Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Κολλέγιο του St Anthony’s για την πρόσκληση, αλλά και την πολύχρονη συνεργασία μας. Πριν από 15 χρόνια, σε αυτόν το χώρο, ξεκινούσαμε με την Καλυψώ Νικολαΐδη, το πρώτο σεμινάριο που έγινε συνολικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για την παγκόσμια διακυβέρνηση.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση, που μου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσω, για πρώτη φορά μετά από την ανάληψη των καθηκόντων μου, για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική συνολικά, και ειδικότερα σε μια περίοδο κρίσης.
Η μελέτη των διεθνών σχέσεων, με έμφαση στις εμπειρίες της εξωτερικής πολιτικής μικρότερων κρατών – ευρωπαϊκών κρατών, ειδικότερα – με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, όπως στον διεθνή καταμερισμό εργασίας κάθε κράτος πρέπει να βρει τη φωλιά (niche) του, στην οποία θα έχει τη μέγιστη παραγωγικότητα και παρουσία, ανάλογα στη διεθνή διπλωματία κάθε κράτος πρέπει να αναπτύξει τις μέγιστες δυνατότητες (potential) και ικανότητες (capabilities) σε συγκεκριμένες θεματικές, σε γεωγραφικές περιοχές καθώς και σε ό,τι αφορά στα εργαλεία. Με άλλα λόγια, ένα κράτος πρέπει να διαθέτει τις απαραίτητες χωρητικότητες (capacities), που να το καθιστούν ικανό να ανταποκριθεί σε τρία «καθήκοντα», τα οποία αντιστοιχούν στα εξής πεδία:
(α) της αναγνώρισης προβλημάτων σε παγκόσμιο, περιφερειακό και στο άμεσο γειτονικό περιβάλλον.
(β) της διαμόρφωσης και διατύπωσης εναλλακτικών λύσεων και σχεδίων, δράσεων και συμμαχιών, και
(γ) της συγκέντρωσης των μέγιστων δυνατών πνευματικών δυνάμεων και πόρων, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλέον αποτελεσματική υλοποίηση εκείνων των σχεδίων εξωτερικής πολιτικής εν γένει – ή, πολιτικής σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα – που είναι ρεαλιστικά και η υλοποίησή τους μπορεί να έχει τη μέγιστη ανταποδοτική αξία.
Για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο απαιτείται:
1. Η βαθύτερη δυνατή και πολύπλευρη κατανόηση των αλλαγών στον σημερινό κόσμο, στην ίδια την ΕΕ και στον άμεσο περίγυρο της Ελλάδας, προκειμένου να υπάρχει επάρκεια γνώσης, κατανόησης και αναστοχασμού πάνω στις εμπειρίες.
2. Η διασύνδεση της εξωτερικής πολιτικής – με τη στενή της έννοια – με τα άλλα πεδία διεθνών διαπραγματεύσεων, όπως είναι αυτή που διεξάγεται για το ελληνικό χρέος. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕΠ (Ελληνική Εξωτερική Πολιτική – Greece Foreign Policy – GFP) προσπαθεί να αφαιρεί και να μην προσθέτει προβλήματα στο συνολικό κυβερνητικό πακέτο και, εφόσον αυτό δεν γίνεται κατορθωτό, να τα διαχειρίζεται όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικά, με ηρεμία, νηφαλιότητα και χωρίς πολλές κουβέντες. Προσπαθεί να λύνει προβλήματα στο δικό της πεδίο και στη δική της βαθμίδα, πριν αυτά τα ζητήματα φτάσουν σε επίπεδο κορυφής – για παράδειγμα, πριν φτάσουν σε επίπεδο Πρωθυπουργών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο στόχος είναι να δίνεται η δυνατότητα στον Έλληνα Πρωθυπουργό να συγκεντρωθεί στις προτεραιότητες και στα άμεσα καθήκοντά του.
3. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, οι φορείς και τα όργανά της αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ένα θεσμικό σύστημα στην υπηρεσία της ανακούφισης του πληθυσμού από την φτώχεια· ως ένα μέσο, δηλαδή, για την εξασφάλιση νέων δυνατοτήτων για την οικονομική και κοινωνική πολιτική, για τη μεγαλύτερη κατανόηση της αγωνίας για το αύριο ενός ολόκληρου λαού, για τη διαμόρφωση ενός νέου κινήματος αλληλεγγύης με τον δεινά υποφέροντα ελληνικό λαό.
