Ομιλία ΑΝΥΠΕΞ Μ. Ξενογιαννακοπούλου, στη συζήτηση και ψηφοφορία επί της προτάσεως του Πρωθυπουργού για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση (Βουλή, 20.6.2011)

Θα ήθελα και εγώ, όπως και οι προηγούμενοι συνάδελφοι, να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του καλού συναδέλφου, του Άγγελου Τζέκη, όπως και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Να αναφέρω και εγώ την προσωπική μου εμπειρία για έναν συνάδελφο που πραγματικά έχαιρε εκτίμησης απ’ όλες τις πτέρυγες της Βουλής και ήταν ένας άνθρωπος που είχε δώσει τη ζωή του στους δημοκρατικούς και στους κοινωνικούς αγώνες.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η συζήτηση αυτή διεξάγεται σε μία κρίσιμη και καθοριστική στιγμή για την εξέλιξη των πραγμάτων σε σχέση με τη χώρα μας, τόσο όσον αφορά στη δύσκολη και συνεχή διαπραγμάτευση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς είναι μία εβδομάδα που θα κορυφωθεί την Παρασκευή με το σημαντικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και όσον αφορά στην εξέλιξη της μεγάλης, επώδυνης, αλλά αναγκαίας προσπάθειας για τη σταθεροποίηση και για τη σωτηρία της χώρας.

Είναι μία συζήτηση που πιστεύω ότι όλοι μας, είτε είμαστε στην Κυβέρνηση είτε στην Αντιπολίτευση, συμφωνούμε ότι πρέπει να γίνεται με αίσθημα ευθύνης, ειλικρίνειας, θάρρους, και όσον αφορά βέβαια στην Κυβέρνηση και με καθαρό πολιτικό λόγο και δεσμεύσεις απέναντι στον ελληνικό λαό. Γιατί οι στιγμές είναι αυτές που ζητούν υπευθυνότητα –φυσικά ανάλογα με το ρόλο που έχουμε, άλλη υπευθυνότητα καλείται να επιδείξει η Κυβέρνηση και άλλη η Αντιπολίτευση, και μάλιστα η Αξιωματική Αντιπολίτευση– και ειλικρίνεια, γιατί αυτό απαιτεί ο ελληνικός λαός σε σχέση με την κατάσταση που βρισκόμαστε όσον αφορά το τί πρέπει να γίνει και γιατί φτάσαμε εδώ.

Γιατί, πραγματικά, πρέπει να πω ότι δεν είχα και καμία πρόθεση να μπω σε μία συζήτηση πάλι για το παρελθόν, αλλά εκπλήσσομαι όταν ακούω ακόμα συναδέλφους της Νέας Δημοκρατίας να μιλάνε με αυτό το πνεύμα, λες και δεν έχουν οι ίδιοι καταλάβει πού έφεραν τη χώρα και τί ευθύνες έχουν σε όλη αυτή τη διαδικασία.

Απαιτείται ειλικρίνεια, χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς κινδυνολογία και καταστροφολογία. Να λέμε τα πράγματα ως έχουν για να μπορούμε να χαράξουμε την πορεία μας από εδώ και εμπρός.

Σίγουρα η περίοδος αυτή απαιτεί θάρρος. Απαιτεί θάρρος για την Κυβέρνηση που καλείται κάθε ημέρα με τις επιλογές της να σέβεται μία λεπτή δημοκρατική γραμμή. Δηλαδή, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στην κρισιμότητα της περιόδου, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και μέτρα που σαφώς είναι δύσκολα και συνεπάγονται πολιτικό κόστος, και θα ήμασταν ανεύθυνοι αν δεν είχαμε αυτό το θάρρος, αλλά ταυτόχρονα να μη χάνουμε ποτέ την επαφή με την κοινωνία, με την αγωνία της, με αυτά που πραγματικά θέλουν και προσδοκούν οι Έλληνες πολίτες.

