητήματα που αποφασίστηκαν.

Πρώτα απ΄ όλα, αποφασίστηκε η περιορισμένη αναθεώρηση της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε να είναι εφικτή η πρόβλεψη για έναν μόνιμο μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων. Μάλιστα με την απλοποιημένη διαδικασία που είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται με το άρθρο 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό  σημαίνει ότι δε θα συγκληθεί Διακυβερνητική Διάσκεψη, θα γίνει απλώς μία διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Ταυτόχρονα το Μάρτιο, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, οι Αρχηγοί κρατών και οι Πρωθυπουργοί θα επιβεβαιώσουν την τελική απόφαση για την αναθεώρηση, προκειμένου στη συνέχεια να πάμε στη διαδικασία των επικυρώσεων από τα Εθνικά Κοινοβούλια. Το Φεβρουάριο δεν είναι έκτακτο Συμβούλιο, είναι ένα Συμβούλιο το οποίο έχει συγκληθεί από την Ουγγρική Προεδρία, με θέμα «τα ενεργειακά, την ενεργειακή πολιτική» και θα αναφερθώ σε αυτά, συν τα ζητήματα «καινοτομίας και τεχνολογίας».

Βέβαια -κάνω την παρένθεση εδώ επειδή το έθεσε ο συνάδελφος Νάσος Αλευράς- ότι όταν ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συγκαλείται, αυτό βέβαια σημαίνει ότι μπορούν και άλλα θέματα να τεθούν σε αυτό. Αλλά, έχει συγκεκριμένη ατζέντα που είναι η ατζέντα που αφορά την ενεργειακή πολιτική, που λαμβάνει και μία στρατηγική σημασία και συνδέεται βέβαια και με αυτό που είπαμε προηγούμενα, μία στρατηγική για την ανάκαμψη και για τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης.

Όσον αφορά αυτό το πρώτο θέμα, δηλαδή την απόφαση για την αναθεώρηση της Συνθήκης, ποια ήταν η ελληνική θέση: Πρώτα απ΄ όλα εμείς δώσαμε μάχη για να υπάρξει μηχανισμός στήριξης μετά το 2013, όταν ολοκληρωθεί η ζωή των σημερινών μηχανισμών, που δώσαμε κι εμείς μάχη για να συγκροτηθούν, που θα στηρίζουν τις χώρες που είναι σε κρίση.

Και ταυτόχρονα, αγαπητοί συνάδελφοι, εμείς ήμασταν από τις χώρες εκείνες που επιμείναμε και τελικά έτσι κατεγράφη, να μην υπάρχει πολύ αναλυτική αναφορά στο κείμενο της Αναθεώρησης στα χαρακτηριστικά αυτού του μηχανισμού.
Γιατί, καταλαβαίνετε, η Συνθήκη είναι όπως ένα Σύνταγμα και δεν είχαμε κανένα λόγο να αποτυπωθεί με τόσο αυστηρό και συγκεκριμένο τρόπο στο κείμενό της , κάτι που συγκυριακά αυτή τη στιγμή παίρνει κάποια χαρακτηριστικά που θα εξειδικευθούν στους κανονισμούς και που είναι προϊόντα  ενός συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων.

Ταυτόχρονα, και οφείλω να το πω αυτό, γιατί όπως ξέρετε είχε γίνει μεγάλη συζήτηση και όταν συζητήθηκε ο μηχανισμός για την Ελλάδα, η Γερμανία είχε θέσει τότε το περίφημο «ulti maratsium» δηλαδή να υπάρχει η πρόβλεψη για τη στήριξη μίας χώρας όταν κυριολεκτικά είναι η έσχατη λύση. ‘Οταν είναι -για να το πούμε πιο γλαφυρά- στην άκρη του γκρεμού.

Εδώ είναι πάρα πολλή η συζήτηση και καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούσαμε να θεσμοθετήσουμε κι έναν μηχανισμό που θα αναιρούσε τελικά την ίδια την αναγκαιότητα της ύπαρξής του. Από την άλλη, υπήρχε και ένας φόβος κι αυτός εκφράστηκε και από τη Γερμανία κι από άλλες χώρες της Ευρωζώνης, να μη γίνει μία εκμετάλλευση αυτού του μηχανισμού σε σημείο που να γίνει παραβίαση των κανόνων της οικονομικής διακυβέρνησης.