Αυτές οι νέες δυνατότητες αποτελούν εργαλεία και για εν δυνάμει συμφωνίες, ήδη από σήμερα, για την ενδυνάμωση της οικονομικής συνεργασίας με τρίτες χώρες αμέσως μόλις λυθούν τα προβλήματα ρευστότητας. Ήδη από τις συναντήσεις που έχουμε πραγματοποιήσει, διαμορφώσαμε πεδία οικονομικής-αναπτυξιακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, καθώς και με κράτη μέλη της ΕΕ, με τη Ρωσία και την Κίνα, με την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα Βαλκάνια και την Τουρκία. Με όλες αυτές τις χώρες και περιοχές υπάρχουν συμφωνίες ή προσύμφωνα περαιτέρω ανάπτυξης της οικονομικής συνεργασίας, λειτουργούν ήδη ή βρίσκονται υπό διαμόρφωση κοινές τεχνικές-οικονομικές ομάδες για την προώθηση επενδύσεων, μεγάλων έργων, ακόμα και για συνδρομή ρευστότητας στη χώρα. Υπάρχουν συμφωνίες για μείζονα σχέδια στον τομέα των υποδομών, όπως είναι οι σιδηρόδρομοι και οι αγωγοί ενέργειας ή οι σταθμοί μεταφόρτωσης υγροποιημένου αερίου, σχέδια (projects) τα οποία θα συμβάλουν στην εκτενέστερη και σταθερότερη διασύνδεση ανάμεσα στην Ελλάδα και τα κράτη της Νότιας Ευρώπης. Με αυτή την έννοια, είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος για την πορεία και τις προοπτικές της Ελλάδας μετά από μια συμφωνία για τα ζητήματα χρέους και ρευστότητας. Και αυτό αποτελεί και στοιχείο ανησυχίας για όσους δεν θέλουν να πετύχει μια κυβέρνηση που προέρχεται από τον λαό και για δρα για τον λαό.
4. Ο προσανατολισμός μας είναι να ειδικεύσουμε την Ελλάδα στα τρία Δέλτα, όπως εδώ και χρόνια τα ονομάζω. Τα τρία Δέλτα προέρχονται από τα αρχικά των ελληνικών λέξεων: Διαπραγμάτευση, Διαβούλευση, Διαιτησία. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να ειδικεύεται όλο και περισσότερο σε αυτούς τους τομείς. Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι, Ιρανοί και Ευρωπαίοι, Ουκρανοί και Ρώσοι μπορούν να βρουν φιλοξενία στη χώρα μας, σε ένα από τα εκατοντάδες νησιά μας, για να συνομιλήσουν με ησυχία και ηρεμία για τα μεγάλα προβλήματα που τους απασχολούν. Η Ελλάδα δεν είναι και δεν θέλει να αποτελέσει μέρος προβλημάτων τέτοιας φύσης, αλλά επιθυμεί να προσφέρει καταλυτική βοήθεια για την επίλυσή τους. Δεν υπήρξαμε ποτέ αποικιοκρατική δύναμη, μας συνδέουν πολλαπλές κοινές γραμμές πολιτισμού, ιστορίας, παραδόσεων και προσδοκιών για το μέλλον με όλες αυτές τις χώρες, γεγονός που μας προσδίδει ιδιαίτερες χωρητικότητες (capacities).
5. Ιδιαίτερες είναι οι δυνατότητές μας να συνεργαστούμε με τις αναδυόμενες χώρες στον σημερινό κόσμο, τόσο για την κάλυψη δικών μας αναγκών, όσο και για να λειτουργήσουμε ως γέφυρα ανάμεσα σε αυτές και στη Δύση, όπου ανήκουμε. Η Ελλάδα αντιλαμβάνεται ότι στον σημερινό κόσμο, σε πολλές περιοχές, υπάρχουν σωροί από πέτρες. Δεν επιλέγει να πετροβολά με αυτές – ούτε να υψώνει διαχωριστικά τείχη. Επιθυμεί να φτιάχνει γέφυρες κατανόησης και επικοινωνίας, συνεργασίας και προοπτικής.
Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Κατά μία έννοια, κάθε εποχή εμπεριέχει τα στοιχεία της μεταβατικότητας. Ο κόσμος βιώνει μεγάλες αλλαγές, ενώ το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τη Δύση στην Νοτιοανατολική Ασία – από τη «λίμνη» του Ατλαντικού σε εκείνη του Ειρηνικού. Νέα προβλήματα, νέες προκλήσεις εμφανίζονται στον ορίζοντα. Οι κοινωνίες της Ευρώπης, σε αντίθεση με εκείνη των ΗΠΑ, βρίσκονται σε διαδικασία γήρανσης. Γύρω από την ΕΕ υπάρχουν πολλές χώρες με υψηλά ποσοστά νεανικού πληθυσμού, δεκάδων εκατομμυρίων νέων ανθρώπων που αναζητούν και ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον για το αύριο. Οι κοινωνίες μας αντιμετωπίζουν πολλαπλά προβλήματα. Δύο από αυτά είναι το δημογραφικό και η ανεργία, αλλά και οι πιέσεις που ασκούνται από αυτά στο κοινωνικό κράτος. Η λύση του προβλήματος δεν βρίσκεται, ασφαλώς, στην κατάργηση του κοινωνικού κράτους, αλλά στην αύξηση της παραγωγικότητας, και, κυρίως, στην ένταξη στην κοινωνία μας νέων ταλαντούχων ανθρώπων από όλο τον κόσμο, που θα μας δώσουν και άλλη δυναμική.
Ζούμε σε μια εποχή που η ιδεολογία δεν έχει πλέον τον ίδιο ρόλο που διαδραμάτιζε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα πια ο ρόλος της Γεωπολιτικής είναι πιο σημαντικός σε σχέση με το παρελθόν.
Ο κόσμος μας βρίσκεται σε μια σύγκρουση ανάμεσα στις σημερινές του ανάγκες και στις μελλοντικές απαιτήσεις της ίδιας της φύσης, της μητέρας όλων μας. Επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης είναι οι ίδιες οι κοινωνίες μας και ο τρόπος που προετοιμάζονται για το μέλλον τους: αν προτάσσουν τους ανθρώπους, την ευτυχία και την ευημερία τους ή τους αριθμούς και τα ποσοστά κέρδους· αν προτάσσουν μια σταθερή και ασφαλή ανάπτυξη, σε καθεστώς δημοκρατίας και ελευθερίας, ή μια πολιτική ριψοκίνδυνων τυχοδιωκτισμών.
Όπως είχα επισημάνει πριν από τρία χρόνια σε μια ομιλία μου εδώ στην Οξφόρδη, η EE, από ένα σύστημα στηριγμένο στο κράτος δικαίου (rule of law) και στον πολιτισμό της αναζήτησης συμβιβασμών, τείνει να μετεξελιχθεί σε ένα νέο είδος αυτοκρατορίας, στην οποία η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και το Βερολίνο (η αποκαλούμενη Νέα Ρώμη) παίζουν έναν ειδικό ρόλο και έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα. Ουσιαστικά, με τους νέους μηχανισμούς διαχείρισης της κρίσης καταλύεται η τυπική νομική ισότητα των κρατών μελών, διαμορφώνεται μια κλασική αλυσίδα ισχύος και ανατρέπεται το κοινωνικό κεκτημένο, τα οφέλη και τα επιτεύγματα στον κοινωνικό τομέα. Το οικονομικό εμφανίζεται σαν να υπερέχει του πολιτικού και ο συνταγματικός πολίτης αντικαθίσταται από τον παίκτη της αγοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύο στόχοι αποκτούν μεγάλη σημασία. Στόχοι που, συχνά, σε μια πρώτη ματιά, βρίσκονται σε αντίθεση: η διασφάλιση των δημοκρατικών, κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων και η προστασία της ασφάλειας και της σταθερότητας. Εμείς πιστεύουμε ότι αυτοί οι στόχοι μπορούν να συνδεθούν μέσα από την ΕΕΠ, αφενός με τη συμβολή της στην ικανοποίηση των πρώτων σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής και, αφετέρου, με την επίτευξη των δεύτερων (ασφάλεια, σταθερότητα).
