Ομιλία ΥΠΕΞ Δ. Δρούτσα: Συνέδριο για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια

Θέμα: «Η πολιτικο-στρατιωτική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας: Προτάσεις και Προοπτικές»

Κύριε Υπουργέ Grushko,
Διακεκριμένοι καλεσμένοι,
Αγαπητοί βουλευτές,
Κυρίες και κύριοι,

Με μεγάλη μου χαρά σας καλωσορίζω σε αυτό το Συνέδριο που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα των Υπουργείων Εξωτερικών της Ρωσίας και της Ελλάδας. Tο Συνέδριο διεξάγεται σε μια πολύ κρίσιμη και δύσκολη χρονική στιγμή για την Ευρώπη. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η διερεύνηση των προοπτικών της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας είναι το ίδιο σημαντική όσο και η διαμόρφωση προτάσεων για μελλοντικές δράσεις.

Το συνέδριο μας είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τέσσερις λόγους:
Είναι το πρώτο συνέδριο στο είδος του και, όπως είπα, λαμβάνει χώρα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για τα διεθνή ζητήματα. Επικεντρώνεται σε θέματα που άπτονται της πολιτικο-στρατιωτικής διάστασης της ασφάλειας και είναι ένα συνέδριο ανοικτό στο ευρύ κοινό.

Πρώτα από όλα, θα ήθελα να επικεντρωθώ στον μοναδικό χαρακτήρα αυτού του Συνεδρίου.
Είναι το πρώτο συνέδριο για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια που συνδιοργανώνεται από Υπουργεία Εξωτερικών, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη δραστηριοποίηση, τόσο της Ελλάδας όσο και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε αυτό τον τομέα καθώς και τη βούληση και των δύο χωρών υπέρ της ενίσχυσης της ασφάλειας στην Ευρώπη.

Όπως υπογραμμίζει και η Στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια: « Πρέπει ταυτόχρονα να σκεπτόμαστε παγκόσμια και να ενεργούμε τοπικά».
Η χώρα σας, κύριε Υπουργέ Grushko, έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι σκέφτεται παγκόσμια. 

Οι ιδέες που παρουσιάσθηκαν από τον Πρόεδρο Medvedev στο Βερολίνο τον Ιούνιο 2008 και μετέπειτα από τους Προέδρους Medvedev και Sarkozy κατά το Συνέδριο για την Παγκόσμια Πολιτική που πραγματοποιήθηκε στο Εβιάν τον Οκτώβριο 2008, σηματοδότησαν την έναρξη ενός διαλόγου που ήταν απαραίτητος στα διεθνή τεκταινόμενα. 

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 2009 η Ελλάδα – που εκείνη την εποχή ασκούσε την προεδρία του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) –   «αποδέχθηκε την πρόκληση» εκφράζοντας έτσι το μεγάλο ενδιαφέρον της για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Ευρώπη.

Η «Διαδικασία της Κέρκυρας» που εγκαινιάσθηκε κατά την Άτυπη Υπουργική Συνάντηση της Κέρκυρας τον Ιούνιο 2009, έδωσε νέα δυναμική στον ΟΑΣΕ και έθεσε τις βάσεις για τη διεξαγωγή ενός ειλικρινούς διαλόγου στο πλαίσιο του οποίου όλα τα Κράτη, από το Βανκούβερ μέχρι το Βλαδιβοστόκ είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις ανησυχίες, τις ιδέες καθώς και τις προτάσεις τους για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας.

Η ομιλία του Υπουργού Lavrov, ένα μήνα αργότερα, κατά την ετήσια Σύνοδο του ΟΑΣΕ για την Επισκόπηση της Ασφάλειας (Annual Security Review Conference) στην οποία ο Υπουργός παρουσίασε με λεπτομέρειες μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές των ρωσικών προτάσεων σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια, είναι ενδεικτική της αναζωογόνησης του διαλόγου που πραγματοποιήθηκε στους κόλπους του ΟΑΣΕ. 

Κατά τη διάρκεια της Υπουργικής Συνόδου της Αθήνας, το Δεκέμβριο 2009 – και το λέω αυτό με ένα αίσθημα υπερηφάνειας καθώς χαρακτηρίστηκε από όλους ως μια από τις πιο επιτυχημένες συνόδους στην ιστορία του Οργανισμού – υιοθετήθηκαν περισσότερες από 20 υπουργικές αποφάσεις για την ενίσχυση των ανθρωπίνων, περιβαλλοντικών και οικονομικών καθώς και πολιτικο-στρατιωτικών διαστάσεων της ασφάλειας.

