Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το διεθνές περιβάλλον στο οποίο ασκούμε την πολιτική μας είναι ρευστό και συνεχώς μεταβαλλόμενο. Ο κόσμος αλλάζει, με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Αντιμετωπίζουμε προκλήσεις και απειλές που δεν γνωρίζουν σύνορα. Οι συνθήκες απαιτούν, από τις χώρες εκείνες που θέλουν να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα στο σήμερα και το αύριο, να παρακολουθούν τις αλλαγές και να προχωρούν στις αναγκαίες προσαρμογές.
Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε με ξεκάθαρο όραμα, που βασίζεται στη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, με εθνική αυτοπεποίθηση και με ανοιχτούς ορίζοντες προς τον κόσμο. Καθιστούμε την Ελλάδα ικανή να διαγιγνώσκει έγκαιρα τις προκλήσεις και να αξιοποιεί τις ευκαιρίες των καιρών.
Για την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, για την επιδίωξη των εθνικών μας στόχων, η Ελλάδα έχει ξεκάθαρες θέσεις. Έχει στέρεα επιχειρήματα, τα οποία τα προβάλλει και τα προωθεί με συνέπεια, με αποφασιστικότητα και με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της.
Αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια σοβαρή, αξιόπιστη, δυναμική χώρα. Ως μια χώρα που ενώ βρίσκεται σε μια σύνθετη, ασταθή και ευαίσθητη γεωγραφική ζώνη που περικλείει τα Βαλκάνια, την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και τη Μέση Ανατολή, καταφέρνει να είναι παράγων ασφάλειας, σταθερότητας και ανάπτυξης.
Η Ελλάδα, έχει αναδειχθεί σε έναν φερέγγυο συνομιλητή για όλα τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα. Έχει αναβαθμίσει ουσιαστικά το διεθνές της κύρος και τον στρατηγικό της ρόλο. Ακολουθεί με συνέπεια μια πολιτική αρχών. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής αρχών θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που καταδίκασαν και κατήγγειλαν απερίφραστα στον ΟΗΕ και στο Συμβούλιο Ασφαλείας το δικτατορικό καθεστώς της Μυαμάρ, ζητώντας μέτρα υπέρ της δημοκρατίας και των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων στη χώρα αυτή.
Με την πολιτική αυτή η Ελλάδα έχει διευρύνει τα διεθνή της ερείσματα και προωθεί δυναμικά τις σχέσεις της με όλους τους ισχυρούς παράγοντες της διεθνούς κοινότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία και η Κίνα επιβεβαιώνουν επισήμως, σε κάθε ευκαιρία, ότι οι διμερείς τους σχέσεις με την Ελλάδα είναι καλύτερες και ουσιαστικότερες από ποτέ.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Η ενεργός συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί βάση και κορμό της πολιτικής μας. Είναι ακλόνητη πεποίθησή μας ότι η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή μέσα σε μια ισχυρή Ευρώπη. Πιστοί σε αυτό το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συνεχίζουμε με στόχο να καταστήσουμε την Ευρώπη πιο αποτελεσματική. Πιο δημοκρατική. Με ενιαία, δυνατή και αξιόπιστη φωνή στη διεθνή σκηνή, που θα καθορίζει τις διεθνείς εξελίξεις .
Η Ευρώπη πέρασε μια δύσκολη περίοδο εσωστρέφειας και σκεπτικισμού, από την οποία τώρα φαίνεται να βγαίνει. Επιδιώκουμε, από κοινού με τους εταίρους μας, να προχωρήσει γρήγορα, μέσα στο χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί, η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη. Στόχος μας είναι η Ένωση να αποκτήσει και τη θεσμική θωράκιση και την καινούργια δυναμική που χρειάζεται για να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε αποφασίσει να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία εκείνων των δυνάμεων που προωθούν το ενοποιητικό εγχείρημα προς τα μπροστά. Αυτός είναι ο πυρήνας της θέσης μας στο επικείμενο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου που θα επικεντρωθεί στην πορεία της Συνθήκης. Θέση της Ελλάδας είναι ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε όλοι οι εταίροι μαζί. Να μην λείψει κανείς. Ταυτόχρονα, όμως, εάν απαιτηθεί, είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε και να συμμετάσχουμε σε ένα σύστημα ενισχυμένων συνεργασιών, χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς, μεταξύ των εταίρων εκείνων που επιθυμούν και μπορούν να προχωρήσουν πιο μπροστά, πιο γρήγορα. Η εμπειρία της ευρωζώνης, μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τις συνεργασίες αυτές. Η χώρα μας έχει αποδείξει ότι έχει και τη βούληση και τις δυνατότητες να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ένωσης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Γνωρίζουμε όλοι καλά ότι το όραμα του ευρωπαϊκού μέλλοντος ειρήνης και ανάπτυξης ξεπερνά τα σημερινά σύνορα της Ένωσης. Στόχος είναι η ένταξη όλων των χωρών της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα ενισχύει τις προσπάθειες ένταξης των νέων υποψήφιων χωρών. Στηρίζει τις οικονομίες και τις κοινωνίες των χωρών της περιοχής μας, τόσο με δημόσιους πόρους όσο και με την εκτεταμένη επενδυτική δραστηριότητα των πρωτοπόρων ελληνικών επιχειρήσεων στην περιοχή.
