Να ευχαριστήσω και πάλι για την πολύ τιμητική πρόσκληση και προσβλέπω στη συνεδρία για να εξαγάγουμε σημαντικά συμπεράσματα γύρω από την Ευρώπη, γύρω από τον κόσμο, γύρω από την Ελλάδα.
Είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι στο συγκεκριμένο πάνελ με εκπροσώπους από δύο χώρες, οι οποίες αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Μολδαβία και Ουκρανία στις 25 Ιουνίου ξεκίνησαν την πορεία τους προς την ευρωπαϊκή οικογένεια. Είναι μια πραγματικά μεγάλη στιγμή για την Ευρώπη. Και νομίζω πέρα από το μήνυμα, το οποίο θα πρέπει να δώσουμε, ότι η Ευρώπη είναι μία και στηρίζεται σε αρχές και αξίες, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δώσουμε και ένα μήνυμα ενότητας και προοπτικής στους λαούς. Το πιο σημαντικό, νομίζω, είναι εκείνο που μας δένει. Και εκείνο που μας δένει είναι οι ευρωπαϊκές αξίες και το όραμα για μία Ευρώπη ειρήνης και ευημερίας.
Θα μου επιτρέψετε να πω δυο κουβέντες σε σχέση με το πως αντιλαμβάνομαι εγώ την πορεία της Ευρώπης την παγκόσμια πορεία, όπως επίσης και την πορεία της εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Πρώτα σε ό,τι αφορά τον κόσμο, την παγκόσμια διπλωματία. Θέλω να πω ότι υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά, τα οποία είναι εξαιρετικά σημαντικά στη σύγχρονη συγκυρία. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά όλων των φαινομένων που αναπτύσσονται απανταχού της γης είναι, πρώτον, η υπερεδαφικότητα, δηλαδή το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, το οποίο υπάρχει για άλλες γεωγραφικές περιοχές ή για άλλα ακόμα πιο ενισχυμένα φαινόμενα. Και βεβαίως είναι επίσης η ασυμμετρία των φαινομένων αυτών, η δύσκολη προβλεψιμότητα σε σχέση με το πού πηγαίνει ο κόσμος και πού πηγαίνουν τα φαινόμενα.
Μπορεί να το δει ο καθένας πάρα πολύ εύκολα. Δείτε απλώς τι συμβαίνει με το κομμάτι της κλιματικής κρίσης. Λένε οι επιστήμονες ότι φαινόμενα πλημμυρικά, όπως αυτό της Θεσσαλίας στον Ντανιέλ εμφανίζονται μία φορά κάθε 400 χρόνια. Και εμείς το βιώσαμε δύο φορές σε τρία χρόνια. Καταλαβαίνουμε λοιπόν το πόσο έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Και η πραγματικότητα είναι για εκείνον, ο οποίος θέλει να ασκεί μια εξωτερική πολιτική, η οποία θα στηρίζεται στην προβλεψιμότητα και στη φρόνηση είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει πια να προβλέψει το μέλλον. Η επιθετικότητα είναι υπερεδαφική και ασύμμετρη. Η κλιματική κρίση είναι υπερεδαφική και ασύμμετρη. Το βλέπουμε με το καθημερινό δελτίο πυρκαγιών. Η δημόσια υγεία είναι υπερεδαφική, χτυπάει όλο τον κόσμο, όπως είδαμε την εποχή του Covid. Και είναι και ασύμμετρη. Και κάθε φαινόμενο, το οποίο αναπτύσσεται πλέον δεν έχει τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα.
Για το λόγο αυτό προσαρμόζεται και η εξωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική από την πρόβλεψη και τη διαχείριση πηγαίνει περισσότερο στην εκπόνηση των δυνατών σεναρίων, έτσι ώστε να μπορεί σε κάθε περίπτωση να υπάρχει η απαιτούμενη διαχείριση. Τα σενάρια, τα υποθετικά, τα «what if» σενάρια, τα οποία είναι τα πιο κρίσιμα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Και θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτή είναι μια άσκηση που είναι εξαιρετικά δύσκολη. Δεν θέλει μόνο ικανότητα, γνώση, αντίληψη. Θέλει πολλές φορές και ένα στοιχείο τύχης, αλλά θέλει και ένα στοιχείο διαίσθησης. Πολλές φορές η διαίσθηση μας μάς οδηγεί σε παραδοχές, οι οποίες είναι πιο κρίσιμες ακόμη και από τη γνώση των ιστορικών φαινομένων. Και βλέπετε πώς από τη μία ημέρα στην άλλη μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
Στις 5 Ιανουαρίου του 2021 εξελέγησαν στην πολιτεία της Georgia στις Ηνωμένες Πολιτείες δύο γερουσιαστές. Ήταν ο πρώτος μαύρος γερουσιαστής και ο πρώτος Λατίνος γερουσιαστής στην Πολιτεία. Μια μεγάλη τομή για μία πολιτεία σαν τη Georgia για όσους αντιλαμβάνονται την αμερικανική πολιτική. Την επόμενη μέρα είχαμε ακριβώς τα γεγονότα του Καπιτωλίου και καταλαβαίνουμε πώς η εναλλαγή αυτή του δημοκρατικού φαινομένου, του φαινομένου δηλαδή της ισχύος της πλειοψηφίας και της πίεσης της μειοψηφίας, μας φέρνει μπροστά σε εντελώς νέες και δύσκολες ατραπούς.