Την επόμενη χρονιά, η Ελλάδα ανέλαβε την αρμοδιότητα του Συντονιστή θεμάτων Ελέγχου Όπλων στο πλαίσιο της Διαδικασίας της Κέρκυρας καθώς και την προεδρία του Φόρουμ για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία – το πολιτικο-στρατιωτικό φόρουμ του ΟΑΣΕ.

Ως επικεφαλής του Φόρουμ για τη Συνεργασία στον τομέα της Ασφάλειας, οργανώσαμε συνεδριάσεις στρογγυλής τράπεζας σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας καθώς και τις πρώτες εις βάθος συζητήσεις επί της ενίσχυσης του Κειμένου της Βιέννης σχετικά με τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας.

Το 2010, πολλά συμμετέχοντα κράτη του ΟΑΣΕ υπέβαλαν πάνω από 50 προτάσεις για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας στο πλαίσιο της «Διαδικασίας της Κέρκυρας», χαράσσοντας το δρόμο για την πρώτη Σύνοδο Κορυφής των Αρχηγών  Κρατών του ΟΑΣΕ μετά από 11 χρόνια,  η οποία έλαβε χώρα στην Αστάνα το Δεκέμβριο 2010.

Η Σύνοδος Κορυφής της Αστάνα ολοκληρώθηκε με την επίτευξη συμφωνίας επί μιας Αναμνηστικής Διακήρυξης η οποία οραματιζόταν μια πραγματική Κοινότητα Ασφάλειας στην ευρωατλαντική και ευρωασιατική περιοχή.

Σήμερα, η «Διαδικασία της Κέρκυρας» συνεχίζεται υπό την ικανή προεδρία της Λιθουανίας που βρίσκεται στο τιμόνι του ΟΑΣΕ.

Το έργο που πρέπει να επιτελεστεί είναι ακόμη μεγαλύτερο. Θα πρέπει να επιδείξουμε μεγαλύτερη πολική βούληση και δημιουργικότητα προκειμένου να κάνουμε πραγματικότητα το όραμα για μια Κοινότητα Ασφάλειας στην Ευρώπη.

Εντούτοις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εμπιστοσύνη έχει σε κάποιο βαθμό αποκατασταθεί στην Ευρώπη και ότι το διπλωματικό και πολιτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας έχει τεθεί.

Πιστεύω ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Ελλάδα αποδεικνύουν τη σφοδρή τους επιθυμία να συμβάλλουν στην περαιτέρω προώθηση αυτού του πλαισίου μέσω του σημερινού συνεδρίου.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι αυτό το συνέδριο είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η σημερινή κατάσταση στη διεθνή σκηνή.

Αυτή η κατάσταση υπογραμμίζει το μεγάλο βαθμό διασύνδεσης της ασφάλειας μας σε όλο τον πλανήτη.

Οι απειλές κατά της ασφάλειας οι οποίες είναι εξ ορισμού υπερεθνικές, όπως :

- διεθνής τρομοκρατία,
- πειρατεία,
- διάδοση των Όπλων Μαζικής Καταστροφής,
- απειλές του κυβερνοχώρου και,
- εμπόριο όπλων και ναρκωτικών,

αποτελούν σοβαρές απειλές κατά της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας.

Ταυτόχρονα, οι παραδοσιακές ενδοκρατικές καθώς και διακρατικές προκλήσεις σε θέματα ασφάλειας – όπως οι περιφερειακές συρράξεις, οι ανταγωνισμοί εξοπλισμών ή η απειλή ή χρήση βίας – παραμένουν πηγές αστάθειας.

Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερη ευαίσθητη σε θέματα που σχετίζονται με την εδαφική ακεραιότητα, την απειλή ή τη χρήση βίας καθώς και με οποιαδήποτε παραβίαση του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να εφησυχάζει απέναντι σε ζητήματα ανεπίλυτων συρράξεων, αδυναμιών και απειλών σε θέματα ασφάλειας, είτε εντός είτε εκτός της ευρωατλαντικής και ευρωσιατικής περιοχής. 

Η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια απαιτεί δημιουργικές πρωτοβουλίες και δυναμικές δεσμεύσεις σε διμερές και πολυμερές επίπεδο.

Σε τελική ανάλυση, όπως άλλωστε ορίζει ξεκάθαρα ο Χάρτης για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια του 1999 σε ένα άρθρο που αποτυπώνει  και τον ορισμό της συνεργατικής ασφάλειας : « Η ασφάλεια κάθε συμμετέχοντος κράτους στον ΟΑΣΕ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια όλων των υπολοίπων κρατών».