Βεβαίως, η προσαρμογή κάθε χώρας στα ευρωπαϊκά πρότυπα είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία.
Το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον που επιδιώκουμε μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν σ’ αυτό, είναι πραγματικά έτοιμοι να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί ο σεβασμός στα κριτήρια της ένταξης, στις αρχές και τις αξίες της Ευρώπης.
Αυτό αφορά και στην Τουρκία. Το έχουμε επαναλάβει πολλές φορές: Εάν και εφόσον εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, μπορεί και πρέπει να ενταχθεί στην Ένωση. Αλλά με τη διαδικασία που έχει συμφωνηθεί. Με σαφείς προϋποθέσεις και κριτήρια. Χωρίς λευκές επιταγές.
Η Ελλάδα έχει μια ξεκάθαρη πολιτική που ισχύει συνολικά για την πολιτική διευρύνσεων της Ένωσης. Τέσσερις λέξεις: πλήρης προσαρμογή – πλήρης ένταξη.
Ελπίζουμε ότι η νέα τουρκική κυβέρνηση θα δώσει νέα ώθηση στις μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν την Τουρκία πιο κοντά στην Ευρώπη. Ώθηση όχι μόνον στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, αλλά και στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, τον έμπρακτο σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του διεθνούς δικαίου, των σχέσεων καλής γειτονίας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Πέρα από την εσωτερική διάσταση, οι προσαρμογές και οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν και στη διεθνή συμπεριφορά των κρατών που επιδιώκουν να γίνουν μέλη της Ένωσης. Θεμελιώδους σημασίας είναι, για παράδειγμα, ο έμπρακτος σεβασμός της αρχής των σχέσεων καλής γειτονίας.
Πιστεύουμε ότι διαμορφώνεται σήμερα, με την ανανέωση της εντολής των δύο λαών στις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, ένα παράθυρο ευκαιρίας. Ένα περισσότερο ευνοϊκό περιβάλλον και για τις διμερείς μας σχέσεις. Ένα περιβάλλον που μπορεί να διευκολύνει περισσότερες και ουσιαστικότερες προσπάθειες για πλήρη εξομάλυνση των σχέσεών μας. Απαράβατος κανόνας γ’ αυτή την εξομάλυνση – και για την εν γένει πρόοδο των διμερών μας σχέσεων – είναι η απαρέγκλιτη τήρηση και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο η συνεργασία μας σε πολλούς τομείς, όπως η οικονομία, η ενέργεια, ο τουρισμός και άλλοι.
Δεν υπάρχει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αμφιβολία ότι Ελλάδα και Τουρκία, πρέπει να συνυπάρξουμε και να συμβιώσουμε σε τούτη τη γωνιά του πλανήτη. Το μέρισμα ειρήνης και ανάπτυξης που έχουν να εισπράξουν οι λαοί μας από την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μας είναι σημαντικό. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση και ξεκάθαρες θέσεις και από τις δύο πλευρές. Εμείς επιδιώκουμε τον ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο. Οι διερευνητικές επαφές μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων θα συνεχιστούν και σκοπός μας είναι να λάβουν νέα ώθηση.
Τείνουμε χείρα φιλίας προς ανατολάς. Προσβλέπουμε σε ανάλογη ανταπόκριση και από την Άγκυρα.
