Ομιλία ΑΝΥΠΕΞ Μ. Ξενογιαννακοπούλου στην εκδήλωση της Μ.Α. της Ε.Ε. στην Αθήνα με θέμα«2011: Προκλήσεις και ευκαιρίες για τους πολίτες της ΕΕ»

«Κυρία Επίτροπε, κύριε Αντιπρόεδρε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητοί συνάδελφοι βουλευτές και ευρωβουλευτές και πρώην ευρωβουλευτές, κυρίες και κύριοι Πρέσβεις, αγαπητοί φίλοι.
Θα πιάσω το νήμα από εκεί που σταμάτησαν οι πολύ ενδιαφέρουσες και πλήρεις εισηγήσεις τόσο της Μαρίας Δαμανάκη, όσο του Σταύρου Λαμπρινίδη, και θα θέσω ένα ερώτημα.

Να σκεφτούμε τι μεσολάβησε από το 2000 όλη αυτήν τη δεκαετία που πέρασε μέχρι σήμερα. Να σκεφτούμε πώς μία δεκαετία που ξεκίνησε το 2000 με πολύ μεγάλες, υψηλές προσδοκίες και αισιοδοξία για την Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε στη σημερινή κρίση. Να θυμίσω τρία πράγματα:

Τη μεγάλη στρατηγική διεύρυνση προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης την Κύπρο και τη Μάλτα, που μάλιστα υπεγράφη εδώ το 2003 κατά την περίοδο της Ελληνικής Προεδρίας. Την προσπάθεια τότε και τη φιλόδοξη συζήτηση για ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα, και φυσικά την ελπίδα που υπήρχε τότε με την περίφημη στρατηγική της Λισσαβόνας, ότι θα μπορούσε η Ευρώπη να περάσει στο επόμενο αναπτυξιακό στάδιο και να γίνει όπως είχε θέσει τότε το στόχο, η πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο.

Για να φτάσουμε σήμερα 10 χρόνια μετά, σε μια Ευρώπη εσωστρέφειας. Σε μια Ευρώπη που αναζητεί να επιβεβαιώσει τα αυτονόητα, δηλαδή πολιτικές για τη σύγκλιση και τη συνοχή που ήταν μέσα στην καρδιά της πορείας της. Μια Ευρώπη που βλέπει ότι τελικά εκεί που δεν είχε την πολιτική βούληση ή όπου υπήρχαν δομικά προβλήματα στην ίδια τη συγκρότησή της, δηλαδή το συστημικό έλλειμμα στην ανάπτυξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ή την ανισορροπία στις επιλογές της, όπως στην πολιτική γειτονίας, που υπήρξε μια ανισόρροπη προτεραιότητα μόνο προς Ανατολάς, με υποβαθμισμένη τη Μεσογειακή διάσταση, σε όλα αυτά τα θέματα έρχεται σήμερα η πραγματικότητα και επιβάλλεται ορμητικά.

Γιατί, η πραγματικότητα δεν μπορεί να δεχτεί πολιτικό και οικονομικό κενό και έλλειμμα αποφασιστικότητας. Έτσι τίθεται στο τραπέζι η ανάγκη πλέον να συνδυαστεί η ΟΝΕ με την πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση, Η Μεσόγειος, η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή συνεχίζουν και είναι στρατηγικής σημασίας συνολικά για την ευρωπαϊκή σταθερότητα και ευημερία και όχι απλώς θέμα ενδιαφέροντος του νότου της Ευρώπης. Εδώ που βρισκόμαστε χρειάζεται να ξαναδούμε επιτακτικά την ενίσχυση της ίδιας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης μέσα στις νέες προκλήσεις.

Είναι σαφές ότι το ζήτημα είναι εξόχως οικονομικό, αλλά και πρώτιστα πολιτικό. Είναι η στιγμή που οφείλουμε να ξαναδούμε την πολιτική και οικονομική διάσταση αυτής της πορείας. Και έτσι ερχόμαστε στο άμεσο θέμα που αντιμετωπίζουμε τις επόμενες εβδομάδες.