Στην υλοποίηση αυτών των στόχων, στην αντιμετώπιση νέων παγκόσμιων προβλημάτων, όπως είναι το μεταναστευτικό και η προστασία του περιβάλλοντος, η ΕΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη της δύο θετικά κριτήρια: (α) κάθε πράξη της πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για τον ιδιαίτερα δημιουργικό ρόλο που μπορεί να παίξει στη λύση αυτών των προβλημάτων· να είναι ένα θετικό μήνυμα, που θα φτάνει σε όλο τον κόσμο, ότι η Ευρώπη μαθαίνει, διδάσκεται, γνωρίζει, μπορεί να βρει τις πιο αρμόζουσες λύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, και (β) ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο ζει, ανανεώνεται, αναπτύσσεται – και μπορεί να απαντήσει στα σύγχρονα προβλήματα με τρόπο που να ικανοποιεί τις κοινωνίες της.
Η ΕΕ μπορεί και πρέπει να συμβάλει στην κατεύθυνση της δημιουργικής λύσης αυτής της αντίφασης. Πιστεύουμε σε μια Ευρώπη της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της συμμετοχής όλων των κρατών μελών, με τα ίδια δικαιώματα, στο θεσμικό της σύστημα, πιστεύουμε στην ενίσχυση της πορείας πολιτικής συνεργασίας και ενοποίησης, με σεβασμό στις παραδόσεις, στις επιλογές, στις ανάγκες των εθνικών κρατών, με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Δήμου, με τη διασφάλιση του σεβασμού στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που με τόση ευκολία καταπάτησε η τρόικα στην Ελλάδα.
Προκειμένου η ΕΕ να κινηθεί στις θετικές ράγες που μόλις περιέγραψα, οφείλει να ξεπεράσει τη χαρακτηριστική της αδυναμία, που με εντυπωσίασε τους λίγους μήνες που είμαι υπουργός. Να μάθει να σκέφτεται πέρα από τη μύτη της, όπως λέμε εμείς στην Ελλάδα. Να διαχειρίζεται το μέλλον μας όχι ως μία στιγμιαία πράξη, ή ως μια συνέλευση μετόχων που σκέφτεται με ορίζοντα κερδών τριμήνου, αντιδρώντας χωρίς ευρύτερο ορίζοντα, χωρίς αναστοχασμό (rethinking) για τις συνέπειες των επιλογών της, των όσων πράττει. Η ΕΕ πρέπει να μάθει εκ νέου να σκέφτεται μακροπρόθεσμα, να σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών της και κάθε επιλογή της να εμπεριέχει στοιχεία οραματικά, από τις αξίες και τα οράματα μιας δημοκρατικής πολιτείας.
Όλοι κατανοούμε, επί παραδείγματι, ότι μια ένωση μπορεί να αξιοποιεί στην εξωτερική της πολιτική πολύπλοκα και πολύπλευρα εργαλεία. Εργαλεία «μαστίγιου και καρότου» προς τρίτους, ενισχυμένων κυρώσεων. Αλλά αυτά, όταν χρησιμοποιούνται, πρέπει να αποσκοπούν στην προσέλευση της άλλης πλευράς σε διαπραγματεύσεις και στην εμπέδωση αξιών και αρχών – όχι στην καταστροφή της άλλης πλευράς, ούτε στην αποδιοργάνωση και αποσταθεροποίηση.
Έχει μεγάλη σημασία να μην επιτρέψουμε να περιορίζεται το ευρωπαϊκό όραμα σε τέτοια εργαλεία – αναγκαία ή μη. Δεν είναι δυνατόν να ακούνε οι νέες γενιές στις χώρες μας από το πρωί μέχρι το βράδυ τις λέξεις: τιμωρία, μνημόνια, καταστολή. Για εμάς η ΕΕ είναι μια θετική έννοια, ένα θετικό όραμα. Δεν μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένες αρνητικές πρακτικές.
Με άλλα λόγια, η σημερινή ΕΕ πρέπει να επιστρέψει στις ιδρυτικές αξίες της, εμπλουτισμένες με την πείρα τόσων δεκαετιών, και ιδιαίτερα στις επιτυχίες που κατέγραψε στη διάρκεια της ζωής της, ώστε να αντιμετωπίσει το υπό διαμόρφωση τρίγωνο αστάθειας με επιτυχία.
Η ανάλυσή μου για το τρίγωνο σταθερότητας και αστάθειας έχει κάνει πια μια ιδιότυπη διεθνή καριέρα και αποτελεί μια σταθερά στην ανάλυση που κάνουμε στην ΕΕΠ για την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή μας.