Εκεί συμβάλλαμε και εμείς, προκειμένου η τελική διατύπωση όσον αφορά την ενεργοποίηση αυτού του μόνιμου μηχανισμού στο μέλλον, να γίνεται εφόσον κρίνεται απαραίτητο για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης.

Δεύτερο σημείο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά αυτού του μηχανισμού: Εκεί στην ουσία επικυρώθηκε η απόφαση που είχε πάρει το Eurogroup και το Ecofin στις 28 Νοεμβρίου -σας θυμίζω ήταν εκείνη η δραματική συνεδρίαση του Eurogroup ημέρα Κυριακή όταν υποχρεώθηκε να μπει η Ιρλανδία αντίστοιχα στο μηχανισμό.

Εκεί κρατάμε από αυτή την απόφαση, η οποία βέβαια θα εξειδικευθεί με ειδικό κανονισμό. Kαι όλοι που έχετε εμπειρία από τα ευρωπαϊκά θέματα ξέρετε ότι στις λεπτομέρειες και στην εξειδίκευση των κανονισμών παίζονται και διαδραματίζονται οι συσχετισμοί  κι όχι μόνο στις γενικές αρχές. Εκεί κρατάμε ότι σε αυτή τη δύσκολη συμφωνία που επιτεύχθηκε πρώτα απ΄ όλα μπήκε η λογική, πάλι, της ομόφωνης πολιτικής απόφασης, που είναι κρίσιμο θέμα γιατί διατηρείται η πολιτική εκτίμηση για την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού.

Και για την περίφημη συζήτηση του ιδιωτικού τομέα που ξέρετε πόσο μεγάλη αντιπαράθεση είχε γίνει και πόσο κι εμείς από την πλευρά μας ήμασταν και παραμένουμε επιφυλακτικοί σε μεγάλο βαθμό για τις συνέπειες που έχει, παρά τα όποια λογικά επιχειρήματα, μπήκε μία διατύπωση για την κατά περίπτωση συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Και άρα είναι και θέμα πλέον στον κανονισμό το πώς θα μπουν οι ασφαλιστικές δικλείδες και θα εξειδικευθούν αυτά τα θέματα.

Τρίτο σημείο, όσον αφορά την οικονομική διακυβέρνηση. Εκεί είχαμε την ευκαιρία και την προηγούμενη φορά να αναφερθούμε πιο αναλυτικά: Η οικονομική διακυβέρνηση στην πραγματικότητα είναι έξι κανονισμοί, οι οποίοι αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε επίπεδο ομάδων εργασίας του Συμβουλίου και ταυτόχρονα συζητούνται και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Εκεί απλώς να θυμίσω ότι η ελληνική θέση, όπως αποτυπώθηκε με πολύ κατηγορηματικό αλλά και καταλυτικό τρόπο για την τελική έκβαση των αποφάσεων από τον Γιώργο Παπανδρέου τον περασμένο Οκτώβριο, είχε να κάνει με τις περίφημες κυρώσεις.

Όχι στις πολιτικές κυρώσεις, κάτι που τότε είχε μπει με πολύ μεγάλη ένταση από κάποια κράτη-μέλη στο τραπέζι. Όχι στον αυτοματισμό, δηλαδή να μπαίνει το στοιχείο της πολιτικής συνεκτίμησης, κάτι που και η Γαλλία στήριξε και συνέβαλε καθοριστικά σε αυτό.

Και το τρίτο και πολύ κρίσιμο «όχι», το οποίο βέβαια θα το βρούμε και μπροστά μας αυτό το εξάμηνο που έχει ξεκινήσει, αφορά το ζήτημα των δημοσιονομικών προοπτικών, του μέλλοντος της συνοχής, της κοινής αγροτικής πολιτικής, των Διαρθρωτικών Ταμείων. Όλα αυτά τα θέματα που είναι κρίσιμα και στην καρδιά της δικής μας προσπάθειας για την ανάκαμψη.