Άρα για εμάς το πιο σημαντικό είναι να μπορέσουμε να εκπονήσουμε τα σενάρια εκείνα τα οποία θα μας επιτρέψουν να είμαστε απολύτως προετοιμασμένοι. Αυτό κάνουμε στην ελληνική εξωτερική πολιτική, για να πάω στην Ελλάδα. Ο Πρωθυπουργός έχει επιλέξει να αναπτύξει μια εξωτερική πολιτική, η οποία στηρίζεται σε αρχές, αξίες και κανόνες. Δεν πρόκειται ποτέ να αναπτύξουμε διαφορετικά κριτήρια για ομοειδείς περιπτώσεις.
Πολλές φορές ακούω: «μα είναι ίσως μεγαλύτερο το συμφέρον μιας χώρας να μπορεί να συναλλάσσεται, να αποκομίζει οφέλη παράπλευρα κάτω από το τραπέζι μερικές φορές, έτσι ώστε να προωθεί την πολιτική της». Η απάντηση σε αυτό είναι ότι είναι απλά κοντόφθαλμη, κατά την άποψή μου, η πολιτική αυτή. Η διεθνής αρχιτεκτονική ασφαλείας μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο χτίστηκε ακριβώς πάνω στη λογική των αρχών και κανόνων. Και εκεί ήταν ο πιο σημαντικός κανόνας, ο κανόνας της ενίσχυσης της δύναμης που έχουν τα μικρομεσαία κράτη, τα πιο περιφερειακά κράτη, απέναντι στα ισχυρά.
Δείτε πώς λειτούργησε διαχρονικά το θέμα της αρνησικυρίας, του βέτο, στους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν η άμυνα εκείνου, ο οποίος δεν είχε την ισχύ να επιβάλλει τη βούλησή του. Συν τω χρόνω, δυστυχώς, κι αυτή είναι η μετεξέλιξη των πολιτικών φαινομένων.
Συν τω χρόνω αντιλαμβανόμαστε ότι η αρνησικυρία, η οποία είχε υιοθετηθεί ακριβώς ως άμυνα του αδύναμου απέναντι στα ισχυρά έθνη, έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Είναι η ισχύς του δυνατού. Διότι εάν ο δυνατός επιλέξει να διακόψει μια πορεία ασφάλειας, ειρήνης και ευημερίας, τότε μπορεί να το επιβάλει. Άρα το σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να στηριχθούμε στους κανόνες αυτούς. Ίσως να ξαναδούμε - με φρόνηση βεβαίως και περισυλλογή, γιατί δεν είναι μια απλή διαδικασία - τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις στους διεθνείς οργανισμούς. Γιατί θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, η διεθνής αρχιτεκτονική ασφαλείας σε ό,τι αφορά τους δύο μεγάλους πολέμους στη γειτονιά μας απέτυχε να μπορέσει να επιβάλει το αυτονόητο.
Και θα επιμείνω στο ζήτημα της Μέσης Ανατολής. Νομίζω είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα εκεί, διότι όλοι αντιλαμβανόμαστε και τα ενδιαφερόμενα μέρη, το Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή, ότι θα πρέπει να έχουμε παύση εχθροπραξιών. Θα πρέπει να έχουμε ανθρωπιστική βοήθεια σε εκείνους οι οποίοι πλήττονται. Θα πρέπει να έχουμε άμεση απελευθέρωση των ομήρων, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιούνται κατά παράβαση κάθε έννοιας ανθρώπινης αξίας, ως διαπραγματευτικό όπλο.
