Κυρίες και κύριοι,
Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να συγχαρώ το ΕΛΙΑΜΕΠ για την πολύχρονη συμβολή του στη δημόσια συζήτηση, εγχώρια και διεθνή, για τα ευρωπαϊκά και ευρω-ατλαντικά δρώμενα, καθώς και για τη διοργάνωση του σημερινού συνεδρίου, το οποίο εκτός του επετειακού του χαρακτήρα, παρέχει τη δυνατότητα της παρουσίασης και ανάλυσης των λόγων που έχουν αναγάγει την εξηκονταετή συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με τη γεωστρατηγική της θέση, σε τμήμα της διεθνούς της ταυτότητας.
Είναι πανθομολογούμενο ότι η διεθνής οικονομική κρίση συντελεί στη μείωση των αμυντικών δαπανών και στην υιοθέτηση μίας εσωστρεφούς συμπεριφοράς, η οποία θέτει προσκόμματα στην αντιμετώπιση των νέων, μη παραδοσιακών προκλήσεων ασφαλείας. Υπό αυτή την οπτική, η αξιοποίηση από το ΝΑΤΟ των οφελών που απορρέουν από τη σύμπραξη, τη συνεργασία και το συντονισμό με τους πλέον σημαντικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος ασφαλείας, θα διευκολύνει την υλοποίηση της πρωταρχικής επιδίωξής του: τη δυνατότητα επαρκούς ανταποκρίσεώς του στα καθήκοντα ενός αποτελεσματικού πολιτικο-στρατιωτικού οργανισμού ασφαλείας.
Η ανάδειξη της ανάγκης αλλαγής του τρόπου σκέψης και φιλοσοφίας του ΝΑΤΟ και προπάντων η προοπτική συσχετισμού της δράσης του με την ευρύτερη διεθνή κοινότητα κατέχει περίοπτη θέση στην Έκθεση που υπέβαλε στους Συμμάχους, τον Μάιο 2010, η «Ομάδα των Σοφών», στην οποία συμμετείχα, που συγκροτήθηκε για την υποβοήθηση του έργου της διαμόρφωσης του νέου Στρατηγικού Δόγματος του ΝΑΤΟ.
Ίσως δε, το πλέον πρωτότυπο και πρωτοποριακό τμήμα της Έκθεσης της Ομάδας αυτής να υπήρξε αυτό σχετικά με την ανάδειξη του στόχου της επέκτασης του εύρους των εταιρικών προγραμμάτων συνεργασίας ως μία από τις βασικές αποστολές (“core tasks”) του ΝΑΤΟ.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω ειδικά δύο στοιχεία της Έκθεσης:
Το πρώτο αφορά στις σχέσεις του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Στην Έκθεση περιλαμβάνεται η ρηξικέλευθη διατύπωση ότι η Συμμαχία δεν συνιστά απειλή για τη Ρωσία, ούτε εκλαμβάνει τη Ρωσία ως στρατιωτική απειλή γι αυτήν. Η φράση αυτή αναπαράχθηκε κατά το ήμισυ μόνο στην παράγραφο 33 του νέου Στρατηγικού Δόγματος του ΝΑΤΟ, ήτοι «Το ΝΑΤΟ δεν αποτελεί απειλή για τη Ρωσία».
Το δεύτερο αξιομνημόνευτο στοιχείο της Έκθεσης της «Ομάδας των Σοφών» πραγματεύεται τις σχέσεις του ΝΑΤΟ με τους λεγόμενους «παγκόσμιους εταίρους» (“partners across the globe”). Η Έκθεση αφού τονίζει ότι δεν απαιτείται η εγκαθίδρυση μίας επίσημης σχέσης συνεργασίας (“formal partnership”) προκειμένου το ΝΑΤΟ να διατηρεί έναν παραγωγικό και εποικοδομητικό διάλογο με τρίτες χώρες και άλλους οργανισμούς, κατονομάζει, μεταξύ άλλων, την Ινδία και την Κίνα ως χώρες με τις οποίες η Συμμαχία οφείλει να επιδιώκει τη σύμπραξη (“collaboration”) οψέποτε προκύπτουν οι σχετικές ευκαιρίες. Το απόσπασμα αυτό της Έκθεσης, ήτοι η ονομαστική καταγραφή της Ινδίας και της Κίνας, δεν συμπεριλήφθηκε στο εγκριθέν από τους Συμμάχους κείμενο του νέου Στρατηγικού Δόγματος.
