Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεώρησα απαραίτητο να ζητήσω τη σύγκληση σήμερα της Ολομέλειας, αξιοποιώντας σχετικό άρθρο του Κανονισμού, προκειμένου να ενημερώσω το Σώμα για την πορεία του Κυπριακού, σε συνέχεια και του τερματισμού των συνομιλιών στην Ελβετία τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής.
Είναι σαφές, άλλωστε, όπως είχα επανειλημμένως την ευκαιρία να επισημάνω στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες μου με τους Αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ότι η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού αποτελεί εθνικής σημασίας στόχο, για την επίτευξη του οποίου είναι εξαιρετικά σημαντικός ο διάλογος, η διαρκής ενημέρωση αλλά και η συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε η ελληνική Κυβέρνηση, η ελληνική αντιπροσωπεία κατά τη διάρκεια των συνομιλιών υποστήριξε σθεναρά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης τις πάγιες θέσεις της χώρας μας:
Πρώτον, ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεύτερον, ότι η Ελλάδα στηρίζει σταθερά τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας στις δικοινοτικές συνομιλίες, αλλά εμπλέκεται μόνο στη διαπραγμάτευση του Κεφαλαίου της Ασφάλειας.
Τρίτον, ότι στο πλαίσιο των συνομιλιών η Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας άλλωστε ο λαός θα κληθεί να πάρει και την όποια τελική απόφαση.
Στη βάση αυτών των πάγιων θέσεών μας αναδείξαμε με επιμονή και αποφασιστικότητα το γεγονός ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού συνεπάγεται πρώτα και κύρια άρση των συνεπειών της εισβολής και κατοχής μέρους της Κύπρου. Με δύο λόγια, συνεπάγεται κατάργηση των επεμβατικών δικαιωμάτων και των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να επισημάνω ιδιαίτερα την καθοριστική, ιστορικής σημασίας, θα έλεγα, προσπάθεια της διαπραγματευτικής ομάδας του Υπουργείου Εξωτερικών και προσωπικά του Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά, για την οποία σήμερα θα ήθελα και δημόσια να τον ευχαριστήσω. Γιατί η ελληνική πλευρά ανέδειξε με απόλυτη σαφήνεια σε όλα τα fora και τις διεθνείς μας επαφές το γεγονός, ότι κανένα κράτος στον εικοστό πρώτο αιώνα και ειδικά ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρείται κυρίαρχο και ανεξάρτητο εάν εις βάρος του υφίστανται εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα.
Γιατί η ελληνική πλευρά επίσης ανέδειξε με απόλυτη σαφήνεια το γεγονός ότι κανένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και σίγουρα όχι η Ελλάδα- δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί και να συνυπογράψει δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας στην επανενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή απέναντι σε μια χώρα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανέδειξε, επίσης, το γεγονός, επίσης, ότι μία επανενωμένη Κύπρος υπό το καθεστώς εγγυήσεων δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί με ανεξάρτητη φωνή σε κοινοτικό επίπεδο, με όλες τις συνέπειες που θα είχε αυτό για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το γεγονός ότι η διατήρηση των εγγυήσεων και η παρουσία των κατοχικών στρατευμάτων στην επανενωμένη Κύπρο θα υπονόμευαν καθημερινά οποιαδήποτε προσπάθεια για ειρήνη και συμφιλίωση στο νησί.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό -ίσως για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό- μπορέσαμε να πείσουμε τη διεθνή κοινότητα αυτές οι θέσεις να γίνουν και δικές της θέσεις και θεωρώ ότι είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι πείσαμε και για τις προθέσεις μας, για το ότι δηλαδή δεν βρεθήκαμε όλο αυτό το διάστημα στη διαπραγμάτευση και στις συνομιλίες προκειμένου να ροκανίσουμε τον χρόνο των διαπραγματεύσεων για να παίξουμε το γνωστό παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών για την αποτυχία, αλλά αγωνιστήκαμε ειλικρινά υπέρ μιας λύσης που θα μπορεί να ωφελήσει το σύνολο του κυπριακού λαού, εξασφαλίζοντας ότι τα λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν κι ότι η ασφάλεια της μιας Κοινότητας δεν θα οικοδομηθεί εις βάρος της ασφάλειας της άλλης.
