Ομιλία του ΥΠΕΞ κ. Δ. Δρούτσα, στην Γερμανική Εταιρία Εξωτερικής Πολιτικής (Deutsche Gesellschaft für Auswärtige Politik)

Αξιότιμε κ. von  Maltzahn,

Αξιότιμε κ. Κinkel,

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι,

είναι πραγματικά τιμή για μένα, να μιλάω σήμερα στην Deutsche Gesellschaft  für Auswärtige Politik. Όπως ελέχθη, θα μου επιτρέψτε να απευθυνθώ σε σας με μια ελαφριά ή ίσως και βαριά βιενέζικη προφορά. Ελπίζω να γίνω κατανοητός. Εκτός τούτου, δεν κομίζω δυστυχώς κάποια δώρα, σίγουρα όχι σαν αυτά που παρέλαβε πρόσφατα η Καγκελάριος.

Ήλπιζα ότι θα μπορούσα να φέρω μαζί μου λίγο ήλιο από τη Ελλάδα, μια και εμείς έχουμε εκεί συνήθως λιακάδα,  αλλά δυστυχώς και αυτό δεν τα κατάφερα. Ελπίζω όμως να μπορέσω σήμερα να δώσω μερικές καλές απαντήσεις στις ερωτήσεις σας. Για το λόγο αυτό, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος στις παρατηρήσεις μου, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να απαντήσω σε όσο το δυνατόν περισσότερες ερωτήσεις.

Γνωρίζω ότι η Ελλάδα βρέθηκε τους τελευταίους μήνες πολλές φορές στα πρωτοσέλιδα των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Οι περισσότερες αναφορές ήταν, δυστυχώς, αρνητικές. Αλλά και εδώ στη Γερμανία, τα μέσα ενημέρωσης ήταν πολλές φορές υπερβολικά στις αναφορές τους στη χώρα μας. Συνεπώς, αποτελεί για μένα μια ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη ευκαιρία να σας μιλήσω για την Ελλάδα και για τις τελευταίες εξελίξεις στη χώρα,  αλλά, πολύ περισσότερο, να απαντήσω στις ερωτήσεις σας. 

Όπως είπα, τους τελευταίους μήνες, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση όσον αφορά την οικονομία. Και αυτό έχει ως συνέπεια ότι ακόμη και εγώ ως Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας να είμαι αναγκασμένος να μιλώ λιγότερο για τα πραγματικά ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ή να ερωτούμαι για αυτά, αλλά πολύ περισσότερο για  την χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση στη χώρα μου, παρά το ότι δεν είμαι ειδικός σε θέματα οικονομίας - γι 'αυτό και ζητώ την επιείκειά σας, αν απαντώντας στις ερωτήσεις σας δεν μπορέσω ενδεχομένως να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες.

Όμως ακόμα κι αν δεν είμαι ειδικός στην οικονομία, τον τελευταίο καιρό έχω εξοικειωθεί πολύ καλά, όπως και σχεδόν κάθε Έλληνας πολίτης, ανεξαρτήτως ηλικίας, με την οικονομική ορολογία, π.χ. με όρους όπως «Spreads» και άλλους παρόμοιους. Η οικονομική κρίση έχει και τα θετικά της σημεία.

Η πιο συνηθισμένη ερώτηση με την οποία  έρχομαι αντιμέτωπος είναι: «Πως επηρεάζει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, την άσκηση μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής. " Και ειδικά μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία έχει να αντιμετωπίσει ανοικτά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Θα έλεγα ότι η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να ασκήσει ενεργό εξωτερική πολιτική. Αυτή είναι ίσως η μεγάλη πρόκληση και η γοητεία του έργου αυτού. Η Ελλάδα βρίσκεται όμως σε μια δύσκολη γειτονιά, με μια δύσκολη ιστορία. Συνεχίζουν, αν θέλετε, να υπάρχουν ακόμα ανοικτά ζητήματα στην άμεση γειτονιά μας, η οποία είναι επιβαρυμένη με μια δύσκολη ιστορία.  Ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερα δύσκολος ο δημόσιος διάλογος επί αυτών των θεμάτων.