Όχι στο να υπάρχουν οικονομικές κυρώσεις με έναν άδικο και ανισομερή τρόπο, παραδείγματος χάρη κυρώσεις που θα επιβάλλονται στα Διαρθρωτικά Ταμεία. Γιατί αυτό απλώς θα ενίσχυε έναν φαύλο κύκλο κρίσης, δηλαδή να έρχεσαι σε μία χώρα που έχει μπει στο μηχανισμό γιατί είναι πλέον σε κατάσταση κρίσης και επιπλέον να μπαίνουν και κυρώσεις όσον αφορά εκεί που έχει την ελπίδα να μπορέσει να στηριχθεί για να ανακάμψει τις πολιτικές της.

Σε αυτό το τρίτο θέμα, μπήκε ένα χρονοδιάγραμμα κρίσιμο μέχρι τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους. Από εκεί και πέρα βέβαια, στις λεπτομέρειες και στις ασφαλιστικές δικλείδες θα κριθούν τα πράγματα.

Τέταρτο σημείο-κλειδί στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι ότι πετύχαμε -εδώ είναι αποτρεπτική η κίνηση- να μη γίνει αποδεκτή η προσπάθεια κάποιων κρατών-μελών και κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου να συνδεθεί η συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης και τον μηχανισμό με το μέλλον των πιστώσεων του κοινοτικού προϋπολογισμού, με το ύψος των πιστώσεων του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Και με όλα αυτά που είναι μέσα στη μεγάλη διαπραγμάτευση που ξεκινάει αυτό το εξάμηνο και που επειδή σήμερα δεν υπάρχει ο χρόνος σε μια επόμενη συνάντησή μας ευχαρίστως να μπούμε πιο αναλυτικά, καθώς θα είναι η μεγάλη διαπραγμάτευση για το μέλλον όλων αυτών των πολιτικών μετά το 2013.

Για να το πούμε πολύ απλά, όπως το έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, το μέλλον των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και όλων των συναφών πολιτικών της κοινής αγροτικής πολιτικής. Εκεί λοιπόν επεδίωξε ξανά η Βρετανία, δεν μπόρεσε να επιβάλλει εντός του Συμβουλίου και στο πλαίσιο του κειμένου μία αναγραφή.

Η προσπάθειά της, για να ξέρετε, ήταν να μην υπάρξει αύξηση των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού πέρα από τον μέσο όρο του ευρωπαϊκού πληθωρισμού.  Καταλαβαίνετε ότι αυτό από μόνο του σήμαινε στην ουσία μείωση τελικά των κονδυλίων.

Κι εδώ να θυμίσω για όσους από σας παρακολουθείτε χρόνια τα ευρωπαϊκά, ότι μία αντίστοιχη κίνηση είχε γίνει με το περίφημο 1% όσον αφορά τις κοινοτικές δαπάνες στην αντίστοιχη επιστολή που είχε σταλεί τότε όταν ξεκινούσε η συζήτηση για το τρέχον προγραμματικό πλαίσιο, όπου κι εδώ πάλι εκφράστηκε με μία επιστολή πέντε χωρών (της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Φιλανδίας) αλλά εκτός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σα δήλωση προθέσεων.

Αυτό τι σημαίνει; Ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τετελεσμένα γεγονότα γι΄ αυτό το θέμα. Κι εκεί ήταν μία μάχη και που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης έδωσε. Αλλά, σημαίνει επίσης και να μην έχουμε ψευδαίσθηση ότι θα είναι μια δύσκολη διαπραγμάτευση σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον και με έναν δύσκολο συσχετισμό δυνάμεων.

Το πέμπτο σημείο που ίσως είναι το πιο κρίσιμο γι΄ αυτά που έρχονται από δω και πέρα- στα συμπεράσματα του Συμβουλίου -να δείτε το τελευταίο παράρτημα που είναι η δήλωση των Πρωθυπουργών και των Αρχηγών κρατών της Ευρωζώνης. Μία δήλωση πολιτική, γραμμένη βέβαια με τη γλώσσα των κοινοτικών κειμένων, αλλά που για πρώτη φορά μπαίνει η έννοια της ανάγκης για μια συνεκτική απάντηση στην κρίση.

Θα μου πείτε ψύλλους στα άχυρα γυρεύεις, επειδή το είπαν θα γίνει; Σίγουρα το να βάλεις έναν τίτλο δε σημαίνει αναγκαστικά το περιεχόμενο. Και ξέρουμε ότι θέλει πάρα πολλή δουλειά για να διαμορφωθεί το περιεχόμενο. Όμως ας σκεφτούμε αγαπητοί συνάδελφοι που ήμασταν πριν δώδεκα μήνες, όταν υπήρχε άρνηση της πραγματικότητας της κρίσης, για να φτάσουμε τώρα να έχει τρία βασικά σημεία αυτή η δήλωση.

