Ομιλία ΥΠΕΞ, Ν. Κοτζιά, στη Βουλή των Ελλήνων με αντικείμενο τις εξελίξεις για το Κυπριακό ζήτημα» (11.07.2017)

Ομιλία ΥΠΕΞ, Ν. Κοτζιά, στη Βουλή των Ελλήνων με αντικείμενο τις εξελίξεις για το Κυπριακό ζήτημα» (11.07.2017)Ν. ΚΟΤΖΙΑΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Αλλά ξέρετε ότι είμαι και στην Κοινοβουλευτική μου παρουσία λιγομίλητος, ως οφείλει να είναι ένας Υπουργός Εξωτερικών, αλλά αφού έχουμε θέμα του αντικειμένου, επιτρέψτε μου να πω μερικά πράγματα.

Πρώτα απ’ όλα, θέλω να ευχαριστήσω τα κόμματα για τη στάση που κρατήσανε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και που δώσανε τη δυνατότητα οι πλάτες της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδος να είναι καλά στημένες χωρίς ανασφάλειες και χωρίς αμφιβολίες για το πώς βλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων αυτή τη διαπραγμάτευση. Θέλω να τους ευχαριστήσω και επισήμως όλους από αυτό το βήμα.

Επίσης, θέλω να σας πω ότι σήμερα το πρωί έχουμε το πρώτο σχέδιο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας. Είναι το σχέδιο που έχει υποβάλει. Σε αυτό έχει τρεις διαπιστώσεις που ενδιαφέρουν. Πρώτον, αναφέρει ότι η Διάσκεψη της Γενεύης σηματοδότησε ένα ιστορικό και αποφασιστικό στάδιο κατά τις συνομιλίες. Δεν κάνει αξιολόγηση δηλαδή ότι απέτυχε -ή ότι δεν θα συνεχιστεί- και θεωρεί ότι ήταν η πρώτη φορά που οι δυο κοινότητες και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις συναντήθηκαν προκειμένου να συζητήσουν τα κεφάλαια ασφάλειας και εγγυήσεων. Είναι η παράγραφος 4 του σχεδίου προς το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Στην ίδια παράγραφο, λέει ότι είναι μεγάλο βήμα που αναδείχτηκε στην ίδια την διαπραγμάτευση το θέμα των εγγυήσεων και στην παράγραφο 42 υπογραμμίζει ότι ο Οργανισμός παραμένει στην διάθεση των μερών, δηλαδή όλων εμάς που συμμετείχαμε, στο πλαίσιο του ρόλου του για να διευκολύνει την παραπέρα διαδικασία του Κυπριακού. Μας δίνει δηλαδή ανοιχτό δρόμο για να συνεχίσουμε να παλεύουμε για μια ορθή και σωστή λύση του Κυπριακού.

Δεύτερο -και αυτό να το καταθέσω στα πρακτικά- η παράγραφος 21 της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της Ευρώπης είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στο Κυπριακό μετά από μια συζήτηση που προκάλεσε ο Πρόεδρος της Κύπρου και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας στο ίδιο το Συμβούλιο της Συνόδου Κορυφής. Το δίνω γιατί υπήρξε ένα ερώτημα για ποιο λόγο ο Πρωθυπουργός δεν ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα. Υπάρχει γραπτώς, είναι η παράγραφος 21 των συμπερασμάτων.

Επίσης, φροντίσαμε η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι παρατηρητής για πρώτη φορά σε αυτή την πενταμερή διάσκεψη και, τρίτον, μπορέσαμε να έχουμε εκφρασμένη τη θέληση και γνώμη της κατά τις διμερείς συναντήσεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση η Ευρωπαϊκή Ένωση να δεχτεί παρεμβατικά δικαιώματα στο έδαφός της, σε κράτος μέλος, όπως διεκδικούσε και απαιτεί η Τουρκία. Αυτά για τα διευκρινιστικά δυο κείμενα.

