Κύριες και κύριοι Βουλευτές,
Οι αλλαγές που ζήσαμε την χρονιά που
τελειώνει ήταν δραματικές. Υποχρεωθήκαμε από τις συνθήκες να
αναθεωρήσουμε δεδομένα δεκαετιών. Χρειάστηκε να λάβουμε σκληρές
αποφάσεις και επώδυνα μέτρα. Και δεν φαντάζομαι να πιστεύει κανείς σε
αυτή την αίθουσα ή και έξω από αυτήν ότι υπάρχει κυβέρνηση η οποία δεν
θα προτιμούσε να λαμβάνει μέτρα φιλολαϊκά και ευχάριστα.
Οι επιλογές όμως ήταν μόνο δύο:
Είτε αφήνουμε τη χώρα να χρεοκοπήσει – αφήνουμε δηλαδή τους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους απλήρωτους – είτε ανασκουμπωνόμαστε και δρομολογούμε όλα αυτά που έπρεπε να έχουν γίνει προ πολλού. Η κριτική είναι θεμιτή και κάτι παραπάνω από κατανοητή.
Μπορεί ωστόσο κάποιος να ισχυριστεί ότι όλα έβαιναν καλώς τα προηγούμενα χρόνια;
Ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα;
Μήπως δεν βλέπαμε όλοι ότι αρμενίζαμε στραβά;
Όσο
όμως τα ταμεία και τα πορτοφόλια μας ήταν γεμάτα – έστω με δανεικά –
αναβάλλαμε διαρκώς τις αλλαγές για αργότερα. Όσο βρίσκονταν πρόθυμοι
δανειστές, οι μεταρρυθμίσεις μπορούσαν να περιμένουν. Ώσπου τα δανεικά
τελείωσαν. Και μαζί τελείωσαν και οι ευχάριστες πολιτικές. Τα ταμεία και
οι τσέπες άδειασαν.
Τις ευθύνες του καθενός τις γνωρίζει πρώτος ο
ελληνικός λαός. Έχει έρθει η ώρα να αλλάξουμε τον τρόπο που
σκεφτόμαστε, τον τρόπο που πράττουμε. Έχει έρθει η ώρα να αλλάξουμε τους
εαυτούς μας προς όφελος του τόπου. Σήμερα γνωρίζουμε καλά τι πρέπει να
γίνει.
Και, αν θέλουμε να έχουμε μια ελπίδα για το μέλλον, πρέπει να μην υπολογίσουμε πολιτικό κόστος ή προσωπικές φιλοδοξίες.
Χρήματα
ξέρουμε όλοι ότι δυστυχώς δεν μπορούμε να δώσουμε. Aντιθέτως, κόβουμε –
δυστυχώς, είναι αναπόφευκτο. Μπορούμε όμως να δώσουμε στον πολίτη
Κράτος. Όχι «περισσότερο», αλλά «σωστό» Κράτος.
Μία πιο
λειτουργική και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, που θα σέβεται τον
πολίτη όταν πηγαίνει στο σχολείο, όταν νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, όταν
βρίσκεται στην Εφορία.
Μπορούμε να εξαλείψουμε τις αδικίες, αλλά
και την ατιμωρησία και να εμπεδώσουμε στον πολίτη το αίσθημα της
κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισονομίας και της ισότητας.
Μπορούμε
να του δώσουμε αξιοπρέπεια και την πεποίθηση ότι όσα γίνονται σήμερα,
γίνονται πλέον με διαφάνεια, αξιοκρατία και αίσθημα ευθύνης. Είναι τόσο
σημαντικό αυτό, ιδιαίτερα για την νέα γενιά που χάνει την εμπιστοσύνη
και την ελπίδα στην ίδια την πατρίδα της.
Αυτά είναι στο χέρι μας – μπορούμε και οφείλουμε να τα δώσουμε στον πολίτη, το συντομότερο δυνατόν.
Κάθε
Έλληνας διπλωμάτης είναι η φωνή της Ελλάδας που πασχίζει να αναστρέψει
τη δυσμενή εικόνα για τη χώρα που σκόπιμα καλλιέργησαν κάποια διεθνή ΜΜΕ
και κερδοσκοπικοί κύκλοι. Γνωρίζω καλά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν
ειδικά σήμερα οι διπλωμάτες μας στο εξωτερικό. Υψηλού επιπέδου στελέχη,
επιφορτισμένα με εθνικής σημασίας αποστολή, δίνουν κι αυτοί την ίδια
μάχη, για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας, πολλές φορές με
αυτοθυσία.
