Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι σε αυτή την αίθουσα και να συμμετέχω στη σημερινή συζήτηση μαζί σας.
Η
εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έχει να αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες
προκλήσεις. Η εικόνα της χώρας μας έχει πληγεί. Η ευρωπαϊκή οικονομία
δίνει αγώνα για να ανταπεξέλθει στη μεγαλύτερη απειλή στην ιστορία του
ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η πορεία της ευρωπαϊκής προσπάθειας επηρεάζει
άμεσα το δικό μας αγώνα για τη σωτηρία της χώρας.
Στον περίγυρό
μας, οι εξελίξεις δεν σταματούν. Η περιοχή της Μέσης Ανατολής και της
Βόρειας Αφρικής χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα, ελπίδες αλλά και
σοβαρές προκλήσεις. Στην Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία με τη συμπεριφορά
και τις απειλές της έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας επιτείνει την
ένταση. Στη βόρεια γειτονιά μας συνεχίζουμε την προσπάθεια αναζωογόνησης
της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων.
Στις 5
Δεκεμβρίου, τρία χρόνια μετά την προσφυγή της ΠΓΔΜ κατά της χώρας μας,
το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ανακοίνωσε την απόφασή του. Ακολούθησαν
άμεσα, όχι τυχαία, το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ με αντικείμενο, μεταξύ
άλλων, τη διεύρυνση, αλλά και η Σύνοδος των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ.
Ο
μήνας που πέρασε ήταν μήνας πυκνών διπλωματικών διεργασιών και επαφών.
Έπρεπε άμεσα, μετά το σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης, να
ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανόρθωσης της εικόνας της χώρας. Ταυτόχρονα,
έπρεπε, σε δύσκολες συνθήκες, να διασφαλίσουμε ότι η όποια απόφαση του
Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα γίνει όχημα για περαιτέρω κωλυσιεργία από
την πλευρά των Σκοπίων, αλλά θα υπενθυμίσει την υποχρέωσή τους να
διαπραγματευθούν με καλή πίστη για την επίτευξη λύσης στο πλαίσιο του
ΟΗΕ.
Την ημέρα που ανακοινώθηκε η απόφαση του Διεθνούς
Δικαστηρίου, ο ΟΗΕ, δια του κυρίου Νίμιτς, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ,
εξέδωσαν ανακοινώσεις με τις οποίες καλούσαν για προσήλωση στη
διαπραγματευτική διαδικασία στο πλαίσιο του ΟΗΕ.
Αργά το βράδυ
της 5ης Δεκεμβρίου, το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ επιβεβαίωσε, με ομόφωνη
απόφαση, ότι η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ παραμένει
ζωτικής σημασίας, αναβάλλοντας, αλλά και διατηρώντας ανοικτή την
προοπτική έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τα Σκόπια, αλλά με
αυστηρές προϋποθέσεις.
Δύο ημέρες μετά, το Συμβούλιο Υπουργών
Εξωτερικών του ΝΑΤΟ υιοθέτησε κοινή θέση με την οποία επιβεβαίωσε ότι η
πολιτική ανοικτών θυρών της Συμμαχίας πρέπει να υλοποιηθεί σύμφωνα με
τις ομόφωνες αποφάσεις του Βουκουρεστίου, του Στρασβούργου και της
Λισαβόνας, ότι δηλαδή προκειμένου η ΠΓΔΜ να ενταχθεί στη Συμμαχία θα
πρέπει πρώτα να λυθεί το ζήτημα της ονομασίας.
Σε αυτό το σύντομο
διάστημα, και σε δύσκολες – το επαναλαμβάνω - συνθήκες, η Ελλάδα πέτυχε
τους αντικειμενικούς σκοπούς της. Η διεθνής κοινότητα επανέφερε το
ζήτημα της ονομασίας στο ορθό πλαίσιο. Το πλαίσιο που ορίζουν οι
Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, δηλαδή την εξεύρεση αμοιβαία
αποδεκτής λύσης μέσω διαπραγματεύσεων υπό τον ΟΗΕ.
Οι θέσεις της
Ελλάδας είναι ξεκάθαρες και σταθερές. Παραμένουμε προσηλωμένοι σε ταχεία
επίλυση του ζητήματος. Λύση που θα μας επιτρέψει να αξιοποιήσουμε το
πλήρες δυναμικό των διμερών μας σχέσεών με την ΠΓΔΜ και θα συμβάλει στην
περιφερειακή συνεργασία και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της περιοχής.