Τώρα θα σας πω τις σκέψεις μου. Εγώ, το μάθημα που αποκόμισα, γιατί όλοι πρέπει να μαθαίνουμε, είναι ότι μια καλά σχεδιασμένη και επίμονη διαπραγμάτευση, σε συνεργασία με την Κυπριακή κυβέρνηση, ισχυρή -και έχουμε πει πολλές φορές, όπως επανέλαβε χθες ο κ. Αναστασιάδης στη συνέντευξη Τύπου, πόσο ισχυρή και σταθερή ήταν αυτή η συνεργασία- μας δίνει τη δυνατότητα να προωθήσουμε μια ατζέντα διαφορετική από αυτής των διαπραγματεύσεων του Κυπριακού στο παρελθόν.

Επίσης, ότι όταν έχεις τεκμηριωμένες θέσεις γραπτές και προφορικές και τις προωθείς και τις διεκδικείς, είναι πιο εύκολο να γίνει κατανοητή η άποψή σου. Από αυτή την άποψη, στις δυο συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης που αφορούν την Ελλάδα διότι τις συνυπέγραψε, προτείναμε για τη μεν Συνθήκη των Εγγυήσεων ένα μηχανισμό εφαρμογής και εποπτείας της απομάκρυνσης των τουρκικών στρατευμάτων, την οποία πρόταση επεξεργάστηκε και προσωπικά -κατόπιν με τις προτάσεις της Κύπρου και τις δικές μας- ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και ήταν η πρόταση με την οποία προσήλθε, την Πέμπτη προς την Παρασκευή το βράδυ στην τελική διαπραγμάτευση, όπου εκτέθηκε από την υποκρισία και τη διγλωσσία της Τουρκίας.

Διότι η Τουρκία, στις συναντήσεις που είχε με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, υποσχέθηκε να αποδεχτεί συμβιβαστικές λύσεις. Και όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, στις πρωινές ώρες, στις 2 η ώρα το πρωί, ενώπιον της άρνησης της Τουρκίας να υποβάλει γραπτώς τις προτάσεις που του είχε διατυπώσει, ανέλαβε να τις διατυπώσει ο ίδιος σε μια παράγραφο, η Τουρκία αρνήθηκε ότι είχε κάνει τέτοια συζήτηση με τον Γενικό Γραμματέα. Απέσυρε την όποια συμβιβαστική της πρόταση και υποχρέωσε επιτόπου τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να δηλώσει ότι αυτή η Διάσκεψη τελειώνει, διότι η Τουρκία «άλλα μου είπε, άλλα λέει εδώ και παίρνω πάνω μου το βάρος ότι παρανόησα τις προτάσεις της Τουρκίας».

Κατά συνέπεια, δεν το βρίσκω εξαιρετικά ευγενικό, όταν υπάρχουν πάρα πολύ σαφείς διατυπώσεις του Γενικού Γραμματέα, να τίθενται αυτές στην Ελληνική Βουλή υπό αμφισβήτηση.

Επίσης, όσον αφορά τη Συνθήκη Συμμαχίας, η οποία έχει δυο παραρτήματα, σας θυμίζω ότι η Συνθήκη αυτή προβλέπει ότι τα στρατεύματα Ελλάδος και Τουρκίας μπορούν να ανέρχονται σε 950 και 650 στρατιώτες αντίστοιχα, ότι πρέπει να είναι σε κοινό στρατηγείο και ότι πρέπει να βρίσκονται υπό εκ περιτροπής διοίκηση. Η Κύπρος τον πρώτο χρόνο, η Ελλάδα τον δεύτερο, η Τουρκία τον τρίτο.

Και όταν ερωτήθηκαν οι Τούρκοι τι εννοούν Συνθήκη Συμμαχίας με αυτό ακριβώς το περιεχόμενο, δεν ήταν σε θέση ούτε καν να συμφωνήσουν με το ίδιο τους το αίτημα, να διατηρηθεί αυτή η Συνθήκη. Διότι δεν είχαν ακριβή εικόνα του τι σήμαινε. Την υιοθέτησε ο ΟΗΕ και αυτό πάλι χάρη στη διαπραγματευτική μας τακτική, την πρότασή μας για ένα σύμφωνο φιλίας το οποίο θα κρατάει ζωντανές τις πολιτισμικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές, μορφωτικές σχέσεις ανάμεσα στις τρεις χώρες –Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρο- αλλά θα καταργεί παράλληλα κάθε δυνατότητα επέμβασης οποιουδήποτε και κάθε τέτοια στρατιωτική πτυχή που θα διευκόλυνε σε μια τέτοια κατάσταση.