Τα γεγονότα στη Βόρεια Αφρική και οι επιπτώσεις τους όσον αφορά τις μεταναστατευτικές ροές αποτελούν ένα παράδειγμα της «διασυνδεδεμένης ασφάλειας»

Καμία λύση δεν μπορεί να βρεθεί μέσω κοντόφθαλμων εθνικών πρωτοβουλιών που στοχεύουν στη διατάραξη των συλλογικών προσπαθειών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση αυτού του σημείου, δεν μπορεί κανείς να μην υπογραμμίσει ότι η αντιμετώπιση των ζητημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια χρειάζεται μια πολυδιάστατη προσέγγιση:

Οι σημερινές διεθνείς εξελίξεις άλλωστε, υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η ασφάλεια είναι πολυδιάστατη.

Όπως αναφέρεται και στη Στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια:
« Η διάδοση της χρηστής διακυβέρνησης, η υποστήριξη κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, η αντιμετώπιση της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας, η  εδραίωση του κράτους δικαίου και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι οι καλύτεροι τρόποι ισχυροποίησης της διεθνούς τάξης».

Η Ελλάδα έχει τη σθεναρή πεποίθηση ότι η αποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την πλήρη αξιοποίηση πολιτικών και μη στρατιωτικών μέσων – σε συνδυασμό με στρατιωτικά μέσα, αν κριθεί αναγκαίο.

Επίσης, αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην ανθρωπιστική πτυχή των κρίσεων.

Για παράδειγμα, αναφορικά με τη Λιβύη, η συνεισφορά της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από μια πολύ σημαντική ανθρωπιστική διάσταση, η οποία περιλαμβάνει  ιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα και αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας.

Αυτή η πιο ευρεία θεώρηση σχετικά με τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της ασφάλειας επαληθεύεται από τα πρόσφατα γεγονότα στην Ιαπωνία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή – αλλά και εδώ στην Ευρώπη – που είχαν αντίκτυπο στις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ασφάλειας.

Η ασφαλής χρήση της πυρηνικής ενέργειας, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης ή των μεταναστευτικών πιέσεων δεν μπορούν να διευθετηθούν συνολικά χωρίς πολυδιάστατες και μακροπρόθεσμες λύσεις.

Παραθέτω πάλι σχετικό χωρίο του Χάρτη για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια του 1999:

«Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις ανθρώπινες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές διαστάσεις της ασφάλειας ως ένα ολοκληρωμένο σύνολο». Η εμπειρία δείχνει ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη και την περιβαλλοντική διάσταση.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς εξελίξεις έχουν αποδείξει ότι η ιδέα της «συνεργατικής, πολυδιάστατης ασφάλειας» πάνω στην οποία εδράζεται η Διαδικασία της Κέρκυρας, δεν είναι ούτε ένα αφηρημένο θεωρητικό κατασκεύασμα άλλα ούτε και μια «πολυτέλεια».

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να ενισχύσουμε τους υφιστάμενους θεσμούς ισχυροποιώντας τα εργαλεία που προβλέπονται από τους τελευταίους. Πρέπει να επισπεύσουμε τις προσπάθειές μας προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε αυτόν τον τρόπο θεώρησης της ασφάλειας και να τον εφαρμόσουμε στην πράξη ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις απειλές και τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι το συνέδριο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό συνδέεται με το γεγονός ότι επικεντρώνεται στον πολιτικό-στρατιωτικό τομέα.

Η αναζήτηση ολοκληρωμένων λύσεων δεν σημαίνει ότι προσπαθούμε να επιλύσουμε συγχρόνως όλα τα προβλήματα του κόσμου.
Η κατανόηση της κάθε διάστασης της ασφάλειας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της είναι το ίδιο σημαντική όσο και η διερεύνηση των τρόπων διασύνδεσής της με τις  άλλες διαστάσεις.

Τα τελευταία δύο χρόνια σημειώθηκε μια στροφή στον πολιτικό-στρατιωτικό τομέα προς την κατεύθυνση τόσο της εξάλειψης λανθασμένων αντιλήψεων και στερεότυπων όσο και της προαγωγής μιας πιο συνεργατικής προοπτικής στην αντιμετώπιση των νέων απειλών και προκλήσεων.