Θάρρος, βέβαια, που πάνω απ’ όλα αποδεικνύεται στην πράξη όταν μπορούμε και στεκόμαστε στο ύψος των περιστάσεων σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία που περνάμε και δεν οχυρωνόμαστε πίσω από εύκολα μικροκομματικά αναχώματα, απλουστεύσεις και ισοπεδωτικές λογικές. Δυστυχώς, αυτά που έχουμε ζήσει το τελευταίο διάστημα δείχνουν ότι από την πλευρά της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν υπήρχε αυτό το θάρρος, ούτε η εντιμότητα να κάνουν αυτοκριτική για το παρελθόν που να τους δίνει τη δυνατότητα να μπορούν να αντιμετωπίσουν την περίοδο που περνάμε, αλλά αντίθετα ακούμε δυστυχώς τις ίδιες πάλι ισοπεδωτικές αντιλήψεις και λογικές.

Αναφέρθηκαν πολλοί συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης προηγούμενα, σε σχέση με τη στάση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ, και έθεσαν το ερώτημα γιατί ο Πρωθυπουργός ζήτησε να γίνει αυτή η συζήτηση που θα καταλήξει με την ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση. Πρώτα απ’ όλα θέλω από αυτό το βήμα να πω άλλη μια φορά, κάτι που έχει φανεί διαχρονικά στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ πραγματικά αντλεί δύναμη μέσα από αυτήν τη δυνατότητα που έχει να κάνει ανοιχτές, ειλικρινείς συζητήσεις. Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, έχει διακριθεί για δύο πολύ δύσκολα πράγματα. Πρώτα απ’ όλα με σθένος στηρίζει, και το έχει αποδείξει αυτούς τους 21 μήνες, αυτές τις δύσκολες επιλογές που έπρεπε να γίνουν από την Κυβέρνηση. Αλλά, ταυτόχρονα, αποδεικνύει η Κοινοβουλευτική μας Ομάδα και οι βουλευτές μας ότι είναι πάντα κοντά στον κόσμο, κοντά στον πολίτη και μπορούν και εκφράζουν ζωντανά αυτήν την αγωνία και μάλιστα με δημιουργικό τρόπο. Πρόσφατο παράδειγμα η συζήτηση που έγινε στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων γύρω από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, ακριβώς αυτή η εποικοδομητική στάση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ συνέβαλε, μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που δίνει το πρόγραμμα και η συγκυρία, να βελτιώσουν μια σειρά από ρυθμίσεις που έρχονται να λειτουργήσουν εξισορροπητικά για τα ασθενέστερα στρώματα, για τους πιο αδύναμους της κοινωνίας μας.

Όσον αφορά στη διαδικασία. Γιατί γίνεται αυτή η συζήτηση σήμερα; Η διαδικασία αυτή δεν είναι δείγμα αδυναμίας. Αντίθετα, είναι δείγμα υπεύθυνης στάσης του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης. Δηλαδή σε αυτήν εδώ τη δύσκολη συγκυρία και μετά τον ανασχηματισμό της προηγούμενης εβδομάδας, έρχεται η κυβέρνηση να παρουσιάσει και να ξεδιπλώσει στην Εθνική Αντιπροσωπεία το σχέδιο, τους στόχους, με καθαρό τρόπο και απέναντι στη Βουλή και στο λαό, και, πάνω από όλα, με βάση αυτούς τους στόχους και τις ανάγκες της περιόδου να δεσμευτεί και να ανανεώσει τις δεσμεύσεις της. Δεσμεύσεις για τις οποίες κι εμείς φυσικά κρινόμαστε καθημερινά, και θα κριθούμε από το αποτέλεσμα.