Από την άλλη πλευρά, η διεθνής κοινότητα, αν και ομόφωνα ταγμένη πάνω σε αυτές τις βασικές παραδοχές, εντούτοις έχει μια παντελή αδυναμία να μπορέσει να βρει το μέσο εκείνο, το οποίο θα οδηγήσει στο αποτέλεσμα. Και έχει ένα ενδιαφέρον. Συνήθως στη διπλωματική ιστορία εκείνο, το οποίο συνέβαινε είναι ότι γνωρίζαμε το μέσο, την οδό, αλλά δεν ξέραμε πού θα καταλήξει αυτή η διαδικασία λήψης απόφασης. Σήμερα, υπάρχει η ιδιαιτερότητα ότι όλοι επιθυμούμε να έχουμε την ειρήνη στην περιοχή υπό όρους που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί και αποδεκτοί και έχουν προδιαγραφεί και στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Γενικής Συνέλευσης. Πλην όμως έχουμε μια σοβαρότατη αδυναμία να μπορέσουμε να επιβάλουμε εκείνο, το οποίο φαίνεται στα δικά μας τα μάτια να είναι αυτονόητο.
Το ίδιο ισχύει και για την Ουκρανία. Ακούω συχνά: «μα γιατί η Ελλάδα να ταχθεί τόσο ευθέως, τόσο ισχυρά και τόσο έντονα υπέρ της Ουκρανίας στον πόλεμο αυτό;». Θέλω να πω το εξής, ένας πόλεμος ο οποίος έχει έναν επιτιθέμενο και έναν αμυνόμενο, όπου ο επιτιθέμενος έχει ως βασικό του σκοπό να αλλοιώσει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, είναι ένας πόλεμος, τον οποίο θα πρέπει όλοι να τον αντιλαμβανόμαστε ως δικό μας πόλεμο. Διότι αν κάποια στιγμή στην ιστορία σκεφτούμε ίσως και τα οφέλη που μπορεί να έχει για την πολιτική μιας χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, το να μην σταθούμε στο πλευρό του αμυνόμενου εκείνου που δέχεται την επίθεση, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα έχουμε χάσει το έννομο συμφέρον να μπορούμε να επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο, τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Για να μπορέσουμε τότε να συρρικνώσουμε όσο το δυνατόν την επιθετικότητα και να αναπτύξουμε τον μεγάλο πυρήνα της διεθνούς ασφάλειας, η οποία θα είναι συντεταγμένη με το Διεθνές Δίκαιο.
Θέλω να πω, στο πλαίσιο ακριβώς αυτό της εξωτερικής πολιτικής ισχύος, αρχών και κανόνων, ότι έχουμε επιλέξει μια εξαιρετικά πολυμερή, πολυκεντρική εξωτερική πολιτική, μια ενεργητική εξωτερική πολιτική. Θέλω να θυμίσω ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ίσως οι μεγαλύτερες αποφάσεις που ελήφθησαν έχουν τη σφραγίδα της Ελλάδας ή και της Ελλάδας, όπως είναι για παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο ήταν πρόταση και του Έλληνα Πρωθυπουργού, όπως ήταν το ψηφιακό πιστοποιητικό για τον COVID, όπως ήταν το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, στο οποίο είχαμε μια εξαιρετικά ενεργό συμμετοχή. Και σήμερα, με την εξέλιξη της Ευρώπης, η πρόταση του Έλληνα Πρωθυπουργού μαζί με τον Πολωνό Πρωθυπουργό για να αναπτυχθεί μια ευρωπαϊκή άμυνα, η οποία θα θωρακίσει την Ευρώπη και από την άλλη πλευρά θα απελευθερώσει τις δυνάμεις εκείνες των κρατών μελών για να μπορούν να αποδίδουν έμφαση στην ειρήνη.