Το
ζήτημα της ονομασίας δεν πρόκειται να επιλυθεί δια της τεθλασμένης.
Αυτό κατέστη σαφές και από την Απόφαση του Δικαστηρίου. Η Ελλάδα
διαθέτει την απαραίτητη πολιτική βούληση για την επίτευξη λύσης και
ελπίζει ότι την ίδια βούληση θα επιδείξει και η κυβέρνηση των Σκοπίων.
Στο
επόμενο διάστημα θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε εντατικά για την
προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης των Δυτικών Βαλκανίων.
Προετοιμάζουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, οι οποίες θα ανακοινωθούν
σύντομα, με σκοπό η Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων που
προγραμματίζουμε κατά την ελληνική προεδρία της ΕΕ το 2014, να
αποτελέσει το νέο ορόσημο για την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής μετά
από εκείνο της Θεσσαλονίκης το 2003. Σε αυτή την προσπάθεια θέλουμε
δίπλα μας όλους τους εταίρους μας των Δυτικών Βαλκανίων. Είμαστε σε
συνεννόηση με τον Επίτροπο για τη Διεύρυνση, κ. Φούλε, ώστε να
διοργανώσουμε στις αρχές του επόμενου έτους στη Θεσσαλονίκη, μια σύνοδο
των Υπουργών Εξωτερικών των Δυτικών Βαλκανίων με αντικείμενο την
προώθηση της ευρωπαϊκής τους προοπτικής.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Τη
περασμένη Δευτέρα, στο ίδιο Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μιλώντας με
μία φωνή, έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα και στην Τουρκία. Το Συμβούλιο:
1) διατύπωσε την έντονη ανησυχία του για την απειλητική συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Κύπρου,
2)
τόνισε τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών μελών, που προβλέπονται από
το Δίκαιο της Θάλασσας, ως μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου,
συμπεριλαμβάνοντας την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών τους
πόρων.
3) εξέφρασε απογοήτευση για τις δηλώσεις της Τουρκίας περί
παγώματος των σχέσεών της με την ΕΕ κατά τη διάρκεια της Κυπριακής
Προεδρίας, και
4) ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των «27» σχετικά με την Κύπρο.
Όπως
γνωρίζετε, η πρώτη μου επίσκεψη στο εξωτερικό πραγματοποιήθηκε στην
Κύπρο. Είχα την ευκαιρία να ξανασυναντήσω τον Πρόεδρο Χριστόφια στις
Βρυξέλλες πριν λίγες ημέρες.
Δυστυχώς, με ευθύνη της τουρκικής
πλευράς, δεν υπάρχει η πρόοδος που χρειάζεται στις διαπραγματεύσεις.
Ειδικά, ο κ. Έρογλου, με τις θέσεις που διατυπώνει, υπονομεύει τις
προοπτικές τους.
Η Ελλάδα θα συνεχίσει να στηρίζει τις
προσπάθειες του Προέδρου Χριστόφια και να υπογραμμίζει την ανάγκη
μετακίνησης της τουρκικής πλευράς από τις αδιάλλακτες θέσεις της, που
επιχειρούν να ακυρώσουν το συμφωνημένο πλαίσιο των συνομιλιών.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Την
περασμένη εβδομάδα συναντήθηκα με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας,
στο περιθώριο της υπουργικής συνόδου του ΟΑΣΕ. Ήταν μια πρώτη, χρήσιμη,
συνάντηση και είμαι βέβαιος ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες. Ελλάδα και
Τουρκία πρέπει να συνομιλούν.
Επιδιώκουμε καλές σχέσεις με τους
γείτονές μας. Σχέσεις όμως, που θα αναπτύσσονται στο αυστηρό πλαίσιο του
σεβασμού του διεθνούς δικαίου και της εθνικής κυριαρχίας.
Θα
συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για αμοιβαία επωφελή πρόοδο στις διμερείς μας
σχέσεις. Πρέπει όμως, να είναι σαφές σε όλους, ότι η Ελλάδα δεν κάνει
εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας και ότι είναι αποφασισμένη να
προασπίσει τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της.