Σε κάθε περίπτωση είναι αυτονόητο ότι η πλήρης εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων δεν νοείται και δεν είναι εφικτή χωρίς τη δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού προβλήματος, για την οποία συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε. Μια λύση που θα οδηγήσει στην επανένωση του νησιού, ώστε όλοι οι κάτοικοί του, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να μπορούν να απολαύσουν τα αγαθά της συμμετοχής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η συνεργασία μας με την κυβέρνηση της Κύπρου είναι συνεχής και στενή. Κρίσιμης σημασίας για την επανεκκίνηση της προσπάθειας για επίλυση του Κυπριακού, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, είναι η εφαρμογή, το ταχύτερο δυνατόν, της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου 2006. Δυστυχώς, παρά τις εντατικές και συνεχείς προσπάθειες της Κυπριακής Κυβέρνησης, η συμφωνία αυτή δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, καθώς προσκρούει στην κωλυσιεργία της τουρκοκυπριακής πλευράς.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στην αρχή του χρόνου, δύο γειτονικές μας χώρες, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, κατάφεραν να γίνουν μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η Ελλάδα πρωτοστάτησε και συνέβαλε ενεργά στην ευόδωση της προσπάθειάς τους. Η ένταξή τους ανοίγει νέες προοπτικές ανάπτυξης της ήδη εντυπωσιακής οικονομικής παρουσίας της Ελλάδας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς για πρώτη φορά αποκτούμε χερσαία σύνορα με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την πολιτική μας, και με τα μεγάλα έργα μεταφορικών υποδομών και μεταφοράς ενέργειας που ολοκληρώνουμε, η Ελλάδα μετατρέπεται δυναμικά σε έναν ασφαλή μεταφορικό και ενεργειακό κόμβο για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας.
Εντούτοις, η περιοχή μας δεν παρουσιάζει μόνον νέες δυνατότητες και ευκαιρίες. Παρουσιάζει επίσης και προκλήσεις. Υπάρχουν – δυστυχώς – και σοβαρά θέματα που παραμένουν ανοιχτά και εκκρεμή.
Η σταθερότητα, η ειρήνη, η ανάπτυξη, καθώς και η ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων, προϋποθέτουν σταθερές και βιώσιμες λύσεις στα ανοικτά ζητήματα στην περιοχή.
Αυτό ισχύει και στο ζήτημα του μελλοντικού καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου.
Υποστηρίζουμε ενεργά τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας και των Ηνωμένων Εθνών για να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας.
Σταθερές και βιώσιμες λύσεις προκύπτουν από συμφωνίες ή έστω κάποιας μορφής συναινέσεις. Τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα δεν συμβάλλουν πάντα στην επίτευξη συναινέσεων. Ούτε οι προδιαγεγραμμένες λύσεις στην διαπραγματευτική διαδικασία.
Λύσεις που επιβάλλονται, καθώς και μονομερείς ενέργειες, δεν εγγυώνται διάρκεια και σταθερότητα, ιδίως σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή. Απαιτείται λύση συμβατή με τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες που θα επιτρέπει την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής.
Απαιτείται αυξημένη νομιμοποίηση της όποιας λύσης όπως αυτή που δίνουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Τέλος απαιτείται ενιαία στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού το ζήτημα του Κοσσόβου είναι κατεξοχήν ευρωπαϊκό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδιαίτερη ευθύνη για την αντιμετώπιση του.
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, που απασχολεί την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, για το οποίο υπάρχει βέβαια ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον: το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Έχω ήδη τονίσει ότι η πολιτική μας για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής προσέγγισης των χωρών της περιοχής μας έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αρχές και προϋποθέσεις.
Ο έμπρακτος σεβασμός των σχέσεων καλής γειτονίας και η ουσιαστική επιδίωξη της περιφερειακής σταθερότητας αποτελούν για εμάς θεμελιώδεις και απαράβατες αρχές.
Το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι μόνο ένα διμερές ζήτημα, ούτε είναι ένα ζήτημα ιστορίας και συναισθημάτων.
Είναι εξόχως πολιτικό θέμα. Είναι ζήτημα σεβασμού και εφαρμογής σχέσεων καλής γειτονίας. Είναι, σε τελική ανάλυση, ζήτημα περιφερειακής σταθερότητας και συνεργασίας.
Μιλάμε για το μέλλον όχι για το παρελθόν.
Οι πράξεις και οι παραλείψεις των Σκοπίων, η αδιαλλαξία, η εκτεταμένη προπαγάνδα αλυτρωτικής λογικής και οι κάθε λογής προκλήσεις υπονομεύουν το πνεύμα και το γράμμα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Και δεν είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση μόνον ορισμένων σημείων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Η Συμφωνία είναι ενιαία και αδιαίρετη. Γι’ αυτό και η Ελλάδα, όπως το υπογράμμισα και πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, διατηρεί στο ακέραιο όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά της ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σκοπός τόσο των σχετικών με το ζήτημα αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ όσο και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, είναι η εξεύρεση λύσης, λύσης αμοιβαία αποδεκτής. Όχι η διαιώνιση αυτής της εκκρεμότητας.