Σε αυτή την περιοχή συγκρούονται δύο δυνάμεις διαφορετικού τύπου: εκείνες της αστάθειας και της αποσταθεροποίησης και εκείνες της σταθερότητας. Η περιοχή μας έχει τη μορφή ενός τριγώνου. Στην κορυφή του τριγώνου βρίσκεται η Ανατολική Ουκρανία και, στη βάση του, στη μία γωνία η Λιβύη και στην άλλη η Μέση Ανατολή. Στα πλαίσια αυτού του τριγώνου κινούνται δυνάμεις που όχι μόνο δημιουργούν ρήγματα στη δημοκρατική διαδικασία, αλλά υπονομεύουν και την ίδια την υπόσταση των κρατών. Παλιές μορφές κρατικότητας κάνουν εκ νέου την εμφάνισή τους με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών και μέσων, που σχετίζονται τόσο με τον πόλεμο όσο και με την ανάδειξη της εικόνας: μιλάμε για την αναβίωση της κυριαρχίας των φυλών, όπως στη Λιβύη, και για την περίπτωση του Χαλιφάτου στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για περιοχές στις οποίες καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ταυτόχρονα, στον ίδιο χώρο υπάρχουν περιοχές χωρίς κανενός είδους δομές κρατικότητας. Μέσα σε αυτό το κενό κινούνται εκατομμύρια πρόσφυγες και θύματα του πολέμου.
Αν από τη Λιβύη, που τόσο απασχόλησε τη διεθνή κοινότητα, υπάρχει μετακίνηση 1-2 εκατομμυρίων προσφύγων, από τη Συρία φεύγουν 12 εκατομμύρια. Πίσω τους ακολουθούν εκατομμύρια από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν (μόνο φέτος στην Ελλάδα ήρθαν 200.000 άτομα από τη Συρία και 300.000 από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν). Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συμβεί στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη αν τυχόν αποσταθεροποιηθεί η Αίγυπτος των 95 εκατομμυρίων κατοίκων, με πάνω από 65 εκατομμύρια νέων και κατά κανόνα ανέργων; Όπου, «από πίσω», υπάρχει ο εμφύλιος του Σουδάν και το μη κράτος της Σομαλίας.
Τα λέω όλα αυτά, διότι παίρνουμε όλα τα δυνατά μέτρα προκειμένου να στηρίξουμε μια πολιτική σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Λαμβάνουμε ειδικά μέτρα για τη σταθερότητα στην Αίγυπτο, στηρίζοντας ταυτόχρονα τον εκδημοκρατισμό της. Διαμορφώνουμε μια γραμμή συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, συνεργασία στην κατεύθυνση που περιέγραψα. Η δεύτερη γραμμή σταθερότητας είναι εξίσου σημαντική: η συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, όπου ταυτόχρονα αναπτύσσουμε την πολιτική στήριξης της Παλαιστίνης, με σειρά μέτρων που μόλις προχθές συμφώνησα με τον κ. Μάλκι, Υπουργό Εξωτερικών της Παλαιστίνης.
Προτείναμε, ακόμα, στην Τουρκία και την Ιταλία να συγκροτήσουμε και μια τρίτη γραμμή συνεργασίας εντός του τριγώνου σε ζητήματα ασφαλείας και σταθερότητας, προκειμένου να μπορέσουμε να συμβάλουμε στη δημιουργία ισχυρών πυλώνων σταθερότητας από αυτές τις τρεις γραμμές – που έχουν ως κέντρο τους την Ελλάδα – και να αποτρέψουμε την κυριαρχία των κυμάτων αστάθειας που θα οδηγήσουν σε ακόμα πιο ανεξέλεγκτα κύματα προσφύγων, αλλά και σε κενά που θα καταλαμβάνονται από τζιχαντιστές.
Στην άλλη μεριά του τριγώνου, η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίζει τη λύση στην κρίση της Ουκρανίας στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, της προάσπισης της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Ουκρανίας και των συμφωνιών του Μινσκ. Στη βάση της αναγνώρισης των δικαιωμάτων που προκύπτουν από την εθνοτική και γλωσσική διαφορετικότητα και της οργάνωσης, αντίστοιχα, της διοικητικής αυτονομίας σε μια ομόσπονδη Ουκρανία.