Είμαστε κυριολεκτικά σε ένα σημείο καμπής. Έχουμε μπροστά μας ένα κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 24-25 Μαρτίου, μια κρίσιμη προπαρασκευαστική συνάντηση της Ευρωζώνης στις 11 Μαρτίου. Το διακύβευμα είναι, όχι απλώς αν θα υπάρξει απάντηση στις αγωνίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και κάθε άλλης χώρας η οποία έχει προβλήματα αυτή την περίοδο. Το διακύβευμα είναι πολύ ευρύτερο και σοβαρότερο. Σαφώς και μας αφορά άμεσα, την κάθε χώρα που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, γιατί υπάρχει η εθνική διάσταση και σαφώς υπάρχει και η εθνική ευθύνη, κανείς δεν την υποτιμά.

Αλλά, ξέρουμε πολύ καλά ότι το διακύβευμα σε αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι αν θα μπορέσει επιτέλους η Ευρώπη να δώσει μια συνεκτική συνολική ευρωπαϊκή απάντηση σε μια κρίση που έχει καθαρά και ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά.

Τους προηγούμενους μήνες αυτή ήταν μια μοναχική προσπάθεια όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός ο Γιώργος Παπανδρέου προσπαθούσε να αναδείξει και την ευρωπαϊκή διάσταση, ήταν πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό. Μέχρι που φάνηκε η πραγματικότητα πέρα από τα προσχήματα. Και η πραγματικότητα έδειξε μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου ότι αν δεν υπάρξει ευρωπαϊκή κινητοποίηση και ευρωπαϊκή απάντηση, οι εξελίξεις και η κρίση δεν θα περιοριζόταν μόνο στην Ελλάδα. Αφορούσε και άλλες χώρες, και τα αποτελέσματα φάνηκαν πρώτα στην Ιρλανδία, και οι φόβοι βέβαια αφορούν σε πολλές περισσότερες.

Που βρισκόμαστε λοιπόν τώρα και με ποια θέση εμείς πηγαίνουμε σε αυτή την κρίσιμη Σύνοδο. Πρώτα απ' όλα υποστηρίζουμε ότι πρέπει η απόφαση να είναι συνολική, δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη. Συνολική λύση σημαίνει ότι πρέπει αφ' ενός να απαντά στο πρόβλημα της σταθερότητας της Ευρωζώνης και να δίνει μια αποτελεσματική απάντηση στην κρίση χρέους. Δηλαδή, να υπάρχει επάρκεια πόρων στο μηχανισμό –το είπε και η Επίτροπος- να υπάρχει ευελιξία στο μηχανισμό να μπορεί να παρεμβαίνει στις αγορές ομολόγων, φυσικά με κανόνες και τρόπο που να είναι αποτελεσματικός, και να διασφαλισθούν εκείνα τα επιτόκια, τα οποία πραγματικά θα επιτρέψουν στις χώρες μια βιώσιμη εξυπηρέτηση του χρέους.

Και, αυτά δεν τα λέμε επειδή έχουμε εμείς πρόβλημα να αντιμετωπίσουμε. Δεν μπορεί να συζητάμε για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και για ένα σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας και της Ευρωζώνης, αν δεν πετύχουμε πρώτα να σταθεροποιήσουμε την Ευρωζώνη και να αντιμετωπίσουμε με συγκεκριμένο τρόπο αυτήν την πρώτη μεγάλη ανάγκη: να μπορέσουμε να δώσουμε μια αποτελεσματική απάντηση στην κρίση χρέους μέσα από συγκεκριμένους κανόνες για ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Δεύτερο θέμα και κρίσιμο. Όταν μιλάμε για ανταγωνιστικότητα δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος να είναι αντίθετος στο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η έννοια όμως της ανταγωνιστικότητας δεν είναι μονόπλευρη, ούτε μπορεί να περιορίζεται απλώς στο αναγκαίο κομμάτι της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της πειθαρχίας. Πρέπει να αφορά και να επενδύει σε μια ισόρροπη και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία. Δεν μπορεί το θέμα της εργασίας να αντιμετωπίζεται απλώς και μόνο ως κόστος εργασίας και δημοσιονομικό μέγεθος, αλλά ως βασική προτεραιότητα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και μέσα από την κοινωνική διάσταση που είναι απαραίτητη. Γιατί, για να υπάρχει οικονομική σταθερότητα χρειάζεται και κοινωνική και πολιτική σταθερότητα.

