Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Θέλω κι εγώ κατ' αρχάς να ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε σήμερα, και κα Πρόεδρε να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως εσάς για το πλαίσιο που θέσατε στη συζήτηση σε σχέση και με την κρίσιμη συγκυρία που περνάμε.
Να διαβεβαιώσω ότι και η δική μου η προσπάθεια θα είναι να έχουμε μια τακτική συνεργασία για όλα αυτά τα ζητήματα. Πρώτα απ' όλα γιατί αυτό απαιτεί -όπως κι εσείς είπατε- η συγκυρία, καθώς είναι θέματα κρίσιμα που αυτή την περίοδο βρίσκονται σε εξέλιξη και αποφασίζονται στα ευρωπαϊκά όργανα. Και πρέπει η ελληνική Βουλή να έχει πάντα πλήρη ενημέρωση και τον λόγο γύρω από όλες αυτές τις εξελίξεις. Αλλά και γιατί, εφαρμόζεται η νέα Συνθήκη της Λισσαβόνας, που δίνει ισχυρή πλέον παρουσία, ρόλο και λόγο στα εθνικά Κοινοβούλια. Είναι ένα θέμα που αξίζει να συζητήσουμε, πώς, δηλαδή, και η ελληνική Βουλή, διαδραματίζει αυτό το ρόλο και πως μπορεί να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, μέσα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Από τη δική μου πλευρά να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι στη διάθεσή σας, μαζί φυσικά και με τα στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών. Επίσης, όταν έχουμε μπροστά μας σημαντικά Συμβούλια, όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, και άλλες σημαντικές συνεδριάσεις θα είμαι πάντα στη διάθεσή σας.
Εξάλλου να επισημάνω, γιατί κι αυτό έχει την αξία του, ότι είναι πολύ σημαντικό που στο πλαίσιο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, σήμερα έχουμε τη χαρά να είναι κοινή συνεδρίαση με τους συναδέλφους της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας, καθώς και ότι έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν και οι Ευρωβουλευτές μας. Αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό, γιατί ξέρουμε το ρόλο που παίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές. Άρα έχει αξία να υπάρχει αυτός ο χώρος εδώ, στο πλαίσιο της ελληνικής Βουλής, που μπορεί να γίνεται μία κοινή προσέγγιση, επεξεργασία και ενημέρωση γύρω από όλα αυτά τα θέματα και των Ελλήνων Βουλευτών και των Ελλήνων Ευρωβουλευτών.
Η συγκυρία που περνάει η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως είναι από τις πιο δύσκολες και κρίσιμες των τελευταίων χρόνων.
Ζούμε μια κρίση δημοσιονομική και κρίση χρέους σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών - μελών, αλλά ξέρουμε πολύ καλά ότι έχει προϋπάρξει τα τελευταία χρόνια, μια κρίση στρατηγικής και προσανατολισμού, στην ίδια τη λειτουργία και στη δυνατότητα ή στην αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παίρνει έγκαιρα τις κατάλληλες αποφάσεις.
Αξίζει να αναλογιστούμε πως φτάσαμε σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτό το επίπεδο, τι έφταιξε, ποιες είναι οι αιτίες, και βέβαια να καταλήξουμε μέσα από αυτή την πολιτική ανάλυση, στο τι πρέπει να γίνει σήμερα.
Να αναλογιστούμε μάλιστα ότι όταν ξεκινούσε αυτή η δεκαετία μετά το 2000 που τώρα ολοκληρώνεται, ήταν μια περίοδος υψηλών προσδοκιών σε επίπεδο Ευρώπης. Να σας θυμίσω ότι ήμασταν στο κατώφλι της μεγάλης στρατηγικής διεύρυνσης που κι εμείς στηρίξαμε βέβαια, και για λόγους στρατηγικής ενοποίησης της Ευρώπης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά επίσης γιατί ήταν και η ένταξη της Κύπρου μαζί με τη Μάλτα, μια διεύρυνση που έδινε μια νέα προοπτική στην Ευρώπη. Μια διεύρυνση βέβαια που θα έπρεπε να συνοδευτεί και με τις αντίστοιχες πολιτικές σε επίπεδο εμβάθυνσης, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Να σας θυμίσω ότι τότε ξεκινούσαν οι συζητήσεις για το περίφημο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και όλες τις δυσκολίες που υπήρξαν στη συνέχεια για να φτάσουμε στη σημερινή Συνθήκη της Λισσαβόνας, με όλα τα προβλήματα στη διαδικασία επικύρωσης, που υπέκρυπταν προβλήματα οικονομικά και κοινωνικά των λαών της Ευρώπης.
Να θυμηθούμε την περίφημη στρατηγική της Λισσαβόνας, που ήταν φιλόδοξη στρατηγική. Στρατηγική, που έβαζε το στόχο τότε να γίνει η ευρωπαϊκή οικονομία η πιο ανταγωνιστική στον κόσμο στην επόμενη δεκαετία, και προέβλεπε μια σειρά από αναγκαίες προσαρμογές σε επίπεδο οικονομικό και παραγωγικών των κρατών - μελών και της Ένωσης, και που στη συνέχεια ζήσαμε τις δυσκολίες που υπήρξαν όσον αφορά την εφαρμογή της.
Και έτσι έχουμε φτάσει σήμερα σε ένα στάδιο χρονικό και πολιτικό, που από τη μια διαπιστώνουμε όλοι ότι υπάρχει μια κόπωση όσον αφορά το θέμα της διεύρυνσης, υπάρχει μια εσωστρέφεια, μια ανασφάλεια στα κράτη - μέλη στους λαούς, μια αγωνία γύρω από τα πράγματα.