Το Νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ υπογράμμισε την σημασία που αποδίδει η Συμμαχία στην ανάπτυξη της στρατηγικής εταιρικής της σχέσης με την Ρωσία, καθώς και στη συνεργασία με άλλους διεθνείς παίκτες.

Κατά τον ίδιο τρόπο, στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας το 2010, τα 29 Κράτη Μέλη του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας συμφώνησαν να ενισχύσουν το έργο του Συμβουλίου σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της Πυραυλικής Άμυνας και της διασφάλισης της σταθερότητας στο Αφγανιστάν.

Η υπογραφή της νέας συνθήκης START μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και η δημιουργία της Διμερούς Προεδρικής Επιτροπής Ηνωμένων Πολιτειών –  Ρωσίας, σηματοδότησαν σημαντικά νέα βήματα προς την εδραίωση του συνεργατικού αυτού πνεύματος, αντικατοπτρίζοντας τις ανάγκες που προκύπτουν από την σημερινή πραγματικότητα.

Παράλληλα, η έναρξη διαπραγματεύσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης σχετικά με τη Συνθήκη για τα Συμβατικά όπλα στην Ευρώπη – τη συνθήκη CFE – καθώς και οι συζητήσεις σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του Κειμένου της Βιέννης, δημιούργησαν ένα ελπιδοφόρο σκηνικό στη Βιέννη.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε πολλές προκλήσεις σχετικά με την πολιτικό-στρατιωτική διάσταση, κυρίως όσον αφορά την ενίσχυση του πλαισίου ελέγχου των συμβατικών μας όπλων.

Η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην επίτευξη προόδου στον τομέα των διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο των όπλων, αναγνωρίζοντας τον ρόλο ζωτικής σημασίας που έχει διαδραματίσει η Συνθήκη για τα Συμβατικά όπλα στην Ευρώπη τα τελευταία 20 χρόνια υπέρ της ειρήνης, της σταθερότητας και της πολιτικο-στρατιωτικής διαφάνειας στην Ευρώπη.

Στο ίδιο πλαίσιο, στον τομέα της διαχείρισης των συρράξεων, οι παρατεταμένες συρράξεις εντός της περιοχής του ΟΑΣΕ παραμένουν μια πρόκληση όχι μόνο για την περιφερειακή σταθερότητα αλλά επίσης και για την ενίσχυση της Αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας στο σύνολό της.

Και με αυτό έρχομαι στον τέταρτο λόγο για τον οποίο θεωρώ ότι αυτό το Συνέδριο είναι σημαντικό.

Το συνέδριο είναι ανοικτό στο κοινό και περιλαμβάνει ένα πάνελ επιφανών ειδικών από διάφορους επαγγελματικούς κλάδους

Στρατιωτικοί, πολιτικοί, διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί και ερευνητές από διάφορα ινστιτούτα και think tanks – είναι όλοι εξειδικευμένοι σε θέματα Ευρωπαϊκής Ασφάλειας – θα μας παρουσιάσουν τις δικές τους απόψεις σχετικά με αυτά τα ζητήματα.

Πιστεύω ότι ο συνδυασμός της μεγάλης εμπειρίας των ομιλητών με τη συμμετοχή του κοινού, παρέχει ένα σημαντικό δίδαγμα:
Οι σημερινές παρουσιάσεις θα είναι περίπλοκες και θα αγγίξουν πολλές πτυχές του ζητήματος, αλλά ο στόχος τους θα είναι περισσότερο να απομακρύνουν παρά να αναπαραγάγουν την εντύπωση ότι η εξωτερική πολιτική είναι μια απόκρυφη δραστηριότητα.

Αυτό το συνέδριο είναι μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξουμε ότι παρά το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική εφαρμόζεται εξ ορισμού από επαγγελματίες, αποτελεί επίσης μια πτυχή της κυβερνητικής πολιτικής η οποία, όπως και κάθε άλλη πτυχή, πρέπει να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο ανοικτή και διαφανής γίνεται, έχοντας πάντα κατά νου τον ρόλο που διαδραματίζει σε θέματα εθνικής ασφάλειας.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και ευχαριστώ επίσης θερμά τον κ. Grushko για την προσωπική του συμβολή αλλά και την ομάδα του για την εξαιρετική συνεργασία που είχε με τους συναδέλφους μας στην οργάνωση αυτού τους Συνεδρίου καθώς και τους ομιλητές που αποδέχτηκαν την πρόσκλησή μας.

Σας ευχαριστώ.

17 Μαΐου, 2011