Αυτό ακριβώς επιδιώκει και η Ελλάδα: την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης, στη βάση μιας σύνθετης ονομασίας. Υπάρχουν βεβαίως δυσκολίες. Πιστεύω ότι τις γνωρίζουν και τις αναγνωρίζουν όλοι μέσα σ΄ αυτή την αίθουσα. Τις δυσκολίες αυτές μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα και ρεαλισμό. Με πίστη στην ορθότητα των επιχειρημάτων μας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στη διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο του ΟΗΕ εμείς κάναμε όλα τα αναγκαία βήματα. Έχουμε αποδείξει τη βούλησή μας. Απόσταση όμως πρέπει να καλύψει και η άλλη πλευρά. Δυστυχώς, δεν το έχει κάνει ακόμα.
Το πρόσφατο επεισόδιο Κερίμ στα Ηνωμένα Έθνη επιβεβαιώνει την ορθότητα των επιχειρημάτων μας, για το πώς αντιλαμβάνονται οι κυβερνώντες στα Σκόπια τη συμμετοχή τους στους πολυμερείς οργανισμούς και για την αδιαλλαξία τους. Επιβεβαιώνει επίσης και ενισχύει τη θέση μας ότι υπό αυτούς τους όρους δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος στην ευρωπαϊκή και ευρω-ατλαντική προοπτική της ΠΓΔΜ.
Τους καλώ να εγκαταλείψουν το ταχύτερο αυτή την αδιέξοδη στάση.
Το Υπουργείο Εξωτερικών, με εντολή του Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, έχει καταστήσει την ελληνική θέση σαφή σε όλους τους φίλους, συμμάχους και εταίρους.
Η εποικοδομητική στάση της Ελλάδας έχει επιβεβαιωθεί.
Η Ελλάδα είναι έτοιμη για μια λύση κοινής αποδοχής. Αυτή είναι η υπεύθυνη στάση του παλαιότερου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Της Ελλάδας που βεβαίως διατηρεί στο ακέραιο όλες τις δυνατότητες που έχει ως κράτος – μέλος αυτών των οργανισμών.
Ένας δρόμος υπάρχει για τα Σκόπια προς το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση: Ο δρόμος της αμοιβαίως αποδεκτής λύσης. Τελεία και παύλα.
Αυτό είναι το ισχυρό μήνυμα της Ελλάδας. Προς πάσα κατεύθυνση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Τα τελευταία χρόνια δώσαμε μεγάλη έμφαση στον τομέα της οικονομικής διπλωματίας. Την τοποθετήσαμε για πρώτη φορά στο επίκεντρο της εξωτερικής μας πολιτικής.
Ο στόχος της πολιτικής αυτής είναι ξεκάθαρος: η ενίσχυση της εξωστρεφούς ανάπτυξης της χώρας μέσω της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών, της δυναμικής προσέλκυσης επενδύσεων και της ουσιαστικής στήριξης της διεθνούς επιχειρηματικότητας των Ελλήνων.
Δίνουμε, επίσης, μεγάλη έμφαση στον τομέα της αναπτυξιακής συνεργασίας και της ανθρωπιστικής βοήθειας, αυξάνοντας το κύρος και ενισχύοντας το καλό όνομα της Ελλάδας στα μάτια των λαών του κόσμου.
Η Ελλάδα συμβάλλει ενεργά σε κάθε προσπάθεια ανακούφισης, ανασυγκρότησης και ανάπτυξης πολλών μη ανεπτυγμένων, ή σε κρίση, περιοχών σε ολόκληρη τη γη. Η χώρα μας είναι δυναμικά παρούσα στις προσπάθειες των λαών να κερδίσουν το στοίχημα της ασφάλειας και της ανάπτυξης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στην μεγάλη μας προσπάθεια για την επίτευξη των εθνικών μας στόχων, δεν παραβλέπουμε ποτέ τον πολύτιμο ρόλο της Ελληνικής ομογένειας. Οι Απόδημοι Έλληνες αποτελούν ένα σημαντικότατο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας στη διεθνή σκηνή, αποτελούν ουσιαστικό πολλαπλασιαστή της εθνικής μας ισχύος.