Βλέπουμε ότι ταυτόχρονα υπάρχει η ανάγκη να υπάρξει μια μεγαλύτερη και πολύ πιο αποτελεσματική πολιτική βούληση για μία ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική πολιτική. Και, πάνω από όλα ζούμε τις αδυναμίες όπως αποκαλύφθηκαν στη λειτουργία της ίδιας της Ευρωζώνης, καθώς δεν υπήρξε όλο αυτό τον καιρό, η αντίστοιχη οικονομική πολιτική και η πολιτική ενοποίηση, που να στηρίζει αποτελεσματικά τη λειτουργία του ενιαίου νομίσματος και φυσικά της ίδιας της Ευρωζώνης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είδαμε την κρίση όπως ξεκίνησε το 2008, κυρίως από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στις Ηνωμένες Πολιτείες, και πως αυτή η κρίση μεταφέρθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είδαμε την αδυναμία σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπορέσει εγκαίρως να πάρει τις αναγκαίες αποφάσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση και να στηρίξουν την ευρωπαϊκή οικονομία. Είδαμε πως σταδιακά αυτή η κρίση μετεξελίχθηκε σε μια κρίση οικονομική, δημοσιονομική, κρίση χρέους.
Σίγουρα η κρίση που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα, έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, όπως εξάλλου η οικονομία κάθε χώρας έχει τα δικά της χαρακτηριστικά.
Είναι άλλο πράγμα η κρίση όπως την αντιμετωπίζει η Ελλάδα, άλλο η Ιρλανδία, άλλο η Πορτογαλία, αλλά υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής πίσω από όλα αυτά. Και ο κοινός παρονομαστής έχει να κάνει με την Ευρωζώνη, η οποία λειτούργησε κάτω από ημιτελείς κανόνες, χωρίς να έχει αναπτύξει αυτό το αναγκαίο δεύτερο σκέλος της οικονομικής διακυβέρνησης, και χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση, που θα έδινε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη δυναμική, για να μπορέσει η Ευρώπη να ανταποκριθεί σε αυτήν τη συγκυρία.
Ο Πρωθυπουργός της χώρας ο Γιώργος Παπανδρέου, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε καθ' όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου αυτής της χρονιάς, που έδινε τον αγώνα για να μπορέσει να συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να υπάρξει ένας μηχανισμός στήριξης για την ελληνική οικονομία, αυτό που συστηματικά έλεγε, ήταν ότι υπάρχει ευρωπαϊκή διάσταση στην κρίση. Τόνιζε ότι μόνο αν συνειδητοποιήσουμε αυτή την ευρωπαϊκή διάσταση θα μπορέσουμε με τις αντίστοιχες αποφάσεις να την αντιμετωπίσουμε. Ξέρουμε πόση χρονική καθυστέρηση υπήρξε, και δυστυχώς ακόμη από κάποια κράτη - μέλη υπάρχει δυσκολία στο να ληφθούν οι αναγκαίες ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Και άλλα δυο ζητήματα που έθετε ο Πρωθυπουργός, και που μόνο τώρα πλέον γίνονται αποδεκτά, αλλά δυστυχώς με καθυστέρηση και αφού πια έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα αποσταθεροποίησης, ήταν η ανάγκη να υπάρχει ένας μόνιμος μηχανισμός σταθερότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση των κρίσεων, και ότι θα πρέπει επιτέλους η Ευρώπη θαρρετά να πάρει αποφάσεις, όπως θα ήταν η έκδοση ευρωομολόγου, ο φόρος για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, που θα δώσει πραγματικά και ευρωπαϊκούς πόρους και δυνατότητα απάντησης και στήριξης σε αυτή την κρίση.
Βλέπετε ότι τώρα, μετά από όλους αυτούς τους μήνες και από όσες δραματικές εξελίξεις έχουμε ζήσει, έφτασε μέχρι και ο Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πλέον, να μην αποκλείει την πιθανότητα ή την αναγκαιότητα του να υπάρξει κάποιας μορφής ευρωομόλογου. Στην έκτακτη σύσκεψη που έγινε του Ecofin την προηγούμενη Κυριακή, λόγω της ανάγκης να υπάρξει απόφαση για την Ιρλανδία, αλλά και της γενικότερης αποσταθεροποίησης που πλέον είχε δημιουργηθεί στην Ευρωζώνη, συμφωνήθηκαν τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού σταθερότητας, τα οποία αποτελούν τη βάση για την απόφαση που θα αποτυπωθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε λίγες εβδομάδες στις Βρυξέλλες.
Θα ήθελα λοιπόν κυρίες και κύριοι συνάδελφοι πριν μπω στα ειδικότερα θέματα, να κλείσω με μια γενική διαπίστωση. Η Ελλάδα είχε επιτυχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν είχε συγκεκριμένη στρατηγική, στόχους, και οικοδομούσε συμμαχίες.