Και, βέβαια, συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία που ειπώθηκαν ήδη και δεν τα επαναλαμβάνω, που αφορούν στις επενδύσεις, στα θέματα της εκπαίδευσης, στην καινοτομία, στα ζητήματα της ενέργειας, των τεχνολογιών. Όλα τα θέματα εκείνα που δημιουργούν μία συνολική και σύγχρονη προσέγγιση της ανταγωνιστικότητας, που προϋποθέτει διαρθρωτικές αλλαγές, και θαρραλέες αποφάσεις, αλλά σίγουρα όχι μονόπλευρες.

Θέτουμε και μια τρίτη διάσταση που είναι εξίσου κρίσιμη. Όλη αυτή η προσπάθεια πρέπει να εδράζεται στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη. Πρέπει να προβλέπει μια διαδικασία που να συνδέει με προστιθέμενη αξία όλες τις Κοινοτικές προσπάθειες και πολιτικές και να μην είναι αποσπασματική διακυβερνητική προσέγγιση. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο αυτή την περίοδο που ξέρουμε ότι χρειάζονται προωθημένες συνεργασίες, αλλά που δεν μπορούν να είναι αποκομμένες από τη συνολική Ευρωπαϊκή διαδικασία και το Κοινοτικό Κεκτημένο.

Γιατί θεωρούμε ότι τώρα είναι η ώρα να παρθούν αυτού του τύπου οι αποφάσεις; Πρώτα απ' όλα για το αυτονόητο: για να μπορέσουμε πραγματικά να γυρίσουμε σελίδα και να υλοποιήσουμε ένα σχέδιο ανάκαμψης στην Ευρώπη, που θα έχει και ως βασική πυξίδα την ανταγωνιστικότητα.

Το δεύτερο θέμα και απόλυτα κρίσιμο είναι ότι η κρίση είναι εδώ, δεν έχει περάσει η κρίση στην Ευρώπη. Ούτε οι απειλές από αυτήν την κρίση για μια σειρά από κράτη – μέλη, που δεν είναι και πάντα ορατές έχουν περάσει. Αν υπάρχει μια φαινομενική ηρεμία τους τελευταίους μήνες μετά τα Χριστούγεννα, είναι επειδή ήδη από το Δεκέμβριο μπήκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η λογική μιας συνεκτικής προσέγγισης. Είναι γιατί οι αγορές πήραν αυτό το μήνυμα, ότι υπάρχει προσδοκία για συνολική λύση.

Αν όμως τελικά δεν έχουμε απόφαση ή ικανοποιητική απόφαση τον Μάρτιο, το σήμα θα είναι αρνητικό, θα είναι αντίστροφο, οι αγορές θα αντιδράσουν και οι κίνδυνοι θα επιστρέψουν δριμύτεροι. Και, δεν θα είναι κίνδυνοι μόνο για την Ελλάδα, που στο κάτω – κάτω η χώρα μας αυτή τη στιγμή είναι πιο κατοχυρωμένη λόγω του ειδικού μηχανισμού που έχει. Θα είναι κίνδυνοι ευρύτεροι για την Ευρωζώνη και για άλλες χώρες.