Και επιτρέψτε μου επίσης να πω ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που βρίσκεται σχεδόν σε καθημερινή βάση αντιμέτωπη με την πρόκληση να υπερασπιστεί τη δική της κυριαρχία, μερικές φορές ακόμη και την εδαφική της ακεραιότητα. Ως εκ τούτου, τα αποκαλούμενα "Evergreens", αν μπορώ να το πω έτσι , της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ασφαλώς οι σχέσεις με την Τουρκία, το Κυπριακό και οι εξελίξεις στα Βαλκάνια, καθώς επίσης και το θέμα της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Δεν θα περιοριστώ να θίξω μόνο αυτά τα θέματα, αλλά θα προσπαθήσω να δείξω ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν περιορίζεται σε αυτούς τους τομείς, αλλά ότι η Ελλάδα έχει πραγματικά να προσφέρει πολλά στη διεθνή κοινότητα, ότι η Ελλάδα έχει "προστιθέμενη αξία" στη διεθνή κοινότητα.

Η δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση, η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα σίγουρα δεν καθιστά ευκολότερη την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, αλλά είναι επίσης μια ευκαιρία και μια αναγκαιότητα για τη χώρα μας να δημιουργήσουμε περισσότερες δυνατότητες, και αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω μιας πολύπλευρης και εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής. Και αυτό είναι αυτό που προσπαθεί να κάνει η Ελλάδα.

Ως εκ τούτου: Για την εξωτερική πολιτική μας βλέπουμε την κρίση, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της χώρας μας, όχι μόνο ως πρόκληση, ως μια κρίση, αλλά και ως μια πραγματική ευκαιρία για αλλαγή και ανανέωση. Αυτό είναι εκείνο στο οποίο εστιάζουμε την προσοχή μας όταν στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε αυτήν την πρόκληση της κρίσης. Εμείς απλά θέλουμε να δούμε την κρίση ως μια ευκαιρία για τις απαραίτητες αλλαγές για την ανανέωση της Ελλάδας.

Γνωρίζω ότι ο πολιτικός κόσμος και η κοινή γνώμη εδώ στη Γερμανία παρακολούθησαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις διάφορες φάσεις της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Θα ήθελα να τονίσω ότι με τη γερμανική κυβέρνηση και προσωπικά μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και της Γερμανίδας Καγκελάριου Άνγκελας Μέρκελ, υπήρξε από την αρχή, στενή συνεργασία, ώστε να αποφύγει η Ελλάδα και κατά συνέπεια και η Ευρωζώνη και το Ευρώ «τα χειρότερα».

Και πραγματικά, η κατάσταση που αντιμετωπίσαμε πριν από ένα χρόνο, ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη. Αυτό κατέστησε αναγκαίες άμεσες παρεμβάσεις για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών μας και κυρίως για τη μείωση του ελλείμματος. Η κυβέρνησή μας έπρεπε να λάβει άμεσα μέτρα τα οποία χωρίς αμφιβολία ήταν δύσκολα, έπληξαν όλους τους συμπολίτες μας και ήταν ιδιαίτερα επώδυνα για  ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να πω ότι αυτό δεν ήταν βεβαίως χωρίς πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση. Ωστόσο, ήταν μια πράξη ευθύνης, μια ανάγκη η οποία, δεδομένης της κατάστασης, κατέστη αναπόφευκτη.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να προσθέσω κάτι:

Οι Έλληνες πολίτες έχουν υποβληθεί σήμερα σε μεγάλες πραγματικά θυσίες. Η κυβέρνησή μας - είναι πάρα πολύ σημαντικό να το τονίσω αυτό - θα κάνει τα πάντα ώστε οι θυσίες αυτές να μην παραμείνουν χωρίς αποτελέσματα. Θέλουμε να δημιουργήσουμε και πάλι τις προϋποθέσεις για την αξιοπιστία της χώρας μας και της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.

Ως εκ τούτου, εστιάζουμε στην εισαγωγή μεγάλων και αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών για τη χώρα μας και μάλιστα σε μια νέα, τολμώ να πω, για την νεώτερη ελληνική ιστορία, κλίμακα η οποία δεν έχει προηγούμενο. Αναφέρομαι  εδώ

• στη φορολογική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα

• σε μια σημαντική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος: μέσα σε λίγους μήνες, η  σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει  κάτι που κανείς δεν είχε τολμήσει να αγγίξει τα τελευταία τριάντα χρόνια, και κάθε κυβέρνηση γνωρίζει πόσο ευαίσθητο είναι ακριβώς το θέμα της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος,

• Άνοιγμα των αποκαλούμενων «κλειστών» επαγγελμάτων

• Μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας στην Ελλάδα

Και κάτι που  για μένα προσωπικά έχει ιδιαίτερη σημασία:

• Διαφάνεια και Aξιοκρατία. Τέλος με την «οικονομία των φίλων [των «κολλητών»]», για να χρησιμοποιήσω μια γνήσια βιεννέζικη έκφραση.