Σίγουρα είμαστε σε ένα νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Οι παγιωμένες συμμαχίες και συσχετισμοί που ξέραμε τα προηγούμενα χρόνια, δεν είναι πια δεδομένες. Υπάρχουν τα φαινόμενα που σας περιέγραψα της εσωστρέφειας, της ανασφάλειας. Η κρίση προκαλεί εκ των πραγμάτων την κριτική των πολιτών προς την ευρωπαϊκή πορεία. Το βλέπουμε και στη χώρα μας που είχαμε από τα πιο υψηλά επίπεδα αποδοχής της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Και, ταυτόχρονα, εμείς έχουμε κάθε λόγο να στηρίζουμε διαδικασίες αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες ενισχύουν τη δική μας θέση. Αυτό που έχουμε ορίσει ως την Κοινοτική μέθοδο, είναι μια διαδικασία που για χώρες σαν την Ελλάδα, αποτελεί διασφάλιση για τη ισότιμη συμμετοχή της και για τα συμφέροντά της. Όπως επίσης χαιρετίζουμε και υποστηρίξαμε την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γιατί πιστεύουμε ότι είναι πραγματικά -πέρα της δημοκρατικής ενίσχυσης στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ένας εν δυνάμει σύμμαχος σε μια σειρά από κρίσιμες πολιτικές, που χρειάζεται να παρθούν αποφάσεις, από τα δημοσιονομικά, μέχρι την οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ταυτόχρονα, όμως, οφείλουμε να είμαστε και ρεαλιστές στις νέες συνθήκες όπως διαμορφώνονται. Δηλαδή οφείλουμε να αναπτύσσουμε και να αξιοποιούμε πολυεπίπεδες συμμαχίες, οι οποίες μπορεί να μην έχουν πια ισχυρά χαρακτηριστικά όπως στο παρελθόν, όπως ήταν παλιά το ισχυρό μέτωπο του Νότου, αλλά είναι αναγκαίες. Υπάρχει εξάλλου διαφοροποίηση σε σχέση με το 2004 όταν έγινε η διεύρυνση, καθώς και οι νέες χώρες που μπήκαν τώρα πλέον έχουν περισσότερο ενσωματωθεί, είναι πιο εύκολη η συζήτηση και η δυνατότητα κοινών προσπαθειών με αυτές τις χώρες.
Σας αναφέρω χαρακτηριστικά ότι ξεκινάει τον Γενάρη η Προεδρία της Ουγγαρίας και μετά της Πολωνίας. Ήμουν στη Βουδαπέστη τη Δευτέρα, συζητήσαμε με την ομόλογο Υπουργό για τα ευρωπαϊκά θέματα, και πρέπει να σας πω ότι υπάρχει περιθώριο οικοδόμησης νέου τύπου συμμαχιών και για θέματα που μας αφορούν άμεσα, όπως είναι τα αγροτικά, ή τα ζητήματα της συνοχής.
Πέραν αυτού, εμείς οφείλουμε και στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πέραν της Κοινοτικής μεθόδου, με τις «κοινότητες συμφερόντων», προωθημένες πολιτικές συνεργασίες σε συγκεκριμένους τομείς, και εκεί, με γνώμονα πάντα το εθνικό συμφέρον και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού να έχουμε ενεργό ρόλο και συμμετοχή.
Θα επανέλθω σε αυτό, απλώς να δώσω ένα παράδειγμα τι εννοώ, σας αναφέρω το ζήτημα της FRONTEX και την επιτυχή παρουσία της, η οποία έχει πολλαπλή σημασία. Όχι απλώς για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, αλλά καθώς επιβεβαιώνει και αυτό που πάντα υποστηρίζαμε, ότι τα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας είναι και εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.
Στο περασμένο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε στις 28 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες, όπως όλοι γνωρίζετε κυριάρχησε το ζήτημα της κρίσης, τι χαρακτηριστικά θα έχει η οικονομική διακυβέρνηση που πλέον όλα τα κράτη - μέλη συμφωνούν ότι χρειάζεται να αναπτυχθεί, και βέβαια τι θα είναι αυτός ο περίφημος μηχανισμός σταθεροποίησης για την κρίση.
Εκεί παρουσιάστηκαν από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κ. Van Rompuy, τα βασικά συμπεράσματα μιας ομάδας εργασίας που είχε γίνει στους κόλπους του Ecofin, της «Τask force Van Rompuy» όπως ονομάστηκε, τα οποία θέτουν συγκεκριμένες προτεραιότητες που πρόκειται να εξειδικευτούν τους επόμενους μήνες μέσα από τους αντίστοιχους Κανονισμούς. Φυσικά, κα Πρόεδρε θα έχουμε και την ευκαιρία αν ενδιαφέρεται η Επιτροπή να αναφερθούμε αναλυτικά. Προβλέπεται με δυο λόγια ο ενισχυμένος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών, η ανάγκη ενίσχυσης του Συμφώνου Σταθερότητας και η αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων, ένα σύστημα προληπτικού ελέγχου των οικονομικών επιδόσεων των κρατών - μελών για να μην φτάνουν τα ζητήματα στο παρά πέντε και να απαιτούν δραστικά μέτρα αντιμετώπισης, καθώς και η θεσμοθέτηση του μόνιμου μηχανισμού, κάτι, που ήταν αίτημά μας εξ αρχής αυτής της κρίσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έδωσε εντολή προκειμένου στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 16-17 Δεκεμβρίου να αποφασισθεί μια περιορισμένη αναθεώρηση της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μάλιστα με τη νέα απλουστευμένη διαδικασία την που προβλέπει η Συνθήκη της Λισσαβόνας, η οποία δεν απαιτεί διαδικασία διακυβερνητικής, καθώς θα είναι εστιασμένη γύρω από τη θεσμοθέτηση αυτού του μηχανισμού.