Αναγνωρίζω δε ότι οι περικοπή της ειδικής αποζημίωσης
που λαμβάνουν όταν υπηρετούν στο εξωτερικό ήταν εξαιρετικά επώδυνη σε
πολλές περιπτώσεις. Και από αυτό το βήμα θέλω να εκφράσω την εκτίμησή
μου στο διπλωματικό σώμα και όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου
Εξωτερικών, για την ωριμότητα και το αίσθημα ευθύνης με το οποίο την
αντιμετώπισαν.
Το συνολικό ποσό πρόβλεψης του Υπουργείου
Οικονομικών για τον προϋπολογισμό του ΥΠΕΞ οικονομικού έτους 2011,
ανέρχεται σε περίπου 330 εκατομμύρια Ευρώ. Αυτό αποτελεί μείωση της
τάξεως του 22% σε σύγκριση με τον προϋπολογισμό του 2010, φέρνοντας μας
στο επίπεδο του οικονομικού έτους 2002.
Σε απόλυτες τιμές, η εν
λόγω μείωση ανέρχεται σε 64 περίπου εκατομμύρια Ευρώ. Αναπόφευκτες αυτές
οι περικοπές και συμβολή του ΥΠΕΞ στην προσπάθεια εξυγίανσης του
δημόσιου τομέα. Το Υπουργείο Εξωτερικών αποδεικνύει ότι μπορεί να
πρωτοστατήσει στον εξορθολογισμό των εξόδων και χωρίς να ζημιώσει στο
παραμικρό την διπλωματική εκπροσώπηση της χώρας.
Παρόλα αυτά,
κυρίες και κύριοι βουλευτές, το Υπουργείο Εξωτερικών λειτουργούσε μέχρι
πρόσφατα με όρους παρελθόντος. Ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών μας ήταν
επιβεβλημένος, όχι μόνο από την οικονομική δυσχέρεια της χώρας, αλλά
κυρίως από την εποχή. Το ίδιο και η αναδιοργάνωση.
Αναγκαστήκαμε
ακόμα και να πάψουμε την λειτουργία κάποιων Αρχών μας στο εξωτερικό. Το
κάναμε, όμως, μόνο μετά από σοβαρή μελέτη. Και υποθέτω ότι θα
συμφωνήσετε μαζί μου ότι για παράδειγμα τα Γενικά Προξενεία που
λειτουργούσαν στο Λονδίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες δεν απαντούσαν
πλέον στις σημερινές ανάγκες της χώρας.
Ακόμη, προχωρούμε ήδη
στην κατάρτιση νέου οργανογράμματος του ΥΠΕΞ, στη σύνταξη νέου Οργανικού
Νόμου, στη χρήση νέων συστημάτων που βασίζονται στις τελευταίες
τεχνολογίες για τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης, στις
τηλεπικοινωνίες μέσω διαδικτύου, στην ηλεκτρονική διαχείριση εγγράφων
και στην παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών στον πολίτη. Για όλα αυτά και για
την οικονομία του χρόνου καταθέτω σχετικό σημείωμα.
Και επιτρέψτε μου να επαναλάβω μία φράση από την περσινή μου ομιλία:
Στο
Υπουργείο Εξωτερικών, οδηγός μας θα είναι πάντα η «εκπροσώπηση της
Ελλάδας με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια, αλλά χωρίς υπερβολές και
σπατάλες». Ακόμα και τα πιο μικρά μέτρα εξοικονόμησης πόρων και μείωσης
της σπατάλης είναι σημαντικά. Εάν με αυτόν τον τρόπο μπορέσουμε να
εξοικονομήσουμε έστω και ένα «μηνιάτικο» ενός συμπολίτη μας, ήδη άξιζε η
προσπάθεια.
Πιστεύω βαθιά σε αυτό.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Στην κορυφή των προτεραιοτήτων και του Υπουργείου Εξωτερικών δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Σας
θυμίζω ότι στις αρχές του 2010, όταν προτείναμε την ίδρυση ενός
οικονομικού μηχανισμού σταθεροποίησης, που θα έδινε άμεσες απαντήσεις,
αλλά θα αποτελούσε συνάμα ένα ουσιαστικό βήμα εμβάθυνσης του ευρωπαϊκού
εγχειρήματος προς μια κοινή οικονομική διακυβέρνηση, κανείς δεν ήταν
διατεθειμένος να το συζητήσει.
Την Παρασκευή όμως, στις
Βρυξέλλες, αυτό που ακουγόταν αδιανόητο έγινε πραγματικότητα, χάρη και
στις προτάσεις, την επιμονή και τον καθαρό λόγο που αρθρώσαμε. Διότι
πλέον η φωνή της Ελλάδας έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της, και αυτό
είναι το πιο σημαντικό όπλο για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Στο Σκοπιανό η θέση μας είναι γνωστή:
Επιδιώκουμε ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για κάθε χρήση, erga omnes.
Η επίλυση του θέματος της ονομασίας αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε.