Το τρίτο στοιχείο που συνηγορεί στην ανάγκη να φτάσει πραγματικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πάρει τις αναγκαίες αποφάσεις, είναι οι ευρύτερες εξελίξεις που ζούμε. Οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας στη Βόρεια Αφρική, η ρευστότητα που προκαλούν, οι κίνδυνοι που υπάρχουν μέσα από αυτές. Οι άμεσες οικονομικές συνέπειες όπως είναι η τιμή του πετρελαίου και ό,τι άλλο μπορεί να προκύψει που μέσα σε αυτό το ρευστό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Δεν έχει σήμερα την πολυτέλεια η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη να είναι διχασμένη με πολλαπλές ταχύτητες και με επιμέρους κρίσεις και αδυναμίες.

Θα προσθέσω κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Καμιά φορά δημιουργείται η αίσθηση ότι η Ελλάδα επιδιώκει αυτή τη συνολική λύση, λέει αυτά τα επιχειρήματα επειδή θέλει να χαλαρώσει την προσπάθεια που κάνει. Το έχουμε διαβάσει στον διεθνή τύπο, το έχουμε ακούσει.

Θα το αντιστρέψω και θα το πω αλλιώς. Η Ελλάδα ήδη, η ελληνική κυβέρνηση και πρώτιστα ο ελληνικός λαός κάνουν τεράστια προσπάθεια και βαρύτατες θυσίες. Αν επιδιώκουμε μια συνολική λύση, πέραν όλων των άλλων λόγων, είναι για να έχουμε τη δύναμη αυτές οι προσπάθειες να συνεχιστούν και οι θυσίες να πιάσουν τόπο. Αυτή είναι η αντιστροφή αυτού του επιχειρήματος, και αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο.

Αυτή η συζήτηση συνδυάζεται με μια σημαντική επέτειο για τη χώρα μας και την ευρωπαϊκή της πορεία, καθώς φέτος είναι τα 30 χρόνια από την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα τότε, Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα. Μια πορεία που νομίζω μας καλεί να κάνουμε μια θαρραλέα αλλά και δίκαιη ανάγνωση και αξιολόγηση.

Πρώτα απ’ όλα έναν απολογισμό. Συμφωνώ με πολλές από τις παρατηρήσεις που έθεσε ήδη η Μαρία Δαμανάκη. Πρέπει να βγάλουμε διδάγματα από αυτήν την πορεία, και από τις αδυναμίες και από ευκαιρίες που ενδεχομένως δεν αξιοποιήσαμε όσο έπρεπε. Συνολικά όμως ήταν και είναι μια πορεία που έχει θετικό ισοζύγιο.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πορεία ήταν ωφέλιμη και πολιτικά και οικονομικά και κοινωνικά για τη χώρα μας. Βέβαια, πρέπει να δούμε πώς διαμορφώνονται οι συνθήκες από εδώ και πέρα. Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει κιόλας και με τον Πάνο Καρβούνη όπως και με τον Λεωνίδα Αντωνακόπουλο που έχουν και την παρακολούθηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να οργανωθούν μια σειρά από συζητήσεις και εκδηλώσεις γύρω από όλα αυτά τα θέματα. Χρειάζεται να υπάρξει η συμμετοχή των πολιτών και η ενημέρωση. Να μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή πορεία, τελικά δεν μπορεί να αφορά μόνο ειδικούς, διπλωμάτες και τεχνοκράτες αποκομμένα από τα πραγματικά ενδιαφέροντα των ίδιων των πολιτών.

Γιατί αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα του ευρωβαρόμετρου, την τάση κριτικής που είναι εποικοδομητική, αλλά και του ευρωσκεπτικισμού και της άρνησης. Άρα πρέπει να ξαναφέρουμε την ευρωπαϊκή συζήτηση και να τη συνδέσουμε με τη συγκυρία, με τις προοπτικές και με τους πολίτες.