Και οι χθεσινές περιφερειακές και δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα, στις  οποίες αναφερθήκατε, είναι, νομίζω, ένα εξαιρετικό παράδειγμα ακριβώς για αυτές τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Όπως είπα: Εκτός από τα άμεσα μέτρα, υπήρξαν βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.

Στο πολιτικό μήνυμα των εκλογών αυτών, ας μου επιτραπεί να επανέλθω ίσως λίγο αργότερα.

Είναι ίσως λιγότερο γνωστό ότι στην Ελλάδα, είχαμε μέχρι τώρα πέντε επίπεδα της διοίκησης, από την κεντρική κυβέρνηση μέχρι την περιφερειακή / τοπική αυτοδιοίκηση και αυτά τα ίδια πέντε επίπεδα διαχείρισης, τα έχουμε μειώσει σε τρία επίπεδα. Οι μέχρι τώρα 50 νομαρχίες αντικαταστάθηκαν από 13 περιφέρειες, οι μέχρι τώρα πάνω από 1.000 δήμοι και  κοινότητες μειώνονται σε περίπου 300.  Αυτό σημαίνει, φυσικά, την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος διαχείρισης και -  δεν κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου -  φυσικά, μείωση της διαφθοράς, μιας τεράστιας γραφειοκρατίας, η οποία  αποτελεί σχεδόν φυσική συνέπεια με μια τόσο διευρυμένη δημόσια διοίκηση.

Οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές θα διεξάγονται κάθε πέντε χρόνια τώρα, και αυτό ταυτόχρονα με τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου να μειωθεί το κόστος που συνδέεται με την εκλογική διαδικασία.

Ακριβώς αυτός ο στόχος της μείωσης του κόστους, θα ήθελα να το τονίσω, είναι το βασικό γνώρισμα όλων των μεγάλων παρεμβάσεών μας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, ειδικά στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης,  στο σύστημα της νέας κοινωνικής ασφάλισης και των συντάξεων, στον τομέα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων, στις δημόσιες επιχειρήσεις, και στον τομέα της δημόσιας διοίκησης στο σύνολό της.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η κύρια προτεραιότητα της εξωτερικής μας πολιτικής είναι από τη φύση της να δημιουργήσει περισσότερες ευκαιρίες για τη χώρα μας, με άλλα λόγια, να αναζητήσουμε νέους τρόπους συνεργασίας και να ενισχύσουμε τις παραδοσιακές σχέσεις φιλίας μας. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα θα ανοίξει τους ορίζοντές της στην άμεση περιοχή, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Και πρέπει να πω ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό με μεγάλη αυτοπεποίθηση, γιατί η Ελλάδα είναι και θα είναι πάντα ένας αξιόπιστος εταίρος για όλους, και γιατί η Ελλάδα εφαρμόζει μια συνεπή εξωτερική πολιτική που βασίζεται σε σαφείς αρχές και βασισμένη στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας. Λέξεις όπως «οι σχέσεις καλής γειτονίας», λέξεις όπως «αλληλεγγύη» έχουν για την Ελλάδα και την ελληνική εξωτερική πολιτική υψηλή αξία και μεγάλη σημασία.