Θέλω να σημειώσω, δεύτερον, ότι αυτή η πολιτική μας, με αυτές τις προτάσεις μας, είχε στιγμές όπου συγκέντρωνε τη συντριπτική πλειοψηφία μέσα στη διάσκεψη. Ακόμα και οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να τις υιοθετήσουν, ακόμα και ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποστηρίξανε και είναι η πρώτη φορά που οι Τούρκοι βρεθήκανε σε διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μόνοι τους.

Κι αυτό το θεωρώ σημαντικό βήμα. Διότι χάρη σε αυτό το σημαντικό βήμα, μπήκε πλέον στην ατζέντα του Κυπριακού και είναι κεκτημένο το ότι η Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό, φυσιολογικό κράτος, δηλαδή χωρίς ξένα στρατεύματα και ξένες εγγυήσεις.

Και πρέπει να σας πω με ικανοποίηση ότι αυτή η διατύπωσή μας -ότι η Κύπρος πρέπει να είναι ένα κανονικό κράτος- έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Εδώ δεν χρειάζεται δηλαδή να κάνουμε πολλές ερμηνείες, ή να ακούμε τους συγκεκριμένους καλοθελητές που έχουν άλλου είδους σχέση με κανάλια που αφορούν στο Κυπριακό και οι οποίοι συναντιόντουσαν τα βράδια με συγκεκριμένο άνθρωπο από τον ΟΗΕ, ενάντια στη θέληση του Γενικού Γραμματέα.

Πρέπει να παρακολουθούμε τι ακριβώς είπε ο Γενικός Γραμματέας. Ότι πρέπει να φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα, ότι πρέπει να σταματήσουν τα παρεμβατικά δικαιώματα. Ότι πρέπει να υπάρξει ένα σύμφωνο φιλίας και πρότεινε ο ίδιος ένα μηχανισμό παρακολούθησης όλων αυτών.

Και έχει σημασία αυτό, γιατί στη διαπραγμάτευση οι Τούρκοι αναγκάστηκαν, υπό την δική μας επιμονή, να εξηγήσουν τι τα θέλουν όλα αυτά. Ο Τσαβούσογλου επί ώρες έλεγε «τα έχω εξηγήσει στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ». Τον ρώτησα τι το θέλετε κ. Τσαβούσογλου το δικαίωμα παρέμβασης; Και στο τέλος είπε «να σας πω τι το θέλω, να μπορεί η Τουρκία να επεμβαίνει όποτε θέλει και όποτε χρειαστεί». Πώς να επεμβαίνει; Στρατιωτικά. Αυτές είναι αποκαλύψεις.

Και είναι επίσης αποκάλυψη ότι, όταν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επέμενε στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών να του πει τελικά γιατί είναι τόσο ευέλικτος, όπως περιέγραφε, -και εάν θέλει απλώς μια συμφωνία που να λέει ότι όσον αφορά τον τουρκικό στρατό, η Τουρκία θα είναι ευέλικτη, όσον αφορά τα εγγυητικά δικαιώματα, η Τουρκία θα είναι ευέλικτη, όσον αφορά τις παρεμβάσεις, η Τουρκία θα είναι ευέλικτη -αυτό του έλεγε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, αναγκάστηκε να πει ότι η Τουρκία δεν θέλει να πάρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο, δεν θέλει να παραιτηθεί από τα δήθεν παρεμβατικά της δικαιώματα και ότι αυτά πρέπει να διατηρηθούν για 15 χρόνια και μετά να γίνει μια ανασκόπηση, review, κατά πόσο είναι ώριμα τα πράγματα για να φύγει ή όχι.