Πολλές φορές αυτήν την περίοδο δίνουμε τη μάχη του αυτονόητου στην Ευρώπη. Πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ειλικρίνεια από όλους μας. Και εδώ στην Ελλάδα για τις όποιες ευθύνες υπάρχουν, αλλά και συνολικά στην Ευρώπη.
Γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τα πλεονάσματα του βορρά είναι τα ελλείμματα του νότου. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, και είναι εδώ ο κ. Χριστοδούλου που είχε δώσει μεγάλες μάχες για τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό τις ηρωικές εποχές του ’86, εγώ τότε έκανα τα πρώτα μου βήματα στα ευρωπαϊκά όργανα, όταν τότε λέγαμε ότι για να αρχίσει να λειτουργεί η εσωτερική αγορά πρέπει να υπάρξει οικονομική και κοινωνική συνοχή. Όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί δεν μπορεί να υπάρξει εσωτερική αγορά και πολύ περισσότερο η ΟΝΕ αν δεν υπάρξει η στοιχειώδης σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης ανάμεσα στα κράτη μέλη.

Γι’αυτά τα στοιχειώδη πλέον δίνουμε μάχη για να μπορέσουμε να αποδείξουμε τη σημασία τους.

Και μια τελευταία παρατήρηση. Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι μόνο η οικονομία και οι αριθμοί. Πρέπει να αναδείξουμε ξανά γιατί παραμένει σήμερα επίκαιρη η Ευρώπη. Γιατί, σήμερα περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται η Ευρώπη; Μια Ευρώπη ενισχυμένη πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, απέναντι στους νέους κινδύνους, απέναντι σε όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.

Φέτος έχουμε και μια άλλη επέτειο στη χώρα μας. Είναι τα 190 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Θα σας αναφέρω μια εμπειρία, την οποία διηγήθηκα στη Φινλανδή συνάδελφο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων όταν ήρθε τον Σεπτέμβρη στην Αθήνα, και η οποία αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας συνδέοντας τη μια επέτειο με την άλλη και τις γενικές ΕυρωπαΪκές αξίες.

Το 1994 όταν έγινε η διεύρυνση προς τις σκανδιναβικές χώρες, είχα την ευκαιρία, τότε εκ μέρους της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συμμετάσχω στην καμπάνια που γινόταν για τα δημοψηφίσματα. Είχα πάει στη Φινλανδία, σε ένα ακριτικό χωριό κοντά στον Αρκτικό Κύκλο της Φινλανδίας, λέγεται «Ράχε», είναι ένα λιμανάκι, το πιο βόρειο, και έβγαλα μια ομιλία για να υποστηρίξω τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Φινλανδίας που υποστήριζαν το «ναι».

Αφού τέλειωσε η εκδήλωση, ο δήμαρχος της πόλης, μας πήγε πρώτα να φάμε και μετά μας οδήγησε στην πλατεία του μικρού χωριού και μου είπε γεμάτος περηφάνια: «Θα σας δείξω τώρα τον ήρωα του χωριού μας». Και εκεί, βλέπουμε ένα άγαλμα, έναν πολεμιστή του 19ου αιώνα και τον ρωτάω τι κατόρθωμα έκανε ο ήρωας του χωριού σας; Πολέμησε μου απαντά για την ελληνική επανάσταση με το κίνημα του φιλελληνισμού. Και γι΄ αυτούς ήταν ο μέγας ήρωας που γύρισε μετά από την ελληνική επανάσταση πίσω στη Φινλανδία.

Το λέω αυτό, γιατί θέλω να θυμίσω ότι τελικά η Ευρώπη είναι πάνω απ’ όλα οι κοινές μας αξίες για την ειρήνη, την ελευθερία, ο πολιτισμός και η κοινή μας παράδοση, ο διαφωτισμός, οι δημοκρατικοί και οι κοινωνικοί αγώνες των λαών μας που έχουν χύσει πολύ αίμα για να φτάσουμε στο σημείο που έχουμε φτάσει σήμερα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να τα ξεχνά όλα αυτά και να περιορίζεται μόνο σε μια στενή δημοσιονομική προσέγγιση. Το στοίχημα θα το κερδίσουμε αν επαναφέρουμε την ευρωπαϊκή πορεία στο αξιακό επίπεδό της.

Σας ευχαριστώ πολύ και συγχαρητήρια για τη διοργάνωση».

28 Φεβρουαρίου, 2011