Στο Κυπριακό επιδιώκουμε λύση συνολική, με βάση τα ψηφίσματα του Συμβουλίου του ΟΗΕ και πλήρη σεβασμό στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Πλαίσιο
των σχέσεων μας με την Τουρκία είναι ο πλήρης σεβασμός του Διεθνούς
Δικαίου, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας της
Ελλάδας. Και δεν μπορεί να υπάρξει καμία συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο με
τα σημερινά δεδομένα. Το ξεκαθαρίζω, για άλλη μία φορά, μιας και το θέμα
αυτό φαίνεται να είναι “της μόδας” τελευταία.
Επανέλαβα, κυρίες
και κύριοι Βουλευτές, εν συντομία, τις θέσεις αυτές για τα κύρια εθνικά
θέματα προς αποφυγή της όποιας παρεξήγησης.
Διότι κάποιοι,
προφανώς, δεν πείθονται εάν δεν τις ακούν καθημερινά. Δυστυχώς, πολλοί
στην Ελλάδα σπεύδουν να υιοθετούν δηλώσεις που εκφράζουν Τούρκοι ή
Σκοπιανοί αξιωματούχοι ως γεγονότα.
Και αναρωτιέμαι ειλικρινά: Πως μπορούν τέτοιες δηλώσεις να έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία από τα λόγια της ελληνικής κυβέρνησης?
Οι
θέσεις αυτές της Ελλάδας, όμως, κυρίες και κύριοι βουλευτές, δεν
χρειάζονται καθημερινή επιβεβαίωση. Διότι οι βασικοί άξονες και οι
στρατηγικοί στόχοι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι δεδομένοι,
διαχρονικοί και αποδεκτοί από τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών
δυνάμεων της χώρας.
Το τονίζω αυτό.
Πρέπει όμως και στο εσωτερικό να μιλήσουμε καθαρά.
Υπάρχει
μερίδα του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου που – κρυμμένη πίσω από
μεγάλα λόγια, κατηγορίες, καταστροφολογία ή μαξιμαλισμό – επιδιώκει
στην πραγματικότητα τη στασιμότητα και την αδράνεια. Για αυτούς τους
ανθρώπους το Διεθνές Δίκαιο, η Χάγη και η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ
είναι κακές επιλογές – και ενδεδειγμένη στάση είναι η αδράνεια και η
άμυνα. Για αυτούς τους ανθρώπους η Ελλάδα είναι πολύ αδύναμη για να
μιλήσει με την Τουρκία. Αλλά παραβλέπουν το γεγονός ότι η δική τους
πολιτική την κάνει αδύναμη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν βρει ποτέ το
θάρρος να μιλήσουν ανοιχτά στον ελληνικό λαό, να πουν και κάποιες
αλήθειες. Τον υποτιμούν, αρνούμενοι να κάνουν συζήτηση ουσίας και μένουν
στα συνθήματα.
Οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν την Ελλάδα μικρή.
Δεν
θα δεχθώ ποτέ τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είναι μικρή ή κράτος μειωμένων
δυνατοτήτων λόγω της κρίσης. Η Ελλάδα έχει θέσεις που βασίζονται στο
Δίκαιο, ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα και έξυπνη διπλωματία.
Δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.
Όλα γίνονται με συστηματική και σοβαρή προετοιμασία, αλλά και με «επιθετική διπλωματία», χωρίς τον φόβο μπροστά σε πρωτοβουλίες.
Και να το ξεκαθαρίσουμε. Δεν κάνουμε καμία διαπραγμάτευση.
Με
την Τουρκία είμαστε γείτονες, έχουμε σχέσεις, έχουμε και προβλήματα.
Στο παρελθόν βρεθήκαμε στα πρόθυρα του πολέμου. Είναι στάση ευθύνης να
διερευνήσουμε εάν μπορούμε αυτά τα προβλήματα να τα ξεπεράσουμε, πάντα
με σεβασμό στις θέσεις, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μας.
Και αυτό κάνουμε.
Και κάτι ακόμα:
Με
την Τουρκία δεν μιλάμε για να δώσουμε, όπως κάποιοι ισχυρίζονται.
Αντιθέτως, μιλάμε για να διεκδικήσουμε και να κατοχυρώσουμε δικαιώματά
μας, που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο. Δεν μπορώ, πάντως, να δεχθώ
μοιρολατρικά ότι είμαστε καταδικασμένοι να παραμένουμε εχθροί.
Πρέπει
επιτέλους να καταρρίψουμε και οι δύο πλευρές κάποιους μύθους που έχουν
δημιουργηθεί και καλλιεργηθεί με την πάροδο του χρόνου. Εμείς δεν θα
σταθούμε μόνο στην μονότονη επανάληψή αυτών των αυτονόητων θέσεων της
Ελλάδας. Εμείς θα προσπαθήσουμε – με προτάσεις, καινοτόμες ιδέες, με
πρωτοβουλίες.