Γι’ αυτό και εργαζόμαστε εντατικά για την ενίσχυση και την προώθηση της συνεργασίας μας με την Ομογένεια. Σημαντικά βήματα έχουν ήδη γίνει. Αναδιοργανώσαμε θεσμικά και λειτουργικά το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού. Παράλληλα, με την πρωτοβουλία μας να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα να ψηφίζουν οι απόδημοι Έλληνες στις εθνικές εκλογές από τον τόπο διαμονής τους, εκπληρώνουμε μια σημαντική υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας προς την Ομογένεια.
Επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να αναφερθώ και σε ένα ακόμα ζήτημα, πάρα πολύ κρίσιμο:
Στους κινδύνους που παρουσιάζουν για τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα η φτώχεια και η υπανάπτυξη, δεν μπορούμε πλέον να παραβλέπουμε τη μεγάλη απειλή που αντιπροσωπεύει η κλιματική αλλαγή.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η αλλαγή του κλίματος δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως ένα μεμονωμένο περιβαλλοντικό θέμα. Είναι ζήτημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι θέμα βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Απειλή για την παγκόσμια υγεία. Μια απειλή που αγγίζει τα πάντα. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από τη διεθνή κοινότητα.
Υιοθετώντας μονομερώς νέους περιορισμούς για τις εκπομπές ρύπων, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανοίγει το δρόμο για ανάλογες πρωτοβουλίες και από τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι όμως πλέον σαφές ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να επιτευχθεί διεθνής συμφωνία για ένα σύστημα περιορισμού. Ακόμη και αυτό όμως δεν θα ήταν αρκετό.
Είναι θέση της Ελλάδος ότι η αναπτυξιακή βοήθεια θα πρέπει να αναθεωρηθεί, προκειμένου να λάβει υπόψη τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών στις ελάχιστα ανεπτυγμένες χώρες.
Η αντιμετώπιση των απειλών που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή απαιτεί τη συστράτευση όλων των δυνάμεων της διεθνούς κοινότητας. Χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Αυτό είναι το μήνυμα που στείλαμε και από τα Ηνωμένα Έθνη και στέλνουμε μέσα από τη δράση μας ως Προεδρία τη χρονιά αυτή στο Δίκτυο Ανθρώπινης Ασφάλειας. Αυτό θα συνεχίσουμε να προωθούμε και μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και η πλατιά πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, έχουμε πετύχει να συμφωνούμε πάνω στις βασικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είναι ένα μεγάλο, σημαντικό κεφάλαιο, το οποίο πρέπει να διατηρήσουμε.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι αποφασισμένη να προχωρήσει μπροστά. Έχει τη βούληση, αλλά και τη σύνεση να προχωρήσει, χωρίς παλινωδίες και αναβολές, στην άσκηση μιας πολιτικής αμοιβαιότητας και ενίσχυσης του κύρους της Ελλάδας. Με ξεκάθαρη στρατηγική και με συνεπή πολιτική θα συνεχίσουμε να διαφυλάττουμε στο ακέραιο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Μπαίνουμε σε μια περίοδο με πολλές δυσκολίες. Απαιτείται απ’ όλους εθνική ομοψυχία και συστράτευση . Μπαίνουμε σε μια περίοδο που λαϊκισμός, δημαγωγία και εύκολοι μικροπολιτικοί υπολογισμοί δεν έχουν θέση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όποτε έπεσε σε αυτή την παγίδα η ελληνική πολιτική, τότε το κόστος για τη χώρα και τους στόχους της ήταν μεγάλο και βαρύ.
Θα κλείσω λέγοντας ότι η έννοια του πατριωτισμού δεν έχει τα χαρακτηριστικά της εθνικιστικής καπηλείας. Πατριωτισμός δεν σημαίνει φοβικότητα, δεν σημαίνει απομόνωση.
Πατριωτική πολιτική σήμερα είναι να δημιουργείς ισχυρή οικονομία, ισχυρή κοινωνία, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, ισχυρές συμμαχίες.
Να μετέχεις ενεργά, παρεμβατικά και υπεύθυνα στους διεθνείς συνασπισμούς.
Με αυτή τη λογική θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε για τη χώρα μας, με νέα εθνική αυτοπεποίθηση, μια ακόμη πιο ισχυρή παρουσία στη διεθνή σκηνή. Προς όφελος της ειρήνης και της σταθερότητας, αλλά και της ασφάλειας, της ανάπτυξης και της ευημερίας του λαού και του τόπου.
Σας ευχαριστώ.
30 Σεπτεμβρίου, 2007