Το ότι οι δύο ως άνω εισηγήσεις της Έκθεσης της Ομάδας δεν απετέλεσαν τελικώς, τμήμα του νέου Δόγματος, δεν αναιρεί το γεγονός ότι επηρέασαν αποφασιστικά το πνεύμα που διατρέχει το Δόγμα. Επιπλέον, συνετέλεσαν καθοριστικά στην αναθεώρηση των αντιλήψεων των Συμμάχων περί της ανάγκης ενδυνάμωσης της ετοιμότητας του ΝΑΤΟ να εντατικοποιήσει τη συνεργασία του με ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό χωρών, οι οποίες συνειδητοποιούν ότι είναι εξίσου ευάλωτες με τα κράτη μέλη της Συμμαχίας στους κινδύνους που πηγάζουν από τις νέες προκλήσεις ασφαλείας.
Κυρίες και κύριοι,
Σε μία περίοδο όπου το ΝΑΤΟ φιλοδοξεί να μετατραπεί από μία αμιγώς αμυντική Συμμαχία σε έναν πολιτικο-στρατιωτικό οργανισμό ασφαλείας, οι προαναφερθείσες ιδέες της Έκθεσης της «Ομάδας των Σοφών» συνέβαλαν στην ενατένιση από τους εκπροσώπους των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, των σχέσεων τους με τη Ρωσία και τις διάφορες αναδυόμενες, περιφερειακές και παγκόσμιες, δυνάμεις, ως αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία της μελλοντικής λειτουργίας της Συμμαχίας.
Τούτο αποτυπώθηκε εναργώς στο νέο Στρατηγικό Δόγμα, όπου η προώθηση της «συνεργατικής ασφάλειας» (“cooperative security”) καταχωρίζεται ως μία από τις τρεις βασικές αποστολές του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με την παράγραφο 30 του Δόγματος, η επίτευξη της εν λόγω αποστολής θα πραγματοποιηθεί, μεταξύ άλλων, μέσω του πολιτικού διαλόγου και της πρακτικής συνεργασίας της Συμμαχίας με όποια έθνη και συναφείς οργανισμούς παγκοσμίως, ασπάζονται το ενδιαφέρον της για την καθιέρωση ειρηνικών διεθνών σχέσεων.
Τρεις από αυτές τις χώρες θα αποτελέσουν το κεντρικό θέμα της παρέμβασης μου: η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα.
Καθ’ όσον αφορά στη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ έχει τονίσει μετά επιτάσεως ότι δεν εκλαμβάνει πλέον τη χώρα αυτή ως απειλή, η Μόσχα εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Συμμαχία αντιμετωπίζει τη ρωσική πλευρά με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. Από την άλλη πλευρά, η αντίληψη της Ρωσίας για τις προθέσεις του ΝΑΤΟ είναι αρνητική, καθώς είναι διάχυτη η εντύπωση μεταξύ ρώσων αξιωματούχων και της ρωσικής κοινής γνώμης ότι η Συμμαχία αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλειά τους. Η ρωσική αυτή αντίληψη εκπορεύεται από τη στάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο επίμαχο ζήτημα της αντιπυραυλικής άμυνας.
Η Μόσχα θεωρεί ότι η υλοποίηση του προγράμματος αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αποσκοπεί στην υπονόμευση των ρωσικών στρατηγικών πυρηνικών δυνατοτήτων και στην ανατροπή της στρατηγικής πυρηνικής ισορροπίας. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το αμερικανικό πρόγραμμα αντιπυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη (European Phased Adaptive Approach – EPAA) δεν θα στρέφεται κατά των ρωσικών στρατηγικών δυνάμεων, η Ρωσία απαιτεί την παροχή νομικών εγγυήσεων από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, επιθυμεί την εγκαθίδρυση ενός κοινού (“joint”) συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας ΝΑΤΟ-Ρωσίας και την κατάτμηση του χώρου προστασίας από επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους κατά γεωγραφικούς τομείς. Διάσταση απόψεων βεβαίως, μεταξύ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας υφίσταται και ως προς το Ιράν, καθώς η ρωσική πλευρά δεν συμμερίζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, την αμερικανική εκτίμηση περί του μεγέθους της ιρανικής πυρηνικής απειλής.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους έχουν τονίσει, κατ’ επανάληψη, ότι το αντιβαλλιστικό πρόγραμμά τους αποσκοπεί στην αντιμετώπιση απειλών από το Ιράν και τη Βόρειο Κορέα. Το εν λόγω πρόγραμμα, κατά τους αμερικανούς αξιωματούχους, δεν έχει τη δυνατότητα να προσβάλει τη ρωσική δύναμη πυρηνικής αποτροπής. Αντί της παροχής νομικών εγγυήσεων που αιτούνται οι Ρώσοι, οι ΗΠΑ προκρίνουν την έκδοση μίας πολιτικής διακήρυξης στην οποία θα αναφέρεται ότι το πρόγραμμα EPAA δεν στρέφεται εναντίον της Ρωσίας. Επιπλέον, έχουν απορρίψει την ιδέα δημιουργίας ενός κοινού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας ΝΑΤΟ-Ρωσίας και έχουν αντιπροτείνει το συντονισμό και τη σύνδεση και μόνον των δύο ξεχωριστών αντιπυραυλικών συστημάτων (ΝΑΤΟ και Ρωσίας).