Ήταν μια δύσκολη συζήτηση αυτή που έγινε στο περασμένο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπήρχαν συγκεκριμένες προτάσεις όπως ξέρετε από την πλευρά της Γερμανίας και κάποιων άλλων κρατών – μελών. Προτάσεις, οι οποίες στην εφαρμογή τους θα δημιουργούσαν διαφορετικές ταχύτητες στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και έθεταν ζητήματα τα οποία δεν μπορούσε να γίνουν αποδεκτά.
Γι' αυτό το λόγο και ο Έλληνας Πρωθυπουργός ο Γιώργος Παπανδρέου επεσήμανε την ανάγκη όλη αυτή η συζήτηση να μπει σε ένα γενικότερο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τη σταθερότητα, την μακροοικονομική εξισορρόπηση και την βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο Πρωθυπουργός είπε τέσσερα όχι. Όχι στον αυτοματισμό ως προς τις αποφάσεις, κάτι που τα περισσότερα κράτη – μέλη συμμερίζονται, και γι’ αυτό και στην απόφαση του Ecofin πριν από λίγες μέρες, έχουν τεθεί μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες, δηλαδή να υπάρχει ομοφωνία στο Eurogroup όταν αποφασίζει για την κινητοποίηση του μηχανισμού, η ασφαλιστική δικλείδα της πολιτικής συνεκτίμησης των πραγμάτων.
Όχι στις πολιτικές κυρώσεις, κι αυτό ήταν ένα πολύ ισχυρό και καταλυτικό όχι. Γιατί ξέρετε ότι υπήρχε στο τραπέζι η πρόταση που κυρίως υποστήριζε η Γερμανία, όταν εφαρμοστούν οι νέοι κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης να υπάρχει ως κύρωση η δυνατότητα αναστολής ψήφου, άρα στην ουσία αναίρεση της βάσης της ισότιμης συμμετοχής ενός κράτους – μέλους. Πρωτοστάτησε σ’ αυτή τη μάχη και έκλεισε αυτό το θέμα στο τελευταίο Συμβούλιο.
Το τρίτο όχι ήταν, όχι σε κυρώσεις οικονομικές χωρίς διακρίσεις και λογική ισοτιμίας. Δηλαδή για να το κάνουμε πιο απλά, όχι στη λογική κυρώσεων που θα έρθουν να θίξουν ακόμα περισσότερο τα πιο αδύναμα κράτη, όπως για παράδειγμα στα Διαρθρωτικά Ταμεία και στην πολιτική της συνοχής, που απλώς θα εντείνει το φαύλο κύκλο.
Και βέβαια, το τέταρτο όχι, το οποίο παραμένει στο τραπέζι γιατί θα είναι και ένα από τα βασικά θέματα του επόμενου Συμβουλίου, που είναι σε καμία περίπτωση όχι συσχετισμός αυτής της συζήτησης που γίνεται τώρα για την οικονομική διακυβέρνηση και τις δομές της με την νέα μεγάλη διαπραγμάτευση που ξεκινάει την επόμενη χρονιά και αφορά τις νέες δημοσιονομικές προοπτικές, την Κοινή Αγροτική Πολιτική και την πολιτική Συνοχής.
Γιατί είδαμε δυστυχώς την αιφνιδιαστική κίνηση στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, από τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας να φέρνει στο μέσο της συνεδρίασης μία επιστολή με την συνυπογραφή άλλων 11 Πρωθυπουργών, με την οποία στην ουσία επιχειρούσε να προκαταλάβει το ύψος των δαπανών του προϋπολογισμού.
Και βέβαια οι Ευρωβουλευτές που είναι παρόντες ξέρουν πολύ καλά ότι είμαστε εν μέσω μια κρίσης Προϋπολογισμού αυτή τη στιγμή σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον προϋπολογισμό του 2011, και όλα αυτά γίνονται σε μια προσπάθεια από κάποια κράτη – μέλη να υπάρξει μία εκ των προτέρων συζήτηση που θα προκαταλάβει την μεγάλη διαπραγμάτευση για τις νέες δημοσιονομικές προοπτικές.
Αυτό βέβαια είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο θέμα. Να σας θυμίσω και για όσους από εσάς παρακολουθείτε χρόνια τα ευρωπαϊκά θέματα, ότι κάτι αντίστοιχο είχε επιχειρηθεί, και εν μέρει πιάσει τόπο, στην προηγούμενη διαπραγμάτευση των δημοσιονομικών προοπτικών. Τότε ήμουν Ευρωβουλευτής, όπως και άλλοι σ’ αυτή την αίθουσα, άλλοι είχαν καθήκοντα τότε στο Υπουργείο Εξωτερικών από τους παριστάμενους, όπου πάλι οι ίδιες περίπου χώρες είχαν αποστείλει μια αντίστοιχη επιστολή για το περίφημο 1% όσον αφορά το ύψος των δαπανών.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έχουμε μπροστά μας το Δεκέμβριο είναι κρίσιμο. Η απόφαση που πάρθηκε προχθές στο έκτακτο ECOFIN έχει το θετικό και κρίσιμο ζήτημα για τη χώρα μας, της δυνατότητας επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής του ελληνικού δανείου προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με τις Ιρλανδίας.