Κυρίες και κύριοι,

επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη γωνιά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μια περιοχή στην οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να έχει ένα ανοικτό πρόβλημα - αναφέρομαι στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Είναι μια ιδιαίτερη γωνιά της ηπείρου, διότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου, η οποία αποτελούσε από την αρχαιότητα τη γέφυρα επικοινωνίας τόσο στον εμπορικό, όσο και στον πνευματικό χώρο με τον κόσμο της Ανατολής. Τέλος, μιλώ για μια ιδιαίτερη γωνιά της ηπείρου μας, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται στις παρυφές μιας περιοχής ζωτικής σημασίας, στην οποία υπάρχουν όλες οι μεγάλες οδοί ενεργειακού εφοδιασμού, ιδιαίτερα όσον αφορά τον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ : τη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο. Με αυτές τις περιοχές η Ελλάδα δεν συνδέεται μόνο γεωγραφικά. Η ελληνική παρουσία εδώ έχει βαθιές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες, είναι παντού παρούσα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Και αυτό είναι, νομίζω, μία από τις μεγαλύτερες προστιθέμενες αξίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αν μου επιτρέπεται να ξεκινήσω με αυτή την περιοχή, έχει ακολουθηθεί ήδη από την περίοδο των μεγάλων πολιτικών αλλαγών, οι οποίες έχουν μεταβάλει ριζικά την γεωπολιτική σκηνή της περιοχής, μια πολύ υπεύθυνη πολιτική, μια πολιτική που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας και, από την άλλη πλευρά, στην δημιουργία μίας ενιαίας περιοχής, στην οποία οι λαοί, όλοι οι λαοί αυτής της περιοχής, θα μπορέσουν να  απολαμβάνουν την ελευθερία, την δικαιοσύνη και την ευημερία. Με άλλα λόγια, μια ευρωπαϊκή περιφέρεια, από την οποία κανείς δεν θα αποκλείεται.

Μια σημαντική ημερομηνία για την πολιτική αυτή, την οποία η Ελλάδα έχει ασκήσει στην περιοχή, είναι η «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης», που εγκρίθηκε κατά την τελευταία ελληνική Προεδρία της ΕΕ το 2003 και απετέλεσε επίσης την πολιτική βάση για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι τα δύο νέα κράτη μέλη της ΕΕ, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, και η θεσμική διασύνδεση των άλλων χωρών των Δυτικών Βαλκανίων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατά συνέπεια, η έναρξη επίσης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στις χώρες αυτές. Πρέπει να τονίσω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει αυτή την περιοχή για πολύ ακόμα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η περιοχή, και νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι είναι σημαντική για την ασφάλεια της ΕΕ, είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς και είναι απαραίτητη για την επίτευξη της πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης.

Για το λόγο αυτό μου επιτρέπετε ίσως να προσθέσω ότι οι πρόσφατες εξελίξεις και οι αποφάσεις της ΕΕ αναφορικά με την Σερβία είναι θετικές και πολύ ευπρόσδεκτες, δηλαδή να δοθεί μια πραγματική προοπτική ένταξης της Σερβίας στην ΕΕ.

Η Ευρώπη έχει στα Βαλκάνια, μπορεί να υποστηρίξει κανείς, ακόμα ένα ιστορικό χρέος. Για το λόγο αυτό η Ελλάδα έχει επίσης θέσει μια νέα πρωτοβουλία, την επονομαζόμενη –και ήδη γνωστή- «Ατζέντα 2014». Πρόκειται για μια συμβολική ημερομηνία,  την οποία έχουμε επιλέξει, το 2014, στην οποία λέμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει ίσως έως τότε, αν δεν έχει ολοκληρωθεί, να έχει αρχίσει, και μάλιστα με ιδιαίτερα γρήγορα βήματα.

Πρόκειται για μια συμβολική ημερομηνία, το 2014, μιλάμε για εκατό χρόνια μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο Σαράγεβο, και πιστεύω ότι στις μέρες μας, όταν εμείς μιλάμε  για «διευρυνσιακή κόπωση»,  όπως λέμε στην ειδική ορολογία της ΕΕ, ότι ο συμβολισμός εδώ είναι πολύ, πολύ σημαντικός. Νομίζω ότι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ρίζα όλων των υπόλοιπων ανοικτών διενέξεων στην περιοχή βρίσκεται σε αυτή την ιστορική αφορμή πριν από εκατό χρόνια στο Σαράγιεβο, και να υπενθυμίσουμε σε όλους, ιδιαίτερα στην κοινή γνώμη στα κράτη-μέλη της ΕΕ, ότι η ΕΕ είναι στην πραγματικότητα μία κοινότητα ειρήνης και ότι εδώ υπάρχει μια πραγματική ευκαιρία για την Ευρώπη να εξασφαλίσει στην περιοχή των Βαλκανίων πραγματική ειρήνη και τη σταθερότητα.