Θέλω στο σημείο
αυτό να θυμίσω ότι η Ελλάδα επιδιώκει με συνέπεια τα τελευταία χρόνια
την οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών με όλους τους γείτονές της. Η
πολιτική μας εδράζεται στην πεποίθηση ότι οι συμφωνίες αυτές, πέρα από
τις σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες που δημιουργούν, λειτουργούν και ως
καταλύτης περιφερειακής ειρήνης και ασφάλειας. Η προσπάθεια μας θα
συνεχισθεί.
Η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας συνιστά
μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Επομένως, ο σεβασμός, η υπογραφή και η
κύρωση της Σύμβασης είναι θεμελιώδες στοιχείο της ευρωπαϊκής προοπτικής
των υποψηφίων προς ένταξη χωρών.
Η Ελλάδα ως παράκτιο κράτος και
ως κράτος-μέλος της ΕΕ δεν απεμπολεί οποιοδήποτε νόμιμο κυριαρχικό της
δικαίωμα. Και βέβαια η ΑΟΖ δε μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση από την
θεμελιώδη αυτή αρχή και θέση της εξωτερικής μας πολιτικής.
Στη
συνάντηση που είχα με τον Υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας συζητήσαμε,
μεταξύ άλλων, και το θέμα της εκκρεμότητας της διμερούς συμφωνίας
οριοθέτησης που οι κυβερνήσεις μας υπέγραψαν το 2008 μετά από
διαπραγματεύσεις και σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας. Το θέμα αυτό θα
είναι στις προτεραιότητές μας και στις επαφές που θα έχουμε με τις νέες
κυβερνήσεις στη Λιβύη και την Αίγυπτο, ενώ με την Κυπριακή Δημοκρατία
είμαστε σε συνεχή συντονισμό. Με την Τουρκία επιθυμούμε πρόοδο, εντός
του ασφαλούς πλαισίου που ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Η
νότια γειτονιά μας βρίσκεται σε ιστορική καμπή. Οι επαναστάσεις στην
Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Υεμένη, τη Συρία και αλλού
αναθεωρούν την πολιτική πραγματικότητα στον Αραβικό κόσμο. Συμμετείχα σε
μακρές συζητήσεις γύρω από τις προοπτικές που διανοίγονται, στις
υπουργικές συνόδους του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και του ΟΑΣΕ, αλλά και στις
διμερείς επαφές που είχα.
Η θέση της Ελλάδας πηγάζει από τη μακρόχρονη σχέση φιλίας και τη βαθειά γνώση του αραβικού κόσμου:
1) Σεβασμός στην κυριαρχία των λαών της περιοχής.
2) Υποστήριξη της δημοκρατικής διαδικασίας, η οποία δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτόματη.
3) Καταδίκη της βίαιης καταστολής που συνεχίζεται στη Συρία.
4)
Απόρριψη της ανάδειξης νέων «κηδεμόνων» και ανάπτυξη εκ μέρους της
Ευρώπης, αμοιβαία επωφελούς εταιρικής σχέσης με τη Μέση Ανατολή και τη
Βόρεια Αφρική, που θα έχει ως βασικό άξονα τη στήριξη των μεταρρυθμίσεων
και την ανάπτυξη.
5) Ανάγκη επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για
την επίλυση του Παλαιστινιακού. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντική η σχέση
εμπιστοσύνης που διατηρεί η Ελλάδα με Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή,
και
6) Υπογράμμιση του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων
Εθνών ως βασικού φορέα νομιμοποίησης των αποφάσεων της διεθνούς
κοινότητας.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Το θέμα του
πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αποτέλεσε το βασικότερο ίσως ζήτημα του
Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων πριν δύο εβδομάδες. Ήταν το πρώτο θέμα που
αντιμετώπισα ως Υπουργός Εξωτερικών. Επρόκειτο για ένα θέμα με ιδιαίτερη
σημασία για τη χώρα μας, καθώς εξετάσθηκε το ενδεχόμενο συμπερίληψης
των εισαγωγών ιρανικού πετρελαίου στον κατάλογο των κυρώσεων. Το Ιράν
αποτελεί έναν από τους βασικούς προμηθευτές πετρελαίου για την Ελλάδα,
καθώς το 35% περίπου των εισαγωγών μας γίνονται από το Ιράν, αλλά και
άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πιστεύω ότι πετύχαμε ένα καλό αποτέλεσμα.