Εδώ και έναν χρόνο περίπου καταθέσαμε σειρά προτάσεων, μεταξύ των οποίων είναι η σύναψη τριμερούς συμφώνου φιλίας και η δημιουργία μηχανισμού ελέγχου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αυτές είναι προτάσεις που μαζί με την αλλαγή στη δομή του κράτους, τα μέτρα αστυνόμευσης και τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ενίσχυαν την αίσθηση ασφάλειας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Στο πλαίσιο αυτό επανειλημμένως καλέσαμε και στην πρώτη φάση των συνομιλιών στην Ελβετία, τον περασμένο Γενάρη, αλλά και τώρα στη δεύτερη φάση την Τουρκία σε προπαρασκευαστικές διαβουλεύσεις. Δυστυχώς δεν βρήκαμε ανταπόκριση. Και το λέω αυτό με ιδιαίτερη λύπη διότι, όπως φάνηκε, αν είχαμε καταφέρει να σημειώσουμε εκ των προτέρων ουσιαστική πρόοδο στο κεφάλαιο αυτό, όπως αυτή η πρόοδος σημειώθηκε σε άλλα κεφάλαια, η προοπτική για λύση στην Ελβετία θα ήταν πολύ καλύτερη.
Αυτό όμως που διαφάνηκε, παρά κάποιες επιμέρους ελπιδοφόρες ενδείξεις, ήταν ότι η Τουρκία δεν είχε τελικά πρόθεση να δεσμευθεί σε μία λύση που θα επέτρεπε στην επανενωμένη Κύπρο να είναι πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη, δηλαδή σε μια λύση χωρίς επεμβατικά δικαιώματα τρίτων χωρών και βεβαίως με την έστω και σταδιακή, αποχώρηση όμως, του κατοχικού στρατού.
Δεν θα ήθελα να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για την έκβαση της διαπραγμάτευσης. Άλλωστε τον λόγο θα πάρει και ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος χθες ενημέρωσε αναλυτικά και τους εκπροσώπους των κομμάτων. Θεωρώ, όμως, ότι η επόμενη περίοδος είναι ιδιαίτερα σημαντική και γι’ αυτό επιτάσσει αποφασιστικότητα και ψυχραιμία σε μια σειρά από θέματα, ζητήματα, που συνδέονται με τη σημερινή μας συζήτηση.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να τα ιεραρχήσω συνοπτικά.
Πρώτον, η συνεργασία Ελλάδας - Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί τον κρίσιμο άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις συνομιλίες για το Κυπριακό, όπου ο συντονισμός ήταν εξαιρετικός και θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω γι’ αυτό τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τη διαπραγματευτική ομάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνεργασία Ελλάδας - Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ευρύτερες διαστάσεις. Αφορά γενικότερα -θα έλεγα- τη διεθνή διπλωματική μας συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Σύνοδο των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου, στις ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας τριμερείς συνεργασίες μας με χώρες της Μέσης Ανατολής και άλλες χώρες. Αφορά ασφαλώς και τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο κράτος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσει τα δικαιώματά της, αυτά που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Και σε αυτήν την επιλογή της είναι αυτονόητο ότι θα έχει τη στήριξη τόσο της Ελλάδας όσο όμως και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της διεθνούς κοινότητας συνολικά απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή.
Δεύτερον, ο τερματισμός των συνομιλιών στην Ελβετία θέλω να τονίσω ότι δεν αποτελεί το τέλος της προσπάθειάς μας. Η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κεντρικό διακύβευμα για μια χώρα που αποτελεί πυλώνα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό είμαστε πάντοτε ανοιχτοί στην επανέναρξη των συνομιλιών υπό τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στον βαθμό βεβαίως που θα εκφραστεί ενδιαφέρον από όλες τις πλευρές. Και θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στην ίδια κατεύθυνση: Προάσπιση των αρχών μας, σε συνδυασμό με μια διπλωματία, που δεν βασίζεται σε φοβίες και σε εμμονές του παρελθόντος αλλά σε εποικοδομητικές προτάσεις και στη δημιουργία διεθνών ερεισμάτων.
Και βέβαια θα αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι η κατάργηση των εγγυήσεων και η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων αποτελεί πια, χάρη και στις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, μέρος της ατζέντας της διεθνούς κοινότητας για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, όπως επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έναν άνθρωπο που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης διεθνώς. Μια πολιτική προσωπικότητα, θα έλεγα, υψηλού κύρους, που μπορεί να συνεχίσει και ελπίζουμε να συνεχίσει αυτή τη σημαντική προσπάθεια για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο κυπριακό πρόβλημα.