Προσωπικά, είμαι πεπεισμένος ότι μόνο μέσω της ευρωπαϊκής οδού, δηλαδή της ένταξης στην ΕΕ όλων αυτών των χωρών, μπορούν να αντιμετωπιστούν τα ακόμη ανοιχτά θέματα στα Βαλκάνια. Τέτοια, δυστυχώς, στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων υπάρχουν αρκετά. Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω εδώ το Κοσσυφοπέδιο, όπου ενδεχομένως η γρηγορότερη, πιο ενεργή συμμετοχή της ΕΕ θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα και να αποτρέψει την παρούσα δύσκολη θέση εκκίνησης.

Αναφέρομαι επίσης στο σημαντικό ζήτημα για τη χώρα μου, το ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Είμαι φυσικά διατεθειμένος να εμβαθύνω στο ζήτημα αυτό κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, δεν θα σας επιβαρύνω τώρα με αυτό. Θα ήθελα να τονίσω μόνο σε αυτό το πλαίσιο ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να δεχθεί μία αναγκαία συμβιβαστική λύση με τους γείτονές μας, τα Σκόπια, και μια λύση στο ζήτημα αυτό μπορεί είναι μόνο μια συμβιβαστική λύση. Και για τις δύο πλευρές.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι αξιόπιστη και διαθέτει ισχυρή φωνή στον κόσμο, όσο ανέχεται μία «μαύρη τρύπα» στην αυλή της.

Και στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, η ελληνική εξωτερική πολιτική κάνει πιο αισθητή την παρουσία της και πάλι, με στόχο να συμβάλει στην ειρήνη και την ασφάλεια, αλλά και στη δημιουργία νέων τομέων συνεργασίας. Ένα τελευταίο παράδειγμα, το οποίο θα αναφέρω σε αυτό το πλαίσιο είναι ένα νέο φόρουμ, το οποίο δημιουργήθηκε για την καταπολέμηση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Μεσογείου, η λεγόμενη “Mediterranean Climate Initiative”,  μια κοινή πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου και του Τούρκου ομολόγου του Ερντογάν, σε μια προσπάθεια να αναζητηθούν τα θέματα εκείνα που μας ενώνουν περισσότερο, παρά οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ μας. Η συμμετοχή πολλών πολιτικών ηγετών από όλη την περιοχή σε αυτό το φόρουμ έχει, νομίζω, δείξει ξεκάθαρα, πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα σε περιφερειακό επίπεδο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο.

Κύριο θέμα στην περιοχή είναι φυσικά η ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, σε όλες τις διαστάσεις του, αλλά και οι εξελίξεις εντός και γύρω από την Τουρκία, και η σχέση της Ευρώπης με αυτήν την πολύπλευρη, αν θέλετε, Τουρκία.

Σχετικά με τη διαδικασία ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή, με λίγα λόγια: μόλις τις τελευταίες ημέρες μπόρεσα να επισκεφθώ την περιοχή και να έχω συνομιλίες με το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της περιοχής. Το σαφές μήνυμά μου ήταν ότι ο διάλογος και η διαδικασία πρέπει να παραμείνει ζωντανά. Μια λύση μπορεί να προέλθει μόνο από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους. Ελλάδα και ΕΕ είναι φυσικά πρόθυμες να συμβάλλουν σε αυτό.

Δεν μπορώ, δυστυχώς, να ισχυριστώ ότι έχω επιστρέψει με μεγάλη αισιοδοξία από την επίσκεψη αυτή, η κατάσταση φαίνεται σχετικά συγκεχυμένη. Αλλά είναι, νομίζω, πολύ, πάρα πολύ φανερό για όλους μας ότι το ζήτημα της Μέσης Ανατολής  είναι μεγάλης σημασίας για τις εξελίξεις στην περιοχή. Υπάρχει κίνδυνος αυτή η σύγκρουση να  μετατραπεί σε μια θρησκευτική σύγκρουση, με όλες τις πιθανές συνέπειες ακόμα και για την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, είναι πολύ σημαντικό ότι η ΕΕ έλαβε την απόφαση να αυξήσει την αναπτυξιακή βοήθεια στην περιοχή, ιδίως για τη νεότερη γενιά, η οποία καλείται να βγει από το σημερινό αδιέξοδο, δεδομένου οτι αυτό το αδιέξοδο μόνο σε νέο εξτρεμισμό μπορεί να οδηγήσει και μόνο νέος εξτρεμισμός μπορεί να προκύψει από αυτό. Δεν αρκεί όμως να λάβει κανείς τη σημαντική αυτή απόφαση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να επενδύσει περισσότερο πολιτικά στην λύση του Μεσανατολικού. Και στο σημείο αυτό προσφέρεται η Ελλάδα να βοηθήσει. Μπορώ να υποστηρίξω ότι η Ελλάδα είναι εκείνο το κράτος-μέλος της ΕΕ το οποίο αντιλαμβάνεται καλύτερα την περιοχή, είναι πιο κοντά προς αυτή την περιοχή. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που παραδοσιακά διατηρεί  δεσμούς με το σύνολο του  αραβικού κόσμου και έχει επίσης πρόσφατα ενισχύσει  τις  σχέσεις της με το Ισραήλ.