Θέλω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να σκεφτούμε αυτούς τους 21 μήνες πόσες δύσκολες και πολύπλευρες μάχες κλήθηκε ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση να δώσουν. Μάχη πρώτα από όλα για να αναστηλωθεί το κύρος και η αξιοπιστία της χώρας μας, που ξέρουμε πολύ καλά και το ζήσαμε από την πρώτη στιγμή που οριστήκαμε Υπουργοί και πήγαμε στα Συμβούλια Υπουργών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ποια εικόνα απομόνωσης και απαξίωσης είχε δυστυχώς εκείνη την περίοδο η χώρα μας. Μάχη για να μπορέσουμε να αποφύγουμε μία εθνική καταστροφή, όπως θα ήταν αν πέρυσι είχαμε οδηγηθεί στη χρεοκοπία με ό,τι αυτό θα σήμαινε για την ανεξαρτησία της χώρας μας, για την ελληνική κοινωνία και για την προοπτική του λαού και της πατρίδας μας. Μάχη για να μπορέσουμε να στήσουμε, εκεί που δεν υπήρχε τίποτα, ούτε θεσμικά ούτε πολιτικά και με έναν αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έναν μηχανισμό για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο οποίος στη συνέχεια άνοιξε το δρόμο προκειμένου να υπάρχει μία θεσμική πλέον υποστήριξη, καθώς είδαμε αυτή την κρίση πλέον να παίρνει χαρακτηριστικά ευρωπαϊκά και να εκδηλώνεται και σε άλλες χώρες όπως στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία. Μάχη συνεχή για να αναδείξουμε την ευρωπαϊκή διάσταση της κρίσης, η οποία μπορεί να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε μία χώρα της Ευρωζώνης, αλλά έχει μία κοινή συνισταμένη, στα συστημικά προβλήματα της συγκρότησης της Ευρωζώνης και στην πολιτική ατολμία και ολιγωρία της ευρωπαϊκής ηγεσίας να πάρει εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα. Και, πάνω από όλα στην ανάγκη να υπάρξουν συνολικές ευρωπαϊκές απαντήσεις και μία συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης. Συνεχείς μάχες για να σταθεροποιήσουμε την οικονομία και να δρομολογήσουμε πολιτικές που θα οδηγήσουν σταδιακά στην αναθέρμανση της οικονομίας, στην επανεκκίνηση με την προοπτική της αναπτυξιακής πορείας.

Ήταν μάχες, οι οποίες δόθηκαν συστηματικά, μάχες δύσκολες, μάχες με αποτελέσματα. Και, επειδή τέθηκε από πολλούς συναδέλφους αυτό το θέμα και εμείς εδώ δεν ωραιοποιούμε τα πράγματα, θα παραδεχτούμε ότι υπήρχαν προβλήματα, υπήρχαν αδυναμίες, υπήρχαν και ολιγωρίες και πρέπει να κάνουμε και την αυτοκριτική μας, και την κάνουμε σε όλα τα επίπεδα. Αλίμονο αν σε αυτή την τόσο δύσκολη συγκυρία, πρώτα από όλα δεν παραδεχόμασταν τα τεράστια προβλήματα, είτε διαχρονικές παθογένειες, είτε με την ίδια την προσπάθεια που κάνουμε μέσα σε αυτό το δυσχερές ευρωπαϊκό περιβάλλον. Όμως είναι μία μάχη που συνεχώς προσαρμόζουμε με έναν και μόνο στόχο, να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε τη χώρα μας, να διασφαλίσουμε τη θέση της χώρας μας στο διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο και πάνω από όλα να στηρίξουμε τον ελληνικό λαό σε αυτή τη δύσκολη μετάβαση από την κρίση και τον κίνδυνο της καταστροφής σε μία νέα οικονομική, αναπτυξιακή και κοινωνική προοπτική.

Θα ήθελα, αγαπητοί συνάδελφοι, να αναφερθώ σε τρία θέματα, τα οποία είναι κυρίαρχα στις συζητήσεις που γίνονται, είτε μέσα στη Βουλή είτε έξω από τη Βουλή, στην κοινωνία, στις συγκεντρώσεις που γίνονται των πολιτών για να εκφράσουν την αγωνία και την αγανάκτηση, αλλά και σε κάθε ελληνικό σπίτι και στην αγωνία της κάθε οικογένειας.