Πρώτον, ότι τα κράτη-μέλη συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους -το λέω σε ελεύθερη μετάφραση- προκειμένου να στηριχθούν τα κράτη-μέλη και η Ευρωζώνη από το πρόβλημα της κρίσης και της αποσταθεροποίησης. Αυτό είναι το  πρώτο μήνυμα.

Δεύτερο μήνυμα ότι θα υπάρχει η αναγκαία χρηματοδότηση των παρόντων μηχανισμών στήριξης. Γιατί γνωρίζαμε πολύ καλά τον Δεκέμβριο ότι τα προβλήματα συνεχίζονται και θα δούμε και πως θα εξελιχθούν. Και μακάρι να μην εξελιχθούν αρνητικά γι΄ άλλες χώρες αλλά υπάρχει το κλίμα της ανασφάλειας αυτή τη στιγμή.

Υπάρχει σαφής αναγνώριση στο κείμενο αυτό για τη σημαντική προσπάθεια που καταβάλλει η Ελλάδα μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία και τις πολιτικές που εφαρμόζονται και αναγνώριση για τις θυσίες του ελληνικού λαού.

Και βέβαια αναφέρεται στην ανάγκη να υπάρξει αυτή η συνεκτική απάντηση, που εδώ ανοίγει πια, θα έλεγα, το παράθυρο ώστε να μπορούν να εμπλουτισθούν στο επόμενο διάστημα και κάτω από το βάρος της συγκυρίας και των εξελίξεων με πολύ πιο συγκεκριμένες και αποτελεσματικές πολιτικές.

Το έκτο σημείο δεν υπάρχει στα κείμενα των συμπερασμάτων, το έκτο σημείο ήταν «στον αέρα», στην ατμόσφαιρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ήταν το «φάντασμα» που κυκλοφορούσε στους διαδρόμους κι είχε να κάνει με την ανάγκη να παρθούν επιτέλους γενναίες αποφάσεις για το ευρωομόλογο. Να υπάρξουν επιτέλους αποφάσεις για μια ενοποιημένη δημοσιονομική πολιτική, μια αποτελεσματική οικονομική πολιτική και μια πολιτική ουσιαστικής αλληλεγγύης μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης.

Λέω ότι αυτό φυσικά δεν μπορούσε να υπάρξει, γιατί δεν υπάρχει ο συσχετισμός για να υπάρξει αυτή τη στιγμή. Αλλά, πιστέψτε με, αγαπητοί συνάδελφοι, κάθε εβδομάδα που περνάει σε αυτή τη συμμαχία όπως διαμορφώνεται ενισχύονται οι φωνές, οι οποίες προέρχονται από πάρα πολλές πλευρές(και που ενδεχομένως να έχουν κι άλλες αφετηρίες και ενδεχομένως να έχουν κι άλλες προσεγγίσεις στην υλοποίηση αυτού του ευρωομολόγου) έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Ότι πρέπει να υπάρξει μία ενιαία προσέγγιση γύρω από αυτά τα θέματα.

Κι εκεί ακριβώς έγκειται και είναι και συμβολική και πολιτικά σημαντική η πρωτοβουλία που ανήγγειλε ο Πρωθυπουργός  Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έθεταν αυτό το θέμα. Και ξέρετε ότι τώρα πια έχουν προστεθεί πάρα πολλοί, από τον Πρόεδρο του Eurogroup από τον κ. Γιούνκερ μέχρι άλλους Πρωθυπουργούς, πολιτικές δυνάμεις, κοινωνικές δυνάμεις.

Έβγαλε μία ανακοίνωση και η Ένωση των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων γύρω από αυτό το θέμα, ώστε να υπάρξουν επιτέλους τέτοιου είδους πολιτικές, οι οποίες θα δώσουν σαφές και αποτελεσματικό  μήνυμα στις αγορές. Θα μπορούν να περιορίσουν τις εντάσεις και να σταθεροποιήσουν τις κρατικές αγορές ομολόγων, να ελαττώσουν τις πιέσεις από τα τραπεζικά συστήματα, για να καταφέρει να προχωρήσει η αναθέρμανση και η ανάκαμψη της οικονομίας.