Ήθελε, δηλαδή, στη νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο να διατηρήσει όλα αυτά τα συμφέροντα και όλες αυτές τις δυνατότητες. Εμείς δεν θέλαμε να επιρρίψουμε ευθύνες σε κανέναν. Πήγαμε εκεί γιατί θέλαμε να λύσουμε το πρόβλημα. Και απόδειξη ότι θέλαμε να λύσουμε το πρόβλημα είναι ότι για όλα τα ζητήματα είχαμε προετοιμάσει όλους τους εταίρους μας με τις συγκεκριμένες προτάσεις που είχαμε και με την υποστήριξη των αντίστοιχων προτάσεων της Κύπρου.

Όμως πήγαμε στη διαπραγμάτευση για το Κυπριακό με μια αρχή, με την οποία φαίνεται ότι ντε φάκτο δεν συμφωνούν όλα τα κόμματα. Ποια είναι αυτή η αρχή; Τα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου, η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού δεν αφορά την Ελλάδα. Διότι η Ελλάδα είναι μόνο εγγυήτρια δύναμη, πέρα από συναισθηματισμούς και ιστορικούς δεσμούς. πέρα από το γεγονός ότι όλοι μας πολιτικοποιηθήκαμε στη γενιά μου χάρη και εξαιτίας του Κυπριακού.

Η Ελλάδα δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Κύπρου. Και όποτε το επιχείρησε στο παρελθόν, το πλήρωσε ακριβά. Και η Κύπρος και ο Κυπριακός λαός και ο ελληνισμός συνολικά. Κατά συνέπεια, δεν είναι δουλειά της χώρας μας να αξιολογεί τη διαπραγμάτευση των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού. Και αυτό επίμονα το υποστηρίξαμε, διότι η επιδίωξή μας ήταν να κρατήσουμε την Τουρκία μακριά από την εσωτερική πτυχή.

Να αναγκάσουμε όλους να αποδεχτούν αυτό που ήθελε ο ΟΗΕ και έκανε ότι η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δυο κοινότητες, στις οποίες ο ένας είναι ο ηγέτης ταυτόχρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δεν ανακατευτήκαμε στην εσωτερική πτυχή. Και εάν στην ελληνική κυβέρνηση γίνεται κριτική για οποιεσδήποτε συμφωνίες που άλλοι θεωρούν καλές και άλλοι όχι ως προς την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχουν να κάνουν κριτική για την πολιτική που ακολουθήσαμε στα ζητήματα εγγύησης και ασφάλειας. Για τον τρόπο που βάλαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και για το γεγονός ότι ο ΟΗΕ για πρώτη φορά δήλωσε επίσημα, από τα χείλη του Γενικού Γραμματέα, ότι στο Κυπριακό δεν μπορεί τρίτη χώρα να έχει παρεμβατικά δικαιώματα. Και αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα.

Δεν είμαστε στην εποχή που μας κατηγορούσαν ότι δεν θέλαμε λύση. Δεν είμαστε στην εποχή που εθεωρείτο αυτονόητο οι Τούρκοι να διατηρούν αυτά τα «δικαιώματα». Είμαστε πια στην εποχή που ουδείς -πλην Τούρκων- θεωρεί αυτονόητο κάποιος να έχει στρατό σε τρίτη χώρα παρά τη θέλησή της και κάποιος να μπορεί να παρεμβαίνει σε αυτή.

Γι’ αυτό, για να μπορέσουμε να πετύχουμε οτιδήποτε πετύχαμε, την αναβάθμιση αυτών των ζητημάτων, την απαλλαγή του ελληνοκυπριακού στοιχείου από τις ευθύνες και τον πόλεμο ευθυνών που γινόταν στο παρελθόν σε βάρος του, αντιμετωπίσαμε από κοινού με την Κυπριακή Δημοκρατία όλα τα ζητήματα που ήταν ανοιχτά. Είναι ολοφάνερο ότι δεν τελείωσε το Κυπριακό πρόβλημα μετά τη διάσκεψη της Ελβετίας.

Είναι ολοφάνερο ότι τα προβλήματα είναι εκεί και μας περιμένουν. Όμως, η διαπραγματευτική θέση της Κύπρου και της Ελλάδος είναι διαφορετική από ότι πριν από τη Διάσκεψη της Ελβετίας. Και η θεματολογία, η ατζέντα του Κυπριακού είναι διαφορετική.