Πρώτο θέμα, που τίθεται κατά κόρον από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, το θέμα της διαπραγμάτευσης και της επαναδιαπραγμάτευσης. Εδώ λοιπόν θέλω να είμαι σαφής και να πω ότι η διαπραγμάτευση είναι μία συνεχής διαδικασία. Είναι μία διαδικασία η οποία ξεκίνησε από την πρώτη ημέρα μετά τις εκλογές που αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας, συνεχίστηκε με επώδυνο και δύσκολο τρόπο όλη αυτή την περίοδο, με συγκεκριμένα αποτελέσματα στα οποία θα αναφερθώ, και που συνεχώς προσαρμόζεται στις ανάγκες της χώρας, στους στόχους που θέτουμε σε κάθε εξέλιξη της συγκυρίας, οικονομική και κοινωνική, και βέβαια στην ίδια την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Γιατί, δεν είμαστε ένα νησί αποκομμένο, συμμετέχουμε και συνδιαμορφώνουμε τις Ευρωπαϊκές εξελίξεις. Με βάση αυτήν τη συνεχή διαπραγμάτευση συγκροτήθηκε ο μηχανισμός στήριξης και τελικά, έστω και με καθυστέρηση και με αποσπασματικό τρόπο, έγιναν τα πρώτα θεσμικά βήματα απέναντι στην κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλά, η διαπραγμάτευση συνεχίζεται, προκειμένου να υπάρξει φόρος για τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, και για να υπάρξει επιτέλους ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για τους περίφημους οίκους αξιολόγησης, και φυσικά στην κατεύθυνση μιας πιο παρεμβατικής και θαρραλέας ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση του χρέους, όπως είναι η υπόθεση του ευρωομόλογου. Σκληρή διαπραγμάτευση έγινε όταν τέθηκε από κάποιες Κυβερνήσεις το ζήτημα της κύρωσης με την στέρηση της πολιτικής ψήφου, που αποτράπηκε μέσα από τη σθεναρή αντίδραση του Πρωθυπουργού τον περασμένο Οκτώβριο. Στο θέμα της διαμόρφωσης ενός ευνοϊκότερου πλαισίου, όσον αφορά στην εφαρμογή του προγράμματος και αναφέρομαι φυσικά στην απόφαση του Μαρτίου, για την επιμήκυνση και το επιτόκιο. Στη βελτίωση του ίδιου του Συμφώνου για το Ευρώ, που ξέρουμε ότι στην αρχή είχε μια σειρά από πολύ δύσκολες, και μη αποδεκτές ρυθμίσεις, που όμως παλέψαμε για να υπάρξει η διασφάλιση στο μείγμα πολιτικής που κάθε χώρα έχει ανάγκη, σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς στόχους καθώς και με τη διασφάλιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και φυσικά, η διαπραγμάτευση που τώρα είναι σε εξέλιξη, αυτή τη στιγμή στο EuroGroup, σε συνέχεια αύριο στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων με κορύφωση το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προκειμένου αφενός να εξασφαλιστεί η δόση για την Ελλάδα, και αφετέρου η νέα δανειακή προοπτική της χώρας με όρους που η χώρα μας μπορεί να ανταπεξέλθει και μπορούν να στηρίξουν την αναθέρμανση και την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, παράλληλα με την αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση.

Το δεύτερο θέμα που τέθηκε –και τίθεται συνέχεια– το ζήτημα της συναίνεσης. Το ζήτημα της συναίνεσης, αγαπητοί συνάδελφοι, δεν είναι ούτε προσχηματικό, ούτε είναι κάποια άσκηση συνενοχής, όπως με ευκολία λέει η Αντιπολίτευση, και σε καμία περίπτωση η συναίνεση δεν μπορεί να είναι μία έξωθεν επιβαλλόμενη διαδικασία. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο και δεν είναι αυτό το θέμα.

Η συναίνεση με την έννοια της στοιχειώδους εθνικής συζήτησης, διαλόγου και συνεννόησης, των κοινών διαπιστώσεων, πού βρισκόμαστε, και των μεγάλων βασικών στόχων, τί χρειάζεται αυτή η χώρα για να αντιμετωπίσει τα άμεσα και κρίσιμα προβλήματα για το έλλειμμα, το χρέος και την προοπτική της, είναι πιστεύω, πάνω απ’ όλα, ένα θέμα που μας αφορά όλους, από όποιο κόμμα και από όποιο μετερίζι της πολιτικής κι αν δίνουμε τη μάχη μας. Δεν αφορά φυσικά την ταύτιση, ούτε την κατάλυση της δημοκρατική λειτουργίας.