Θέλω να πω ότι οι αρχές αυτές εφαρμόζονται παντού. Εφαρμόζονται και στην περίπτωση των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία ή με τις γειτονικές μας χώρες. Στο ζήτημα της Τουρκίας, θέλω να τονίσω ότι πραγματικά αισθάνομαι ότι η υπηρεσία στην πατρίδα είναι να μπορούμε να συζητούμε με τους γείτονές μας. Δεν θα συμφωνήσουμε σε όλα. Το ξέρουμε. Δεν είμαστε ούτε αφελείς, ούτε αιθεροβάμονες. Εκείνο όμως το οποίο πρέπει να έχουμε και είναι αν θέλετε και ένα χρέος που έχουμε απέναντι στις επόμενες γενιές, είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες, έτσι ώστε να μπορούμε να συζητούμε, να αποσυμπιέζουμε τις εντάσεις, να δημιουργούμε ένα δρόμο διαλόγου, διπλωματίας, δημοκρατίας. Και αυτό πράττουμε, βήμα-βήμα, χωρίς να έχουμε κάποιες υπερβολικές αξιώσεις. Έχουμε χτίσει μια καλή θετική ατζέντα. Βλέπουμε τα αποτελέσματα αυτή τη στιγμή του μεταναστευτικού, τα οποία είναι ελεγχόμενα χάρη στην καλή συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Βλέπουμε την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στα νησιά μας, όπου με άοκνες προσπάθειες του Υπουργείου Εξωτερικών επετεύχθη, συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι ώστε να απλοποιηθούν οι διαδικασίες και να έχουμε μεγάλο αριθμό επισκεπτών από την Τουρκία. Και βεβαίως, έχουμε μηδενίσει τις υπερπτήσεις και τις αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο.
Για όποιον δεν καταλαβαίνει την αξία αυτών των πραγματικών δεδομένων, λυπάμαι, αλλά το δικό μου χρέος απέναντι στην πατρίδα αυτό μου υπαγορεύει. Διότι όταν υπάρξει κάποιο ατύχημα πάνω από το Αιγαίο, τότε δεν θα υπάρχει VAR για να το διορθώσουμε. Το ατύχημα δεν διορθώνεται. Το ατύχημα μπορεί πάρα πολύ εύκολα, όπως μας έδειξε η Μέση Ανατολή, να έχει ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα καταστροφής. Κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν θα το θελήσουμε.
Σε ό,τι αφορά το κομμάτι της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, η Ελλάδα έχει ταχθεί με μεγάλη ένταση και ως μείζονα προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την ένταξη όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Θα συνεχίσουμε να το πράττουμε. Η Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης το 2003 ακριβώς αυτό υπαγόρευσε, ότι η φυσική πορεία των κρατών αυτών είναι μονόδρομος και είναι προς την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Καταλαβαίνουμε όλοι ότι ο δρόμος αυτός δεν είναι ένας δρόμος, ο οποίος δεν έχει προϋποθέσεις. Είναι ένας δρόμος που πολλές φορές απαιτεί εργασία, πίστη, αφοσίωση στο ευρωπαϊκό όραμα. Ιδίως απαιτεί πλήρη ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, πλήρη σεβασμό των αξιών του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας και πλήρη συμμόρφωση με το Διεθνές Δίκαιο.
Το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι μια διαδικασία επιλεκτική, δεν είναι ένα «cherry picking process». Το Διεθνές Δίκαιο υπάρχει για να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, διμερείς και πολυμερείς, και δεν μπορούμε να επιλέγουμε και να αφήνουμε.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω αυτό που αισθάνομαι σε σχέση με την Ελλάδα. Την τελευταία πενταετία, προϊόντος του χρόνου και της προηγούμενης διακυβέρνησης και σήμερα νομίζω περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο. Έχει κερδίσει την αναγνώριση να μπορεί να συζητά με όλα τα μέρη, με τα δυνατά μέρη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την Ινδία, με τη Βραζιλία. Αλλά να συζητά και με όλους τους γείτονες για να μπορούμε να επιλύουμε τα προβλήματά μας. Έχει κερδίσει την εκτίμηση όλων, διότι ακολουθεί ακριβώς αυτές τις αρχές.