Όπως την σκέψη που εκφράσαμε για μία ανοιχτή
συζήτηση στην Ε.Ε., ακόμη και σε επίπεδο κορυφής, μετά τις εκλογές του
Ιουνίου στην Τουρκία, για να ξαναβάλουμε την ενταξιακή διαδικασία της
Τουρκίας στη σωστή βάση και να θέσουμε όλους ενώπιον των ευθυνών τους.
Για
να μην κρύβονται κάποιοι πίσω από το Κυπριακό, ή να επικαλούνται πόσο
μεγάλη και σημαντική είναι η Τουρκία προκειμένου να παρακάμψουν τους
κανόνες.
Αλλά και για να πάψει η Τουρκία να «τσιμπολογάει» ό,τι της
αρέσει από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, χωρίς ανταλλάγματα, όπως πράττει
σήμερα.
Μία συνάντηση για την Τουρκία, με θέμα την Τουρκία – με
την Τουρκία στο τραπέζι ως υποψήφια προς ένταξη χώρα και τίποτα
παραπάνω.
Προσβλέπω στην Προ Ημερήσιας Διάταξης Συζήτησης για τα
θέματα εξωτερικής πολιτικής και την συνεδρίαση του ΕΣΕΠ που θα συγκαλέσω
αρχές του επόμενου χρόνου, όπου θα μπορέσουμε να συζητήσουμε σε βάθος
όλα αυτά τα θέματα.
Βρισκόμαστε σήμερα ενώπιον ενός ακόμη παραδόξου:
Εκείνοι
που ευθύνονται για την κατάσταση, εκείνοι που μίκρυναν την Ελλάδα, μας
λένε σήμερα «μην αναλαμβάνετε πρωτοβουλίες – η χώρα είναι αδύναμη».
Μας
λένε δηλαδή να κλειστούμε στο καβούκι μας, να είμαστε απόντες από την
Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, να εγκαταλείψουμε τον ζωτικό μας
χώρο και τα εθνικά συμφέροντα στην τύχη τους, όπως έκαναν οι ίδιοι.
Μας
εγκαλούν επειδή επιμένουμε στην «επιθετική διπλωματία» και σε προτάσεις
που δημιουργούν ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο άσκησης της εξωτερικής
πολιτικής. Επιχειρούν και πάλι να στηριχτούν σε θεωρίες συνωμοσίας, να
δημιουργήσουν ατμόσφαιρα φόβου και σύγχυσης. Κρύβονται πίσω από ανέξοδα
και λαϊκίστικα συνθήματα, όπως περί «μυστικής διπλωματίας».
Ας τελειώνουμε όμως, κυρίες και κύριοι βουλευτές, με την υποκρισία και αυτές τις παραστάσεις.
Θεωρεί κάποιος σήμερα ότι υπάρχει μια ελληνική κυβέρνηση η οποία θέλει να βλάψει τη χώρα;
Πώς
γίνεται κάθε φορά, όποιο και αν είναι το κόμμα, η κυβέρνηση να θέλει να
«ξεπουλήσει» τη χώρα και η αντιπολίτευση – και μόνο η αντιπολίτευση –
να είναι «πατριωτική»;
Να σας πω ότι, και σήμερα ως κυβέρνηση,
και χθες ως αντιπολίτευση, εγώ το ίδιο πατριώτης νιώθω και ένοιωθα – και
πάντα με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της Ελλάδας και του ελληνικού
λαού.
Είπαμε. Επιδιώκουμε τη συναίνεση, και το εννοώ – το ξέρετε όλοι σας.
Και χαίρομαι που ο Δημήτρης Αβραμόπουλος εξέφρασε στην ομιλία του σήμερα παρόμοια άποψη και βούληση.
Ελπίζω
να τον ακολουθήσουν όλοι σε αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά προέχει το
συμφέρον του τόπου. Και ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. Γιατί τις
ευθύνες δεν υπάρχει περίπτωση να τις αποφύγουμε. Θα μας καταλογιστούν
έτσι κι αλλιώς. Θα κριθούμε όλοι για το αν αντιληφθήκαμε την κρισιμότητα
της κατάστασης, για το αν αρθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων.
Ο καθένας λοιπόν ας δώσει τη δική του απάντηση στα ερωτήματα.
Εγώ
πάντως προτιμώ την σημερινή κριτική, ακόμη και την άδικη, από το βλέμμα
του παιδιού μου, αύριο, που θα με ρωτά γιατί δεν κάναμε αυτό που έπρεπε
όταν είχαμε την ευκαιρία και την υποχρέωση.
Σας ευχαριστώ
22 Δεκεμβρίου, 2010