Κρίσιμο σημείο για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η περιοχή της Μαριούπολης. Εκεί ζουν πάνω από 150.000 Ουκρανοί ελληνικής καταγωγής. Είμαστε περήφανοι για τη βοήθεια που έχουμε δώσει σε αυτή την περιοχή: τρόφιμα, φάρμακα, δημιουργία μονάδας ιατρικής κάλυψης, χρηματική βοήθεια και μεταφορά οικογενειών για προστασία στην Ελλάδα. Είμαστε περήφανοι, διότι είμαστε η μόνη δυτική δύναμη που έχουμε το θάρρος και πήραμε το ρίσκο να διατηρούμε διπλωματική αντιπροσωπεία εκεί, να κρατάμε ψηλά τη σημαία των οραμάτων και των αξιών μας σε ένα πεδίο μάχης.
Είμαστε μια φιλειρηνική δύναμη, που παίρνουμε τα ρίσκα μας τόσο σε καλές όσο και σε δύσκολες στιγμές για την υπεράσπιση των δικαίων της ανθρωπότητας· για την επιβολή του διεθνή νόμου· για να λειτουργούν όλα τα κράτη στη βάση της αρχής του κανόνα του δικαίου (rule of law) και της ευρωπαϊκής κουλτούρας συμβιβασμών. Αυτές οι δύο αρχές απουσιάζουν από τη συμπεριφορά και την πρακτική της κυβέρνησης της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (FYROM). Η ευθύνη κατανέμεται ανάμεσα σε εκείνη και στις δυνάμεις της Δύσης, οι οποίες, σε κάθε κρίση σε αυτή τη χώρα, προτείνουν την πιο άμεση, υπό ακόμα λιγότερους όρους ένταξή της στις διαδικασίες του ευρωατλαντισμού. Εμείς, αντίθετα, πιστεύουμε ότι κάποιοι έμαθαν στα Σκόπια να μην επικοινωνούν, να μην εργάζονται στην κατεύθυνση της συνεννόησης με τους γείτονές τους, διότι «θα αναλάβουν εκείνοι να τους πιέσουν». Μετά κάποιοι άλλοι τους έμαθαν να μην συμβιβάζονται στο εσωτερικό τους με την αλβανική κοινότητα, διότι «θα αναλάβουν εκείνοι να τη συνετίσουν». Μέσα από αυτές τις επιλογές ήταν λογικό να μην μπορεί η ηγεσία αυτής της χώρας να προβεί από μόνη της στους απαραίτητους συμβιβασμούς και συνεννοήσεις.
Εμείς εργαζόμαστε για μια FYROM που θα ζει σε ειρήνη και σταθερότητα. Επιθυμούμε την παρουσία της σε όλα τα διεθνή fora και την επίλυση όλων των προβλημάτων της. Σε αντίθεση με ένα μέρος της ηγεσίας της, έχουμε κάνει πολλαπλές προτάσεις για το ονοματολογικό και ένα μεγάλο βήμα συμβιβασμού από τη δική μας πλευρά. Προτείναμε και συμφωνήσαμε να επεξεργαστούμε ένα κοινό πρόγραμμα ΜΟΕ. Έχουμε κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για τον τρόπο, τη διαδικασία επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας της φίλης γειτονικής χώρας. Το κύριο για αυτήν είναι να ξεπεράσει τον αλυτρωτισμό και τα σοβινιστικά σχέδια για μια «μεγάλη» FYROM.
Πρόκειται για σχέδια παρόμοια – και εξίσου αντιπαραγωγικά – με εκείνα όσων ονειρεύονται τη «μεγάλη» Αλβανία και παράγουν χάρτες [μιας «μεγάλης» Αλβανίας] που συμπεριλαμβάνουν τμήματα της βόρειας Ελλάδας και νησιά του Ιονίου Πελάγους, ιδιαίτερα του νέου κυβερνητικού εταίρου, του Κόμματος Δικαιοσύνης, Ολοκλήρωσης και Ενότητας (PDIU), που αποτελεί συνέχεια ναζιστικών κομμάτων, της εποχής που η περιοχή βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που φιλοξενεί τους περισσότερους Αλβανούς στον κόσμο. Μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από αυτούς. Είμαστε τυχεροί που τους έχουμε στην κοινωνία μας. Στα ΑΕΙ μας, στους καλύτερους φοιτητές μας κατατάσσονται κάθε χρόνο παιδιά αλβανών μεταναστών. Πρόσφατα προωθήσαμε νέο νόμο που τους αποδίδει ιθαγένεια. Η χώρα μας, η κυβέρνησή μας είναι από τις πιο φιλικές και δίκαιες στον κόσμο ως προς τους μετανάστες.