Για μας αυτό δεν είναι μια αντίφαση, είναι πραγματικότητα, την οποία η  Ελλάδα και η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορούν να αξιοποιήσουν για να διαδραματίσουν ρόλο για την αντιμετώπιση του Μεσανατολικού.

Η Ελλάδα προσπαθεί να συνάψει μια πραγματική εταιρική σχέση με την Τουρκία. Υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών και θα μου επιτρέψετε να πω ότι η Τουρκία συνεχίζει να πραγματοποιεί επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδας: έχουμε καθημερινά παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Σήμερα για παράδειγμα πραγματοποιήθηκαν και πάλι υπερπτήσεις πάνω από ένα ελληνικό νησί, το Αγαθονήσι. Αυτό δεν ευνοεί φυσικά ούτε τις σχέσεις καλής γειτονίας, ούτε το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης, το οποίο πρέπει να καλλιεργηθεί ιδιαίτερα στην κοινή γνώμη των δύο χωρών. Η Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει ωστόσο το δρόμο της συνεργασίας. Επενδύουμε πολλή κόπο σε αυτή τη συνεργασία. Θέλουμε να συνάψουμε μια πραγματική εταιρική σχέση με την Τουρκία, όπως ήδη προανέφερα. Η Ελλάδα είναι ανοιχτή και πρόθυμη να αναζητήσει λύσεις.  Ωστόσο, πρέπει να οριστεί σαφώς το πλαίσιο αυτών των προσπαθειών, το οποίο σημαίνει σεβασμός των αρχών του διεθνούς δικαίου, της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων  της χώρας μας. Εντός αυτού του πλαισίου είμαστε αναμφίβολα διατεθειμένοι να αναζητήσουμε λύσεις από κοινού με την Τουρκία.

Το κυπριακό ζήτημα αποτελεί φυσικά τροχοπέδη στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Δεν μπορώ να μην υπενθυμίσω και να μην τονίσω ότι το κυπριακό ζήτημα είναι αποτέλεσμα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής. Ωστόσο δεν εγκαταλείπουμε την ελπίδα και τις προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης. Θα θέλαμε να συμβάλουμε στο να πέσει επιτέλους το τελευταίο τείχος της Ευρώπης και σε αυτό το ζήτημα είναι ιδιαιτέρως σημαντικός ο ρόλος της Τουρκίας. Η προσέγγισή μας για την εξεύρεση λύσης για το κυπριακό είναι η εξής: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να συνομιλήσουν ελεύθερα και χωρίς εξαναγκασμούς για το κοινό τους μέλλον, ένα κοινό μέλλον το οποίο δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς ο σεβασμός του αποκαλούμενου κοινοτικού κεκτημένου είναι το πραγματικό κλειδί της επιτυχίας για την εξεύρεση λύσης.

Αυτό με οδηγεί σε ένα τελευταίο σημείο στο οποίο θα αναφερθώ σε σχέση με την Τουρκία, δηλ. τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μου επιτρέψετε να ξεκαθαρίσω, πριν από οτιδήποτε άλλο, ότι η Ελλάδα υποστηρίζει την πλήρη ένταξη τη Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορώ μάλιστα να ισχυριστώ ότι η Ελλάδα κατά το παρελθόν αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τον κινητήριο μοχλό των εξελίξεων στις σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι γεγονός όμως ότι όταν γίνεται λόγος για πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναμένουμε την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και φυσικά των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει  Τουρκία ως υποψήφιο μέλος της ΕΕ. Αυτό αποτελεί φυσικά προϋπόθεση. Η Τουρκία βρίσκεται σε μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων, είναι όμως σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στην Τουρκία, - και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναγκαίες  πολλές ακόμα μεταρρυθμίσεις-  δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί αν δεν υπήρχε αυτή η σχέση Τουρκίας-ΕΕ, αν δεν υπήρχε η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.