Αποφασίσθηκε να εξετασθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω κυρώσεων, χωρίς όμως
οποιαδήποτε αναφορά στις εισαγωγές πετρελαίου, καθώς το Συμβούλιο
εκτίμησε ότι θα πρέπει να γίνει ενδελεχής αξιολόγηση των συνεπειών ενός
τέτοιου μέτρου στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Το θέμα βέβαια παραμένει στο
τραπέζι και για αυτό είναι σημαντικό να υπάρξει καλή προετοιμασία από
τους αρμόδιους φορείς στην Ελλάδα, ώστε η χώρα μας να είναι έτοιμη να
αντιμετωπίσει τις όποιες εξελίξεις.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Όπως
είπα και στην αρχή, ο μήνας που πέρασε ήταν μήνας πυκνών διεργασιών και
επαφών. Τα αποτελέσματα που πετύχαμε ήρθαν μετά από έντονη διπλωματική
προσπάθεια.
Θέλω να τονίσω τη στενή σχέση συνεργασίας με
σημαντικούς εταίρους, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πολωνία,
που ασκεί την Προεδρία της ΕΕ, η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Είχα την ευκαιρία να
συναντηθώ και να συζητήσω με τους Υπουργούς Εξωτερικών όλων αυτών των
χωρών τις τελευταίες ημέρες, και να εξετάσουμε μαζί, πέραν των άλλων
θεμάτων, πώς μπορούν οι χώρες τους να συμβάλλουν στην προσπάθεια
ανόρθωσης της εικόνας της Ελλάδας. Να εξετάσουμε με ποιους τρόπους
μπορούμε να ενισχύσουμε την οικονομική μας συνεργασία, να προσελκύσουμε
επενδύσεις και τουρισμό, να αναπτύξουμε νέα πεδία συνεργασίας.
Από
τις επαφές μου διαπίστωσα ότι οι εταίροι μας πιστεύουν στην Ελλάδα και
στην ικανότητα του ελληνικού λαού να αντιμετωπίσει την κρίση. Διαπίστωσα
διάθεση συνεργασίας, συμπαράστασης και εκτίμηση για τις προσπάθειές
μας.
Ο σχηματισμός της Κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου επιβεβαίωσε
διεθνώς την αποφασιστικότητά μας να κάνουμε αυτό που χρειάζεται για να
ανταπεξέλθουμε στις πολύ αντίξοες συνθήκες. Η κυβέρνηση αυτή καλείται να
εκπληρώσει ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο σε ρευστές συνθήκες, λόγω και
της κρίσης που ταλανίζει την Ευρώπη. Και φυσικά, στο διάστημα αυτό, η
Ελλάδα πρέπει να έχει ισχυρή φωνή στο διεθνές πεδίο, γιατί η εξωτερική
πολιτική δεν σταματά.
Στην προσπάθεια αποκατάστασης της
αξιοπιστίας της χώρας δεν περισσεύει κανείς. Το Υπουργείο Εξωτερικών θα
δώσει τη μάχη με όλες του τις δυνάμεις.
Αλλά πρέπει όλοι να
συνειδητοποιήσουμε ότι η εικόνα της χώρας μας εξαρτάται πρώτα και κύρια
από την εικόνα που φτιάχνουμε εμείς για αυτήν. Πρέπει να σταματήσουμε να
υπερτονίζουμε ό,τι το αρνητικό στη χώρα μας.
Πρέπει να
αναδείξουμε τα θετικά και η Ελλάδα έχει πολλά. Η συνεργασία με την
Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας είναι πολύτιμο εργαλείο σε αυτή την
προσπάθεια, διότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας απαιτεί την ευρύτερη
δυνατή συνεννόηση μεταξύ μας. Μαζί πρέπει να πιστέψουμε στις δυνάμεις
μας και με αυτοπεποίθηση, να δώσουμε στη χώρα, τη θέση που της αξίζει.
Σας ευχαριστώ και πιστεύω ότι θα έχουμε καλή συνεργασία στο διάστημα που θα βρίσκομαι στο Υπουργείο Εξωτερικών.
15 Ιουλίου, 2013