Η συναίνεση αποσκοπεί στην συμφωνία με ειλικρίνεια και θάρρος για τους βασικούς στόχους, που πρέπει να φτάσουμε, κι εδώ είμαστε βέβαια για να συζητήσουμε όσον αφορά στα επιμέρους θέματα της πολιτικής και το πώς μπορούμε πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά να φτάσουμε σε αυτούς τους στόχους.

Φυσικά, επ’ ουδενί, αυτή η αναγκαία διαδικασία της συναίνεσης δεν αναιρεί σε τίποτα την ευθύνη που έχει η Κυβέρνηση, όσον αφορά στη διακυβέρνηση της χώρας, για την οποία κρίνεται δημοκρατικά για την αποτελεσματικότητά της. Άρα, λοιπόν, οφείλουμε να πούμε, αντί να βρίσκουμε ευκολίες για να την υπονομεύουμε, ότι μία ειλικρινής προσπάθεια συναίνεσης με αυτούς τους όρους ενισχύει διαπραγματευτικά την Ελλάδα, αφού τόσο πολύ υπάρχει αγωνία, και σωστά, σ’αυτήν την αίθουσα στο πόσο αποτελεσματικά γίνεται η διαπραγμάτευση. Πολύ περισσότερο είναι κι ένα μήνυμα, σε μία δύσκολη συγκυρία που καλούνται τα Κοινοβούλια των άλλων κρατών-μελών να παίρνουν αποφάσεις, είτε σε σχέση συνολικά με την κρίση της Ευρωζώνης είτε όσον αφορά στη χώρα μας.

Τρίτο θέμα είναι η κοινωνική πραγματικότητα σήμερα στη χώρα μας, και θα ήθελα με αυτό να κλείσω. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει αγωνία, φόβος, ανασφάλεια, αυτό που εκφράζεται ως αγανάκτηση, είτε είναι πολίτες που πηγαίνουν και εκφράζουν την αγανάκτηση σε συγκεντρώσεις είτε πάρα πολλοί που δεν πηγαίνουν, αλλά έχουν την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη αγωνία. Και μιλάω για τους ανέργους, για τους νέους ανθρώπους, για τους ηλικιωμένους, για την ελληνική οικογένεια που πρέπει καθημερινά να δίνει τον αγώνα της επιβίωσης.

Πώς απαντάμε εμείς σε αυτήν την αγωνία και σε αυτήν την κοινωνική αγανάκτηση; Πιστεύω, ότι η απάντηση δίδεται μέσα από καθαρό λόγο, μέσα από αναγνώριση της πραγματικότητας –γιατί ο κόσμος θέλει ειλικρίνεια, δε θέλει να ερχόμαστε και να δημιουργούμε συγκεχυμένες εικόνες– ότι παίρνουμε τα μηνύματα και δίνουμε καθαρές πολιτικές απαντήσεις. Απαντάμε με το σχέδιό μας σε αυτήν τη συγκυρία για να προχωρήσουμε μπροστά. Μέσα από ένα σχέδιο που συνεχίζει την προσπάθεια για την ανάκαμψη και τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας, αλλά που ταυτόχρονα τίθεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και σε μία ευρύτερη στρατηγική για την αναθέρμανση της οικονομίας, για την απασχόληση, για την κοινωνική συνοχή, που είναι απαραίτητη περισσότερο από ποτέ αυτήν την περίοδο, μέσα από ένα σχέδιο το οποίο μπορεί να δώσει προοπτική στη χώρα και να ενισχύσει τη δημοκρατία και την αξιοπιστία των θεσμών.

Για όλη αυτήν την προσπάθεια, τόσο στο εξωτερικό, στη συνεχή διαπραγμάτευση της χώρας μας γύρω από τα θέματα που αφορούν τη θέση και τα συμφέροντα της, καθώς και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουμε για ένα ευρύτερο αναπτυξιακό και κοινωνικό πλαίσιο, για όλους αυτούς τους λόγους, σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία, ζητούμε την ψήφο εμπιστοσύνης από την Ελληνική Βουλή.

20 Ιουνίου, 2011