Υπάρχει τον τελευταίο καιρό μια έντονη συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση, τον προσανατολισμό που ακολουθεί η Τουρκία αυτή την περίοδο. Ποιο είναι το μέλλον της Τουρκίας; Θα αποφασίσει να ακολουθήσει έναν ευρωπαϊκό δρόμο ή θα προτιμήσει να παίξει ρόλο στην γειτονική της περιοχή ;

Νομίζω ότι ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε και να απαντήσουμε, είναι το εξής: ποια είναι τελικά η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην Τουρκία και ποιο είναι το μήνυμα που θα πρέπει να σταλεί στην Τουρκία; Η άποψή μου και η άποψη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ότι το σαφές μήνυμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Τουρκία πρέπει να είναι το εξής: η Τουρκία είναι ευπρόσδεκτη ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες αλλαγές στη χώρα. Και σίγουρα είναι γεγονός ότι είναι απαραίτητες πολλές αλλαγές ακόμα. Ωστόσο είναι απαραίτητο, κατά τη γνώμη μας, ένα σαφές μήνυμα από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να μπορούμε να συνομιλήσουμε εκ νέου ανοιχτά με την Τουρκία για ένα κοινό μέλλον.

Λίγα λόγια τώρα για το θέμα της Μαύρης Θάλασσας και τον Καύκασο με αφορμή το γεγονός ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει από τον Ιούνιο την προεδρία του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία της Μαύρης Θάλασσας. Το λογότυπο της ελληνικής προεδρίας στον οργανισμό αυτό είναι το ακόλουθο: «Η Μαύρη Θάλασσα γίνεται πράσινη». Τι θέλουμε να πούμε με αυτό; Προσπαθούμε να δώσουμε στον όρο της περιφερειακής συνεργασίας νέο προσανατολισμό, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην αποκαλούμενη πράσινη τεχνολογία και στην ορθολογική διαχείριση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο θέλουμε να υποστηρίξουμε τις περιφερειακές στρατηγικές και συγχρόνως να δημιουργήσουμε νέες δυνατότητες ανάπτυξης για την οικονομία της περιοχής.

Πάνω από όλα μας ενδιαφέρει η σταθερότητα στον Καύκασο. Αυτή ήταν μια από τις βασικές προτεραιότητες της ελληνικής προεδρίας στον ΟΑΣΕ τον περασμένο χρόνο και νομίζω ότι είναι ιδιαιτέρως σημαντική και για την Ευρώπη, μαζί με την κρίση στη Γεωργία, τη συνέχιση των διενέξεων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τα κλειστά σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας., αλλά και η  Υπερδνειστερία. Γνωρίζω ότι η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για την επίλυση του ζητήματος της Υπερδνειστερίας.  Όλα αυτά είναι προβλήματα που απαιτούν άμεση επίλυση, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα και της ευαισθησία της περιοχής.  Υπενθυμίζω ότι αυτή είναι μια περιοχή την οποία γνωρίζει πολύ καλά η Ελλάδα.

Αναφερόμενος σε αυτά τα παραδείγματα επεδίωξα να δείξω ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική προσπαθεί να συμπληρώσει τις προσπάθειες για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας,  συνεισφέροντας στην διεθνή αξιοπιστία της χώρας. Δεδομένης της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, δεν μπορούμε να ασκούμε εσωστρεφή εξωτερική πολιτική, αλλά πρέπει να κάνουμε βήματα προς τα μπρος στην περιοχή μας αλλά και παγκοσμίως.

Φυσικά και τίθεται το ερώτημα «τι κάνουμε εμείς ως Ευρωπαϊκή Ένωση;». Θα πρέπει σαν ενωμένη ομάδα να αντιμετωπίσουμε μια πρόκληση, η οποία νομίζω ότι είναι πολύ πιο περίπλοκη και επίσης μεγαλύτερων διαστάσεων από την περίπτωση της Ελλάδας. Πριν από δύο εβδομάδες λάβαμε στις Βρυξέλλες μια σημαντική απόφαση. Αποφασίσαμε να συγκροτήσουμε έναν μόνιμο μηχανισμό στήριξης, ο οποίος θα υποστηρίζει τις οικονομίες των κρατών σε περίπτωση κρίσης.