Από εκεί και πέρα βέβαια παραμένει ανοιχτό, κι αυτό είναι θέμα και της διαπραγμάτευσης το Δεκέμβριο, πώς θα αποτυπωθούν αυτές οι κατ’ αρχήν αποφάσεις του Συμβουλίου ECOFIN στην Αναθεώρηση της Συνθήκης, σε τι εύρος, με ποιο τρόπο και το πιο κρίσιμο θέμα απ’ όλα, πώς θα εξειδικευτούν στους αντίστοιχους κανονισμούς, αφού όλοι όσοι γνωρίζουν από τα ευρωπαϊκά ξέρουν ότι εκεί κρίνονται πολλές φορές και στις λεπτομέρειες τα ζητήματα αυτά.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε τρία μεγάλα ζητήματα και θα προσπαθήσω να είμαι σύντομη, γιατί το σημαντικό είναι να μπορέσουν οι συνάδελφοι να τοποθετηθούν.
Στο ζήτημα των νέων δημοσιονομικών προοπτικών και της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής και κοινωνικής ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο κρίσιμο ευρωπαϊκό θέμα του ασύλου και της παράνομης μετανάστευσης που μας αφορά άμεσα ως χώρα. Και στο θέμα της θέσης και του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κόσμο σήμερα, καθώς και στην προοπτική της διαδικασίας της διεύρυνσης που αφορά την Ελλάδα και την άμεση γεωπολιτική γειτονιά μας.
Πρώτα απ’ όλα, όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως γνωρίζετε αυτή τη στιγμή βρίσκεται κάτω από επεξεργασία η στρατηγική της Ατζέντα 2020, η οποία συνδιαμορφόνεται με τα κράτη – μέλη, και λαμβάνει υπόψη τις αδυναμίες που υπήρχαν ως προς την υλοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβόνας, στην οποία αναφέρθηκα προηγούμενα.
Το πρώτο συμπέρασμα και βασική διαπίστωση από την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβόνας, είναι ότι χρειάζεται να ληφθούν πολύ περισσότερο υπόψη οι στόχοι που θέτουν και οι ανάγκες των κρατών – μελών και των περιφερειών τους, καθώς και οι αδυναμίες, και τα εμπόδια και οι δυσκολίες που έχει κάθε κράτος – μέλος. Γι’ αυτό γίνεται μία διαδραστική προετοιμασία αυτή της στρατηγικής. Ταυτόχρονα επιδιώκεται να είναι πιο συντονισμένη και σε επίπεδο στόχων και σε επίπεδο αξιοποίησης πόρων η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής, η οποία θέτει τρεις μεγάλους αλληλένδετους στόχους: Την έξυπνη ανάπτυξη που βασίζεται στη γνώση και στην καινοτομία, τη βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη με την αξιοποίηση της τεχνολογίας για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος και την προσαρμογή των αναπτυξιακών, παραγωγικών και ενεργειακών δομών σ’ αυτές τις νέες ανάγκες, αλλά και μιας ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, δηλαδή μιας ανάπτυξης με κοινωνική διάσταση, που αντιμετωπίζει τη φτώχεια, τον αποκλεισμό, στηρίζει την κοινωνική πολιτική και δημιουργεί θέσεις απασχόλησης σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία της κρίσης.
Βέβαια ξέρουμε ότι πολλές φορές τα ευρωπαϊκά κείμενα βάζουν ωραίους και μεγάλους στόχους. Σημασία έχει όμως να κατοχυρώνουμε τα μέσα και τις πολιτικές για να υλοποιούμε αυτούς τους στόχους. Έτσι συνδέεται αυτή η συζήτηση με τη δεύτερη μεγάλη πτυχή που είναι η διαπραγμάτευση για τις δημοσιονομικές προοπτικές. Την χρηματοδότηση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επόμενη προγραμματική περίοδο, δηλαδή από το 2014 και μετά.
Τίθενται τα ακόλουθα θέματα. Πρώτα απ’ όλα η επάρκεια των Κοινοτικών πόρων, που να μπορεί να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Και εδώ ακριβώς είναι και η δυσκολία που υπάρχει, καθώς μια σειρά από κράτη -μέλη έχουν λογική περιορισμού και μείωσης των Κοινοτικών δαπανών.
Το δεύτερο θέμα πώς κατανέμονται οι Κοινοτικοί πόροι, ανάμεσα σε αυτές που θα χαρακτηρίζαμε παραδοσιακές πολιτικές, που είναι όμως κρίσιμες πολιτικές για χώρες σαν τη δική μας, όπως η πολιτική για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η πολιτική για τη Συνοχή, τα Διαρθρωτικά Ταμεία και στις νέες πολιτικές. Βέβαια και εμείς συμφωνούμε σε σχέση με τους στόχους που προηγούμενα περιέγραψα της Ατζέντας 2020, θέλουμε να στηρίξουμε αυτές τις νέες πολιτικές, αλλά με δύο όρους.
Πρώτον, η στήριξη αυτών των πολιτικών για την έρευνα, την τεχνολογία, για τη ψηφιακή Ευρώπη, για την πράσινη οικονομία δεν θα γίνουν εις βάρος των παραδοσιακών αναγκαίων πολιτικών. Και, αφετέρου, ότι και αυτές οι νέες πολιτικές θα διαμορφώνονται με ένα τέτοιο τρόπο σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να μπορεί πραγματικά να υπάρχει προστιθέμενη αξία για τις χώρες της περιφέρειας, για τις χώρες της συνοχής, Προκειμένου να καλυφθεί το τεχνολογικό και ψηφιακό χάσμα, να ενθαρρυνθεί η καινοτομία, η συμμετοχή τους στα αποτελέσματα της έρευνας. Ο συνάδελφος Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστας Σκανδαλίδης σας έκανε μια εκτενή ενημέρωση για τα θέματα της ΚΑΠ.
Τρίτον, πως διασφαλίζεται η καλύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων αυτών.