Κυρίες και κύριοι,
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των διεθνικών προκλήσεων ασφαλείας του διεθνούς συστήματος του 21ου αιώνα επιβάλει τη συνεργασία μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας και την καταβολή εντατικών προσπαθειών για την αποτροπή της δημιουργίας ενός πλαισίου σχέσεων, το οποίο θα εδράζεται στην αρχή του «μηδενικού αθροίσματος» (“zero-sum”). Κύρια επιδίωξη όλων των εμπλεκομένων πλευρών οφείλει να είναι ο μετασχηματισμός του ευρωπαϊκού και ευρω-ατλαντικού χώρου σε μία κοινότητα ασφαλείας όπου η απειλή χρήσης βίας ή η προσφυγή στη βία για την επίλυση διαφορών θα πάψει να υφίσταται ως επιλογή.
Δυστυχώς, μία δεκαετία σχεδόν μετά την ίδρυση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (28 Μαΐου 2012), οι σχέσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας με το ΝΑΤΟ, χαρακτηρίζονται από αμοιβαίες παρεξηγήσεις και αποκλίσεις συμφερόντων, που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την αναβίωση παρωχημένων και αντιπαραγωγικών ανταγωνισμών. Για την ανατροπή αυτής της κατάστασης, θα πρέπει, κατά την άποψή μου, ο πρωταρχικός στόχος στις σχέσεις του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία να είναι η εμπέδωση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Το θετικό πνεύμα της Λισσαβόνας είναι σκόπιμο να διατηρηθεί και, ταυτόχρονα, να ενδυναμωθεί έτι περαιτέρω μέσω της προώθησης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και νέων μορφών συνεργασίας. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια μπορεί να οικοδομηθεί μόνο σε συνεργασία με τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποφευχθεί το φαινόμενο της εκ νέου διασάλευσης των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας, εξαιτίας των διαφωνιών στο ζήτημα της αντιπυραυλικής άμυνας. Η κεφαλαιώδους στρατηγικής σημασίας συνεργασία ΝΑΤΟ-Ρωσίας δεν θα πρέπει να καταστεί όμηρος της συζήτησης για την αντιπυραυλική άμυνα. Η τελευταία δεν θα πρέπει να γίνει αιτία δημιουργίας νέων διαχωριστικών γραμμών στην Ευρώπη.
Ως προς τις σχέσεις του ΝΑΤΟ με την Ινδία και την Κίνα, είναι γνωστό βεβαίως, ότι ο χαρακτήρας αυτών δεν είναι τόσο διευρυμένος όσο είναι εκείνος με τη Ρωσία.
Παρά το γεγονός ότι η Ινδία διατηρεί ισχυρούς διμερείς δεσμούς στρατιωτικής συνεργασίας με κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, εντούτοις, εξακολουθεί να παραμένει επιφυλακτική, ως προς τη σύνδεσή της με πολυεθνικές στρατιωτικές διευθετήσεις, με εξαίρεση αυτές που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των Ηνωμένων Εθνών. Παρά ταύτα, η παρουσία των ναυτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στον Ινδικό Ωκεανό και η σύμπτωση, σε γενικές γραμμές, της προσέγγισης των δύο πλευρών περί της σπουδαιότητας της εξακολούθησης της διεθνούς συνεργασίας για την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, υποχρεώνουν, αν μη τι άλλο, την Ινδία και το ΝΑΤΟ να μην αγνοούν τις εκατέρωθεν θέσεις και δραστηριότητες. Άλλωστε, η πολυπληθέστερη δημοκρατία του κόσμου, δεν θα μπορούσε παρά να αντιμετωπίζεται ως, ο κατ’ εξοχήν, «φυσικός» σύμμαχος της Δύσης στην Ασία.