Για το λόγο αυτό αποφασίσαμε την περιορισμένη αναθεώρηση της συνθήκης της Λισαβόνας, μιας συνθήκης, στην οποία καταφέραμε να φτάσουμε μόνο μετά από μακροχρόνιες και δύσκολες διαπραγματεύσεις με μεγάλους συμβιβασμούς, καθώς και μεγάλες δυσκολίες κατά την επικύρωση. Αυτοί οι συμβιβασμοί ήταν ωστόσο απαραίτητοι, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο ολοκλήρωσης της ΕΕ. Λόγω της μεγάλης διεύρυνσης της ΕΕ με εννιά νέα κράτη-μέλη έπρεπε να διαμορφώσουμε κατά τέτοιο τρόπο τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να παραμείνουν αποτελεσματικοί αλλά συγχρόνως να διατηρήσουν τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση. Όλα αυτά για τη δημιουργία μιας ισχυρής Ευρώπης με αισθητή παρουσία και ρόλο στη διεθνή σκηνή. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης διαδικασίας θεσμικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, η Ελλάδα επεδίωκε πάντα το όραμα μιας πολιτικής συμφωνίας, καθώς για την Ελλάδα η ΕΕ είναι κατά βάση μια πολιτική ένωση, μια ένωση που βασίζεται φυσικά σε κοινά συμφέροντα αλλά συγχρόνως είναι συνυφασμένη με την πολιτική αλληλεγγύη και στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό. Αυτή ακριβώς είναι για μας η πεμπτουσία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: μια Ένωση οικονομικά ισχυρή με πολιτική συνοχή. Αυτή είναι η Ένωση που θα μπορέσει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στα παγκόσμια ζητήματα.

Η Ελλάδα και η Γερμανία έχουν κάνει μαζί τα σημαντικότερα βήματα στη μακρόχρονη ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Η συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και εργαζόμαστε για την περαιτέρω εμβάθυνση αυτής της καλής συνεργασίας.

Γνωρίζω ότι η εικόνα της Ελλάδας και των Ελλήνων σήμερα έχει καταπονηθεί μεταξύ άλλων και από τα ΜΜΕ. Θα ήθελα όμως να σας διαβεβαιώσω ότι αυτή η εικόνα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι Έλληνες είναι, επιτρέψτε μου να το διατυπώσω έτσι, πολύ εργατικοί, είναι πολίτες που δουλεύουν πολύ σκληρά. Και η Ελλάδα, επιτρέψτε μου να το τονίσω, δεν είναι στην πραγματικότητα φτωχή χώρα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια δεν διοικήθηκε σωστά και στην οποία κυριαρχούσαν η σπάταλη και μη παραγωγική κρατική διοίκηση. Ακριβώς αυτή την κατάσταση, αυτό τον φαύλο κύκλο, αν θέλετε, θέλει και τελικά θα τα καταφέρει, να ανατρέψει η κυβέρνησή μας στην Ελλάδα.

Αυτό πιστεύω ότι είναι και το μήνυμα του χθεσινού εκλογικού αποτελέσματος, αν επανέλθω για λίγο στις χθεσινές αυτοδιοικητικές εκλογές στην Ελλάδα:

Νομίζω ότι το μήνυμα των χθεσινών αποτελεσμάτων είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σωστό δρόμο, ότι ο Έλληνας πολίτης έχει κάνει μεγάλες θυσίες για τη χώρα του. Η Ελλάδα είναι μεν στο σωστό δρόμο, βρίσκεται όμως στο μέσο της διαδρομής. Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας, πολλή και σοβαρή δουλειά. Η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, η ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, έχουν επικεντρώσει τις δυνάμεις τους  ακριβώς σε αυτό το σκοπό: να αναζωογονήσουν την αξιοπιστία της Ελλάδας, να συνεχίσουν να εργάζονται με αποφασιστικότητα για να δημιουργήσουν αυτό που ονομάζουμε «νέα Ελλάδα».

Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας.

10 Νοεμβρίου, 2010