Έχει γίνει αποδεκτό ότι ο πυρήνας του είναι αυτό που είχε ξεχαστεί: οι εγγυήσεις και η ασφάλεια. Θα δούμε τουρκικές προκλήσεις; Πιθανόν. Μη θεωρείτε ότι οι Τούρκοι είναι αήττητοι. Κοιτάξτε με τι ευκολία οι τζιχαντιστές κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του τουρκικού μηχανισμού μέσα στην ίδια τη Συρία και τα μεγάλα προβλήματα που έχει η τουρκική στρατιωτική μηχανή εκεί.

Δεν υποτιμώ, αλλά ούτε θέλω να υπερτιμώ κανέναν. Πρέπει κανείς να διαμορφώνει τις συμμαχίες του, να έχει την απαιτούμενη στρατηγική, να έχει την κοινή συνεργασία με την Κύπρο. Γι’ αυτό, την επόμενη Δευτέρα, μετά το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, θα βρεθεί η ελληνική αντιπροσωπεία που ήταν στην Ελβετία -πιο λίγοι βέβαια- στην Κύπρο, για να κουβεντιάσουμε το πώς θα πρέπει να συνεχίσουμε και να επιδιώκουμε τη λύση του Κυπριακού. Πώς θα αξιοποιήσουμε τις σημερινές νέες δυνατότητες, αλλά και τα προβλήματα που ανακύπτουν, να συζητήσουμε για την τελωνειακή ένωση και για την ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Τουρκία και να διαμορφώσουμε μια κοινή γραμμή πλεύσης μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία.

Να συζητήσουμε πώς θα αξιοποιηθούν οι νέες δυνατότητες που έχουμε για τη δημόσια διπλωματία και την επιδίωξη να έχουμε υψηλές επαφές παντού στον κόσμο και να εξηγήσουμε τι πραγματικά συνέβη, ώστε με συγκεκριμένη την αλήθεια, γιατί η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη, να δυναμώσουμε το μέτωπο των δυνάμεων και από πλευράς μας, αλλά και διεθνώς, που επιδιώκουν μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.

Δηλαδή μια λύση χωρίς στρατεύματα κατοχής, χωρίς συνθήκες εγγυήσεων τρίτων, με το Κυπριακό λαό να αποφασίζει ο ίδιος. Και όταν λέω ο κυπριακός λαός να αποφασίζει ο ίδιος, εννοώ τις δυο κοινότητες και τις τρεις μειονότητες. Η Ελλάδα υπερασπίστηκε στα 2,5 χρόνια των διαπραγματεύσεων τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας να νιώσει όσο το δυνατόν περισσότερο ότι το μέλλον της είναι σε αυτό το νησί, στη Μεγαλόνησο. Διότι και οι Τουρκοκύπριοι είναι αυτοί που υπέστησαν τη μπότα του τουρκικού στρατού και οι μισοί από αυτούς αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εξωτερικό.

Να δώσουμε το μέγιστο αίσθημα ασφάλειας σε όλο τον Κυπριακό λαό και βεβαίως στους Ελληνοκύπριους. Αλλά να αποκαταστήσουμε και τα δικαιώματα των τριών μικρών μειονοτήτων, που είναι καθήκον μας να τα λαμβάνουμε επίσης υπόψη στην ίδια την Κύπρο.

Και να σας θυμίσω και κάτι. Στο μέλλον, στην Κύπρο -και το είπα στο Γενικό Γραμματέα- μπορεί να υπάρξουν και πολίτες που να θέλουν να ονομάζονται μόνο Κύπριοι. Έχουμε δει ανάλογες νομικές υποθέσεις στη Βοσνία. Θα πρέπει και σε αυτό να είμαστε προσεκτικοί, διότι η δημοκρατία στην Κύπρο πρέπει να είναι δημοκρατία των κοινοτήτων, αλλά και δημοκρατία των πολιτών που έχουν τα δικά τους ατομικά συμφέροντα. Ευχαριστώ πολύ.

11 Ιουλίου, 2017