Και φυσικά να διευκολυνθεί να φύγει αυτό το βάρος κι από τα κράτη-μέλη που έχουν και αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Για να μπορέσουν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της κρίσης, για να μπορέσουν ουσιαστικά να ανακάμψουν και να μην περιοριστούν μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή.

Η επιλογή του Πρωθυπουργού να το συνδέσει με τη ρύθμιση της Συνθήκης της Λισσαβόνας για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (που απαιτεί όπως ξέρετε ένα εκατομμύριο υπογραφές τουλάχιστον και ταυτόχρονα να είναι σε τουλάχιστον εφτά κράτη-μέλη) παρότι έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μένει να ολοκληρωθεί και στο Συμβούλιο και θα τεθεί μετά από μερικούς μήνες σε εφαρμογή, στις αρχές της επόμενης χρονιάς- έχει ιδιαίτερα συμβολική και πολιτική σημασία. Γιατί, αναδεικνύει το θέμα, ενισχύει την πολιτική και κοινωνική συζήτηση και βέβαια δημιουργεί και την αντίστοιχη δυναμική και πίεση σε επίπεδο Κυβερνήσεων.

Στο εξάμηνο που μπαίνουμε η Ουγγρική Προεδρία που ξεκίνησε και με τις  προτεραιότητες που θέτει, που στο μεγαλύτερο μέρος συμπίπτουν με τα ζητήματα που κι εμείς θέτουμε. Είναι κάτι που διαπιστώσαμε και στις επισκέψεις που κάναμε στη Βουδαπέστη σε διμερές επίπεδο, να σας πω ότι θα  έχω την ευκαιρία και την Πέμπτη να πάω στο πρώτο Συμβούλιο στην Ουγγρική πρωτεύουσα.

Αυτό μας βοηθάει, γιατί πρέπει να σας πω ότι και οι πρώην ανατολικές χώρες που είναι μέλη της Ένωσης έχουν κι αυτές με την πάροδο των ετών διαφοροποιηθεί στις θέσεις τους. Το λέω, γιατί ακολουθεί μετά και η Πολωνική Προεδρία. Σαφώς η κάθε χώρα έχει τη στρατηγική και τις ιδιαιτερότητές της, αλλά πρέπει να σας πω ότι έχουν ξεφύγει από αυτή την αντίληψη ενός πολύ στενού «ατλαντισμού» που είχαν το πρώτο διάστημα της εισόδους τους  το 2004, και μίας έλλειψης ίσως κατανόησης κάποιων συσχετισμών και πολιτικών στην Ένωση.

Άρα λοιπόν εδώ διαμορφώνεται κι ένα νέο πλαίσιο συμμαχιών πέραν των παραδοσιακών μας συμμαχιών με τις χώρες του Νότου ή με τις χώρες της περιφέρειας. Σημαντικά  θέματα πέραν των ζητημάτων της κρίσης που αναφέρθηκα πριν και των κανονισμών που βρίσκονται  σε εξέλιξη, είναι η πρόοδος της Ατζέντας 2020, έχοντας λάβει υπόψιν τα μαθήματα, τα παθήματα, την εμπειρία από τη Στρατηγική της Λισσαβόνας, αλλά και την ανάγκη να υπάρχει μία σύγχρονη στρατηγική για την οικονομική ανάκαμψη. Την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που πλέον να είναι πιο κοντά στις ανάγκες των κρατών-μελών και των περιφερειών, είναι μεγάλο θέμα και θα μας απασχολήσει και το επόμενο διάστημα.

Τα ζητήματα της ενέργειας που κι εσείς κα Πρόεδρε θέσατε, είναι στρατηγικής γεωπολιτικής σημασίας κρίσιμα και για τη χώρα μας. Γι΄ αυτό και αφιερώνεται και ειδικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθώς είναι σημαντική  και η ασφάλεια του εφοδιασμού και η διαφοροποίηση των πηγών και η διασφάλιση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας με τρόπους που να λειτουργεί για τη βιώσιμη ανάπτυξη και να διασφαλίζει και το δημόσιο συμφέρον, όταν μιλάμε για τέτοιες μεγάλες επενδύσεις και διευρωπαϊκά δίκτυα.