Περνάω στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα που αφορά , την Ευρωπαϊκή πολιτική Ασύλου και την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Χρειάζεται να κάνουμε τρεις διαπιστώσεις. Πρώτον η χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει μια μεγάλη αυξανόμενη πίεση όσον αφορά στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης. Και αυτή είναι μια διαπίστωση που δεν την κάνουμε μόνο εμείς, αλλά έχει γίνει πλέον κατανοητό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα σας δώσω ένα στοιχείο της FRONTEX στοιχείο δηλαδή Ευρωπαϊκού Οργανισμού, που αναφέρει ότι περίπου το 90% της παράνομης μετανάστευσης που εισέρχεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εισέρχεται μέσω των ελληνικών συνόρων.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά μας επιχειρήματα όταν μιλάμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε σε περίοδο κρίσης και την ανάγκη που έχουμε για στήριξη ώστε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί σε αυτή την πολιτική.
Δεύτερον, η χώρα μας είχε μια σοβαρή καθυστέρηση όσον αφορά στην επικαιροποίηση και τη συμμόρφωσή της με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για τα θέματα του ασύλου και της ενσωμάτωσης των μεταναστών. Ήταν και αυτή μια από τις καθυστερήσεις που έπρεπε να υπερβούμε.
Και, τρίτον, ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκό πρέπει να επικαιροποιηθεί στις νέες ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί η οδηγία του Δουβλίνου ΙΙ, η οποία πλέον στις νέες εξελίξεις τιμωρεί χώρες, όπως η Ελλάδα που έχουν εξωτερικά σύνορα. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το παλέψουμε καθώς τώρα ξεκινάει αυτή η μεγάλη διαπραγμάτευση από του χρόνου, μιας που το 2012 είναι η χρονιά όπου θα ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή πολιτική για τα θέματα του ασύλου.
Δυο λόγια λοιπόν που βρισκόμαστε στις εξελίξεις. Πρώτα απ’ όλα, στο ζήτημα της ανάδειξης των προβλημάτων που έχει η Ελλάδα έχει παίξει μεγάλο και θετικό ρόλο η παρουσία της FRONTEX. Έχουμε ήδη τα πρώτα δείγματα που είναι εντυπωσιακά.
Ήδη λειτουργεί από την 1η Οκτωβρίου το περιφερειακό γραφείο της FRONTEX στον Πειραιά. Τον τελευταίο μήνα, τρεις βδομάδες στην πραγματικότητα που λειτουργεί δύναμη της FRONTEX στον Έβρο και πλέον συνδράμει και εκεί στη φύλαξη των συνόρων, πρέπει να σας πω ότι με στοιχεία της FRONTEX, έχουμε μια μείωση εισόδου 143 ημερησίως κατά μέσο όρο λιγότερους παράνομους μετανάστες στη χώρα μας, το οποίο αναλογεί σε μια μείωση περίπου της τάξης του 40%.
Είναι εντυπωσιακό νούμερο. Οφείλεται στην ενισχυμένη και οργανωμένη φύλαξη αλλά και στο μήνυμα που στέλνει σε αυτούς, οι οποίοι μεταφέρουν και εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο μέσα από αυτούς τους δρόμους του σύγχρονου δουλεμπορίου.
Ταυτόχρονα, υλοποιείται το Πρόγραμμα Δράσης. Ήδη, και αυτό είναι ένα σημαντικό νέο, έχει δημοσιευθεί πλέον το Προεδρικό Διάταγμα που ενσωματώνει την Οδηγία για τις διαδικασίες του ασύλου και παρουσιάστηκε επίσης από τον αρμόδιο συνάδελφο Υπουργό Προστασίας του Πολίτη το σχέδιο νόμου για τη σύσταση υπηρεσίας ασύλου που πρόκειται να έρθει στη Βουλή, όταν ολοκληρωθεί η σχετική διαβούλευση. Επίσης λειτουργεί και το διυπουργικό όργανο για την ενσωμάτωση των μεταναστών, ενώ δημιουργείται και η δυνατότητα αξιοποίησης των σχετικών κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να υπάρξουν οι σωστές εκείνες δομές φιλοξενίας και ανθρώπινης διαβίωσης των μεταναστών στην Ελλάδα.
Τέλος, όσον αφορά στην αναθεώρηση του Δουβλίνου ΙΙ, εκεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κάνει κάποιες πρώτες θετικές προτάσεις. Προτείνει τη δυνατότητα αναστολής των επιστροφών παράνομων μεταναστών στις χώρες εισόδου μετά από αίτημα αυτών των χωρών, εφόσον είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες.
Αυτό βέβαια βρίσκει σοβαρή αντίδραση από πολλά κράτη – μέλη. Εμείς πάντως θα δώσουμε αυτή τη μάχη προκειμένου να αποτυπωθεί περισσότερο η έννοια της αλληλεγγύης και της ισοδύναμης κατανομής των βαρών, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου.
Κυρία Πρόεδρε, να κλείσω με τα θέματα της διεύρυνσης πολύ επιγραμματικά. Όπως είπα και προηγούμενα στην εισαγωγή μου, υπάρχει μια κόπωση αυτή τη στιγμή σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα θέματα διεύρυνσης. Έχει να κάνει σίγουρα και με την εσωτερική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ένα κλίμα το οποίο δημιουργεί εκ των πραγμάτων εσωστρέφεια.