Με την Αλβανία μας συνδέουν ένα πλούσιο κοινό παρελθόν, κοινά όνειρα και προοπτικές. Υπάρχουν και πολλά προβλήματα από το παρελθόν, αλλά και από τις απόψεις ενός μέρους της ηγεσίας της χώρας αυτής, όπως η μη εφαρμογή συμφωνηθέντων, η άρνηση εφαρμογής προβλέψεων του διεθνούς νόμου, η καταπάτηση των δικαιωμάτων της γηγενούς ελληνικής μειονότητας. Εμείς έχουμε την πρόθεση και θέληση να λύσουμε τα προβλήματα και να ξεπεράσουμε κάθε δυσκολία. Σχεδιάζουμε να προτείνουμε στο άμεσο μέλλον μια λύση πακέτο σε όλα τα προβλήματα, που θα είναι ρεαλιστική, ελπιδοφόρα και συμφέρουσα και για τους δύο λαούς, μακριά από βαλκανικού τύπου εθνικισμούς και συμπεριφορές με τις οποίες παράγεται περισσότερη ιστορία από εκείνη που μπορεί να καταναλώσει η περιοχή.
Με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία συνεχίζουμε σταθερά τις καλές σχέσεις μας. Η προώθηση της τριμερούς συνεργασίας μας είναι μια άγκυρα σταθερότητας στην περιοχή. Το ίδιο συμβαίνει με τις σχέσεις μας με την Ιταλία, με την οποία έχουμε έτοιμη την πρώτη συμφωνία για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και την υφαλοκρηπίδα.
Κομβική είναι η σχέση που έχει η Ελλάδα με την Κύπρο. Πιστεύουμε, επιθυμούμε και στηρίζουμε μια Κύπρο πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη. Μια Κύπρο ομοσπονδιακή, χωρίς το βάρος της ντροπής που συνιστά η κατοχή εδαφών της μεγαλονήσου – και κατά προέκταση της ΕΕ – από τρίτη δύναμη. Αν μας ενοχλεί – και ορθά – η παρουσία ξένων δυνάμεων στην Ουκρανία, ένα κράτος μη μέλος της Ένωσης, η ενόχληση πρέπει να είναι πολλαπλή για την κατοχή μέρους της Κύπρου, κράτους μέλους της ΕΕ, από ξένη δύναμη.
Στηρίζουμε και θα στηρίξουμε μια έντιμη λύση του Κυπριακού, χωρίς έξωθεν πιέσεις. Μια λύση που θα δίνει τη δυνατότητα στους Τουρκοκύπριους να νιώθουν το νησί ως τα σπίτι τους και στους Ελληνοκύπριους να νιώθουν ασφαλείς. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε το μέγιστο δυνατό – ούτε το μέγιστο, ούτε το απλά δυνατό – αλλά, επαναλαμβάνω, το μέγιστο δυνατό των δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους και τις τρεις μειονότητες – και, από την άλλη, τη μέγιστη ασφάλεια για τους Ελληνοκύπριους. Το γενεσιουργό πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι ούτε η διανομή των πόρων, αλλά ούτε και οι όποιες διαφορές των κοινοτήτων της. Είναι η κατοχή. Η παρουσία 43.000 Τούρκων στρατιωτών, 1 ανά 4 κατοίκους στην κατεχόμενη Κύπρο, ή αλλιώς 1 ανά 2 εναπομείναντες Τουρκοκύπριους, αφού οι περισσότεροι ξενιτεύτηκαν.