Τρίτο σημείο: η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού είναι και πρέπει να είναι όχι το κεντρικό πρόταγμα για την Ελλάδα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά το κεντρικό πρόταγμα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το μέλλον της. Και αυτό είχα την ευκαιρία να τονίσω στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, όχι μόνον γιατί αφορά την άρση της παράνομης κατοχής μέρους ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε μόνον διότι η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση του ζητήματος και ούτε μόνον επειδή χάρη στις συντονισμένες μας προσπάθειες έχει γίνει πια αποδεκτό από όλους ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέση στο τραπέζι των συνομιλιών. Αλλά κυρίως διότι συμβάλλοντας στην επίλυση του Κυπριακού η Ευρωπαϊκή Ένωση ανοίγει τον δρόμο ώστε να ενισχύσει και τον δικό της διεθνή και περιφερειακό ρόλο.
Τέταρτο σημείο: το μήνυμά μας προς την Τουρκία, το οποίο αναδείχθηκε και κατά τις συνομιλίες για το Κυπριακό, πρέπει να παραμείνει σταθερό, ιδιαίτερα σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Είμαστε αποφασιστικοί στην προάσπιση των αρχών και δικαιωμάτων μας έναντι οποιασδήποτε απειλής και παράνομης διεκδίκησης. Την ίδια στιγμή είμαστε και προσηλωμένοι στη διεκδίκηση των ζητημάτων που μας χωρίζουν και στην οικοδόμηση μιας σχέσης που θα βασίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου αλλά και στον αμοιβαίο σεβασμό.
Μένει, βεβαίως, να δούμε κατά πόσον και η Τουρκία θα αναγνωρίσει τη σημασία που έχει η δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού για την ίδια, για τις σχέσεις μας, για τις ευρωτουρκικές σχέσεις και την ευρωπαϊκή της προοπτική, αλλά βεβαίως και τη σημασία και για την ασφάλεια, τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα ήθελα κλείνοντας μετά από αυτό το πλαίσιο της ενημέρωσης, χωρίς ελπίζω να καταχραστώ κατά πολύ τον χρόνο που προβλέπει ο Κανονισμός, να χαιρετίσω την απόφαση της ελληνικής και της κυπριακής Βουλής από τον Γενάρη του 2016 για την από κοινού πρόσβαση σε όλα τα ντοκουμέντα, τα οποία ήρθαν στη γνώση και την κατοχή της ελληνικής Βουλής από το 1986 μέχρι το 1988 κατά τη διάρκεια της Εξεταστικής, τότε, Επιτροπής για τον «Φάκελο της Κύπρου».
Μια περίοδος, κατά την οποία καταθέσεις των μαρτύρων εκείνων όλων όσων είχαν σχέση με την κυπριακή τραγωδία είναι ένα πλούσιο και χρήσιμο υλικό με ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Είκοσι εννέα χρόνια μετά την Εξεταστική Επιτροπή και σαράντα τρία χρόνια μετά την εισβολή η ελληνική Βουλή θα δώσει πλήρη σειρά αυτών των ντοκουμέντων στην κυπριακή Βουλή, έτσι ώστε να ανοίξει, όπως δικαιούται άλλωστε, ένα θέμα που αφορά κυρίως τον κυπριακό λαό και για το οποίο ο κυπριακός λαός δικαιούται να έχει γνώση και να ανοίξει, βεβαίως, για επιστημονικούς και ιστορικούς λόγους αυτή η περίοδος προς εξέταση.
Θα ήθελα να επισημάνω, όπως άλλωστε θα γνωρίζετε, ότι αυτή η απόφαση των δύο εθνικών αντιπροσωπειών έχει ληφθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Συνεπώς, ουδόλως σχετίζεται με την πορεία των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι ανεξαρτήτως από τις συνομιλίες και την έκβασή τους αποτελεί ένα ανεκπλήρωτο εδώ και δεκαετίες χρέος της ελληνικής πολιτείας απέναντι στον κυπριακό λαό. Είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής και μια ιστορική δικαίωση προς όλους όσοι αγωνίστηκαν, αντιστάθηκαν και θυσιάστηκαν προς το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στην εισβολή και κατοχή μέρους της Κύπρου από τις επιχειρήσεις του Αττίλα.
Με αυτό το πνεύμα, λοιπόν, θέλω να πιστεύω ότι το σύνολο των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων θα στηρίξουν αυτή την ιστορική πράξη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, όπως άλλωστε ενέκριναν πριν από λίγο καιρό και τα πρωτόκολλα συνεργασίας ανάμεσα στις δύο εθνικές αντιπροσωπείες με τα οποία η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε.
Σας ευχαριστώ.
11 Ιουλίου, 2017