Όπως επίσης και τα ζητήματα της γεωστρατηγικής πτυχής της ενέργειας. Αυτά είναι τα θέματα λοιπόν που θα απασχολήσουν το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τα ζητήματα των δημοσιονομικών προοπτικών που αναφέρθηκα προηγούμενα, τα ζητήματα του ασύλου και της μετανάστευσης που είναι πάντα πολύ υψηλά στην ατζέντα σε κάθε Ευρωπαϊκό Φόρουμ και σε κάθε συζήτηση που γίνεται γύρω από τα ευρωπαϊκά αυτή τη στιγμή, με διττό τρόπο για μας.

Δηλαδή αφενός η μάχη για την αναθεώρηση του Δουβλίνου ΙΙ η οποία θα είναι μια μάχη που θα εξελιχθεί αυτό το εξάμηνο. Κι εκεί δεν έχουμε τον πιο θετικό συσχετισμό μέσα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωση. Άρα θέλει προσπάθεια, αλλά έχουμε υπέρ των θέσεών μας για μια ισοκατανομή των βαρών της παράνομης μετανάστευσης και των ζητημάτων αυτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όπως και η εσωτερική προσπάθεια που γίνεται στη χώρα μας για προσαρμογή της νομοθεσίας για το άσυλο, την ενσωμάτωση των μεταναστών αλλά και την πιο αποτελεσματική φρούρηση των συνόρων μας.

Δύο λόγια τώρα για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Την προηγούμενη φορά συζητήσαμε πολύ για τα θέματα της διεύρυνσης και της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Είναι στο τραπέζι το πώς θα μπορέσουμε να έχουμε μία δυναμική ισόρροπη και για την ευρωπαϊκή γειτονία όσον αφορά το βορειανατολικό κομμάτι, όσον αφορά τα θέματα όμως και της Μεσογείου. Κρίσιμα ζητήματα και οι δύο πτυχές και για την ενεργειακή μας γεωστρατηγική και πολιτική.

Και όλα αυτά τα ζητήματα είναι θέματα τα οποία θα μας απασχολήσουν κι απλώς εδώ να επαναλάβω ότι στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων, όσον αφορά τα θέματα της διεύρυνσης και για τα ζητήματα τα εθνικά, έχουμε ιδιαίτερα θετικές αποτυπώσεις και αναφορές στο πλαίσιο των πάγιων επιδιώξεων. Επιδιώξεων  που έχουμε συνολικά, ως χώρα και ως πολιτικές δυνάμεις, διαχρονικά.

Κλείνοντας κυρίες και κύριοι συνάδελφοι σε αυτή τη δύσκολη περίοδο των αλλαγών θέλω να επανέλθω και να κλείσω με το θέμα των συμμαχιών και των συσχετισμών δυνάμεων. Θεσμικές συμμαχίες, διαθεσμικές συμμαχίες, πολιτικές πολυεπίπεδες και κοινωνικές.

Και να πω ότι και η Βουλή των Ελλήνων έχει και μπορεί να παίξει έναν πολύ ενεργό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Και μην ξεχνάτε ότι τα Εθνικά Κοινοβούλια παίζουν ρόλο και όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης. Παίζουν ρόλο όσον αφορά τώρα την αναθεώρηση της Συνθήκης.

Διαμορφώνουν το κλίμα πολλές φορές και με καταλυτικό τρόπο γύρω από όλα αυτά τα ζητήματα. Και σε  ζητήματα που επιδιώκουμε, όπως είναι το ευρωομόλογο. Γιατί, αν μπούμε και σε αυτή τη διαδικασία είναι φανερός πια ο ρόλος που καλούνται να παίξουν και τα Εθνικά Κοινοβούλια, όπως και για θέματα που αφορούν άμεσα και καθοριστικά τη χώρα μας.

Άρα ,εγώ θα ήθελα να κάνω και αυτή την πρόταση κα Πρόεδρε και νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί. Πως και η Βουλή των Ελλήνων και φυσικά εδώ οι δύο Επιτροπές που είναι και οι πιο αρμόδιες, μπορούν ουσιαστικά να παίξουν και το δικό τους δημιουργικό και διαπραγματευτικό ρόλο σε αυτή τη συνολική εθνική προσπάθεια.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

11 Ιανουαρίου, 2011