Θέλουμε μια ολική και πραγματική λύση του Κυπριακού και θα στηρίξουμε κάθε διαδικασία. Με κανένα, όμως, τρόπο δεν θέλουμε μια εικονική λύση για να κοροϊδευόμαστε. Ούτε, από την άλλη, θέλουμε να γίνουμε φυλακισμένοι της ιστορίας. Γι’ αυτό προτείνουμε πραγματική, ουσιαστική λύση, γι’ αυτό υποστηρίζουμε τις δικοινοτικές συνομιλίες, γι’ αυτό επιθυμούμε να τελειώνουμε με το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων. Σε μια Κύπρο μέλος της ΕΕ δεν χρειάζονται ξένοι στρατοί. Εξάλλου, τι είδους λύση είναι αυτή που τάχα επιβάλλει την εξακολούθηση της παρουσίας τους; Τι είδους λύση είναι αυτή που θα λέει ότι ναι μεν όλα λύθηκαν, αλλά όλα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν;
Στο πρόσφατο ταξίδι μου στην Τουρκία πρότεινα στους συνομιλητές μου να εργαστούμε συστηματικά για λύση του Κυπριακού. Αυτό σημαίνει τερματισμό της κατοχής και των παραβιάσεων των εγγυητριών δυνάμεων.
Η Τουρκία είναι η μεγάλη γειτονική χώρα στα ανατολικά μας. Μια χώρα με πολλά κοινά μαζί μας στην κουλτούρα και την πρόσφατη ιστορία. [Καλά και κακά]. Ο Αλλάχ, όπως είπα στην Άγκυρα, μας έριξε στα ίδια μέρη. Πρέπει να συμβιώσουμε. Να διαμορφώσουμε συνθήκες συνεργασίας. Η λύση του Κυπριακού και ο τερματισμός κάθε διάθεσης παρεμβάσεων ή απειλών θα απελευθερώσει πολλαπλές συνεργατικές δυνάμεις ανάμεσα στους δύο λαούς.
Προκειμένου να διαμορφώσουμε μια καλύτερη ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης, συμφωνήσαμε να προωθήσουμε ορισμένα από τα ΜΟΕ που πρότεινε η Ελλάδα στην Τουρκία και να ετοιμαστούμε να αρχίσουμε εκ νέου τις διερευνητικές διαβουλεύσεις. Ταυτόχρονα, παίρνουμε μέτρα ανάπτυξης των οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων – κι αυτό παρά τις πολλαπλές τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος και τις συνεχιζόμενες τουρκικές παραβιάσεις σε αέρα και θάλασσα. Θέλουμε να ζήσουμε σε ειρήνη με την Τουρκία στη βάση των αρχών της καλής γειτονίας, του διεθνούς δικαίου, της κατανόησης των λαών, της προόδου. Ελπίζουμε τελικά η Άγκυρα να ανταποκριθεί.
Συνολικά, η εξωτερική μας πολιτική είναι μια δημοκρατική πολιτική, με θετική ενέργεια και πρωτοβουλίες. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώσαμε, μετά από διαβουλεύσεις, μια πρωτοβουλία πέντε κρατών (Ελλάδα, Κύπρος, Ιταλία, Γαλλία και Ολλανδία, με συμμετοχή χωρών της Μέσης Ανατολής) για την προστασία της πολυμορφίας της πίστης και του πολιτισμού στη Μέση Ανατολή. Ο πλούτος πολυμορφίας, που παρατηρείται σε αυτή την περιοχή, υπάρχει εδώ και 2.000 χρόνια και πρέπει να τον υπερασπιστούμε ως κομμάτι των αρχών του πολιτισμού μας που αναφέρονται στην πολυπολιτισμικότητα και την πολυθρησκευτικότητα, των αρχών και αξιών του διαφωτισμού, της ιστορίας και παράδοσης της περιοχής. Έχουμε ήδη καλέσει εξέχοντες εκπροσώπους κρατών, εκκλησιών και της επιστήμης. Είστε όλοι καλοδεχούμενοι.
Στα μέσα του Οκτωβρίου πρόκειται να διοργανώσουμε στην Αθήνα μια παγκόσμια διάσκεψη για το θέμα. Αμέσως μετά, θα ξεκινήσει μια πρωτοβουλία που θα φέρει κοντά και σε κοινή δράση μια σειρά κρατών από όλο τον κόσμο και η οποία έχει προκαλέσει ευμενή σχόλια από όλες τις πλευρές που τη γνωρίζουν.
Η ΕΕΠ στον καιρό της κρίσης είναι μια πολιτική ενεργητική, υπεύθυνη, που υλοποιείται μέσω πρωτοβουλιών. Είναι μια πολιτική που δεν θέλει να χωρίζει, αλλά να ενώνει. Που δεν θέλει να υποτάσσεται στο παρελθόν, αλλά να το αξιοποιεί για το αύριο.
Σας ευχαριστώ πολύ.
10 Ιουνίου, 2015