Στην εκλογή, την οποία είχαμε στις αρχές Ιουνίου στη Νέα Υόρκη, ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η Ελλάδα ψηφίστηκε από 182 χώρες σε σύνολο 188 χωρών, όπου οι τέσσερις από αυτές τις υπόλοιπες έξι δεν ψήφισαν κανέναν. Οπότε πρακτικώς είχαμε ουσιαστικά μια ομοφωνία στην Ελλάδα. Γιατί την είχαμε; Διότι αυτό το οποίο υποστηρίξαμε, ως προτεραιότητες, είναι αυτό το οποίο όλη η οικουμένη σήμερα θέλει: να ξαναδώσουμε ένα αληθινό νόημα στην ειρηνική επίλυση των διαφορών. Να ενισχύσουμε την προσπάθεια, η οποία γίνεται για μία πιο βιώσιμη υφήλιο. Να μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε φαινόμενα βίας κατά ευάλωτων κατηγοριών, γυναικών και παιδιών. Θα συνεχίσουμε σε αυτή την πορεία.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ : Ερώτηση σχετικά με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Όπως επεσήμανα, πιστεύω ότι η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος της ευρωπαϊκής διεύρυνσης με τα Δυτικά Βαλκάνια. Θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να συνεργαζόμαστε, διότι η αλήθεια είναι, όπως υπαινιχθήκατε, ότι τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν πραγματικό ναρκοπέδιο. Συνεπώς, είναι αναγκαίο ιστορικά να διατηρήσουμε τη δυναμική που οικοδομήσαμε εδώ και 20 χρόνια με την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης. Αν μου επιτρέπετε, πιστεύω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε ένα success story. Γι' αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι σημαντική η διεύρυνση προς τη Μολδαβία και την Ουκρανία, αλλά επίσης και προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο. Πρέπει να δώσουμε όραμα στους ανθρώπους. Είναι πολύ σημαντικό γιατί έχουν πράγματι περάσει 20 χρόνια και υπάρχει μια αναμενόμενη κόπωση. Μπορώ συνεπώς, να κατανοήσω γιατί οι άνθρωποι έχουν χάσει εν μέρει την πίστη τους στο ευρωπαϊκό όνειρο. Γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει απλώς να το μελετήσουμε εκ νέου, να το επανεξετάσουμε και να το ενισχύσουμε. Αυτό θα πράξουμε με τη νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πέραν τούτου, υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να είμαστε πιο ενεργοί ως προς τη διαδικασία διεύρυνσης, διότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε γεωπολιτικό.
Ξεκίνησε ως ένα είδος εσωτερικού οικονομικού εγχειρήματος με στόχο την επίτευξη μιας ισχυρής οικονομίας. Στη συνέχεια, προχωρήσαμε σε ένα είδος πολιτικής ένωσης, και τώρα είμαστε αντιμέτωποι με γεωπολιτικές προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει μια εμφανής, θεωρώ, μετάβαση προς αυτή τη γεωπολιτική διάσταση, και γι' αυτό όλα τα υποψήφια κράτη πρέπει να ενταχθούν.
Τώρα, με ρωτήσατε για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Με όλο το σεβασμό, πιστεύω ότι καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν αποτελεί διμερές ζήτημα. Στην περίπτωση της Αλβανίας, έχουμε τη φυλάκιση ενός εκλεγμένου δημάρχου. Έχει παραμείνει στη φυλακή για σχεδόν 20 μήνες. Υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις αρχές του κράτους δικαίου που εφαρμόστηκαν και προφανώς, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν μιλάμε για εκπροσώπους των μειονοτήτων. Για εμάς, για τους Ευρωπαίους, είναι σημαντικό, προφανώς, να διαφυλάττουμε τη διαφορετικότητα και να μεριμνούμε για όλες τις μειονότητες. Ο δρόμος υπάρχει, εντούτοις χρειάζονται σαφείς αποδείξεις ότι υπάρχει πλήρης σεβασμός.
Όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, όπως ανέφερα, το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι επιλεκτική διαδικασία. Είναι τόσο απλό.
Το Διεθνές Δίκαιο είναι το θεμέλιο της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Αν μπορούσαμε να επιλέγουμε ορισμένες από τις διατάξεις των συνθηκών και κάποιες άλλες να τις αφήναμε ανενεργές, τότε προφανώς, δεν θα υπήρχε κανενός είδους Διεθνές Δίκαιο ή διεθνής κοινότητα. Πρέπει να τηρούμε τις διεθνείς συνθήκες. Είχαμε κάποιες σοβαρές ανησυχίες. Το κόμμα μας ως αντιπολίτευση, αντέδρασε σαφώς στη Συμφωνία των Πρεσπών και επισημάναμε από πολύ νωρίς ότι υπάρχουν ορισμένα γκρίζα ζητήματα στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Εντούτοις, δηλώσαμε εγκαίρως ότι από τη στιγμή που θα υπάρξει επικύρωση της συμφωνίας, τότε δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής και πρέπει να τη σεβαστούμε πλήρως. Αυτό είναι που πραγματικά απαιτούμε από τη Βόρεια Μακεδονία και πιστεύουμε ότι η διεθνής κοινότητα είναι σαφώς με το μέρος μας. Όπως προανέφερα υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή προοπτική: πρώτον, το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεύτερον, το Διεθνές Δίκαιο, και οι διεθνείς συνθήκες και τρίτον, η δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Επί αυτών των ζητημάτων δεν μπορεί να υπάρξουν εκπτώσεις.
2 Ιουλίου, 2024