Εμείς πιστεύω ως χώρα, και νομίζω ότι αυτό μπορούμε να το συμμεριστούμε όλοι, έχουμε κάθε λόγο να κρατάμε ζωντανή τη δυναμική της διαδικασίας της διεύρυνσης. Και αυτό για τους λόγους που μας αφορούν άμεσα. Γιατί η διαδικασία της διεύρυνσης έρχεται να διασφαλίσει όρους ειρήνης, καλής γειτονίας, σταθερότητας, συνεργασίας και σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου. Και αυτό το έχουμε ανάγκη στη δική περιοχή μας και στη σχέση μας με την Τουρκία και φυσικά στη Βαλκανική.
Γιατί η διευρυνσιακή διαδικασία ως πολιτική της Ένωσης είναι ένα πολύτιμο εργαλείο πού θέτει στόχους και ταυτόχρονα δημιουργεί την ενθάρρυνση, αλλά και τον έλεγχο των ενδιαφερομένων χωρών, προκειμένου σε κάθε στάδιο να τηρούν τις υποχρεώσεις τις οποίες αναλαμβάνουν για να έχει πρόοδο η ενταξιακή τους διαδικασία.
Γιατί, μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργείται η δυνατότητα μιας ευρύτερης οικονομικής και αναπτυξιακής συνεργασίας με πολλαπλά οφέλη για την Ελλάδα στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και της Ν.Α. Μεσογείου.
Και, γιατί βέβαια - και αυτό το είδαμε με τη Βουλγαρία και με τη Ρουμανία - η χώρα μας σταμάτησε να είναι αποκομμένη, ένα νησί στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, αλλά απέκτησε χερσαία σύνορα και τη δυνατότητα μιας άμεσης διασύνδεσης πια με την ευρωπαϊκή ενδοχώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται πολιτικά, οικονομικά, εμπορικά, κοινωνικά.
Για όλους τους λόγους η δική μας θέση είναι πάντα δημιουργική. Αυστηρή στην τήρηση των προϋποθέσεων, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και διεθνούς δικαίου, και ταυτόχρονα θετική στη διαδικασία της διεύρυνσης.
Υπό αυτό το πρίσμα κινείται και η πρόταση που έχει διατυπώσει ο Πρωθυπουργός για την Ατζέντα 2014, προκειμένου το 2014 που συμπίπτει και με την επόμενη Ελληνική Προεδρία, να δοθεί μια νέα δυναμική στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Σε συνέχεια της Ελληνικής Προεδρίας του 2003, όταν είχε γίνει η σύσκεψη της Θεσσαλονίκης, μια αντίστοιχη Θεσσαλονίκη 2 που θα δώσει αυτή τη νέα δυναμική.
Εξάλλου η ημερομηνία 2014 δεν συμπίπτει απλώς με την Ελληνική Προεδρία, είναι και η επέτειος των 100 χρόνων από το 1914 και των γεγονότων που συνέβησαν στη Βαλκανική και πυροδότησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οι πληγές είναι ακόμη ανοικτές στο γεωπολιτικό μας χώρο.
Και βέβαια στην ίδια λογική κινείται και η διαδικασία με την Τουρκία, όπου με ειλικρίνεια στηρίζουμε την ενταξιακή της πορεία, ακριβώς για να υπάρχει η ενθάρρυνση και ο έλεγχος. Και σ’ αυτή τη λογική μιλάμε και για τη δυνατότητα, μετά τις τουρκικές εκλογές του χρόνου, να υπάρξει μία ευρωπαϊκή συνάντηση κορυφής για τα θέματα της διευρυνσιακής πορείας της Τουρκίας, προκειμένου αφ' ενός να επιβεβαιωθεί αυτή η δυναμική και ο στόχος και αφ' ετέρου βέβαια να επιβεβαιωθούν και οι αναγκαίες προϋποθέσεις γι' αυτό το δρόμο της Τουρκίας προς την Ευρώπη.
Δύο λόγια για τις βασικές εξελίξεις που αφορούν τη διεύρυνση. Όσον αφορά στην Κροατία βρίσκεται στον τελικό δρόμο της ένταξης της. Εφ' όσον ολοκληρωθούν με επιτυχία οι σχετικές τελικές διαπραγματεύσεις, και η χώρα μας στηρίζει αυτή την πορεία, θα μπορέσει η Κροατία εντός του 2011 να ενταχθεί στην Ε.Ε..
Όσον αφορά στο Μαυροβούνιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει το καθεστώς της υπό ένταξης χώρας, και είναι κάτι που και εμείς το υποστηρίζουμε.
Όσον αφορά στην Αλβανία, η φετινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ιδιαίτερα αυστηρή απέναντι στην Αλβανία για την κατάσταση που υπάρχει εκεί και όσον αφορά τις πολιτικές θεσμικές εξελίξεις και για τα ζητήματα των μειονοτήτων. Και θέλω εδώ να επισημάνω ότι η έκθεση αναφέρει και το τραγικό περιστατικό με τη δολοφονία του ομογενούς μας στη Χειμάρρα.
Γιατί, εδώ να κάνω και μια παρένθεση και να πω, ότι έχει αξία ότι μέσα από τις εκθέσεις προόδου που αντανακλούν τις απόψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς το Συμβούλιο μετά κάνει τις δικές του εκτιμήσεις γύρω από όλα αυτά τα θέματα, χάρη στη συντεταγμένη πολιτική παρέμβαση της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, υπάρχει πια ένα κοινοτικό κεκτημένο γύρω από τα θέματα τα διευρυνσιακά, δηλαδή μια σειρά ζητήματα που άπτονται των εθνικών θεμάτων μας αποτυπώνονται πια στα ευρωπαϊκά κείμενα.