Περιορισμένες είναι και οι επαφές του ΝΑΤΟ με την Κίνα. Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν συμμετάσχει σε σεμινάρια και συνέδρια του ΝΑΤΟ, ενώ η Συμμαχία έχει παράσχει σε εκπροσώπους της Κίνας, που έχουν εκφράσει σχετικό ενδιαφέρον, τη δυνατότητα παρακολούθησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των διαφόρων νατοϊκών εκπαιδευτικών κέντρων (λ.χ. Oberammergau).
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων κατά της πειρατείας που διεξάγονται στο Κέρας της Αφρικής, οι ινδικές και κινεζικές δυνάμεις και οι ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ διατηρούν επαφές μέσω του μηχανισμού SHADE (Shared Awareness and Deconfliction), σκοπός του οποίου είναι ο συντονισμός της δράσης των δυνάμεων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση του φαινομένου της πειρατείας. Προ ολίγων μάλιστα εβδομάδων, σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, η Ινδία, η Κίνα και η Ιαπωνία αποφάσισαν να προβούν, με τη συνδρομή του μηχανισμού SHADE, στη διεξαγωγή κοινών περιπολιών στο Κέρας της Αφρικής. Τέλος, στελέχη του ΝΑΤΟ έχουν πραγματοποιήσει επισκέψεις στην Ινδία και την Κίνα.
Κυρίες και κύριοι,
Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας, η καταπολέμηση της απειλής της πειρατείας, η αποτροπή της διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής και η ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, στο οποίο οι ΗΠΑ και οι λοιποί νατοϊκοί Σύμμαχοι θα διατηρήσουν την παρουσία τους και μετά την προγραμματισμένη για το 2014 ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης της ευθύνης για την ασφάλεια της χώρας από την νατοϊκή επιχείρηση ISAF στις Αφγανικές Αρχές, συνιστούν ορισμένους ενδεικτικούς τομείς στους οποίους, μεσοπρόθεσμα, θα ήταν δυνατό να υπάρξει ενδιαφέρον από την πλευρά του ΝΑΤΟ, της Ινδίας και της Κίνας για τη σταδιακή εκκόλαψη κάποιας μορφής, περιορισμένου χαρακτήρα αρχικά, συνεργασίας ή συντονισμού.
Η ευόδωση ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαρτάται βεβαίως, σε μεγάλο βαθμό από τις μελλοντικές εξελίξεις που θα σημειωθούν στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας και ΗΠΑ-Ινδίας, καθώς, επίσης, και στην προδιάθεση της Συμμαχίας να επιδείξει ανεκτικότητα έναντι των χώρων εκείνων, που παρά το γεγονός ότι ενστερνίζονται ένα διαφορετικό, από το λεγόμενο «δυτικό», κώδικα αξιών, συμμερίζονται την επιθυμία των ευρω-ατλαντικών Συμμάχων για την οικοδόμηση ενός συστήματος διεθνών σχέσεων επί τη βάσει των κανόνων και αρχών του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η, κατ’ αρχήν, διαμόρφωση μίας σχέσης συνεργασίας ΝΑΤΟ-Ινδίας και ΝΑΤΟ-Κίνας θα συντελούσε στην ενδυνάμωση της περιφερειακής και διεθνούς ασφαλείας. Βασική προϋπόθεση σύμπηξής της ωστόσο, είναι η συνειδητοποίηση και ο ενστερνισμός των κανόνων που θα τη διέπουν και οι οποίοι θα αποτελούν το συγκολλητικό ιστό της: η βάση της συνεργασίας θα είναι η ισότητα, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και τα αμοιβαία οφέλη. Αμφότερες οι πλευρές των σχημάτων αυτών συνεργασίας, θα πρέπει να επιδείξουν σεβασμό για τα εκατέρωθεν συμφέροντα ασφαλείας.
Η συνεργασία επίσης, με την Ινδία και την Κίνα δεν θα πρέπει να συνεπάγεται τη συμπερίληψη των τελευταίων στη χορεία των χωρών εκείνων που συγκαταλέγονται στους, εν δυνάμει, συμμάχους του ΝΑΤΟ, ούτε θα πρέπει να στρέφεται εναντίον τρίτων κρατών. Απώτερος στόχος οφείλει να είναι η επίτευξη σύμπλευσης σε στρατηγικό επίπεδο χωρίς αυτό απαραίτητα να μεταφράζεται σε πλήρη ταύτιση των επιμέρους θέσεων ή σε υπονόμευση της στρατηγικής ακεραιότητας των επιμέρους πλευρών.
Το ερώτημα συνεπώς, που θα πρέπει να απαντηθεί είναι το εξής: ποιά μορφή συνεργασίας θα ήταν η ενδεδειγμένη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων ασφαλείας; Ο περιστασιακός (“ad hoc”) συντονισμός ΝΑΤΟ-Ινδίας και ΝΑΤΟ-Κίνας, ή, αντιθέτως, η συγκρότηση ενός πλαισίου τακτικού διαλόγου εντός του οποίου η κάθε πλευρά θα καθίσταται κοινωνός των απόψεων των εκπροσώπων της άλλης και θα εξοικειώνεται με τις αντιλήψεις και τις πολιτικές τους, γεγονός που θα συμβάλει στην κατάρριψη των υφισταμένων στερεοτύπων;
Κυρίες και κύριοι,
Εάν το ΝΑΤΟ επιθυμεί να διατηρήσει την αποτελεσματικότητά του στο διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ασφαλείας, θα πρέπει να ενισχύσει τους δεσμούς συνάφειάς του με άλλους σημαντικούς διεθνείς δρώντες όπως η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα. Θα ήταν στρατηγικό σφάλμα της Συμμαχίας να εκλάβει την παρουσία των χωρών αυτών στο διεθνές σύστημα υπό το πρίσμα του αντιπάλου ή της στρατιωτικής απειλής. Αναμφισβήτητα η εμπλοκή τους στην, από κοινού με το ΝΑΤΟ, διαμόρφωση του διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας, θα απαιτήσει χρόνο, επιμονή και επιμονή. Η δημιουργία ωστόσο, ενός διευρυμένου και ευέλικτου δικτύου συνεργασιών θα συντείνει στην ηθική και νομική νομιμοποίηση των δραστηριοτήτων του ΝΑΤΟ και θα συμβάλει στην αποτελεσματική πραγμάτωσή τους. Δεν θα είναι ένας βατός δρόμος. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να διανυθεί.
Το ΝΑΤΟ, όπως έχει επανειλημμένα διακηρύξει, δεν επιθυμεί να διαδραματίσει το ρόλο ενός «παγκόσμιου χωροφύλακα», ούτε επιδιώκει να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Εθνών στο πεδίο της διαφύλαξης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Αυτή δεν είναι και ούτε πρέπει να είναι η φιλοδοξία του. Η εμπειρία της Συμμαχίας ωστόσο, από τη διεξαγωγή επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων και η πληθώρα των μέσων που έχει στη διάθεσή της, δεν θα πρέπει να παραμένουν ανεκμετάλλευτες.
Ο 21ος αιώνας θα πρέπει να είναι ο αιώνας της ειρήνης, της ανάπτυξης και της συνεργασίας. Το ΝΑΤΟ και τα κράτη μέλη του οφείλουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, με σκοπό την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ευκαιριών για την οικοδόμηση ενός πιο ισχυρού, δίκαιου και αποτελεσματικού πολυμερούς συστήματος διεθνών σχέσεων. Η τρέχουσα διεθνής γεωπολιτική πραγματικότητα καθιστά απατηλή την προοπτική περιχαράκωσης εντός του στενού πλαισίου επιμέρους εθνικών εξωτερικών στόχων και προτεραιοτήτων στο πεδίο της άμυνας και ασφάλειας με σκοπό την προώθηση μεμονωμένων συμφερόντων. Αντιθέτως, επιβάλει την εμπέδωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και την εντατικοποίηση των δεσμών διαπλοκής μεταξύ όλων των σημαντικών διεθνών δρώντων έτσι ώστε να προκύπτουν οφέλη για όλες τις πλευρές από την εμπλοκή τους στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας.
Η παραβίαση του λεγομένου «κανόνα του Νώε» θα πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί: «η πρόβλεψη του Κατακλυσμού δεν είναι σημαντική. Η κατασκευή κιβωτών είναι». Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
16 Φεβρουαρίου, 2012