Και έτσι έχει σημασία για την Αλβανία, που εμείς ενθαρρύνουμε φυσικά την ευρωπαϊκή της πορεία, υπό τον όρο βέβαια πάντα και αυτών των ζητημάτων του σεβασμού των μειονοτήτων, της ελληνικής μειονότητας και των θεμάτων που αφορούν τη δημοκρατία. Και έχουμε μια σημαντική εξέλιξη για την Αλβανία. Ξέρετε ότι από τις 15 Δεκεμβρίου έχουμε την απελευθέρωση των θεωρήσεων για την Αλβανία και τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, που είναι ένα θετικό βήμα, που δημιουργεί ενθάρρυνση στη γειτονική μας χώρα.
Όσον αφορά την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η θέση της Ελλάδας είναι ξεκάθαρη, είναι κρυστάλλινη, είναι κατανοητή από τους εταίρους μας, ότι δεν μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ή ατλαντική πρόοδος αν δεν υπάρξει προηγουμένως επίλυση του θέματος της ονομασίας. Εγώ απλώς να σημειώσω ότι και στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται – αυτό είναι και για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο – ότι υπάρχει και επιβράδυνση σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της FYROM. Αναφέρεται και επαναλαμβάνεται ότι είναι κεφαλαιώδους σημασία η εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης του ζητήματος της ονομασίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Βέβαια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από πέρυσι είχε προτείνει να γίνει έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και επαναλαμβάνει αυτή τη θέση της. Ξέρετε όμως πολύ καλά ότι είναι το Συμβούλιο που αποφασίζει, και αυτή τη στιγμή στο Συμβούλιο δεν τίθεται τέτοιο θέμα, γιατί είναι σαφής η θέση μας ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος αν δεν υπάρξει προηγούμενα επίλυση του θέματος της ονομασίας. Όπως επίσης αναφέρονται με έμφαση και τα ζητήματα της καλής γειτονίας.Όταν ο αρμόδιος Επίτροπος Fulle παρουσίασε τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκανε ειδική αναφορά στο θέμα των Σκοπίων, λέγοντας ότι η επίλυση του θέματος της ονομασίας είναι σημαντική, προκειμένου να είναι δυνατή η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια.
Όσον αφορά στη Σερβία, εδώ και εμείς παίξαμε ιδιαίτερα καταλυτικό ρόλο, για να δώσει εντολή το Συμβούλιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να φέρει γνωμοδότηση όσον αφορά την ενταξιακή προοπτική της Σερβίας.
Και θα κλείσω με το θέμα της Τουρκίας, λέγοντας ότι η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επαναλαμβάνει τις τρεις μεγάλες κατηγορίες των προϋποθέσεων. Δηλαδή αφ' ενός τα ζητήματα της καλής γειτονίας, και μάλιστα στη φετινή έκθεση υπάρχει και μια παράγραφος ενισχυμένη, που αναφέρεται στα διαβήματα της Ελλάδας σε σχέση με τις τουρκικές παραβιάσεις και μάλιστα αναφέρει και τις παραβιάσεις στον κυπριακό χώρο, και είναι πρώτη φορά που γίνεται αυτή η αναφορά.
Αναφέρεται στα ζητήματα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ιδιαίτερα αναλυτική αναφορά για τα θέματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για τα δικαιώματα της μειονότητας στην Ίμβρο, στην Τένεδο, για τα θέματα τα περιουσιακά και τα πολιτιστικά.
Και υπάρχει βέβαια και πολύ ισχυρή αναφορά φέτος όσον αφορά στις υποχρεώσεις της Τουρκίας προς την Κύπρο και μάλιστα με σαφή αναφορά στη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρόσθετου πρωτοκόλλου, και τις συνέπειες που έχει αυτό για την Τουρκία, καθώς και την ανάγκη ομαλοποίησης των σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Προσπάθησα να δώσω μια σφαιρική κατά το δυνατόν εικόνα των θεμάτων που αυτή την περίοδο βρίσκονται σε εξέλιξη και των προσπαθειών που κάνουμε. Θα ήθελα να τονίσω ότι η μάχη στην Ευρώπη δεν είναι μια μάχη που αφορά μόνο την κυβέρνηση της χώρας.
Είναι μια μάχη που αφορά τη Βουλή και όλες τις πολιτικές δυνάμεις, γιατί η Ευρώπη είναι πεδίο διαπραγμάτευσης, αγώνα, διεκδίκησης. Είναι μια μάχη που αφορά τους Ευρωβουλευτές μας, που αφορά την παρουσία όλων των πολιτικών δυνάμεων στις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές τους εκφράσεις.
Αφορά τους κοινωνικούς εταίρους, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κρίσης. Αφορά την κοινωνία των πολιτών. Είναι σε εξέλιξη όπως ξέρετε και η εφαρμογή της νέας διαδικασίας που θέτει η Συνθήκη της Λισσαβόνας για τη νομοθετική πρωτοβουλία των πολιτών.
Και, πάνω από όλα αφορά και προϋποθέτει ένα ισχυρό εσωτερικό μέτωπο για να μπορεί η Ελλάδα να έχει πραγματικά τη φωνή , τη δύναμη διεκδίκησης, διαπραγμάτευσης για τα αποτελέσματα που τόσο πολύ έχει ανάγκη αυτή την περίοδο.
Σας ευχαριστώ πολύ.
2 Δεκεμβρίου, 2010